Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Έννοια υπεξαιρέσεως κατά συναυτουργία σε βαθμό κακουργήματος. Ορθή και αιτιολογημένη παραπομπή για κακουργηματική υπεξαίρεση του ασφαλιστικού πράκτορα, ο οποίος κατακράτησε και ιδιοποιήθηκε τα ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας ασφάλιστρα που εισέπραξε για λογαριασμό ασφαλιστικής εταιρίας βάσει συμβάσεως πρακτορείας δυνάμει της οποίας ανέλαβε, έναντι προμήθειας, να μεσολαβεί στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων μεταξύ τρίτων και της εταιρίας και να εισπράττει για λογαριασμό της τα ασφάλιστρα. Απορρίπτει.
Αριθμός 2671/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 19 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου Χ1 περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 592/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορουμένη την Χ2.
Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10.9.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1725/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος - Εμμανουήλ Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 5/9.1.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με το άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ., την υπ'αριθμ. 22/10-9-2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1 κατά του υπ'αριθμ. 592/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και εκθέτω τα ακόλουθα:
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης με το υπ'αριθμ. 101/2007 βούλευμά του, παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης τους κατηγορουμένους Χ1 και Χ2 για να δικασθούν για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, υπερβαίνουσας το ποσό των 73.000 ευρώ, που τους το είχαν εμπιστευθεί λόγω της ιδιότητάς τους ως εντολοδόχων, κατά συναυτουργία (άρθρο 275 § § 1 και 2 Π.Κ.). Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησε ο πρώτος κατηγορούμενος την υπ'αριθ. 18/5-3-2007 έφεσή του, επί της οποίας εκδόθηκε το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 592/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης με το οποίο απορρίφθηκε κατ'ουσία η πιο πάνω έφεσή του και επικυρώθηκε το παραπάνω βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης επιδόθηκε στον κατηγορούμενο στις 31-8-2007 (δείτε σχετ. αποδεικτικό). Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης είναι νομότυπη και εμπρόθεσμη (άρθρα 473 § 1 και 474 § 1 Κ.Π.Δ.), αφού ασκήθηκε δια του προς τούτο εξουσιοδοτηθέντος δικηγόρου του Αθαν. Μπαρμπαγιάννη, ενώπιον του γραμματέα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης στις 10-9-2007 και περιέχει συγκεκριμένους λόγους αναίρεσης και δη της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ουσιαστικής διάταξης του άρθρου 375 του Π.Κ.
Συνεπώς είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης. Επειδή προκειμένου για παραπεμπτικό βούλευμα, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από αυτήν που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή όταν ο δικαστής χωρίς να παρερμηνεύει τον νόμο, δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, διότι δεν αναφέρονται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή κατά την έκθεση αυτών, υπάρχει αντίφαση, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως (ΑΠ (σε Συμβ.) 2271/2002 Π.Χρ. ΝΓ7803).
Περαιτέρω, υπάρχει στο παραπεμπτικό βούλευμα, η από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όταν εκτίθενται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ'αυτού ποινική δίωξη, αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται το περιεχόμενο κάθε αποδεικτικού μέσου και τί προκύπτει απ'αυτό και να προσδιορίζονται οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το Συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (ΑΠ (σε Συμβ.) 1323/2006 Π.Χρ. ΝΖ/698 1303/2002 Π.Χρ. ΝΓ/496, ΑΠ 1425/2002 Π.Χρ. ΝΓ/510).
Kατά το άρθρο 375 § § 1 και 2 του Π.Κ., όπως ισχύει μετά το άρθρο 1 § 9 του Ν.2408/96 "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγουμένου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα είκοσι πέντε εκατομμύρια (25.000.000) δραχμές (73.000 €), τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται: α) το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος, που είναι κινητό πράγμα να είναι ξένο με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο σε άλλον και όχι στον δράστη, β) η κατοχή του πράγματος αυτού κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης να έχει περιέλθει, με οποιονδήποτε τρόπο, στο δράστη, γ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον δράστη, που υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, δ) συνδρομή μιας τουλάχιστον περίπτωσης από τις αναφερόμενες περιοριστικά στη δεύτερη παράγραφο του πιο πάνω άρθρου, μεταξύ των οποίων και εκείνης που ο ιδιοκτήτης έχει εμπιστευθεί το πράγμα στο δράστη λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου ή διαχειριστή, όπως όταν ο δράστης ενεργεί όχι απλώς υλικές αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, την οποία αρύεται είτε από το νόμο είτε από τη σύμβαση και ε) το πράγμα κατά τον χρόνο τελέσεως της αξιόποινης πράξεως να έχει ιδιαίτερα μεγάλη αξία. Υποκειμενικά απαιτείται δόλια προαίρεση του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του να ενσωματώσει χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο το πράγμα στη δική του περιουσία. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 719 του Α.Κ. προκύπτει ότι ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα οτιδήποτε έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων τα οποία αποκτά από την εκτέλεση της εντολής, είτε αυτά αποκτώνται σε μετρητά, είτε με επιταγές ή συναλλαγματικές είτε με κατάθεση σε προσωπικό λογαριασμό. Γι'αυτό σε περίπτωση μη αποδόσεως στον εντολέα και παράνομης ιδιοποίησης όσων απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής διαπράττει το έγκλημα της υπεξαίρεσης του άρθρου 375 Π.Κ. (Α.Π. 685/2004 Π. Χρ. ΝΕ/233).
Κακουργηματική υπεξαίρεση διαπράττει και ο ασφαλιστικός πράκτορας ο οποίος κατακρατεί και ιδιοποιείται τα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ασφάλιστρα, τα οποία εισπράττει για λογαριασμό ασφαλιστικής εταιρείας με την οποία έχει καταρτίσει σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.1569/1985 και του Π.Δ./τος 298/1986, σύμβαση πρακτορείας, δυνάμει της οποίας ανέλαβε, έναντι προμηθείας να μεσολαβεί στην σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων μεταξύ τρίτων και της εταιρείας και να εισπράττει για λογαριασμό αυτής τα ασφάλιστρα, διότι, με βάση την προαναφερθείσα σύμβαση και τις διατάξεις των άρθρων 90 επ. του Εμπ. Νόμου, 713 ΑΚ και 3 Εισ. ΝΑΚ, ο ασφαλιστικός πράκτορας καθίσταται εντολοδόχος της ασφαλιστικής εταιρείας και διαχειριστής της περιουσίας της, καθόσον ενεργεί πράξεις διαχειρίσεως, ήτοι νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης (ΑΠ 1600/2004 Π. Χρ. ΝΕ/645).
Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 98 § 2 του Ποινικού Κώδικα, όπως αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 § 1 εδ. α' του Ν.2721/1999, σε περίπτωση εξακολουθητικής υπεξαίρεσης για τη διαμόρφωση της κρίσης σχετικά με την αξία του παρανόμως ιδιοποιηθέντος πράγματος και τον ποινικό χαρακτήρα της πράξης λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου όλων των επιμέρους πράξεων, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Αυτό ισχύει μόνο στην περίπτωση που οι επιμέρους πράξεις της υπεξαίρεσης, τελέσθηκαν μετά τη θέση σε ισχύ του Ν. 2721/1999. Στην αντίθετη περίπτωση η κρίση για την αξία του πράγματος και για τον ποινικό χαρακτήρα της πράξης διαμορφώνεται με βάση την αξία του αντικειμένου της κάθε μιας μερικότερης πράξης, ενόψει των ορισμών του άρθρου 2 § 1 Π.Κ., αφού η εισαχθείσα με το άρθρο 14 § 1 εδ. α' του Ν.2721/1999 νέα ρύθμιση είναι δυσμενέστερη για τον κατηγορούμενο (ΑΠ 1307/2004, Π.Χρ. ΝΕ/535, ΑΠ 115/2004 Π.Χρ. ΝΕ'/32). Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 45 Π.Κ. συνάγεται, ότι συναυτουργία είναι η άμεση ή διαδοχική σύμπραξη περισσοτέρων από ένα προσώπων στην τέλεση κάποιου εγκλήματος που διαπράττουν με κοινό δόλο τους, δηλαδή, με συναπόφασή τους, την οποίαν έλαβαν, είτε πριν από την πράξη τους, είτε κατά την τέλεσή της, ώστε καθένας να θέλει ή αποδέχεται την τέλεσή της και να γνωρίζει, ότι και κάποιος άλλος από αυτούς ενεργεί με δόλο τέλεσης της πράξεως και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση του άλλου, η δε σύμπραξη συνίσταται στη διάπραξη από καθένα πράξεων της αντικειμενικής υπόστασης (ΑΠ 1014/2005 Π. Χρ. ΝΣΤ/125).
Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του παρ'αυτώ Εισαγγελέα Εφετών (ΑΠ 2463/2005 Π.Χρ.ΝΣΤ'/627), δέχθηκε τα ακόλουθα:
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν με την κύρια ανάκριση δηλαδή από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα της δικογραφίας, τις από 17-6-2005 και 12-4-2006 εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντα πραγματογνώμονα .....και τις απολογίες των κατηγορουμένων προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Με βάση σύμβαση καταρτισθείσα στη Θεσσαλονίκη, στις 11-2-1998, οι εκκαλούντες-κατηγορούμενοι ανέλαβαν την από κοινού πρακτόρευση της ασφαλιστικής επιχείρησης της εγκαλούσας εταιρίας στην περιφέρεια του Νομού Θεσσαλονίκης. Ειδικότερα, με βάση το από 11-12-1998 έγγραφο συμφωνητικό, που υπογράφηκε μόνο από την εξ αυτών Χ2, δεδομένου ότι ο συγκατηγορούμενός της αδελφός της, Χ1, λόγω της ιδιότητας του ως αστυφύλακα, δεν μπορούσε να είναι αντισυμβαλλόμενος ως ασφαλιστικός πράκτορας, ανέλαβαν την υποχρέωση να διαμεσολαβούν μεταξύ της εγκαλούσας και τρίτων πελατών, έναντι προμήθειας, στην για λογαριασμό της εγκαλούσας κατάρτιση ασφαλιστικών συμβάσεων σχετικών με τους κλάδους ατυχημάτων, πυρός, αυτοκινήτων, ζημιών λοιπών αγαθών, γενικής αστικής ευθύνης, νομικής προστασίας και οδικής βοήθειας με την από μέρους τους επιδίωξη, εξασφάλιση, λήψη και διαβίβαση προς την εγκαλούσα αιτήσεων τρίτων-πελατών για ασφάλιση. Η προμήθεια των κατηγορουμένων ορίσθηκε σε ποσοστό επί των καθαρών ασφαλίστρων των καταρτιζομένων με τη διαμεσολάβηση τους ασφαλιστικών συμβολαίων και συγκεκριμένα 61-31% για τον κλάδο των προσωπικών ατυχημάτων, 20% για τον κλάδο των αυτοκινήτων, 35% για τον κλάδο πυρός, 30% για τον κλάδο λοιπών ατυχημάτων, 30% για τον κλάδο γενικής αστικής ευθύνης, 30% για τον κλάδο μεταφορών, 20% για τον κλάδο οδικής βοήθειας κα σε 20% για τον κλάδο νομικής προστασίας. Παράλληλα με τη βασική συμβατική υποχρέωση τους οι κατηγορούμενοι ανέλαβαν και την υποχρέωση να εισπράττουν από τους ασφαλισμένους για λογαριασμό της εγκαλούσας τα αναλογούντα στις καταρτιζόμενες με τη διαμεσολάβηση τους συμβάσεις ασφαλίσεων και να τα αποδίδουν στην εγκαλούσα, αφού προηγουμένως προέβαιναν στην αφαίρεση του ποσού της αναλογούσας προμήθειας τους, μέχρι το τέλος της εβδομάδας μέσα στην οποία εισπράχθηκαν, προθεσμία που αργότερα, με βάση άτυπη συμφωνία, διαφοροποιήθηκε και καθορίσθηκε σε δύο μήνες από την είσπραξη των ασφαλίστρων.
Συνεπώς, όσο αφορά την είσπραξη και την απόδοση των ασφαλίστρων, οι κατηγορούμενοι υπείχαν έναντι της εγκαλούσας θέση εντολοδόχου. Για την παρακολούθηση εκτέλεση της σύμβασης η εγκαλούσα τηρούσε σχετικό λογαριασμό, στο χρεωστικό σκέλος του οποίου καταχωρούνταν τα ασφάλιστρα των καταρτιζομένων με τη διαμεσολάβηση των κατηγορουμένων και αποστελλομένων σ' αυτούς ασφαλιστηρίων συμβολαίων και ανανεωτηρίων αυτών, ενώ στο πιστωτικό σκέλος αυτού αναγράφονται τα ποσά της αναλογούσας προμήθειας, τα αποδιδόμενα ποσά και τα ασφάλιστρα των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και ανανεωτηρίων που για οποιονδήποτε λόγο ακυρώνονταν. Η συνεργασία των κατηγορουμένων και της εγκαλούσας διήρκεσε μέχρι τις 9-11-2001 οπότε η εγκαλούσα κατήγγειλε εγγράφως τη σύμβαση λόγω της μεσολαβήσασας μη απόδοσης σημαντικού ύψους εισπραχθέντων ασφαλίστρων. Τα ποσά ασφαλίστρων που καθ' όλο το διάστημα λειτουργίας της σύμβασης εισέπραξαν οι κατηγορούμενοι για λογαριασμό της εγκαλούσας από τους ασφαλισμένους πελάτες της τελευταίας καθώς και τα πιστωθέντα ποσά των αναλογουσών προμηθειών των γενομένων καταβολών και των ασφαλίστρων των ακυρωθέντων συμβολαίων, απεικονίζονταν αναλυτικά στις μηχανογραφημένες καταστάσεις που είναι συνημμένες στο εκκαλούμενο βούλευμα, στο σχετικό μέρος του οποίου αναφέρομαι. Οι κατηγορούμενοι μέχρι και τον Φεβρουάριο του έτους 2001 απέδιδαν κανονικά στην εγκαλούσα, είτε με μετρητά, είτε με επιταγές, το αποδοτέο μέρος των εισπραττομένων απ' αυτούς ασφαλίστρων. Όμως, από τον Μάρτιο του Ίδιου έτους και εφεξής παρακρατούσαν και δεν απέδιδαν σημαντικό μέρος των αποδοτέων εισπραττομένων ασφαλίστρων, με αποτέλεσμα το συνολικό ύψος των παρακρατηθέντων ασφαλίστρων να ανέλθει σε μεγάλο ποσό. Η εγκαλούσα προσδιορίζει με την έγκληση της το συνολικό ύψος των παρακρατηθέντων αποδοτικών ασφαλίστρων στο ποσό των 160.624,82 ευρώ, το οποίο προκύπτει από το περιεχόμενο των προαναφερομένων μηχανογραφημένων καταστάσεων. 0 σχετικός ισχυρισμός της εγκαλούσας επιβεβαιώθηκε από τα πορίσματα των διαταχθεισών και ενεργηθεισών πραγματο-γνωμοσυνών. Ειδικότερα, ο διορισθείς πραγματογνώμονας ....., αφού έλαβε υπόψη του το σύνολο των ασφαλίστρων των ασφαλιστηρίων συμβολαίων παραγωγής των κατηγορουμένων, τα ποσά των αναλογουσών προμηθειών, τα ποσά των ασφαλίστρων των ακυρωθέντων συμβολαίων και τα ποσά των καταβολών, που έγιναν με μετρητά και με πληρωθείσες επιταγές, κατέληξε στο διατυπωμένο στις από 17-6-2005 και 12-4-2006 εκθέσεις του συμπέρασμα ότι το ποσό των αποδοτέων εισπραχθέντων ασφαλίστρων, που δεν αποδόθηκαν αλλά παρακρατήθηκαν από τους κατηγορουμένους, ανέρχεται στο ύψος των 160.397,46 ευρώ. Βέβαια, τόσο η εγκαλούσα όσο και ο πραγματογνώμονας έλαβαν υπόψη τους για τον υπολογισμό των παρακρατηθέντων ασφαλίστρων το σύνολο των ασφαλίστρων των μη ακυρωθέντων συμβολαίων παραγωγής των κατηγορουμένων, θεωρώντας δεδομένο ότι οι κατηγορούμενοι εισέπραξαν τα ασφάλιστρα όλων των συμβολαίων αυτών. Στη συνέχεια όμως, ενόψει του προβληθέντος ισχυρισμού των κατηγορουμένων ότι από τον Αύγουστο του έτους 2001 και εφεξής τα ασφάλιστρα των ασφαλιστικών συμβολαίων παραγωγής τους εισπράττοντας απ' ευθείας από την εγκαλούσα και ότι, συνεπώς, τα ασφάλιστρα αυτά δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό του συνολικού ποσού των εισπραχθέντων απ' αυτούς ασφαλίστρων, η εγκαλούσα προέβη σε νέο επισταμένο έλεγχο δια των οργάνων της. Ο έλεγχος αυτός κατέδειξε ότι η εγκαλούσα, ενόψει της παρατηρηθείσας καθυστέρησης απόδοσης εισπραχθέντων ασφαλίστρων, άσκησε σχετικό δικαίωμα της και εισέπραξε η ίδια τα ασφάλιστρα απ' ευθείας από τους ασφαλισμένους σε αρκετές περιπτώσεις συμβολαίων παραγωγής των κατηγορουμένων και ότι, παρά το γεγονός αυτό, τα παραπάνω ασφάλιστρα συνυπολογίστηκαν για τον προσδιορισμό του συνολικού ποσού των εισπραχθέντων από τους κατηγορουμένους ασφαλίστρων. Πρόκειται για 25 ασφαλιστήρια συμβόλαια του κλάδου ατυχημάτων των οποίων τα ασφάλιστρα ανέρχονται συνολικά σε 295,77 ευρώ, 26 συμβόλαια του κλάδου πυρός με ασφάλιστρα συνολικού ύψους 117,41 ευρώ 299 συμβόλαια του κλάδου αυτοκινήτων με ασφάλιστρα συνολικού ύψους 25.037,21 ευρώ, 99 συμβόλαια του κλάδου νομικής προστασίας με συνολικά ασφάλιστρα 198,96 ευρώ και 40 συμβόλαια του κλάδου οδικής βοήθειας με ασφάλιστρα συνολικού ύψους, 1350,07 ευρώ. Αφαιρουμένου από το ποσό των 160.624,82 ευρώ του συνολικού ποσού των 26.999,42 ευρώ, στο οποίο ανέρχονται τα μη εισπραχθέντα από τους κατηγορουμένους, ασφάλιστρα των προαναφερομένων συμβολαίων, το ποσό των παρακρατηθέντων από τους κατηγορουμένους αποδοτέων ασφαλίστρων διαμορφώνεται στο ύψος των 133.625,40 ευρώ. Ο κατηγορούμενος αρνούνταν την τέλεση της αποδιδόμενης σ' αυτόν πράξης. Υποστηρίζουν κατ' αρχήν ότι η δεύτερη απ' αυτούς τυπικά μόνο υπέγραψε στην καταρτισθείσα σύμβαση ασφαλιστικής πρακτόρευσης, λόγω της αδυναμίας του πρώτου να φαίνεται ως αντισυμβαλλόμενος και δεν είχε καμία συμμετοχή στην ασκηθείσα σε εκτέλεση της σύμβασης επαγγελματική δραστηριότητα, την οποία ασκούσε αποκλειστικά ο πρώτος απ' αυτούς. Ο ισχυρισμός τους όμως αυτός είναι αβάσιμος, αφού υπάρχουν περιστατικά που καταδεικνύουν ότι η δεύτερη απ' αυτούς δεν περιορίσθηκε στην προσυπογραφή της σύμβασης, αλλά είχε ενεργό συμμετοχή στην ασκηθείσα σε εκτέλεση της δραστηριότητα. Συγκεκριμένα, η πιο πάνω κατηγορουμένη έστειλε στην εγκαλούσα τις από 24-9-2001 και 29-10-2001 εξώδικες διαμαρτυρίες της, στις οποίες ρητά αναφέρει ότι επισκέφθηκε πολλές φορές τα κεντρικά γραφεία της εγκαλούσας για τη διευθέτηση διαφορών τους. Επίσης, έναντι εισπραχθέντων ασφαλίστρων, μεταβίβασε η ίδια με οπισθογράφηση προς την εγκαλούσα επιταγές εκδοθείσες σε διαταγή της- Ενδεικτικά αναφέρονται η με αριθμό ..... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας, ποσού 10.000.000 δραχμών, έκδοσης της ..... και η με αριθμό ..... επιταγή της τράπεζας Εργασίας, ποσού 10.000.000 δραχμών, έκδοσης του πρώτου κατηγορουμένου, με βάση τις οποίες, επειδή δεν πληρώθηκαν, εκδόθηκαν οι με αριθμούς 1539/2002 και 1538/2002 διαταγές πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Αμφισβητούν επίσης οι κατηγορούμενοι την ύπαρξη παρακρατηθέντος απ' αυτούς ποσού αποδοτέων ασφαλίστρων, ισχυριζόμενοι ότι το φερόμενο ως ιδιοποιηθέν ποσό προκύπτει γιατί συνυπολογίσθηκαν για τον προσδιορισμό των συνολικά εισπραχθέντων απ' αυτούς ασφαλίστρων τα ασφάλιστρα επιστραφέντων προς ακύρωση συμβολαίων, τα οποία ουδέποτε ακυρώθηκαν, καθώς και τα εισπραχθέντα απ' ευθείας από την εγκαλούσα ασφάλιστρα συμβολαίων παραγωγής τους και δεν καταλογίσθηκαν ορισμένες από τις καταβολές που έκαναν. Όμως, και οι ισχυρισμοί τους αυτοί είναι αβάσιμοι. Πράγματι, όπως προκύπτει από τις συνημμένες στο εκκαλούμενο βούλευμα μηχανογραφημένες καταστάσεις και τις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, η εγκαλούσα προέβη στην ακύρωση σωρείας επιστραφέντων προς ακύρωση συμβολαίων, από κανένα δε αποδεικτικό στοιχείο δεν συνάγεται ότι υπήρξαν και άλλα επιστραφέντα προς ακύρωση συμβόλαια που δεν ακυρώθηκαν. Εξ άλλου, όπως ήδη αναφέρθηκε, η εγκαλούσα αναγνώρισε εκ των υστέρων ότι εισέπραξε η ίδια απ' ευθείας από τους ασφαλισμένους τα ασφάλιστρα πολλών συμβολαίων παραγωγής των κατηγορουμένων. Τα ασφάλιστρα αυτά συνολικού ύψους 26.999,42 ευρώ δεν συνυπολογίζονταν για τον προσδιορισμό του συνόλου των εισπραχθέντων από τους κατηγορουμένους ασφαλίστρων, από πουθενά δεν προκύπτει ότι η εγκαλούσα εισέπραξε απ' ευθείας τα ασφάλιστρα από τους ασφαλισμένους και σε άλλες περιπτώσεις συμβολαίων παραγωγής των κατηγορουμένων, ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για εσφαλμένο συνυπολογισμό των ασφαλίστρων αυτών. Τέλος, κατά της ενεργηθείσας πραγματογνωμοσύνης, όπως ρητά αναφέρεται στο αναλυτικό και πλήρως αιτιολογημένο πόρισμα αυτής, λήφθηκαν υπόψη όλες οι αποδεικνυόμενες καταβολές, που έγιναν από τους κατηγορουμένους προς την εγκαλούσα είτε με μετρητά, είτε με πληρωθείσες επιταγές. Άλλες καταβολές, μη ληφθείσες υπόψη για τον προσδιορισμό του ποσού των αποδοτέων ασφαλίστρων, δεν προκύπτουν από τα αποδεικτικά στοιχεία. Από τα πραγματικά περιστατικά που προαναφέρθηκαν συνάγεται ότι οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι, κατά το διάστημα από τον Μάρτιο 2001 μέχρι την επελθούσα με την καταγγελία της εγκαλούσας λύση της σύμβασης ασφαλιστικής πρακτόρευσης, ενεργώντας με κοινό δόλο και αποβλέποντας το συνολικό αποτέλεσμα των επιμέρους πράξεών τους, κατακράτησαν διαδοχικά και ιδιοποιήθηκαν παράνομα ποσά ασφαλίστρων, συνολικού ύψους 133.625,40 ευρώ, τα οποία εισέπραξαν για λογαριασμό τα εγκαλούσας από ασφαλισμένους της και όφειλαν να της τα αποδώσουν. Τα ποσά αυτά, το συνολικό ύψος των οποίων είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, υπερβαίνουσας τα 73.000 ευρώ, τα έλαβαν στην συγκατοχή τους λόγω της ιδιότητας τους ως εντολοδόχων της εγκαλούσας, εισπράττοντας τα για λογαριασμό αυτής από ασφαλισμένους της. Τα ίδια δέχθηκε και το προσβαλλόμενο βούλευμα, αν και με την εσφαλμένη επιμέρους αιτιολογία ότι το συνολικό ποσό των 26.999,42 ευρώ, που δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του συνόλου των εισπραχθέντων από τους κατηγορουμένους ασφαλίστρων και συνεπώς, για τον προσδιορισμό του συνολικού ύψους των παρακρατηθέντων αποδοτέων ασφαλίστρων γιατί στην πραγματικότητα αφορά ασφάλιστρα συμβολαίων παραγωγής των κατηγορουμένων που εισέπραξε η ίδια η εγκαλούσα απ' ευθείας από τους ασφαλισμένους, συνιστά καταβολές των κατηγορουμένων προς την εντολέα τους εγκαλούσα. Ενόψει αυτού, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες εφέσεις ως αβάσιμες στην ουσία τους, να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα ως προς όλες τις διατάξεις του και να επιβληθούν στους εκκαλούντες τα ύψους 255 ευρώ δικαστικά έξοδα.
Με το σκεπτικό του αυτό το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέλαβε την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 375 § § 1 και 2 και 98 Π.Κ., όπως ισχύουν μετά τον ν.2721/1999, αφού δέχεται ως χρόνο τελέσεως του διωκομένου αδικήματος της υπεξαίρεσης το χρονικό διάστημα από του Μαρτίου 2001 έως 28-12-2001, οπότε η εγκαλούσα εταιρεία κατήγγειλε εγγράφως τη σύμβαση ασφαλιστικής πρακτόρευσης που κατήρτισε μετά της συγκατηγορούμενης του αναιρεσείοντος και αυτού ουσιαστικά, λόγω της μεσολαβήσασας μη απόδοσης του ιδιαίτερα μεγάλου ποσού των εισπραχθέντων υπό των τελευταίων ασφαλίστρων του συνολικού ποσού των 133.625 ευρώ, το οποίο δέχεται το προσβαλλόμενο βούλευμα ότι με κοινό δόλο και αποβλέποντας στο συνολικό αποτέλεσμα των επί μέρους πράξεών της υπεξαίρεσαν οι κατηγορούμενοι αυτοί.
Συνεπώς τα αντίθετα ισχυριζόμενος ο αναιρεσείων αναφορικά με την εφαρμογή των άρθρων 375 § § 2 και 1 και 98 Π.Κ. και δη ότι δεν προσδιορίζεται στο βούλευμα "τι ποσό υπεξαιρέθηκε υπό το κράτος του ν.2721/1999, ώστε να καθίσταται σαφής, ο κακουργηματικός ή μη χαρακτήρας της αποδιδόμενης σε βάρος του πράξεως", ελέγχονται ως αβάσιμα, αφού από το συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος προκύπτει ότι ο χρόνος τελέσεως προσδιορίζεται στο χρονικό διάστημα από Μαρτίου 2001 μέχρι 28-12-2001, ήτοι μετά την ισχύ του Ν.2721/1999.
Κατ'ακολουθία των παραπάνω αβάσιμη ελέγχεται η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος.
Για τους λόγους αυτούς
Προτείνω: Να γίνει τυπικά δεκτή και να απορριφθεί κατ' ουσία η υπ' αριθμ. 22/10-9-2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1 κατά του υπ' αριθμ. 592/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος.
Αθήνα 20 Νοεμβρίου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιοδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται αντικειμενικώς μεν ιδιοποίηση χωρίς δικαίωμα ξένου κινητού πράγματος που περιήλθε στην κατοχή του δράστη με οποιονδήποτε τρόπο, υποκειμενικώς δε δόλος του δράστη, που ενέχει τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο και ότι το κατέχει, καθώς και τη θέλησή του να το ενσωματώσει στην περιουσία του χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο. Κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όπως ισχύει μετά τους Ν. 2408/1996 και 2721/1999, η υπεξαίρεση προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, όταν το αντικείμενό της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και συντρέχει μία από τις ειδικές και περιοριστικά στη διάταξη αυτή προβλεπόμενες περιπτώσεις εμπιστεύσεως, όπως είναι και εκείνη του εντολοδόχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας. Στην κακουργηματική υπεξαίρεση λόγω της ιδιότητας του υπαιτίου ως εντολοδόχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, πρέπει το ιδιοποιούμενο πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, να περιήλθε στην κατοχή του υπαιτίου, λόγω της ιδιότητάς του αυτής.
Κακουργηματική υπεξαίρεση διαπράττει και ο ασφαλιστικός πράκτορας όταν παρακρατεί και ιδιοποιείται τα ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας ασφάλιστρα, που εισπράττει για λογαριασμό ασφαλιστικής εταιρείας στα πλαίσια συμβάσεως πρακτορίας, που έχει καταρτίσει με αυτήν, δυνάμει της οποίας ανέλαβε, έναντι αμοιβής (προμήθειας) να μεσολαβεί στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων μεταξύ της εταιρείας αυτής και τρίτων και να εισπράττει για λογαριασμό της τα ασφάλιστρα. Τούτο διότι, με βάση τη σύμβαση αυτή, ο ασφαλιστικός πράκτορας καθίσταται εντολοδόχος της ασφαλιστικής εταιρείας και διαχειριστής της περιουσίας της, καθόσον ενεργεί πράξεις διαχειρίσεως, ήτοι νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως. Επί κατ' εξακολούθηση υπεξαιρέσεως η ιδιαίτερα μεγάλη αξία κρίνεται, εφόσον οι πράξεις τελέσθηκαν μετά το Ν. 2721/1999, από το σύνολο των επί μέρους πράξεων (άρθρο 98 παρ. 2 ΠΚ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 45 ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξεως. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος των συμπραττόντων. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας συναυτουργός πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, δεν είναι δε αναγκαίο να αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου ή στο βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου οι επί μέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς, εκτός αν πρόκειται για έγκλημα πολύπρακτο ή σύνθετο εν στενή εννοία, οπότε η αναφορά αυτή είναι επιβεβλημένη. Ειδικότερα, επί υπεξαιρέσεως υπάρχει συναυτουργία όταν το ιδιοποιούμενο αντικείμενο περιέρχεται στη συγκατοχή των πλειόνων δραστών, οι οποίοι ενεργούν από κοινού, λόγω της μεταξύ τους ιδιαίτερης σχέσεως και των ειδικών στη συγκεκριμένη περίπτωση συνθηκών. Περαιτέρω το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, που απορρίπτει έφεση του κατηγορουμένου κατά πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, έχει την επιβαλλόμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το Συμβούλιο έκρινε ότι τα εν λόγω περιστατικά, αναγόμενα στις εφαρμοστέες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, συνιστούν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου. Η αιτιολογία αυτή υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται, εν όλω ή εν μέρει, στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα, και δι' αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα όπου συμπληρωματικά αναφέρεται η εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην εισαγγελική πρόταση, με σαφήνεια και πληρότητα, τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προέκυψαν και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση με την οποία συντάσσεται και το Συμβούλιο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί να αναφέρονται γενικά, κατά το είδος τους, χωρίς και να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το Συμβούλιο και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά, η μη αξιολογική συσχέτιση αυτών μεταξύ τους και η μη αναφορά από ποιό αποδεικτικό μέσο προέκυψε η κάθε παραδοχή, δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως του βουλεύματος, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη. Εξάλλου, λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος αποτελεί, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα, η οποία συντρέχει όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις η λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο 592/2007 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, που το εξέδωσε, έκρινε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστικό συμβούλιο ορθώς παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο και τη συγκατηγορουμένη του Χ2, αδελφή του, στο ακροατήριο του Τριμελούς για κακουργήματα Εφετείου Θεσσαλονίκης, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση, από κοινού με την ανωτέρω, αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί σ' αυτόν λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου. Ακολούθως, απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση του εκκαλούντος - αναιρεσείοντος (και εκείνη της συγκατηγορουμένης του) και επεκύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα. Ειδικότερα, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης δέχθηκε για τον αναιρεσείοντα και τη συγκατηγορουμένη του, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμά του εισαγγελική πρόταση, ότι από τα μνημονευόμενα κατά κατηγορία αποδεικτικά μέσα προέκυψαν τα περιστατικά που αναφέρονται στην πρόταση αυτή, στην οποία εκτίθενται τα εξής: "Με βάση σύμβαση καταρτισθείσα στη Θεσσαλονίκη, στις 11-2-1998, οι εκκαλούντες-κατηγορούμενοι ανέλαβαν την από κοινού πρακτόρευση της ασφαλιστικής επιχείρησης της εγκαλούσας εταιρίας στην περιφέρεια του Νομού Θεσσαλονίκης. Ειδικότερα, με βάση το από 11-12-1998 έγγραφο συμφωνητικό, που υπογράφηκε μόνο από την εξ αυτών Χ2, δεδομένου ότι ο συγκατηγορούμενός της αδελφός της Χ1, λόγω της ιδιότητας του ως αστυφύλακα, δεν μπορούσε να είναι αντισυμβαλλόμενος ως ασφαλιστικός πράκτορας, ανέλαβαν την υποχρέωση να διαμεσολαβούν μεταξύ της εγκαλούσας και τρίτων πελατών, έναντι προμήθειας, στην για λογαριασμό της εγκαλούσας κατάρτιση ασφαλιστικών συμβάσεων σχετικών με τους κλάδους ατυχημάτων, πυρός, αυτοκινήτων, ζημιών λοιπών αγαθών, γενικής αστικής ευθύνης, νομικής προστασίας και οδικής βοήθειας με την από μέρους τους επιδίωξη, εξασφάλιση, λήψη και διαβίβαση προς την εγκαλούσα αιτήσεων τρίτων-πελατών για ασφάλιση. Η προμήθεια των κατηγορουμένων ορίσθηκε σε ποσοστό επί των καθαρών ασφαλίστρων των καταρτιζομένων με τη διαμεσολάβηση τους ασφαλιστικών συμβολαίων και συγκεκριμένα 61-31% για τον κλάδο των προσωπικών ατυχημάτων, 20% για τον κλάδο των αυτοκινήτων, 35% για τον κλάδο πυρός, 30% για τον κλάδο λοιπών ατυχημάτων, 30% για τον κλάδο γενικής αστικής ευθύνης, 30% για τον κλάδο μεταφορών, 20% για τον κλάδο οδικής βοήθειας κα σε 20% για τον κλάδο νομικής προστασίας. Παράλληλα με τη βασική συμβατική υποχρέωση τους οι κατηγορούμενοι ανέλαβαν και την υποχρέωση να εισπράττουν από τους ασφαλισμένους για λογαριασμό της εγκαλούσας τα αναλογούντα στις καταρτιζόμενες με τη διαμεσολάβησή τους συμβάσεις ασφαλίσεων και να τα αποδίδουν στην εγκαλούσα, αφού προηγουμένως προέβαιναν στην αφαίρεση του ποσού της αναλογούσας προμήθειάς τους, μέχρι το τέλος της εβδομάδας μέσα στην οποία εισπράχθηκαν, προθεσμία που αργότερα, με βάση άτυπη συμφωνία, διαφοροποιήθηκε και καθορίσθηκε σε δύο μήνες από την είσπραξη των ασφαλίστρων.
Συνεπώς, όσο αφορά την είσπραξη και την απόδοση των ασφαλίστρων, οι κατηγορούμενοι υπείχαν έναντι της εγκαλούσας θέση εντολοδόχου. Για την παρακολούθηση εκτέλεση(ς) της σύμβασης η εγκαλούσα τηρούσε σχετικό λογαριασμό, στο χρεωστικό σκέλος του οποίου καταχωρούνταν τα ασφάλιστρα των καταρτιζομένων με τη διαμεσολάβηση των κατηγορουμένων και αποστελλομένων σ' αυτούς ασφαλιστηρίων συμβολαίων και ανανεωτηρίων αυτών, ενώ στο πιστωτικό σκέλος αυτού αναγράφονται τα ποσά της αναλογούσας προμήθειας, τα αποδιδόμενα ποσά και τα ασφάλιστρα των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και ανανεωτηρίων που για οποιονδήποτε λόγο ακυρώνονταν. Η συνεργασία των κατηγορουμένων και της εγκαλούσας διήρκεσε μέχρι τις 9-11-2001 οπότε η εγκαλούσα κατήγγειλε εγγράφως τη σύμβαση λόγω της μεσολαβήσασας μη απόδοσης σημαντικού ύψους εισπραχθέντων ασφαλίστρων. Τα ποσά ασφαλίστρων που καθ' όλο το διάστημα λειτουργίας της σύμβασης εισέπραξαν οι κατηγορούμενοι για λογαριασμό της εγκαλούσας από τους ασφαλισμένους πελάτες της τελευταίας καθώς και τα πιστωθέντα ποσά των αναλογουσών προμηθειών, των γενομένων καταβολών και των ασφαλίστρων των ακυρωθέντων συμβολαίων, απεικονίζονταν αναλυτικά στις μηχανογραφημένες καταστάσεις που είναι συνημμένες στο εκκαλούμενο βούλευμα, στο σχετικό μέρος του οποίου αναφέρομαι. Οι κατηγορούμενοι μέχρι και τον Φεβρουάριο του έτους 2001 απέδιδαν κανονικά στην εγκαλούσα, είτε με μετρητά, είτε με επιταγές, το αποδοτέο μέρος των εισπραττομένων απ' αυτούς ασφαλίστρων. Όμως, από τον Μάρτιο του Ίδιου έτους και εφεξής παρακρατούσαν και δεν απέδιδαν σημαντικό μέρος των αποδοτέων εισπραττομένων ασφαλίστρων, με αποτέλεσμα το συνολικό ύψος των παρακρατηθέντων ασφαλίστρων να ανέλθει σε μεγάλο ποσό. Η εγκαλούσα προσδιορίζει με την έγκληση της το συνολικό ύψος των παρακρατηθέντων αποδοτικών ασφαλίστρων στο ποσό των 160.624,82 ευρώ, το οποίο προκύπτει από το περιεχόμενο των προαναφερομένων μηχανογραφημένων καταστάσεων. 0 σχετικός ισχυρισμός της εγκαλούσας επιβεβαιώθηκε από τα πορίσματα των διαταχθεισών και ενεργηθεισών πραγματο-γνωμοσυνών. Ειδικότερα, ο διορισθείς πραγματογνώμονας ....., αφού έλαβε υπόψη του το σύνολο των ασφαλίστρων των ασφαλιστηρίων συμβολαίων παραγωγής των κατηγορουμένων, τα ποσά των αναλογουσών προμηθειών, τα ποσά των ασφαλίστρων των ακυρωθέντων συμβολαίων και τα ποσά των καταβολών, που έγιναν με μετρητά και με πληρωθείσες επιταγές, κατέληξε στο διατυπωμένο στις από 17-6-2005 και 12-4-2006 εκθέσεις του συμπέρασμα ότι το ποσό των αποδοτέων εισπραχθέντων ασφαλίστρων, που δεν αποδόθηκαν αλλά παρακρατήθηκαν από τους κατηγορουμένους, ανέρχεται στο ύψος των 160.397,46 ευρώ. Βέβαια, τόσο η εγκαλούσα όσο και ο πραγματογνώμονας έλαβαν υπόψη τους για τον υπολογισμό των παρακρατηθέντων ασφαλίστρων το σύνολο των ασφαλίστρων των μη ακυρωθέντων συμβολαίων παραγωγής των κατηγορουμένων, θεωρώντας δεδομένο ότι οι κατηγορούμενοι εισέπραξαν τα ασφάλιστρα όλων των συμβολαίων αυτών. Στη συνέχεια όμως, ενόψει του προβληθέντος ισχυρισμού των κατηγορουμένων ότι από τον Αύγουστο του έτους 2001 και εφεξής τα ασφάλιστρα των ασφαλιστικών συμβολαίων παραγωγής τους εισπράττοντας απ' ευθείας από την εγκαλούσα και ότι, συνεπώς, τα ασφάλιστρα αυτά δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό του συνολικού ποσού των εισπραχθέντων απ' αυτούς ασφαλίστρων, η εγκαλούσα προέβη σε νέο επισταμένο, έλεγχο δια των οργάνων της. Ο έλεγχος αυτός κατέδειξε ότι η εγκαλούσα, ενόψει της παρατηρηθείσας καθυστέρησης απόδοσης εισπραχθέντων ασφαλίστρων, άσκησε σχετικό δικαίωμα της και εισέπραξε η ίδια τα ασφάλιστρα απ' ευθείας από τους ασφαλισμένους σε αρκετές περιπτώσεις συμβολαίων παραγωγής των κατηγορουμένων και ότι, παρά το γεγονός αυτό, τα παραπάνω ασφάλιστρα συνυπολογίστηκαν για τον προσδιορισμό του συνολικού ποσού των εισπραχθέντων από τους κατηγορουμένους ασφαλίστρων. Πρόκειται για 25 ασφαλιστήρια συμβόλαια του κλάδου ατυχημάτων, των οποίων τα ασφάλιστρα ανέρχονται συνολικά σε 295,77 ευρώ, 26 συμβόλαια του κλάδου πυρός με ασφάλιστρα συνολικού ύψους 117,41 ευρώ, 299 συμβόλαια του κλάδου αυτοκινήτων με ασφάλιστρα συνολικού ύψους 25.037,21 ευρώ, 99 συμβόλαια του κλάδου νομικής προστασίας με συνολικά ασφάλιστρα 198,96 ευρώ και 40 συμβόλαια του κλάδου οδικής βοήθειας με ασφάλιστρα συνολικού ύψους, 1350,07 ευρώ. Αφαιρουμένου από το ποσό των 160.624,82 ευρώ του συνολικού ποσού των 26.999,42 ευρώ, στο οποίο ανέρχονται τα μη εισπραχθέντα από τους κατηγορουμένους, ασφάλιστρα των προαναφερομένων συμβολαίων, το ποσό των παρακρατηθέντων από τους κατηγορουμένους αποδοτέων ασφαλίστρων διαμορφώνεται στο ύψος των 133.625,40 ευρώ. Ο κατηγορούμενος αρνούνταν την τέλεση της αποδιδόμενης σ' αυτόν πράξης. Υποστηρίζουν κατ' αρχήν ότι η δεύτερη απ' αυτούς τυπικά μόνο υπέγραψε στην καταρτισθείσα σύμβαση ασφαλιστικής πρακτόρευσης, λόγω της αδυναμίας του πρώτου να φαίνεται ως αντισυμβαλλόμενος και δεν είχε καμία συμμετοχή στην ασκηθείσα σε εκτέλεση της σύμβασης επαγγελματική δραστηριότητα, την οποία ασκούσε αποκλειστικά ο πρώτος απ' αυτούς. Ο ισχυρισμός τους όμως αυτός είναι αβάσιμος, αφού υπάρχουν περιστατικά που καταδεικνύουν ότι η δεύτερη απ' αυτούς δεν περιορίσθηκε στην προσυπογραφή της σύμβασης, αλλά είχε ενεργό συμμετοχή στην ασκηθείσα σε εκτέλεσή της δραστηριότητα. Συγκεκριμένα, η πιο πάνω κατηγορουμένη έστειλε στην εγκαλούσα τις από 24-9-2001 και 29-10-2001 εξώδικες διαμαρτυρίες της, στις οποίες ρητά αναφέρει ότι επισκέφθηκε πολλές φορές τα κεντρικά γραφεία της εγκαλούσας για τη διευθέτηση διαφορών τους. Επίσης, έναντι εισπραχθέντων ασφαλίστρων, μεταβίβασε η ίδια με οπισθογράφηση προς την εγκαλούσα επιταγές εκδοθείσες σε διαταγή της- Ενδεικτικά αναφέρονται η με αριθμό ..... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας, ποσού 10.000.000 δραχμών, έκδοσης της ..... και η με αριθμό ..... επιταγή της Τράπεζας Εργασίας, ποσού 10.000.000 δραχμών, έκδοσης του πρώτου κατηγορουμένου, με βάση τις οποίες, επειδή δεν πληρώθηκαν, εκδόθηκαν οι με αριθμούς 1539/2002 και 1538/2002 διαταγές πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Αμφισβητούν επίσης οι κατηγορούμενοι την ύπαρξη παρακρατηθέντος απ' αυτούς ποσού αποδοτέων ασφαλίστρων, ισχυριζόμενοι ότι το φερόμενο ως ιδιοποιηθέν ποσό προκύπτει γιατί συνυπολογίσθηκαν, για τον προσδιορισμό των συνολικά εισπραχθέντων απ' αυτούς ασφαλίστρων, τα ασφάλιστρα επιστραφέντων προς ακύρωση συμβολαίων, τα οποία ουδέποτε ακυρώθηκαν, καθώς και τα εισπραχθέντα απ' ευθείας από την εγκαλούσα ασφάλιστρα συμβολαίων παραγωγής τους και δεν καταλογίσθηκαν ορισμένες από τις καταβολές που έκαναν. Όμως, και οι ισχυρισμοί τους αυτοί είναι αβάσιμοι. Πράγματι, όπως προκύπτει από τις συνημμένες στο εκκαλούμενο βούλευμα μηχανογραφημένες καταστάσεις και τις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, η εγκαλούσα προέβη στην ακύρωση σωρείας επιστραφέντων προς ακύρωση συμβολαίων, από κανένα δε αποδεικτικό στοιχείο δεν συνάγεται ότι υπήρξαν και άλλα επιστραφέντα προς ακύρωση συμβόλαια που δεν ακυρώθηκαν. Εξ άλλου, όπως ήδη αναφέρθηκε, η εγκαλούσα αναγνώρισε εκ των υστέρων ότι εισέπραξε η ίδια απ' ευθείας από τους ασφαλισμένους τα ασφάλιστρα πολλών συμβολαίων παραγωγής των κατηγορουμένων. Τα ασφάλιστρα αυτά συνολικού ύψους 26.999,42 ευρώ δεν συνυπολογίζονταν για τον προσδιορισμό του συνόλου των εισπραχθέντων από τους κατηγορουμένους ασφαλίστρων, από πουθενά δεν προκύπτει ότι η εγκαλούσα εισέπραξε απ' ευθείας τα ασφάλιστρα από τους ασφαλισμένους και σε άλλες περιπτώσεις συμβολαίων παραγωγής των κατηγορουμένων, ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για εσφαλμένο συνυπολογισμό των ασφαλίστρων αυτών. Τέλος, κατά την ενεργηθείσα πραγματογνωμοσύνη, όπως ρητά αναφέρεται στο αναλυτικό και πλήρως αιτιολογημένο πόρισμα αυτής, λήφθηκαν υπόψη όλες οι αποδεικνυόμενες καταβολές, που έγιναν από τους κατηγορουμένους προς την εγκαλούσα είτε με μετρητά, είτε με πληρωθείσες επιταγές. Άλλες καταβολές, μη ληφθείσες υπόψη για τον προσδιορισμό του ποσού των αποδοτέων ασφαλίστρων, δεν προκύπτουν από τα αποδεικτικά στοιχεία. Από τα πραγματικά περιστατικά που προαναφέρθηκαν συνάγεται ότι οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι, κατά το διάστημα από τον Μάρτιο 2001 μέχρι την επελθούσα με την καταγγελία της εγκαλούσας λύση της σύμβασης ασφαλιστικής πρακτόρευσης, ενεργώντας με κοινό δόλο και αποβλέποντας το συνολικό αποτέλεσμα των επιμέρους πράξεών τους, κατακράτησαν διαδοχικά και ιδιοποιήθηκαν παράνομα ποσά ασφαλίστρων, συνολικού ύψους 133.625,40 ευρώ, τα οποία εισέπραξαν για λογαριασμό τ(ης) εγκαλούσας από ασφαλισμένους της και όφειλαν να της τα αποδώσουν. Τα ποσά αυτά, το συνολικό ύψος των οποίων είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, υπερβαίνουσας τα 73.000 ευρώ, τα έλαβαν στην συγκατοχή τους λόγω της ιδιότητας τους ως εντολοδόχων της εγκαλούσας, εισπράττοντάς τα για λογαριασμό αυτής από ασφαλισμένους της. Τα ίδια δέχθηκε και το προσβαλλόμενο βούλευμα, αν και με την εσφαλμένη επιμέρους αιτιολογία ότι το συνολικό ποσό των 26.999,42 ευρώ, που δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του συνόλου των εισπραχθέντων από τους κατηγορουμένους ασφαλίστρων και συνεπώς, για τον προσδιορισμό του συνολικού ύψους των παρακρατηθέντων αποδοτέων ασφαλίστρων γιατί στην πραγματικότητα αφορά ασφάλιστρα συμβολαίων παραγωγής των κατηγορουμένων που εισέπραξε η ίδια η εγκαλούσα απ' ευθείας από τους ασφαλισμένους, συνιστά καταβολές των κατηγορουμένων προς την εντολέα τους εγκαλούσα. Ενόψει αυτού, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες εφέσεις ως αβάσιμες στην ουσία τους ...........".
Με τις παραδοχές του αυτές το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού περιέχονται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τα συλλεγέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ανωτέρω αξιόποινης πράξεως της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος, για την οποία ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κρίθηκε παραπεμπτέος στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 45, 98 παρ. 2 και 375 παρ. 1, 2 ΠΚ, τις οποίες ορθώς εφήρμοσε και δεν παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα, και σε σχέση με τις αντίθετες μερικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, λεκτέα τα εξής: α) επιτρεπτώς η αιτιολογία του προσβαλλομένου βουλεύματος έγινε με εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση και δι' αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα ως προς τις "μηχανογραφημένες καταστάσεις" που είναι ενσωματωμένες στο τελευταίο και αποτελούν, όπως από την παραδεκτή επισκόπησή του προκύπτει, τις σελίδες του διατακτικού του από 381 έως 738, οι οποίες (μηχανογραφημένες καταστάσεις) δεν ήταν, ως εκ τούτου, αναγκαίο να επαναπαρατεθούν στο προσβαλλόμενο βούλευμα, β) εφόσον το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων ανέλαβε την πρακτόρευση της ασφαλιστικής επιχειρήσεως της εγκαλούσας από κοινού με την συγκατηγορουμένη του και συνεπώς δέχθηκε την ύπαρξη της ιδιότητας του εντολοδόχου και στο πρόσωπό του, η αιτίασή του, όπως εκτιμάται, ότι διαφοροποιείται η ευθύνη του κατ' εφαρμογή του άρθρου 49 παρ. 2 ΠΚ, ελλείψει της ιδιαίτερης ιδιότητας του εντολοδόχου, στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και γ) κατά τις σαφείς παραδοχές του βουλεύματος, η κακουργηματική υπεξαίρεση διαπράχθηκε με μερικότερες πράξεις από τον Μάρτιο 2001 μέχρι τον Νοέμβριο 2001, έτσι ώστε η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι ελλείπει από το βούλευμα ο προσδιορισμός των προ της ισχύος του Ν. 2721/1999 και των μετά από αυτήν φερομένων ως υπεξαιρεθέντων μερικωτέρων χρηματικών ποσών, στηρίζεται, ομοίως, σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Με το λοιπό περιεχόμενο του αναιρετηρίου πλήττεται ως εσφαλμένη η μη ελεγχόμενη αναιρετικώς, κατά τα προεκτεθέντα, εκτίμηση από το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης των αποδεικτικών μέσων.
Κατ' ακολουθίαν, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ' ουσίαν και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10 Σεπτεμβρίου 2007 αίτηση του Χ1 περί αναιρέσεως του 592/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ