Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2191 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Δημόσια κτήματα, Χρησικτησία έκτακτη.




Περίληψη:
Έκτακτη χρησικτησία κατά ΒΡΔ. Για τα δημόσια κτήματα η χρησικτησία έπρεπε να είχε συμπληρωθεί στις 11.9.1915 Νομή κατά ΒΡΔ. Μεταβίβαση κατά 1033 ΑΚ, 559 αρ. 1 και 19 υπό την επίφαση των παραβιάσεων κανόνων ουσιαστικού δικαίου πλήττεται η αναγκαστική κρίση του δικαστηρίου, οι λόγοι είναι απαράδεκτοι. Διάκριση ακινήτων κατά Οθωμανικό Δίκαιο. Στις Κυκλάδες τα ακίνητα ήταν μούλκια και ανήκαν σε ιδιώτες. Τα δάση, οι αιγιαλοί και τα κοινόχρηστα και οι εκτάσεις που δεν εξουσιάζονται από κανένα ανήκαν στο Δημόσιο. ΒΔ της 17/29.11.1836 'περί ιδιωτικών δασών. ΒΔ της 12/12/1833 " περί διορισμού του φόρου βοσκής". Αδέσποτα κατά το Οθωμανικό Δίκαιο, κατά το ΒΡΔ. Στις Κυκλάδες το Δημόσιο οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει τα δικαιώματά του επί ακινήτων.




Αριθμός 2191/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Βασίλειο Κορκίζογλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Του αναιρεσιβλήτου: Ι. Κ. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μαλταμπέ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5/4/2002 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σύρου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 94ΤΜ/2003 του ίδιου Δικαστηρίου που παρέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Σύρου λόγω αρμοδιότητας, 168ΤΠ/2005 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου, 79/2007 μη οριστική και 139/2010 οριστική του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 26/10/2010 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 18/9/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ΕισΝΑΚ, για την απόκτηση κυριότητας ή άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος μέχρι την ισχύ και ΑΚ (23.2.1946), εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ενώ κατά το άρθρο 64 του ΕισΝΑΚ οι διατάξεις του ΑΚ για τη χρησικτησία και τις δουλείες εφαρμόζονται από την εισαγωγή του και στη χρησικτησία που είχε αρχίσει προηγουμένως, εφόσον δεν είχε συμπληρωθεί όταν άρχισε η εφαρμογή του. Η έναρξη όμως, η αναστολή και η διακοπή της χρησικτησίας κρίνεται, ως προς το χρόνο πριν από την εισαγωγή του Κώδικα, σύμφωνα με το έως τώρα δίκαιο. Περαιτέρω από τον συνδ. των διατάξεων των ν.8 παρ.1 κωδ. (739), ν.9 παρ.1 Βασ. (50.14) ν.1 κωδ. (7.31), 7 παρ.1.2 κωδ. (7.39) και 14 κωδ. (11.61) του προϊσχύσαντος ΒΡΔ με τις διατάξεις των άρθρων 18 και 21 του Νόμου της 21.6/37.1837 "περί διακρίσεως των δημοσίων κτημάτων", προκύπτει ότι στα δημόσια κτήματα χωρεί έκτακτη χρησικτησία όταν ασκείται νομή σ'αυτά με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί συνεχή τριακονταετία. Ο κύριος που απέκτησε τη νομή με καθολική ή ειδική διαδοχή, μπορεί να προσμετρήσει στον χρόνο της δικής του νομής και εκείνης των δικαιοπαρόχων του, ενώ κατά το ίδιο δίκαιο που ίσχυε πριν τον Αστικό Κώδικα, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία (ν.18, 24 παρ.1 Πανδ (41.3) παρ.9 Εισηγ.2.6) ν.2 Κωδ (7.30) Βασ. (50.1.0). Η νομή όμως αυτή θα έπρεπε να έχει συμπληρωθεί μέχρι τις 11-9-1915. Τούτο συνάγεται από τις διατάξεις του ν.ΔΞΗ'/1912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου" και εκδόθηκαν με βάση αυτόν και το άρθρο 21 του ν.δ/τος της 22-4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης" και του άρθρου 4 παρ.1 αν.1539/1938 δυνάμει των οποίων ανεστάλη κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου στα κτήματά του. Άσκηση νομής κατά τις διατάξεις του βρδ. συνιστούν οι εμφανείς υλικές πράξεις πάνω στο πράγμα, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση εξουσιάσεως αυτού και οι οποίες πρέπει να είναι σύμφωνες με τη φύση και τον προορισμό του, ενώ ως καλή πίστη νοείται κατά τις διατάξεις των νόμων 27 Πανδ (18.11), 15 παρ.3, 48 Πανδ. (41.3), 11 Πανδ. (61.4), 5 παρ.5, 1 (41.10) και 109 Πανδ. (50.16) του ίδιου δικαίου, η ειλικρινής πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του πράγματος, δεν προσβάλλεται το δικαίωμα της κυριότητας άλλου πάνω σ'αυτό. Κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, δεν υπάρχει καλή πίστη αν ο νομέας γνωρίζει ή ασυγγνώστως αγνοεί ότι ο τίτλος στον οποίο στηρίζει το δικαίωμά του είναι ελαττωματικός. Η καλή πίστη έπρεπε να υπάρχει κατά την έναρξη της χρησικτησίας. Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 1033 ΑΚ, για τη μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ'αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο που υποβάλλεται σε μεταγραφή. Για τη μεταβίβαση με τον παράγωγο αυτό τρόπο της κυριότητας του ακινήτου, αποτελεί προϋπόθεση το να ήταν κύριος εκείνος που συμφώνησε τη μεταβίβασή της. Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 10/2011, ΑΠ 486/2013, ΑΠ 568/2013). Εξ ετέρου κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως, δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς ή αντιφατικές, ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 834/2013, ΑΠ 495/2013, ΑΠ 567/2013). Ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν ιδρύεται, όταν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση ή στάθμιση ή αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει απ'αυτές, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση της συνδρομής των όρων του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας της. Δηλαδή μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Οι παραπάνω από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγοι είναι δυνατόν να φέρονται ότι πλήττουν την προσβαλλομένη απόφαση γιατί παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάστηκε κανόνας δικαίου, να πλήττουν την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε οι λόγοι αναίρεσης θα απορριφθούν ως απαράδεκτοι, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ και γιατί πλήττουν την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ), μετά από συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων, σ'αυτό, αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ'ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Το επίδικο ακίνητο βρίσκεται στη θέση "…" της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Πάρου, έχει επιφάνεια 305.510 τ.μ., εμφαίνεται περιμετρικά με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Ν-Ξ-Ο-Π-Ρ-Σ-Α στο από 4-11-1999 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Η. Ο., που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της υπ' αριθμ. 1.849ΠΕ/2001 πράξεως χαρακτηρισμού της Διευθύνσεως Δασών Νομού Κυκλάδων και συνορεύει σύμφωνα με το τοπογραφικό αυτό διάγραμμα: βόρεια με ιδιοκτησίες της Κοινότητας Πάρου και Α. Μ., νότια με ιδιοκτησία της Κοινότητας Πάρου, ανατολικά με ιδιοκτησίες Ι. Α. και Ε. Α. και δυτικά με ιδιοκτησίες Π. Π., Γ. Μ., Κ. Ζ., Σ. Δ. και Α. Δ. Σε ότι αφορά τη μορφή της επίδικης εκτάσεως, αυτή είναι τελείως ορεινή - βραχώδης, με πολύ μεγάλη κλίση (περ. 40%), άγονη και δεν δύναται να καλλιεργηθεί. Η ίδια μορφή διαπιστώνεται και στην από 1983 αεροφωτογραφία. Για το λόγο αυτό με την υπ' αριθμ. πρωτ. 527/29-3-2002 απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Νομού Κυκλάδων, που έχει καταστεί τελεσίδικη (βλ. υπ' αριθμ. πρωτ. 59/26-8-2002 βεβαίωση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων), κρίθηκε ότι είναι στο σύνολο της χορτολιβαδικού χαρακτήρα της παραγράφου 6β του άρθρου 3 του Ν. 998/1979. Στο ίδιο συμπέρασμα, ότι δηλ. η μορφή του επιδίκου ήταν ανέκαθεν χορτολιβαδική, κατέληξε και ο πραγματογνώμονας Π. Κ.. Η βόρεια, η δυτική και ένα τμήμα της ανατολικής πλευράς του και συγκεκριμένα το τμήμα της, που συνορεύει με την ιδιοκτησία Ε. Α. και αποτυπώνεται στο παραπάνω τοπογραφικό διάγραμμα με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Α-Σ, περιβάλλεται από λίθινη περίφραξη (ξερολιθιά), η οποία το οριοθετεί σε σχέση με τις όμορες ιδιοκτησίες. Τα επίδικο είναι τμήμα ενός αρχικά ενιαίου ακινήτου εκτάσεως 1.310 στρεμμάτων, που αποτελείτο από ένα βοσκότοπο εκτάσεως 1.300 στρεμμάτων και έναν αγρό εκτάσεως 10 στρεμμάτων. Από το έτος 1870 έως το έτος 1915 νομέας της μεγαλύτερης αυτής εκτάσεως ήταν η Κοινότητα Πάρου. Αυτή επέβλεπε τα όρια της, την επιτηρούσε και την εκμίσθωνε σε τρίτα πρόσωπα για βόσκηση ζώων με καλή πίστη (με την έννοια της άδολης πεποιθήσεως ότι με την άσκηση της νομής δεν παραβλάπτει κατ' ουσίαν δικαίωμα τρίτου). Έτσι έγινε αποκλειστική κυρία της εκτάσεως αυτής με έκτακτη χρησικτησία, εφόσον τη νεμόταν με καλή πίστη και διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριάντα ετών πριν από το έτος 1915. Το επόμενο έτος ο Ιερός Ναός Εκατονταπυλιανής Πάρου άσκησε την από 14-5-1916 αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου. Με την αγωγή αυτή, που στρεφόταν εναντίον της Κοινότητας Πάρου, ισχυριζόταν ότι ήταν αποκλειστικός κύριος των περιγραφόμενων σ' αυτήν ακινήτων. Η δίκη αυτή καταργήθηκε με το υπ' αριθμ. …/30-9-1929 συμβόλαιο συμβιβασμού του συμβολαιογράφου Πάρου Μ. Π., με το οποίο η τότε Κοινότητα Πάρου (εναγομένη στη δίκη εκείνη) αναγνώρισε το αποκλειστικό δικαίωμα κυριότητας του Ιερού Ναού Εκατονταπυλιανής σε ένα κτήμα, που συνορεύει με δημόσιους οδούς και με τον προαναφερόμενο Ιερό Ναό, ενώ ο τελευταίος (ενάγων στην ίδια δίκη) αναγνώρισε το αποκλειστικό δικαίωμα κυριότητας της Κοινότητας Πάρου σε όλα τα περιγραφόμενα στην αγωγή ακίνητα, αλλά και σε κάθε άλλο ακίνητο, το οποίο δεν συμπεριλαμβανόταν στην αγωγή, αλλά τελούσε υπό την αδιαμφισβήτητη κατοχή της. Στο συμβόλαιο αυτό επισυνάφθηκαν το υπ' αριθμ. πρωτοκόλλου 10.027/23-7-1929 έγγραφο του Νομάρχη Κυκλάδων και το υπ' αριθμ. πρωτοκόλλου 517/2-8-1929 έγγραφο του Μητροπολιτικού Συμβουλίου Παροναξίας περί συναινέσεως για τη σύναψη της προαναφερόμενης συμφωνίας. Από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα δεν προκύπτει η τυχόν παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου σε εκείνη τη δίκη, είτε η καθ' οιονδήποτε τρόπο προβολή δικού του δικαιώματος κυριότητας στη μεγαλύτερη έκταση, στην οποία συμπεριλαμβάνεται το επίδικο. Το έτος 1935 περίπου η Κοινότητα Πάρου ενέγραψε την έκταση αυτή στο Κτηματολόγιό της με αύξοντα αριθμό 75 (βλ. προσκομιζόμενο απόσπασμα του κτηματολογικού πίνακα). Η Κοινότητα Πάρου συνέχισε να τη νέμεται με διάνοια κυρίου και καλή πίστη μέχρι την εισαγωγή του Α.Κ. (1946) και ανεξαρτήτως καλής πίστεως έκτοτε και μέχρι το έτος 1953. Τότε το Υπουργείο Γεωργίας με την υπ' αριθμ. πρωτοκόλλου 49.900/31-3-1953 απόφαση του, που εκδόθηκε μετά την υπ' αριθμ. 11/14-3-1953 σύμφωνη γνώμη του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Εποικισμού και δημοσιεύθηκε στο υπ' αριθμ. 225/15-6-1954 φύλλο της συριανής εφημερίδας "Θάρρος", επέτρεψε στην παραπάνω Κοινότητα να προβεί στην ελεύθερη εκποίηση των κτηνοτροφικών εκτάσεων, οι οποίες ανήκαν στην κυριότητα της με τους αναφερόμενους στο συγκεκριμένο έγγραφο όρους. Με την από 31-7-1953 πράξη της προβλεπόμενης από το άρθρο 23 του ν.δ. 2185/1952 Επιτροπής Νομού Κυκλάδων, συμπεριλήφθηκε στα υπό εκποίηση ακίνητα η προαναφερόμενη μεγαλύτερη έκταση των 1.310 στρεμμάτων, η οποία στο σώμα της πράξεως αυτής περιγράφεται ως βοσκότοπος, που βρίσκεται στην περιοχή "…". Με το υπ' αριθμ. …/24-4-1955 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πάρου Θεοδώρου Κονταράτου, που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του τέως Δήμου Πάρου, η Κοινότητα Πάρου μεταβίβασε λόγω πωλήσεως στον ενάγοντα την κυριότητα "ενός βοσκοτόπου, κειμένου εις θέσιν ... της περιφερείας της Κοινότητος, τέως Δήμου Πάρου, ονομαζόμενου ..., εκτάσεως εξακοσίων πενήντα (650) στρεμμάτων, συνορευομένου αρκτικώς με χερσοχώραφα της αυτής Κοινότητος Πάρου και αγρόν Α. Μ., μεσημβρινώς με χαράδραν, ονομαζομένην Μανδράκια, αρχομένην άνωθεν αγροικίας Α. Δ. και διήκουσαν μέχρι της κορυφής του βουνού, ανατολικώς με αγρούς Ι. Α. και δυτικώς με άμπελον Π. Ν. Π. και κτήματα Γ. Γ. Μ., Κ. Ζ. και Α. Δ., καταχωρημένου δε εν τω κτηματολόγιο της αυτής Κοινότητος Πάρου υπ' αύξοντα αριθμόν 75 (τμήμα α)". Στο συμβόλαιο αυτό μνημονεύονται και επισυνάπτονται: α) η προαναφερόμενη πράξη της Επιτροπής του άρθρου 23 του ν.δ. 2185/1952 του Νομού Κυκλάδων και β) η υπ' αριθμ. 332/22-4-1955 βεβαίωση του Επαρχιακού Γεωπόνου Πάρου περί καταβολής των ειδικών τελών υπέρ του Ταμείου Εποικισμού, όπως ρητώς προβλεπόταν στους όρους της άδειας εκποιήσεως. Επιπλέον, μνημονεύεται ότι η απαγόρευση μεταβιβάσεως της κυριότητας ήρθη με την προαναφερόμενη υπ' αριθμ. πρωτ. 49.900/31-3-1953 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας και ότι αντίγραφο του υπ' αριθμ. 225/15-6-1954 φύλλου της συριανής εφημερίδας "Θάρρος", στο οποίο αυτή δημοσιεύθηκε, προσαρτάται στο υπ' αριθμ. .../1954 συμβόλαιο του ίδιου παραπάνω συμβολαιογράφου. Σύμφωνα με το προαναφερόμενο υπ' αριθμ. .../24-4-1955 συμβόλαιο η έκταση του βοσκοτόπου, που μεταβιβάστηκε κατά κυριότητα με αιτία την πώληση στον ενάγοντα, ανέρχεται σε εξακόσια πενήντα (650) στρέμματα, ενώ σύμφωνα με την ένδικη αγωγή η έκταση του επιδίκου προσδιορίζεται σε 305.510 τ.μ. Η διαφορά αυτή όμως κρίνεται δικαιολογημένη, διότι το επίδικο καταμετρήθηκε για πρώτη φορά το έτος 1993, οπότε συντάχθηκε το προσκομιζόμενο από 22-6-1993 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Κ. Π., το οποίο συμπίπτει απόλυτα με το προαναφερόμενο από 4-11-1999 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Η. Ο.. Σύμφωνα με τα τοπογραφικά αυτά διαγράμματα η έκταση του επιδίκου ανέρχεται σε 305.510 τ.μ., όπως αναφέρεται και στην ένδικη αγωγή και οι όμοροι ιδιοκτήτες ταυτίζονται με εκείνους που αναφέρονται στον τίτλο κτήσεως του ενάγοντος, εκτός από την ιδιοκτησία που βρίσκεται στη νότια πλευρά του επιδίκου, η οποία στα μεν τοπογραφικά διαγράμματα εμφανίζεται ως ιδιοκτησία της Κοινότητας Πάρου, ενώ στον τίτλο κτήσεως περιγράφεται ως "χαράδρα, ονομαζόμενη Μανδράκια, αρχομένη άνωθεν αγροικίας Α. Δ. και διήκουσα μέχρι της κορυφής του βουνού", η οποία προφανώς δεν μεταβιβάστηκε σε ιδιώτη και εξακολουθεί να ανήκει στην Κοινότητα Πάρου. Ενόψει των προεκτεθέντων δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι το επίδικο εμπίπτει στον τίτλο κτήσεως του ενάγοντος (βλ. και προσκομιζόμενη πραγματογνωμοσύνη). Από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται περαιτέρω ότι με βάση το προαναφερόμενο συμβόλαιο ο ενάγων παρέλαβε το επίδικο στην κατοχή του και συνέχισε να το νέμεται με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, ασκώντας σ' αυτό τις διακατοχικές πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τη μορφολογία του, συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι το χρόνο ασκήσεως της αγωγής (το έτος 2002). Ειδικότερα, το επέβλεπε, το επιτηρούσε, επισκεύαζε τη λίθινη περίφραξη του και βοσκούσε σ' αυτό τα αιγοπρόβατα του. Επιπλέον, κατέθεσε αίτηση για την άρση της απαγορεύσεως μεταβιβάσεως της κυριότητας του επιδίκου, επί της οποίας εκδόθηκε η προσκομιζόμενη υπ' αρθμ. πρωτ. 32.735/17-12-1955 απόφαση του Νομάρχη Κυκλάδων, με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση του. Όλες αυτές τις διακατοχικές πράξεις ο ενάγων και προηγουμένως η δικαιοπάροχος του τις ασκούσαν δημόσια και φανερά, χωρίς ποτέ να ενοχληθούν από κανέναν και ιδίως από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά ο ενάγων απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου με παράγωγο τρόπο και πάντως με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, προσμετρώντας στο χρόνο της δικής του νομής το χρόνο νομής της δικαιοπαρόχου του". Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις αναφερόμενες παραπάνω διατάξεις περί χρησικτησίας του προϊσχύσαντος και του ισχύοντος δικαίου, καθώς και τις διατάξεις περί παραγώγου τρόπου κτήσεως κυριότητας του ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε, ενόψει του ότι υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των γεγονότων που έγιναν δεκτά από την προσβαλλομένη απόφαση και υπήχθησαν στις παραπάνω διατάξεις, όπως η έννοια αυτών αναλύθηκε στη νομική σκέψη και του συμπεράσματος του δικανικού της συλλογισμού, ενώ περαιτέρω το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού διέλαβε σ'αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, όλα τα κτητικά πραγματικά περιστατικά της κυριότητας του επιδίκου από τον ενάγοντα, με παράγωγο, κατά τις διατάξεις του ΑΚ, τρόπο, καθώς και με (τακτική) αλλά και έκτακτη υπο το προϊσχύσαν και ισχύον δίκαιο χρησικτησία με την προσμέτρηση στο δικό του χρόνο νομής και εκείνης της δικαιοπαρόχου του Κοινότητας Πάρου. Ενόψει τούτων οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα και από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πέμπτος και έκτος από τους λόγους της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν, ενώ περαιτέρω οι αιτιάσεις του πέμπτου λόγου κατά τις οποίες η προσβαλλομένη απόφαση, αν ερμήνευε τα πραγματικά περιστατικά, όπως εκτίθενται στην έφεση και τις προτάσεις του αναιρεσείοντος και αποδεικνύονται από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, θα κατέληγε στο ορθό συμπέρασμα ότι η κυριότητα του επιδίκου ανήκει σ'αυτό (αναιρεσείον) είναι απαράδεκτες, καθόσον υπό την επίφαση της παραβιάσεως των παραπάνω κανόνων, πλήττει την περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, η οποία, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη είναι ανέλεγκτη, κατ'άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, ενώ και οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου περί ανεπαρκειών αιτιολογιών της προσβαλλομένης αποφάσεως, εφόσον δεν αιτιολογεί σε ποια ειδικότερα αποδεικτικά μέσα στήριξε το αποδεικτικό της πόρισμα, είναι επίσης απαράδεκτες, γιατί ανάγονται αποκλειστικά στη στάθμιση των αποδείξεων και στην αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, οι οποίες όμως, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν συνιστούν έλλειψη αιτιολογιών, καθόσον μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε πρέπει να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και το γιατί αποδείχθηκε. Ενόψει τούτων οι ερευνώμενοι πέμπτος και έκτος από τους λόγους της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν. Επειδή κατά τον Οθωμανικό νόμο της 7ης Ραμαζάν 1274 οι γαίες διακρίνονταν σε πέντε κατηγορίες: α)τις γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια) π.χ. οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες κ.λπ., των οποίων την κυριότητα είχε αυτός που τις εξουσίαζε και μπορούσε να τις διαθέτει ελεύθερα προς τρίτους με άτυπη συμφωνία μεταβίβασης, β)τις δημόσιες γαίες (μυριγιέ) π.χ. τα καλλιεργήσιμα χωράφια, βοσκοτόπια, δάση κλπ, των οποίων η κυριότητα ανήκει στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσίασης (τεσσαρούφ), γ)τις αφιερωμένες γαίες (βακούφια) των οποίων η χρήση και εκμετάλλευση γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού (π.χ.μοναστηρίου, νοσοκομείου κ.λπ), δ)τις εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες (μετρουκέ) π.χ. δημόσιοι δρόμοι, πλατείες κ.λπ., οι οποίες ήταν προορισμένες στην κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο κ.α. ε)τις νεκρές γαίες (μεβάτ) π.χ. βουνά, ορεινά και πετρώδη μέρη, αδέσποτα δάση κ.λπ., οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Δημόσιο. Μετά την απελευθέρωση με τις διατάξεις των πρωτοκόλλων της 3.2.1830 "περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος" τα ερμηνευτικά των εν λόγω πρωτοκόλλων των τριών προστάτιδων δυνάμεων από 4.6.1830 και 19.6.1830 Πρωτόκολλα του Λονδίνου, καθώς και της από 3.7.1832 συνθήκης της Κωνσταντινούπολης, το Ελληνικό Δημόσιο υπεισήλθε, ως διάδοχος, στα δικαιώματα του Οθωμανικού Δημοσίου επί της γής. Έτσι οι δημόσιες γαίες και όσες άλλες ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο κατά τον προαναφερθέντα οθωμανικό νόμο, περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, χωρίς όμως από την ανωτέρω διαδοχή να θιγούν τα αποκτηθέντα έως τότε εμπράγματα δικαιώματα των ιδιωτών επί των ακινήτων καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια) και τα απαιτηθέντα κατά τον ίδιο οθωμανικό νόμο δικαιώματα (τεσσαρούφ) επί των δημοσίων γαιών. Το Ελληνικό Δημόσιο με τις παραπάνω ρυθμίσεις απέκτησε, δυνάμει δικαιώματος πολέμου, με αμάχητο τεκμήριο την κυριότητα μόνον εκείνων των ιδιοκτήτων γαιών, οι οποίες κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του έτους 1821 έως την 3.2.1830, είτε εγκαταλείφθηκαν από τους απελθόντες στο εξωτερικό Οθωμανούς κυρίους τους και καταλήφθηκαν από το Ελληνικό Δημόσιο, είτε δημεύθηκαν από τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις. Όμως την εποχή της Τουρκοκρατίας οι Κυκλάδες αποτελούνταν στο σύνολό τους από ιδιωτικές γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλικια), οι οποίες εξουσιάζονταν κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας από τους κυρίους τους και επί των οποίων δεν υφίστατο κανένα δικαίωμα του Δημοσίου. Αυτό συνέβαινε γιατί τα νησιά αυτά, υπαχθέντα υπό την Οθωμανική κυριαρχία όχι δικαιώματα πολέμου, αλλά ειρηνικά, με την οικειοθελή υποταγή τους, κατόπιν συνθηκών που συνάφθηκαν μεταξύ των μέχρι τότε Γενουατών ή Ενετών κατακτητών τους αφενός και του Σουλτάνου αφετέρου, δεν θεωρήθηκαν περιελθόντα στον Σουλτάνο, αλλά οι γαίες των νησιών αυτών χαρακτηρίστηκαν, κατά τον ιερό μουσουλμανικό νόμο, ιδιωτικές, ανήκουσες στην κατά τα άρθρα 1 και 2 του από 7ης Ραμαζάν έτους 1274 Οθωμανικού νόμου "περί γαιών" κατηγορία των καθαρούς ιδιοκτησίας ακινήτων, τα οποία συνεπώς εξακολούθησαν εξουσιαζόμενα υπό την μέχρι τότε κυρίων αυτών και μάλιστα κατά πλήρη κυριότητα. Το ιδιόμορφο αυτό ιδιοκτησιακό καθεστώς των νησιών του Αιγαίου (και όχι μόνον των Κυκλάδων) αναγνώρισε και ο ίδιος ο νομοθέτης του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους στη "Διασάφηση" (αιτιολογική έκθεση με τη σημερινή έννοια) του Νόμου της 27ης Νοεμβρίου 1835 "περί προικοδοτήσεως ελληνικών οικογενειών από 26.5/7.6.1835" όπου γινόταν αναφορά στο "ιδιότροπο της ιδιοκτησίας στην Ελλάδα, κατά το οποίο σχεδόν όλες οι γαίες του Αιγαίου είναι ιδιόκτητες, ενώ άλλες κατέχονται με εμφυτευτικά επί Τουρκοκρατίας δοθέντα δικαιώματα". Επομένως οι ιδιωτικές γαίες καθαρής ιδιοκτησίας των νήσων αυτών, μη εξουσιαζόμενες πριν από την επανάσταση από τον σουλτάνο, ούτε κατεχόμενες από οθωμανούς ιδιώτες, δεν περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά διαδοχή του Τουρκικού Δημοσίου, δικαιώματι πολέμου και δυνάμει των προαναφερθέντων περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος πρωτοκόλλων του Λονδίνου και της από 3.7.1832 Συνθήκης της Κων/λεως. Για εκτάσεις όμως των νησιών αυτών που αφορούσαν τα δάση τους αγιαλούς, τα κοινόχρηστα, τις βοσκές και τις εκτάσεις, που λόγω της μορφής τους δεν εξουσιάζονται από κανένα, μετά τον αγώνα της ανεξαρτησίας κατέστη κύριος αυτών το Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του Οθωμανικού Κράτους, δικαίωματι πολέμου (Ολ.ΑΠ 1/2013). Περαιτέρω κατά τις διατάξεις του από 17/29-11.1836 Β.Δ/τος "περί ιδιωτικών δασών", για τα δάση που δεν αναγνωρίστηκαν, κατά τη διαγραφόμενη στο άρθρο 3 και ως άνω Β.Δ/τος διαδικασία ως ιδιωτικά, δημιουργείται "αμάχητο τεκμήριο" ότι ανήκαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου (θεωρούνται αδιαφιλονίκητα ως εθνικά και δεν διατίθενται). Τα αυτά ισχύουν και επί ελών και βαλτωδών γαιών, που σύμφωνα με το ΒΔ 18 της 30.11.1933 "περί ενοικιάσεως ελών και βαλτωδών γαιών", ανήκαν μεν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου και διοικούνταν και διαχειρίζονταν από το Υπουργείο Οικονομικών, δεν αποτελούσαν όμως πράγματα εκτός συναλλαγής και ήταν συνεπώς επιτρεπτή, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα και σ'αυτά η κτήση της κυριότητας από ιδιώτη με έκτακτη χρησικτησία. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 1 του ΒΔ της 12.12.1833 "περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834", που έχει ισχύ νόμου, όλα τα λιβάδια για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο (ταπί), που να έχει εκδοθεί επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή αφορά στη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν επί των ως άνω γαιών σε όλη την επικράτεια, και επομένως και σε αυτές που είχαν καταληφθεί από το Ελληνικό Δημόσιο στις Κυκλάδες πλήν όμως δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσεως στο μέλλον τα ακίνητα αυτά, εφόσον οι ιδιώτες τα νεμήθηκαν, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, ήτοι με διάνοια κυρίου και με καλή πίστη επί τριακονταετία μέχρι και την 11.9.1915. Στην προκειμένη περίπτωση ως προς τους ερειδομένους στις παραπάνω διατάξεις ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος - εναγομένου έγιναν δεκτά από την προσβαλλομένη απόφαση τα ακόλουθα: ....το εναγόμενο αμφισβητεί την κυριότητα του ενάγοντος, ισχυριζόμενο ότι το επίδικο περιήλθε στην κυριότητα του: (α) ως ακίνητο, το οποίο η Ελλάδα κατέλαβε και δήμευσε κατά τη διάρκεια της ελληνικής επαναστάσεως εναντίον των Οθωμανών σύμφωνα με την από 9-7-1832 Ελληνοτουρκική Συνθήκη και τα σχετικά πρωτόκολλα του Λονδίνου του έτους 1830, β) ως δάσος, διότι κανένας ιδιώτης, κοινότητα ή μοναστήρι δεν προσκόμισε στη Γραμματεία του Υπουργείου Οικονομικών νόμιμους τίτλους κυριότητας μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευση του β.δ. της 17/29 Νοεμβρίου 1836 και γ) ως βοσκότοπος ή λιβάδι, διότι είχε ανέκαθεν χορτολιβαδική βλάστηση και βοσκούσαν σ' αυτό ζώα, δίχως να υπάρχει γι' αυτό (επίδικο) έγγραφο (ταπίον) εκδοθέν επί τουρκοκρατίας υπέρ ιδιώτη. Οι ισχυρισμοί αυτοί όμως πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι, καθόσον από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι τα επίδικα ετύγχαναν κτήματα Οθωμανών, τα οποία εγκαταλείφθηκαν από αυτούς ή ότι καταλήφθηκαν και δημεύθηκαν από το ελληνικό κράτος κατά την ελληνική επανάσταση εναντίον των Οθωμανών (1821 - 1830). Πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τα άρθρα 62 παρ. 1 εδ. α' και β' και 74 του Ν. 998/1979, στις νήσους των Κυκλάδων δεν ισχύει το τεκμήριο κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου στις δασικές ή τις χορτολιβαδικές εκτάσεις. Εξάλλου, μόνη η κυριαρχία του οθωμανικού κράτους στη Σύρο, όπως και στα άλλα νησιά των Κυκλάδων, κατά τους χρόνους πριν από τον απελευθερωτικό αγώνα δεν αρκεί για την κτήση κυριότητας εκ μέρους του κράτους αυτού στην κατακτημένη γη, διότι είναι παγκοίνως γνωστό ότι κατά την εποχή της τουρκοκρατίας οι Κυκλάδες αποτελούνταν στο σύνολο τους "εξ ιδιωτικών γαιών καθαράς ιδιοκτησίας" (Εφ.Αιγ. 195/2003 Αρχ. Ν. ΝΕ', σελ. 337, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ. Ι, σελ. 154). Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου με βάση τις διατάξεις του β.δ. της 17/29-11-1836 "περί ιδιωτικών δασών" πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο καλυπτόταν ποτέ, έστω και κατά ένα μέρος, από άγρια ξυλώδη φυτά, που να μπορούσαν να αποδώσουν ξυλεία ή άλλα δασικά προϊόντα ύστερα από δασική εκμετάλλευση. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι καλυπτόταν ανέκαθεν από χορτολιβαδική φρυγανώδη βλάστηση και, συνεπώς, δεν ήταν δάσος κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 1 και 3 του β.δ. της 17/29-11-1836. Επίσης, ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι το επίδικο περιήλθε σ' αυτό με βάση τις διατάξεις του β.δ. από 12-12-1833 πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, αφού δεν αποδείχθηκε ότι ήταν δημόσιος βοσκότοπος ή λιβάδι πριν από την έναρξη ισχύος του β.δ.3/15-12-1833, με συνέπεια να μην απαιτείται για την απόκτηση κυριότητας έγγραφο "εκδοθέν επί τουρκικής εξουσίας". Άλλωστε, οποιοδήποτε δικαίωμα κυριότητας του εναγομένου είχε τυχόν αποκτηθεί (είτε λόγω μη προσκομιδής κάποιου νόμιμου τίτλου κτήσεως ιδιώτη, κοινότητας ή μοναστηριού μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευση του β.δ. 17/29 Νοεμβρίου 1836, είτε λόγω μη προσκομιδής ταπίου έχει καταλυθεί, εφόσον η δικαιοπάροχος του ενάγοντα Κοινότητα Πάρου νεμήθηκε το επίδικο με καλή πίστη και διάνοια κυρίας, συνεχώς και αδιαλείπτως, για χρονικό διάστημα τριάντα και πλέον ετών προ της 11ης Σεπτεμβρίου 1915 και συνεπώς, απέκτησε την κυριότητά του με έκτακτη χρησικτησία". Ακολούθως το Εφετείο ως προς τα ζητήματα αυτά επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις αναφερόμενες παραπάνω διατάξεις, καθόσον υπό τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά, από την προσβαλλομένη ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά δεν συνέτρεχαν οι αναφερόμενες στη νομική σκέψη προϋποθέσεις εφαρμογής τους. Ειδικότερα έγινε ανελέγκτως δεκτό ότι η επίδικη έκταση δεν ήταν δάσος, κατά την έννοια των άρθρων 1 και 3 του ΒΔ της 17/29.11.1836, ούτε δημόσιος βοσκότοπος ή λιβάδι πριν από την έναρξη ισχύος του ΒΔ 3/15.12.1833, ούτε ότι ήταν ακίνητο που δικαιώματι πολέμου περιήλθε στο Ελληνικό Κράτος και ότι σε κάθε περίπτωση η δικαιοπάροχος του αναιρεσιβλήτου Κοινότητα Πάρου είχε αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία ως νεμηθείσα τούτο με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, συνεχώς για χρονικό διάστημα τριάντα ετών και πλέον μέχρι τις 11.9.1915. Ενόψει τούτων οι τρείς πρώτοι και από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγοι της αναιρέσεως, που δεν αιτιώνται παραβίαση των παραπάνω διατάξεων για το ότι τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά εσφαλμένα δεν υπήχθησαν στις παραπάνω διατάξεις, αλλά στο ότι θα έπρεπε να γίνουν δεκτά άλλα πραγματικά περιστατικά, που το αναιρεσείων πρότεινε, τα οποία και πληρούσαν το πραγματικό των διατάξεων αυτών, είναι απαράδεκτοι, γιατί υπό την επίφαση της παραβιάσεως των παραπάνω διατάξεων πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικά ουσιαστική, περί την εκτίμηση των πραγμάτων, κρίση του δικαστηρίου. Ενόψει τούτων οι λόγοι αυτοί (1ος, 2ος , 3ος) πρέπει να απορριφθούν. Επειδή κατά το Οθωμανικό δίκαιο της 7ης Ραμαζάν τις νεκρές γαίες τις αποτελούσαν γαίες του κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε όπως π.χ. τα βουνά, τα ορεινά και πετρώδη μέρη, τα αδέσποτα δάση κ.λπ. Αδέσποτα μπορούσαν να καταστούν μόνο οι γαίες αυτές που βρίσκονταν μακριά από πόλεις και χωριά ("όσο και η φωνή μεγαλόσωμου ανθρώπου"). Αντίθετα οι υπόλοιπες κατηγορίες γαιών δεν ήταν δυνατόν να καταστούν αδέσποτες. Επομένως, εφόσον στις Κυκλάδες υπήρχαν μόνο γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλικια), αυτές δεν ήταν δυνατόν να θεωρηθούν εξ υπαρχής αδέσποτες. Μετά την απελευθέρωση ένα ακίνητο στις νήσους των Κυκλάδων μπορούσε να καταστεί αδέσποτο μόνο αν είχε εγκαταλειφθεί από τον Οθωμανό κύριο, λόγω της οριστικής αποχώρησής του από την Ελλάδα, οπότε και το Δημόσιο θα απαιτούσε την κυριότητα, είτε με κατάληψη, είτε αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 16 του νόμου "περί διακρίσεως κτημάτων" του Ν.21.6/10.7.1837, το οποίο όριζε ότι όλα τα μη δεσποζόμενα παρ'ιδιωτών ή κοινοτήτων κτήματα ανήκαν στο Δημόσιο. Εξάλλου κατά τις αντίστοιχες διατάξεις του ισχύοντος μετά την απελευθέρωση και μέχρι της ισχύος του ΑΚ Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, για να καταστεί κάποιο ακίνητο αδέσποτο, έπρεπε να υπάρχει εγκατάλειψη νομής από τον κύριο προς το σκοπό παραιτήσεως από την κυριότητα και χωρίς την πρόθεση περαιτέρω μεταβιβάσεώς της προς τρίτο πρόσωπο. Σύμφωνα με τα παραπάνω, σε περίπτωση διένεξης μεταξύ ιδιώτη και Δημοσίου, είτε ενώπιον Δικαστηρίου, είτε ενώπιον διοικητικής αρχής αναφορικά με την κυριότητα ακινήτου που βρίσκεται στις Κυκλάδες, ενόψει του ότι το Δημόσιο δεν διαθέτει πρωτότυπο τίτλο αναγόμενο στο χρόνο της Ανεξαρτησίας και συνεπεία της ανυπαρξίας ενός γενικού "αμαχητού" τεκμηρίου κυριότητας υπέρ του Δημοσίου, εκτός από την εξαιρετική περίπτωση της διάταξης του άρθρου 62 παρ.1 εδ.α Ν.998/1979, κατά την οποία επί αμφισβήτησης ή διένεξης ή δικών μεταξύ Δημοσίου και φυσικού ή νομικού προσώπου, σε σχέση με εμπράγματα δικαιώματα επί δασών ή δασικών εκτάσεων, τα τελευταία οφείλουν να αποδείξουν την ύπαρξη δικαιωμάτων, διάταξη όμως του δεν ισχύει σύμφωνα με το εδ.β του ιδίας παραγράφου στις Κυκλάδες, το Δημόσιο οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει τους παραγωγικούς του δικαιώματός του τρόπους. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση των διατάξεων των αριθμών 1 και 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι κατά παραβίαση της αναφερομένης παραπάνω διατάξεως του άρθρου 16 του Ν.21-6/10.7.1837 απέρριψε ως αόριστο τον οικείο περί περιελεύσεως στο αναιρεσίβλητο του επιδίκου "ως αδεσπότου ή εγκαταλελειμμένου πριν από τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους", αφού ο αναιρεσίβλητος βαρυνόταν να αποδείξει ότι είχε αποδεδειγμένες απαιτήσεις στο επίδικο, το οποίο διαφορετικά κατά νομική επιταγή είχε περιέλθει αυτοδικαίως ως αδέσποτο στο αναιρεσείον και ότι χωρίς απόδειξη δέχθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος και η δικαιοπάροχός του Κοινότητα Πάρου, είχαν στο επίδικο κατά το χρόνο ενάρξεως ισχύος του παραπάνω νόμου "αποδεδειγμένες" απαιτήσεις. Ο λόγος αυτός κατά το πρώτο σκέλος του και ως πλημμέλεια της διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος, καθόσον με την απόρριψη ως αορίστου του επίμαχου ισχυρισμού δεν παραβιάστηκε ο παραπάνω κανόνας δικαίου, αφού κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη το αναιρεσείον βαρυνόταν με την επίκληση των πραγματικών περιστατικών, που καθιστούσαν το επίδικο αδέσποτο, πράγμα το οποίο όμως δεν έπραξε, αρκεσθέν στη διατύπωση του νόμου, χωρίς την παράθεση αντίστοιχου πραγματικού ενώ κατά το δεύτερο σκέλος του και ως πλημμέλεια της διατάξεως του αριθμού 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον η επικαλούμενη πλημμέλεια προϋποθέτει ουσιαστική έρευνα του αυτοτελούς ισχυρισμού, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, που ο παραπάνω ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αόριστος. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός (τέταρτος), καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν. Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο λόγω της ήττας του (αρθρ.183 και 176 ΚΠολΔ), πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 του Ν.3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 22 αρ.18 του ΕισΝ.ΚΠολΔ και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ'αριθμ.134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β'11/20.1.1993), που εκδόθηκε κατ'εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ.12 του Ν.1738/1987.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 26.10.2010 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου, για αναίρεση της υπ'αριθμ.139/2010 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Νοεμβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Δεκεμβρίου 2013.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή