Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Τραπεζική επιταγή, Πρακτικά συνεδρίασης, Αίτημα συνεκδίκασης συναφών υποθέσεων.
Περίληψη:
Ορθή και αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Στοιχεία εγκλήματος. Πότε μπορούν να ληφθούν υπόψη έγγραφα που δεν είναι βέβαιο ότι αναγνώσθηκαν. Πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης (άρθρ. 502 παρ. 1 εδ. γ ΚΠΔ). Όχι απόλυτη ακυρότητα από τη λήψη υπόψη εγγράφων που αναφέρονταν ως αναγνωσθέντα στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και εγγράφου, το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει από έγγραφο που αναγνώσθηκε πρωτοδίκως. Αιτιολογημένη απόρριψη αιτήματος για συνεκδίκαση συναφών υποθέσεων. Απόρριψη αιτήσεως.
Αριθμός 90/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ανδρέα Ξένο και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Δεκεμβρίου 2012, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου - Βασιλοπούλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Ν. Σ. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βλάσιο Λεονάρδο, για αναίρεση της υπ' αριθ. 31431/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Ιουλίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 952/2012.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 79 παρ.1 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1325/1972, εκείνος που εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δραχμών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται, αντικειμενικά μεν 1) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, 2) υπογραφή του εκδότη, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου ή εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρίας, 3) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή, και 4) έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή, οπωσδήποτε κατά το χρόνο εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή, υποκειμενικά δε γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξης, δηλαδή της έκδοσης επιταγής που είναι ακάλυπτη. Ειδικότερα αναφορικά με την υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, μετά την αντικατάσταση της διατάξεως της παρ. 1 του άνω άρθρου 79 με το άρθρο 1 του ν. του 1325/1972, εξέλιπε από αυτό η παλαιότερη πρόβλεψη, η οποία, ενόψει του ότι έκανε λόγο για έκδοση ακάλυπτης επιταγής "εν γνώσει" του δράστη, άφηνε έξω από την περιγραφή της αναγκαίας για την κατάφαση του εγκλήματος υπαιτιότητας του εκδότη τον ενδεχόμενο δόλο. Έτσι, για την πλήρωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού δεν απαιτείται ο εκδότης να τελεί "εν γνώσει" της ανυπαρξίας διαθεσίμων κεφαλαίων, αλλά αρκεί προς τούτο ότι αυτός θεωρεί την έλλειψη πιθανή και την αποδέχεται. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως είκοσι (20) μηνών, ανασταλείσα, και χρηματική τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκε ότι ο Ν. Σ., κατά το χρονικό διάστημα από 6/8/2004 έως 21/6/2007 (...) καθώς και ... από 18/3/2005 έως 28/6/2007 (...) ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας "ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ, ΔΙΚΤΥΑ, ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΥΨΗΛΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ Α.Ε" και το δ.τ. "ΗΙΤΕCΗ Α.Ε" μαζί με τον μη κατηγορούμενο εν προκειμένω Γ. Δ., υπό τις ιδιότητές τους ως Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος - Διευθύνων Σύμβουλος του Δ.Σ. αντίστοιχα. Σύμφωνα δε με την παραπάνω δημοσιευμένη ανακοίνωση, στους ανωτέρω χορηγήθηκαν δικαιώματα εκπροσώπησης και δέσμευσης της εταιρείας, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο πρακτικό του ΔΣ της εταιρείας, οι οποίοι δέσμευαν την εταιρεία από κοινού με την υπογραφή τους και υπό την εταιρική επωνυμία. Υπό την ανωτέρω ιδιότητά του, ο κατηγορούμενος Ν. Σ. εξέδωσε στην Αθήνα την 2/8/2005 την υπ' αριθμ. ... επιταγή ποσού 23.000 €, πληρωτέα στην Tράπεζα "Emporiki Bank", εις διαταγήν της εταιρείας "IPIROTIKI S.A.". Ακολούθως, η εις διαταγήν δικ/χος μεταβίβασε με οπισθογράφηση λόγω ενεχύρου την παραπάνω επιταγή στην τράπεζα "ΑLΡΗΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε", η οποία κατέστη νόμιμος κομίστρια του αξιoγράφου αυτού. Εμφανισθείσα δε η επιταγή νομότυπα και εμπρόθεσμα στην πληρώτρια τράπεζα, προς πληρωμή την 2/8/2005, δεν πληρώθηκε λόγω ανακλήσεώς της από τον εκδότη με επαρκές υπόλοιπο (...). Κατά τον παραπάνω τρόπο, ο κατηγορούμενος υπό την ανωτέρω ιδιότητά του, εν γνώσει του εξέδωσε επιταγή που δεν πληρώθηκε στον κομιστή της διότι δεν είχε τα αντίστοιχα κεφάλαια διαθέσιμα κατά τον χρόνο της πληρωμής της. Ο κατ/νος, απολογούμενος, δεν αρνήθηκε την ιδιότητα του νόμιμου εκπροσώπου της εκδότριας εταιρείας κατά το επίδικο χρονικό διάστημα και η υπερασπιστική γραμμή του εξαντλήθηκε στους ακόλουθους ισχυρισμούς 1ον) ότι η επίδικη επιταγή εκδόθηκε ως εγγύηση για την εκτέλεση έργου μηχανοργάνωσης που η εις διαταγήν εταιρεία ανέλαβε για λογαριασμό της εκδότριας, το οποίο ουδέποτε εκτελέστηκε, 2ον) ότι εκ των υστέρων ανακάλυψε ότι δεν είχε υπογράψει την επίδικη επιταγή και 3ον) ότι τα λογιστήρια εξέδωσαν την επίδικη επιταγή για να κλείσουν την υπόθεση. Προς επίρρωση δε των ισχυρισμών του αυτών επικαλείται και προσκομίζει τις από 10/1/2005 συμβάσεις έργου που κατάρτισε η εταιρεία του, εκπροσωπούμενη από τον ίδιο, με την εταιρεία "IPIROTIKI S.A.", καθώς και την από 14/3/2011 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης που συνέταξε, κατόπιν αναθέσεώς του και εντολής του, η δικαστική γραφολόγος Χριστίνα Τούση, στο συμπέρασμα της οποίας καταγράφεται ότι η υπογραφή στη θέση του εκδότη στην επίδικη επιταγή δεν είναι η γνήσια υπογραφή του κατηγορουμένου. Ωστόσο, από τα παραπάνω έγγραφα (συμβάσεις έργου και γραφολογική πραγματογνωμοσύνη) δεν μπορεί να σχηματιστεί απαλλαχτική κρίση υπέρ του κατηγορουμένου και τούτο διότι: α) στις μεν συμβάσεις έργου ουδέν αναφέρεται για τον τρόπο εξόφλησης της συμφωνημένης αμοιβής (δι' επιταγών ή μετρητοίς), η οποία (αμοιβή) σημειωτέον έχει υπολογισθεί για τα επιμέρους τμήματα εκτελέσεως του έργου σε ποσό 12.000 ευρώ για καθένα και όχι σε 23.000 ευρώ, ποσό που αναγράφεται στην επίδικη επιταγή, ούτε και αναγράφεται ότι για την εκ μέρους της εκδότριας εταιρείας του κατηγορουμένου, τήρηση των συμβατικών όρων, δίνεται προς εγγύηση η επίδικη επιταγή. Τονίζεται ότι ο κατ/νος, σε σχετική ερώτηση από έδρας, κατά την απολογία του απάντησε ότι δεν είχε κρατήσει κάποιο έγγραφο σημείωμα για τις επιταγές που δόθηκαν ως εγγύηση κατά τα ανωτέρω, καθώς και ότι δεν μπορεί να πει με ακρίβεια αν η επίδικη δόθηκε για εγγύηση και β) η γραφολογική πραγματογνωμοσύνη συντάχθηκε κατόπιν εντολής του κατ/νου κα με πρωτοβουλία του, μόλις το έτος 2011 και όχι προγενέστερα, γεγονός εκ του οποίου δημιουργούνται τουλάχιστον αμφιβολίες γη την αξιοπιστία της. Εξάλλου, κατά την ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δίκη, ο κατηγορούμενος, που ήταν παρών, απολογούμενος, υποστήριξε πως ενόψει του παραπάνω έργου είχαν δοθεί στην εταιρεία "IPIROTIKI S.A." επιταγές ως προκαταβολή, χωρίς ωστόσο, να είναι βέβαιος εάν η επίδικη συμπεριλαμβανόταν σ' αυτές τις επιταγές. Ο ισχυρισμός αυτός είναι όλως αντιφατικός με τους προβαλλόμενους στην παρούσα κατ' έφεση δίκη και καταδεικνύει την πρόθεση του κατηγορούμενου να αποποιηθεί την ευθύνη του από την έκδοση της επίδικης επιταγής, που έγινε εν γνώσει του. Σε κάθε περίπτωση ακόμη κι αν η υπογραφή επί της επιταγής δεν έχει τεθεί από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, σίγουρα αυτός έχει δώσει την ανεπιφύλακτη εξουσιοδότηση του προς τούτο, καθόσον ο ίδιος κατά την απολογία του στο παρόν Δικαστήριο, ανέφερε ότι τα λογιστήρια "κατά πάσα πιθανότητα, για να κλείσουν την υπόθεση, εξέδωσαν τις επιταγές", που σημαίνει ότι ήταν σύνηθες, όπως άλλωστε συμβαίνει κατά την πρακτική των επιχειρηματιών, να ολοκληρώνεται η έκδοση των επιταγών δια της υπογραφής τους στη θέση του εκδότη από τους υπευθύνους του λογιστηρίου με την εκ των προτέρων συναίνεση και έγκριση των νομίμων εκπροσώπων της εκδότριας εταιρείας. Τέλος, η ευθύνη του κατηγορουμένου δεν αναιρείται εκ του γεγονότος ότι αυτός, όπως ισχυρίζεται, κατά τον επίδικο χρόνο, κατ' ουσίαν απουσίαζε από την εταιρεία του και δεν μετείχε στα πεπραγμένα αυτής για το λόγο ότι αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας, καθόσον εκ των επικαλούμενων και προσκομιζόμενων ιατρικών εγγράφων, που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, προκύπτει ότι αυτός νοσηλεύθηκε από τον Σεπτέμβριο του 2005 και μετά λόγω στεφανιαίας νόσου, δηλ. σε χρόνο μεταγενέστερο από εκείνον της έκδοσης της επίδικης επιταγής και της εμφάνισής της προς πληρωμή. Εξάλλου, από τα έγγραφα που αναγνώστηκαν κατά την διαδικασία ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (δήλωση ανακλήσεως επιταγής, η από 7/4/2005 εξώδικη δήλωση προς την "IPIROTIKI S.A.", αίτηση αναστολής και ανακοπή) δεν σχηματίζεται απαλλακτική κρίση για τον α' κατηγορούμενο καθόσον, στα έγγραφα αυτά δεν αναφέρεται ο,τιδήποτε σχετικά με πλαστογραφία της επίδικης επιταγής, ισχυρισμός που το πρώτον προβάλλεται στην παρούσα κατ' έφεση δίκη. ... Κατ' ακολουθία των παραπάνω, πρέπει ο κατ/νος Ν. Σ. ... να κηρυχθεί ένοχος της πράξης που του αποδίδεται όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας".
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933, όπως ισχύει, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, παρατίθεται στην απόφαση ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος εξέδωσε, ως νόμιμος εκπρόσωπος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ, ΔΙΚΤΥΑ, ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΥΨΗΛΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ Α.Ε" και το διακριτικό τίτλο "HITECH SMT ΑΕ", τυπικά έγκυρη τραπεζική επιταγή, ότι η επιταγή αυτή εμφανίσθηκε εμπροθέσμως στην πληρώτρια Τράπεζα και δεν πληρώθηκε λόγω ανακλήσεώς της, πράγμα που ισοδυναμεί με έλλειψη αντικρύσματος, και ότι αυτός ενήργησε με πρόθεση. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε και Δ του ΚΠοινΔ, τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη νόμιμης βάσεως, άλλως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Η, εμπεριεχόμενη στο λόγο αυτό, αιτίαση για εσφαλμένη εκτίμηση της καταθέσεως της μάρτυρος του κατηγορητηρίου Μ. Μ. είναι απαράδεκτη, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττει την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο, πλην της ως άνω καταθέσεως, εξετίμησε και αξιολόγησε και όλα τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ.2, 364 και 369 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν είναι βέβαιο ότι αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθρο 358 ΚΠοινΔ), εκτός αν αυτά αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 502 παρ. 1 εδ. γ' του ΚΠοινΔ, σε κάθε περίπτωση διαβάζονται και λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που περιέχουν τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν και κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων. Δηλαδή, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, τα αναφερόμενα στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης ως αναγνωσθέντα έγγραφα θεωρείται ότι αναγνώσθηκαν και στην κατ' έφεση δίκη και παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως αναφέρθηκε, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο στήριξε την καταδικαστική, για τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο, κρίση του και στην δήλωση ανακλήσεως επιταγής, την από 7/4/2005 εξώδικη δήλωση προς την "IPIROTIKI S.A.", την αίτηση αναστολής και την ανακοπή, που αναγνώστηκαν κατά την διαδικασία ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Όπως δε προκύπτει από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, τα έγγραφα αυτά, πλην της ανακοπής, αναφέρονται ως αναγνωσθέντα στα πρακτικά της υπ' αριθ. 125442/2008 αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, το περιεχόμενο δε της ανακοπής (από 5.2.2006) προκύπτει από την από 5.2.2006 αίτηση αναστολής που, κατά τα ανωτέρω, αναφέρεται στα πρακτικά της πρωτόδικης αποφάσεως ότι αναγνώσθηκε. Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, τα έγγραφα αυτά παραδεκτώς λήφθηκαν υπόψη από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α και Δ του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο από τη λήψη υπόψη των ως άνω εγγράφων χωρίς να αναγνωσθούν και αφετέρου για έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας ως προς την αναφορά των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Από τις διατάξεις των άρθρων 128 παρ.2 και 139 του ΚΠοινΔ, όπως η τελευταία ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 2 παρ.5 του ν. 2408/1996, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα, όταν συναφή εγκλήματα δικάστηκαν χωριστά στον πρώτο βαθμό και ασκήθηκαν εφέσεις, να ζητήσει από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο τη συνεκδίκαση αυτών. Η παραδοχή ή μη του σχετικού αιτήματος απόκειται μεν στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, οφείλει όμως αυτό να απαντήσει στο υποβαλλόμενο αίτημα συνεκδικάσεως και, σε περίπτωση απορρίψεώς του, να αιτιολογήσει την κρίση του. Διαφορετικά, αν δηλαδή απορρίψει το εν λόγω αίτημα χωρίς την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, ο συνήγορος του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος ζήτησε τη συνεκδίκαση των υπ' αριθ. 7, 8 και 9 δικογραφιών που αφορούσαν εφέσεις του κατηγορουμένου κατά των υπ' αριθ. 104338/2007, 104340/2007 και 125443/2008 αποφάσεων του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με τις οποίες καταδικάσθηκε για συναφή εγκλήματα εκδόσεως ακαλύπτων επιταγών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών αρχικώς επιφυλάχθηκε να αποφασίσει, τελικώς δε απέρριψε το ως άνω αίτημα με την αιτιολογία ότι: "Περαιτέρω, όσον αφορά το υποβαλλόμενο από τον α' κατ/νο αίτημα για συνεκδίκαση των συναφών με την παρούσα υπόθεση υπ' αρ. πιν. 7 και 9 υποθέσεων, που αφορούν όλες το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής (άρ. 79 ν. 5960/1933) και επί των οποίων εκδόθηκαν οι υπ' αρ. 104340/15-11-2007 και 104338/15-11-2007 αποφάσεις του Μον. Πλημμ. Αθηνών, το οποίο υποβλήθηκε παραδεκτά πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας (...), τούτο κρίνεται απορριπτέο διότι κρίνεται ότι θα δυσχερανθεί η αποδεικτική διαδικασία, ενόψει και του ότι στις παραπάνω υποθέσεις μόνος κατ/νος είναι ο Ν. Σ., με συνέπεια να μην υπηρετείται το συμφέρον της δικαιοσύνης. Σε κάθε περίπτωση, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρ. 128 και 129 ΚΠοινΔ, η παραδοχή ή μη του σχετικού αιτήματος απόκειται στην κυριαρχική κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ενώ η τήρηση ή μη των διατάξεων αυτών δεν τάσσεται επί ποινή ακυρότητας (...)".
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην απόφασή του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την απόρριψη του ως άνω αιτήματος του αναιρεσείοντος, αφού εξέθεσε το λόγο, για τον οποίο, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, δεν ενδεικνυόταν η συνεκδίκαση των ως άνω υποθέσεων, και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε, πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ως άνω αιτήματος, άλλως για εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (τον οποίο, πάντως, δεν προσδιορίζει), πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 28.7.2012 (με αριθ. πρωτ. 5473/2012) αίτηση του Ν. Σ. του Γ., για αναίρεση της υπ' αριθ. 31431/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιανουαρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Ιανουαρίου 2013.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ