Θέμα
Αναιρέσεως απόρριψη, Απόπειρα, Πλαστογραφία και χρήση (πλαστού εγγράφου), Εκβίαση.
Περίληψη:
Απόπειρα εκβίασης από κοινού κατ' επάγγελμα και κατά συρροή και πλαστογραφία με χρήση για τον α. κατηγορούμενο επί πλέον. Λόγοι αναίρεσης ειδική και εμπ. αιτιολογία και εσφ. ερμ. και εφ. ουσ. ποιν. διατ. (περ. Δ και Ε ). Λοιποί ισχυρισμοί απορ. Απορ. αναίρεση και έξοδα. Έξοδα και στους πολιτικούς ενάγοντες που υπέβαλαν υπόμνημα και εκπρ. από ένα δικηγόρο.
Αριθμός 1395/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα και Νικόλαο Τσάκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Απριλίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Ακριτίδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Γ. Π. του Ν., κατοίκου ... και 2) Π. Κ. του Ε., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανδρέα Σπυρόπουλο, για αναίρεση της υπ’ αριθ.2438/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Α. Η. του Σ., κάτοικο ... και 2) Χ. χήρα Σ. Η., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χρήστο Βρούστη.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Σεπτεμβρίου 2015 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1184/2015.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 385 παρ. 1 ΠΚ όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 380, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζομενου ή άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, αν δε μεταχειρίσθηκε βία ή απειλή βλάβης της επιχειρήσεως, του επαγγέλματος, του λειτουργήματος του ή άλλης δραστηριότητας που ασκεί ο εξαναγκαζόμενος ή άλλος ή προσφέρθηκε να παρέχει ή παρέχει προστασία για την αποτροπή προκλήσεως τέτοιας βλάβης από τρίτο, με φυλάκιση τουλάχιστο δύο ετών. Αν τις παραπάνω πράξεις τέλεσε πρόσωπο που διαπράττει τέτοιες πράξεις κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση της μεν αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της εκβιάσεως απαιτείται εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, βλαπτική για την περιουσία του εξαναγκαζομενου ή τρίτου, με βία ή με απειλή; ικανή να αποκλείσει την αυτοπροαίρετη απόφαση του, της δε υποκειμενικής του υπόστασης γνώση του δράστη ότι με την ασκούμενη βία ή απειλή περιάγεται το παθητικό υποκείμενο σε καταναγκαστική κατάσταση, θέληση του δράστη να εξαναγκάσει τον παθόντα σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία αυτού του ίδιου ή άλλου και επί πλέον σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος. Ο σκοπός αυτός υπάρχει όταν ο υπαίτιος γνωρίζει ότι το περιουσιακό όφελος που επιδιώκει δεν αποτελεί αντικείμενο νόμιμης απαιτήσεως, δηλαδή δεν στηρίζεται σε κάποια νόμιμη αξίωση αυτού κατά του παθόντα, καθώς επίσης και όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση η εφαρμογή του μέσου της βίας ή της απειλής προς πραγμάτωση νόμιμης απαιτήσεως αποδοκιμάζεται από το δίκαιο, εμφανιζόμενη ως άξια μομφής. Ο εξαναγκασμός, ως στοιχείο του εγκλήματος της εκβιάσεως, έγκειται στην άσκηση βίας ή απειλής, δια της οποίας περιάγεται ο άλλος σε τρόμο και ανησυχία, στρέφεται δε η βία ή η απειλή κατά της ελευθερίας της περιουσιακής διαθέσεως, με σκοπό να καμφθεί η βούληση του εξαναγκαζομενου και να οδηγηθεί σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, ενώ η επαπειλούμενη σε βάρος του εξαναγκαζομένου ενέργεια δεν απαιτείται να είναι παράνομη, διότι εκβίαση συνιστά όχι αυτή καθ" εαυτή η άσκηση εξουσίας ή δικαιώματος, αλλά η απειλή ασκήσεως τους προς επίτευξη του σκοπού που αναφέρεται στο άρθρο 385 ΠΚ. Η απειλή μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, συναγόμενη από τον τρόπο εκδηλώσεως και τη συμπεριφορά του δράστη, άμεση ή έμμεση, να έχει διατυπωθεί εγγράφως ή προφορικώς και τέλος αμέσως από τον δράστη ή μέσω τρίτου προσώπου. Δεν αποκλείεται και μία προειδοποίηση ή σύσταση να περιέχει μία υποκρυπτόμενη απειλή. Είναι δε αδιάφορο αν αυτός που διατύπωσε την απειλή ήταν αποφασισμένος να την πραγματοποιήσει ή αν ήταν πραγματοποιήσιμη ή όχι. Το έγκλημα είναι τετελεσμένο με την επέλευση της περιουσιακής ζημίας στον παθόντα, ο οποίος μπορεί να είναι και πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο που εξαναγκάσθηκε να προβεί στην επιζήμια συμπεριφορά και έτσι υπάρχει εκβίαση και όταν ο εξαναγκαζόμενος είναι πρόσωπο άλλο από το βλαπτόμενο περιουσιακά, αρκεί ο εξαναγκαζόμενος να μπορεί από τα πράγματα ή από το νόμο να ενεργήσει την επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη ή παράλειψη. Το έγκλημα αυτό είναι δεκτικό απόπειρας, για την ύπαρξη της οποίας απαιτείται, κατά το άρθρο 42 παρ. 1 ΠΚ, όπως ο δράστης επιχειρήσει πράξη, η οποία περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως αυτού, δηλαδή να προβεί σε ενέργεια, η οποία αποτελεί μέρος της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και οδηγεί κατ’ ευθείαν στην πραγμάτωση αυτού ή τελεί προς αυτή σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση συνάφειας, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται σαν τμήμα αυτής, στην οποία αμέσως οδηγεί αν δεν ήθελε ανακοπεί από οποιονδήποτε λόγο. Επομένως, αν η απειλή δεν προκάλεσε στον απειλούμενο φόβο και αυτός δεν ενέδωσε, προβαίνοντας εξαναγκαζόμενος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή ή δεν επέφερε σ’ αυτόν περιουσιακή ζημία, το έγκλημα τη εκβιάσεως δεν είναι τετελεσμένο και η απειλή που ασκήθηκε συνιστά απόπειρα του εγκλήματος αυτού, εφόσον περιέχει τουλάχιστον αρχές εκτελέσεως του. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ.στ’ ΠΚ κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ.1 και 98 του ΠΚ προκύπτει ότι, στο δικαστήριο της ουσίας καταλείπεται η κρίση αν περισσότερες ομοειδείς πράξεις του ίδιου προσώπου μπορούν να θεωρηθούν ως ένα κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, οπότε καταγιγνώσκεται μία ποινή, κατά την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνεται υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικοτέρων πράξεων ή αν πρόκειται για πραγματική συρροή. Η κρίση δε αυτή του δικαστηρίου της ουσίας, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγμάτων, είναι ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο. Τέλος, η δικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτήν τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν με τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί με τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Α’ Πενταμελές Εφετείο Αθηνών που δίκασε σε δεύτερο βαθμό με ην προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 2438/2015 απόφαση του, δέχθηκε μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων, ότι " Το 2006 ο πολιτικώς ενάγων και παθών Α. Η., συνιδιοκτήτης των ναυπηγείων …, ζήτησε τις υπηρεσίες του πρώτου κατηγορουμένου Γ. Π., ιδιωτικού ερευνητή (ντετέκτιβ) και του ανέθεσε την έρευνα για κάποιο στέλεχος των ως άνω ναυπηγείων για το οποίο υπήρχαν υπόνοιες ότι αφαιρούσε χρήματα, καθώς και να εξακριβώσει εάν παρακολουθούνται κάποια τηλέφωνα των ναυπηγείων. Μετά το πέρας των ερευνών ο παθών εξόφλησε πλήρως τον πρώτο κατηγορούμενο για τις υπηρεσίες που προσέφερε. Στις 29-08-2007 ο πρώτος κατηγορούμενος μετά από τηλεφωνικές επικοινωνίες που είχε με τον ανωτέρω παθόντα, συναντήθηκε μαζί του, στη συνάντηση δε αυτή παραβρέθηκε και ο δεύτερος κατηγορούμενος Π. Κ., αστυνομικός της άμεσης δράσης και κουμπάρος του πρώτου κατηγορουμένου ο οποίος του συστήθηκε ως αστυνομικός της δίωξης ναρκωτικών. Οι κατηγορούμενοι αρχικά με το πρόσχημα ότι υπάρχει καταγγελία στην υποδιεύθυνση δίωξης ναρκωτικών για διακίνηση ναρκωτικών στο χώρο των ως άνω ναυπηγείων απαίτησαν εκβιαστικά από τον Α. Η. την καταβολή του ποσού των 30.000 ευρώ προκειμένου να σταματήσει η έρευνα για την καταγγελία, από το διοικητή της ως άνω υποδιεύθυνσης, ο οποίος ήταν φίλος τους και θα έθετε τη δικογραφία στο αρχείο. Μετά όμως την άρνηση του ως άνω παθόντα ότι στο χώρο των ναυπηγείων δεν υπάρχουν ναρκωτικά οι κατηγορούμενοι τον απείλησαν ότι αν δεν τους καταβάλει τα χρήματα που απαιτούν θα βρεθούν ναρκωτικά όχι μόνο στο ναυπηγείο, άλλα και στο αυτοκίνητο του. Σε ότι αφορούσε την καταβολή των χρημάτων θα δικαιολογούνταν με ιδιωτικό συμφωνητικό παροχής υπηρεσιών που θα του παρέδιδαν όταν έπαιρναν τα χρήματα. Ο παθών Α. Η. ηλικίας τότε 20 ετών ανέφερε τα παραπάνω περιστατικά στη μητέρα του Χ. Η. συνιδιοκτήτρια των ως άνω ναυπηγείων. Στη συνέχεια, μετά από τηλεφωνικές επικοινωνίες των κατηγορουμένων και των παθόντων τις βράδυνες ώρες της 07-09-2007 οι κατηγορούμενοι μετέβησαν στην οικία των παθόντων, στην Άνω Γλυφάδα Αττικής και επί της οδού ..., όπου με τα ίδια προσχήματα και τις ίδιες απειλές απαίτησαν εκ νέου από τη Χ. Η. το ποσό των 30.000 ευρώ. Επειδή όμως η παθούσα δεν υπέκυπτε στις απαιτήσεις τους ισχυρίστηκαν ότι γνωρίζουν το άτομο που χειρίζεται την καταγγελία στη δίωξη ναρκωτικών και μπορούσαν να μεσολαβήσουν να σταματήσει η έρευνα γι’ αυτή, αλλά πρέπει να τους καταβάλλει έστω το ποσό των 20.000 ευρώ διαφορετικά θα βρίσκονταν ναρκωτικά στο αυτοκίνητο του γιου της. Η πράξη όμως της εκβίασης σε βάρος των ως άνω παθόντων δεν ολοκληρώθηκε από λόγους εξωτερικούς και ανεξάρτητους από τη θέληση των κατηγορουμένων και συγκεκριμένα διότι οι παθόντες δεν τους κατέβαλλαν κανένα χρηματικό ποσό, αλλά κατήγγειλαν τις πράξεις τους στην υπηρεσία δίωξης εκβιαστών της Ασφάλειας Αττικής. Στη συνέχεια, αφού προσημειώθηκαν χαρτονομίσματα από την εν λόγω υπηρεσία η Χ. Η. έκλεισε ραντεβού με τους κατηγορουμένους για τις 11-09-2007 και ώρα 08:00 στην άνω οικία των παθόντων, σύμφωνα με τις υποδείξεις της ασφάλειας προκειμένου να τους καταβάλλει τα χρήματα που ζητούσαν. Στην εν λόγω οικία ανέβηκε ο πρώτος κατηγορούμενος ο οποίος συνελήφθη από 3 αστυνομικούς του τμήματος δίωξης εκβιαστών της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής που βρίσκονταν εντός αυτής, την ώρα που μετρούσε τα προσημειωμένα χαρτονομίσματα ποσού 20.000 ευρώ που του έδωσε η Χ. Η. εντός φακέλου. Ο δεύτερος κατηγορούμενος συνελήφθη από αστυνομικούς του ως άνω τμήματος δίωξης εκβιαστών ενώ επιτηρούσε το τετράγωνο όπου βρίσκεται η άνω οικία. Στην κατοχή του πρώτου βρέθηκαν τα προσημειωμένα χαρτονομίσματα τα οποία αποδόθηκαν στην παθούσα Χ. Η.. Επίσης στην κατοχή των κατηγορουμένων βρέθηκαν και κατασχέθηκαν 3 κινητά τηλέφωνα που επικοινωνούσαν με τους παθόντες καθώς και ένα ιδιωτικό συμφωνητικό με ημερομηνία 11-09-2007 σύμφωνα με το οποίο το ποσό των 20.000 ευρώ αντιστοιχούσε δήθεν σε αμοιβή του πρώτου κατηγορουμένου για παροχή υπηρεσιών στον παθόντα Α. Η., το οποίο όμως είχε συνταχθεί εν αγνοία του τελευταίου και είχε πλαστογραφηθεί η υπογραφή του για να χρησιμοποιηθεί από τον πρώτο κατηγορούμενο ως αποδεικτικό στοιχείο νόμιμης συναλλαγής σε περίπτωση που είχε καταγγελθεί η εκβίαση και συλλαμβανόταν. Στην οικία των παθόντων οι κατηγορούμενοι μετέβησαν με την υπ. αριθμ. κυκλ. ... μοτοσικλέτα μάρκας BMW ιδιοκτησίας του πρώτου κατηγορουμένου, η οποία όμως δεν έφερε πινακίδες κυκλοφορίας, η οποία προφανώς είχε αφαιρεθεί από τους κατηγορουμένους. Για τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά σαφείς και κατηγορηματικές είναι οι καταθέσεις των παθόντων Α. Η. και Χ. Η. και των αστυνομικών Τ. Ο. και Γ. Μ. (του πρώτου ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου) που ενισχύονται και από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Τα ανωτέρω προκύψαντα πραγματικά περιστατικά δεν αναιρούνται από τις εντελώς αόριστες και ασαφείς καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης οι οποίοι σημειωθείτω δεν έχουν ιδία αντίληψη περί των διαδραματισθέντων μεταξύ των παθόντων και κατηγορουμένων. Βάσει των ανωτέρω οι κατηγορούμενοι τέλεσαν την πράξη της απόπειρας εκβίασης κατά συρροή αφού δεν τέλεσαν αυτή σε βάρος εκάστου παθόντος εξακολουθητικά, ενώ ο πρώτος κατηγορούμενος τέλεσε και την αποδιδόμενη σε αυτόν πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως στην τέλεση της οποίας δεν προέκυψε ότι συμμετείχε με οποιοδήποτε τρόπο ο δεύτερος κατηγορούμενος Π. Κ.. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν την ως άνω πράξη της απόπειρας εκβίασης κατ’ επάγγελμα, καθόσον διέπραξαν αυτοί όχι ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου και ειδικής και αξιόλογης υποδομής για την επανειλημμένη τέλεση τέτοιων πράξεων κατά τρόπο που να εξασφαλίζουν σοβαρό και μόνιμο εισόδημα από τη συγκεκριμένη επαγγελματική δραστηριότητα όπως τούτο προκύπτει ειδικότερα από την υποδομή που είχαν διαμορφώσει (εμφάνιση του δευτέρου ως αστυνομικού της δίωξης ναρκωτικών, εύρεση των προς εκβίαση προσώπων από τον πρώτο κατηγορούμενο ο οποίος εργαζόταν ως ντετέκτιβ προκειμένου να διαπιστώνει τα στοιχεία τους και την οικονομική επιφάνεια τους ώστε να διενεργήσουν οι κατηγορούμενοι κατόπιν εκβιαστικά καθώς και η σύνταξη από τον πρώτο του πλαστογραφημένου ιδιωτικού συμφωνητικού που κατασχέθηκε εις χείρας του ώστε σε περίπτωση που συλλαμβανόταν να δικαιολογήσει την καταβολή των χρημάτων από τους παθόντες). Κατόπιν όλων αυτών πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι της πράξεως της απόπειρας εκβίασης από κοινού κατ’ επάγγελμα και κατά συρροή (όπως και πρωτοδίκως) καθώς ο πρώτος κατηγορούμενος Γ. Π. και της πράξεως της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, για την οποία πρέπει να κηρυχθεί αθώος ο δεύτερος κατηγορούμενος Π. Κ., απορριπτόμενου του ισχυρισμού τους περί μεταβολής της κατηγορίας σε πλημμεληματική εκβίαση λόγω μη συνδρομής της επιβαρυντικής περίπτωσης της κατ’ επάγγελμα τέλεσης. Θα πρέπει όμως να αναγνωριστεί στους κατηγορουμένους το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 εδ.α Π.K. καθόσον αποδείχθηκε από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα ότι αυτοί μέχρι την τέλεση των ως άνω εγκλημάτων έζησαν έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή δεκτού γενομένου ως κατ’ ουσίαν βάσιμου του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού τους. Αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ο άλλος αυτοτελής ισχυρισμός τους της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 εδ.ε Π.Κ. καθόσον δεν αποδείχθηκαν περιστατικά θετικής και καλής συμπεριφοράς τους επί μακρό χρονικό διάστημα και η ήσυχη και χωρίς παραπτώματα διαβίωση τους με το να μην έχει απασχολήσει τις διωκτικές αρχές ή τη Δικαιοσύνη, δεν είναι απότοκοι της ελεύθερης επιλογής, αλλά παθητικής συμπεριφοράς τους σαφώς επηρεαζόμενη από την εκκρεμή ποινική δίκη". Στη συνέχεια το Α’ Πενταμελές Εφετείο Αθηνών κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους για τις παραπάνω πράξεις ήτοι της απόπειρας εκβίασης από κοινού κατ’ επάγγελμα και κατά συρροή αμφοτέρους και τον πρώτο επί πλέον για την πλαστογραφία με χρήση και ειδικότερα του ότι "... Κατά τους παρακάτω αναφερόμενους τόπους και χρόνους από κοινού, με περισσότερες πράξεις, τέλεσαν περισσότερα του ενός εγκλήματα και ειδικότερα: Α) Κατά τους κατωτέρω ειδικότερα αναφερόμενους τόπους και κατά το χρονικό διάστημα από 29-8-2007 έως 11-9-2007 και συγκεκριμένα κατά τις αναφερόμενες κατωτέρω ημερομηνίες ενεργώντας από κοινού, έχοντας αποφασίσει να τελέσουν το κακούργημα της εκβίασης, δηλαδή με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος και να εξαναγκάσουν άλλον, με απειλή βλάβης της επιχείρησής του, σε πράξη από την οποία θα επερχόταν ζημία στην περιουσία των εξαναγκασμένοι , επιχείρησαν πράξη που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως του κακουργήματος της εκβίασης, όμως δεν ολοκλήρωσαν την πράξη τους αυτή από λόγους ανεξάρτητους της θελήσεως τους-και εξωτερικούς. Συγκεκριμένα, στην Αθήνα, στις 29-8-2007, ενεργώντας από κοινού, σε συνάντηση που επεδίωξαν και είχαν με τον παθόντα Α. Η. και αφού ο εξ αυτών Π. Κ. παρουσιάστηκε σαν Αστυνομικός της Δίωξης Ναρκωτικών, ισχυρίστηκαν ότι υπήρχε καταγγελία στην Υποδιεύθυνση Δίωξης ναρκωτικών για διακίνηση ναρκωτικών στο χώρο των Ναυπηγείων …, που ανήκουν στην ιδιοκτησία του Α. Η. και Χ. Η. και ότι αν τους καταβάλει το ποσό των 30.000 ευρώ, θα φροντίσουν να σταματήσει η έρευνα, στην δε αρχική άρνηση του (του Α. Η.) τον απείλησαν πως αν δεν ενδώσει θα βρεθούν ναρκωτικά όχι μόνο στα ναυπηγεία, αλλά και στο αυτοκίνητο του. Ακολούθως στις 7-9-2007 προσερχόμενοι στην οικία των παθόντων Α. Η. και Χ. Η. στην Άνω Γλυφάδα Αττικής και επί της οδού ..., επαναλαμβάνοντας τις ίδιες απειλές, εξακολουθούσαν να ζητούν από τους τελευταίους το ποσό των 20.000 ευρώ. Η πράξη, όμως της εκβίασης σε βάρος των ως άνω παθόντων δεν ολοκληρώθηκε από λόγους εξωτερικούς και ανεξάρτητους από τη θέληση των κατηγορουμένων και συγκεκριμένα διότι οι παθόντες δεν τους κατέβαλαν κανένα χρηματικό ποσό, αλλά κατήγγειλαν την πράξη τους στην Υπηρεσία Δίωξης Εκβιαστών της Ασφάλειας Αττικής και συνελήφθησαν στις 19-9-2007 και ώρα 08:00, ο πρώτος κατηγορούμενος εντός της ως άνω οικίας, ενώ μετρούσε τα προσημειωμένα χαρτονομίσματα, ποσού 20.000 ευρώ, που του έδωσε η Χ. Η., σύμφωνα με τις υποδείξεις της Ασφάλειας, τα οποία αφού κατασχέθηκαν επιστράφηκαν σ’ αυτή και ο δεύτερος ενώ επιτηρούσε το τετράγωνο όπου βρίσκεται η εν λόγω οικία. Την ως άνω πράξη τέλεσαν κατ’ επάγγελμα, καθόσον από τον ανωτέρω τρόπο έδρασαν με την εμφάνιση του δεύτερου εξ αυτών ως αστυνομικού της Δίωξης ναρκωτικών και το όλο σχέδιο που είχαν επινοήσει ώστε να εξαναγκάσουν τους μηνυτές από φόβο βλάβης της επιχείρησης τους να δώσουν τα χρήματα, καθώς και από την υποδομή που είχαν διαμορφώσει με τον πρώτο κατηγορούμενο (Π.) να εργάζεται ως ντετέκτιβ, προκειμένου να βρίσκει τα προς εκβίαση πρόσωπα, διαπιστώνοντας τα στοιχεία τους και την οικονομική τους επιφάνεια, ώστε να διενεργήσουν κατόπιν εκβιαστικά (οι κατηγορούμενοι) καθώς και η εις χείρας τους (του Π.) κατάσχεση έτι και πλαστογραφημένου ιδιωτικού συμφωνητικού, που συλλαμβάνονταν (ως και έγινε) να δικαιολογήσουν την καταβολή προς αυτούς των χρημάτων από τους μηνυτές, προκύπτει η πρόθεση τους για επανειλημμένη διάπραξη της πράξεων της εκβίασης, με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος. ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο Γ. Π. ένοχο του ότι: Β)Κατά τον κατωτέρω αναφερόμενο ειδικότερα τόπο και χρόνο κατήρτισε εκ προθέσεως πλαστό έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον, σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, ακολούθως δε, έκανε χρήση αυτού του εγγράφου. Συγκεκριμένα στην Αθήνα και σε χρόνο, μη επακριβώς προσδιορισθέντα από τη μέχρι τώρα διεξαχθείσα ανάκριση, αλλά πάντως πριν από τις 11-9-2007 κατήρτισε ιδιωτικό συμφωνητικό, σύμφωνα με το οποίο ο εκ των μηνυτών Α. Η. ανέθετε σ’ αυτόν (Γ. Π.) τη διεξαγωγή έρευνας που αφορούσε επαγγελματική του υπόθεση και με το οποίο ορίζετο αμοιβή του στο ποσό των 20.000 ευρώ και εν συνεχεία έθεσε στη θέση του εντολέως, κατ’ απομίμηση, την υπογραφή του Α. Η. ώστε σε περίπτωση που οι μηνυτές τον είχαν καταγγείλει και συλλαμβανόταν (ως και έγινε) να δικαιολογήσει την καταβολή προς αυτόν των χρημάτων (από τους μηνυτές). Ακολούθως δε χρησιμοποίησε το ανωτέρω πλαστό έγγραφο ως αποδεικτικό νόμιμης συναλλαγής του με τον παθόντα Α. Η.".
Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο διέλαβε στην απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της από κοινού απόπειρας εκβίασης κατά συρροή και κατ’ επάγγελμα, για το οποίο καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες (πρέπει να σημειωθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν πλήττεται ως προς το κεφάλαιο της καταδίκης για την πλαστογραφία με χρήση), τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1, 27, 45, 385 παρ.1 περ.β εδ.β ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, με τα ως άνω ανελέγκτως δεκτά γενόμενα, επαρκώς αιτιολογείται η κατ’ επάγγελμα τέλεση της απόπειρας εκβίασης από τους κατηγορουμένους, αφού κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης, από την υποδομή που αυτοί είχαν διαμορφώσει με τον πρώτο κατηγορούμενο να εργάζεται ως ντετέκτιβ, προκειμένου να βρίσκει τα προς εκβίαση πρόσωπα, διαπιστώνοντας τα στοιχεία τους και την οικονομική τους επιφάνεια, ώστε να ενεργήσουν κατόπιν εκβιαστικά και τη σύνταξη από τον πρώτον κατηγορούμενο πλαστογραφημένου ιδιωτικού συμφωνητικού, σύμφωνα με το οποίο το ποσό το οποίο θα εισέπρατταν εκβιαστικά θα αντιστοιχούσε δήθεν σε αμοιβή του πρώτου κατηγορουμένου για παροχή υπηρεσιών προς τον πρώτο παθόντα, προκειμένου να δικαιολογήσουν την καταβολή προς αυτούς των χρημάτων στην περίπτωση που αυτοί συλλαμβάνονταν, προκύπτει η πρόθεσή τους για επανειλημμένη διάπραξη της εκβίασης με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος. Με την κατάφαση δε από την προσβαλλόμενη απόφαση του εγκλήματος της απόπειρας εκβίασης ως κατ’ επάγγελμα τελεσθέντος απορρίφθηκε εκ του πράγματος ο ισχυρισμός περί μεταβολής της κατηγορίας από την κακουργηματική στην πλημμεληματική μορφή, ο οποίος δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό αλλά άρνηση της κατηγορίας και ως εκ τούτου δεν είχε υποχρέωση το δικαστήριο να απαντήσει σ’ αυτόν, ούτε ο εισαγγελέας να προτείνει ειδικώς επ’ αυτού, ο οποίος, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης όταν του δόθηκε ο λόγος για την ενοχή ή μη των κατηγορουμένων, πρότεινε την απαλλαγή τους. Περαιτέρω, η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα αναφερόμενα εγκλήματα της απόπειρας εκβίασης κατ’ επάγγελμα εις βάρος των ως άνω δύο παθόντων δεν αποτελούν ένα έγκλημα κατ’ εξακολούθηση αλλά βρίσκονται σε πραγματική συρροή ανάγεται στην περί πραγμάτων κρίση του και δεν ελέγχεται ακυρωτικώς.
Επομένως, οι λόγοι αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης ως προς την κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος της απόπειρας εκβίασης (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ ΚΠοινΔ), περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των άρθρων 94 και 98 ΚΠοινΔ (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε ΚΠοινΔ) και περί ακυρότητας της διαδικασίας (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α ΚΠοινΔ) λόγω έλλειψης προτάσεως του Εισαγγελέως ως προς τον ισχυρισμό περί μετατροπής της απόπειρας εκβίασης από την κακουργηματική στην πλημμεληματική μορφή και περί μεταβολής της κατηγορίας από κατά συρροή σε κατ’ εξακολούθηση είναι αβάσιμος. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Είναι δε αυτοτελείς εκείνοι οι ισχυρισμοί, οι οποίοι προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα αρθρ. 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και κατατείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή αποκλείουν ή μειώνουν την ικανότητα προς καταλογισμό ή οδηγούν στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή σε μείωση της ποινής Πρέπει, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί να προβάλλονται κατά τρόπο ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που κατά νόμο απαιτούνται για τη θεμελίωση τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και σε περίπτωση αποδοχής να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί επί των ισχυρισμών αυτών (αορίστων) με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο για συνδρομή στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ.ε ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί κατά την παρ.1 του ίδιου άρθρου στην επιβολή μειωμένης ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου κώδικα. Ως ελαφρυντική περίσταση κατά το άρθρο 84 παρ.2 ΠΚ θεωρείται, μεταξύ άλλων (εδ.ε) "το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του". Για να συντρέξει όμως η ελαφρυντική αυτή περίσταση πρέπει η συμπεριφορά του να είναι θετική και επωφελής, να εκτείνεται σε μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα μετά την πράξη του και να αναφέρονται πραγματικά περιστατικά δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής συμβιώσεως του δράστη, από τα οποία να προκύπτει σαφής μεταστροφή του χαρακτήρα του, μη αρκούσης της απλής, καλής και συνήθους συμπεριφοράς και δη εργασίας και ομαλής οικογενειακής ζωής χωρίς παραβατικότητα και μόνον, διότι η καλή συμπεριφορά δεν νοείται ως παθητικά καλή διαγωγή ή ως κακή ή μόνον ως απουσία παραβατικότητας. Απαιτείται, δηλαδή, για την αναγνώριση του ανωτέρω ελαφρυντικού, εκτός από το μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα μετά την πράξη, συγκεκριμένη, μετά την πράξη, θετική προσωπική, κοινωνική και επαγγελματική συμπεριφορά, η οποία είναι ενδεικτική όχι μόνο ελλείψεως παραβατικότητας, διότι σε τέτοια περίπτωση αυτός που δεν τέλεσε κάποια αξιόποινη πράξη μετά την αποκάλυψη της παραπάνω δραστηριότητας του θα είχε εξασφαλισμένη την αναγνώριση της ελαφρυντικής αυτής περιστάσεως αλλά ατόμου, το οποίο αποτίναξε το παρελθόν, άλλαξε τρόπο ζωής, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει όταν εξακολουθεί να ζεί όπως και πριν, εξαιρουμένης της παραβιάσεως των νόμων και ιδιαίτερα του ποινικού κώδικα. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 32 παρ.1 ΚΠοινΔ "καμμία απόφαση του δικαστηρίου σε δημόσια συνεδρίαση, ή σε συμβούλιο και καμμία διάταξη του ανακριτή δεν έχουν κύρος αν δεν ακουστεί προηγουμένως ο Εισαγγελέας". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 138 παρ.2, 3 του ΚΠοινΔ "πριν από κάθε απόφαση ή διάταξη του δικαστή που εκδίδεται κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο παίρνουν το λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου ο Εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος, όπου υπάρχει, καθώς και οι παρόντες διάδικοι (παρ.2). Η παράβαση της παρ.2 συνεπάγεται ακυρότητα της απόφασης του βουλεύματος και της διάταξης (παρ.3). Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου προκύπτει ότι οι αναιρεσείοντες πρόβαλαν στο ακροατήριο, μεταξύ των άλλων, και τον αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπό τους της ελαφρυντικής περιστάσεως της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη (άρθρο 84 παρ.2 περ.ε ΠΚ). Για τη θεμελίωσή του επικαλέστηκαν ο μεν πρώτος κατηγορούμενος ότι "Από το έτος 2009 διατηρεί επιχείρηση καφέ στην πλατεία Ομονοίας. Είναι παντρεμένος από το έτος 2014 με την Ε. Δ., με την οποία προσπαθούν να αποκτήσουν παιδί και να ξεκινήσουν δική τους οικογένεια. Έχει λευκό ποινικό μητρώο και δεν έχει απασχολήσει ποτέ με οποιοδήποτε τρόπο τις Αρχές". Ο δε δεύτερος κατηγορούμενος ότι "στις 3-6-2009 ο κατηγορούμενος, ενώ είχε αποταχθεί από το σώμα της Ελληνικής Αστυνομίας, βρήκε τον απολεσθέντα προσωπικό χαρτοφύλακα του πολίτη Σ. Σ., ο οποίος περιείχε σημαντικότατα έγγραφα και το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 13.800 € στην περιοχή του αεροδρομίου Ελευθέριος Βενιζέλος και ευθύς αμέσως το παρέδωσε στην Αστυνομική Διεύθυνση του Αεροδρομίου. Είναι παντρεμένος με τη Δ. Σ. και έχουν αποκτήσει μαζί ένα υπέροχο αγοράκι, ηλικίας τεσσάρων ετών σήμερα, το Β. Από τη στιγμή που εξεδόθη η από 12-6-2009 τελεσίδικη απόφαση του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου της Ελληνικής Αστυνομίας για τη θέση του σε απόταξη από το Σώμα της Ελληνικής Αστυνομίας, ο κατηγορούμενος, μη έχοντας άλλη επιλογή, εργάζεται ως σερβιτόρος σε καφετέρια στην περιοχή της Ομόνοιας επ’ ονόματι "..." προκειμένου να εξασφαλίσει τα στοιχειώδη προς βιοπορισμό της οικογενείας τους. Μοναδική διέξοδος στην καθημερινότητά του αποτελεί η ενασχόλησή του με την καλαθοσφαίριση, καθώς είναι μέλος της τοπικής ομάδας της Θήβας με την ονομασία "...". Το Δικαστήριο απέρριψε τον αυτοτελή αυτόν ισχυρισμό αμφοτέρων των κατηγορουμένων με την εξής αιτιολογία: "δεν αποδείχθηκαν περιστατικά θετικής και καλής συμπεριφοράς τους μετά τις πράξεις τους επί μεγάλο χρονικό διάστημα και η ήσυχη και χωρίς παραπτώματα διαβίωσή τους, με το να μην έχει απασχολήσει τις διωκτικές αρχές ή τη δικαιοσύνη, δεν είναι απότοκη της ελεύθερης επιλογής αλλά παθητικής τους συμπεριφοράς, σαφώς επηρεαζόμενη από την εκκρεμή ποινική δίωξη". Όμως, ο ισχυρισμός αυτός δεν θεμελιώνεται στα ως άνω επικληθέντα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αναφέρονται στη συνήθη συμπεριφορά του μέσου ανθρώπου, αυτοί δε δεν επικαλέστηκαν για τη θεμελίωσή του και τη θεώρησή του ως ορισμένου πραγματικά περιστατικά θετικής δραστηριότητας, τα οποία να εκτείνονται σε μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη τους. Ως εκ τούτου το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει επί του ως άνω αορίστου ισχυρισμού, πολύ δε περισσότερο να αιτιολογήσει με την προσβαλλομένη απόφασή την επ’ αυτού απορριπτική του κρίση, ούτε ο Εισαγγελέας να προτείνει επ’ αυτού.
Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ λόγος της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης σε σχέση με την απόρριψη του ανωτέρω αυτοτελούς ισχυρισμού και περί ακυρότητας της διαδικασίας (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α ΚΠοινΔ) από την παράλειψη προτάσεως του Εισαγγελέως επί του ως άνω ισχυρισμού είναι αβάσιμοι.
Μετά απ’ αυτά και αφού δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αναίρεση και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται για τον καθένα σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ (άρθρ.583 παρ.1 ΚΠοινΔ) και στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων πολιτικώς εναγόντων (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ’ αριθμ.426 από 30-9-2015 αίτηση (δήλωση) των Γ. Π. του Ν. και Π. Κ. του Ε., κατοίκων ..., αντίστοιχα, για αναίρεση της υπ’ αριθμ.2438/2015 απόφασης του Α’ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται, σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ για τον καθένα και στη δικαστική δαπάνη των πολιτικώς εναγόντων από πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαΐου 2016.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Σεπτεμβρίου 2016.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ