Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Δημοσιότητα διαδικασίας, Αιτιολογία.
Περίληψη:
Ασέλγεια με ανήλικη με αμοιβή- 351 Α' παρ. 1 περ. β'ΠΚ
1. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσ. ποινικής διάταξης.
2. Η πρόταση της απόλυτης ακυρότητας για πράξεις της προδικασίας, για καταθέσεις ανηλίκου ληφθείσες κατά παράβαση του άρθρου 226 Α' του ΚΠΔ, πρέπει να γίνεται μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, διαφορετικά καλύπτεται, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να ληφθεί υπόψη ούτε αυτεπαγγέλτως, αρμόδιο δε για την κήρυξη ή μη της ακυρότητας αυτής είναι το δικαστικό συμβούλιο μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο.
3. Μπορεί, κατ'άρθρο 330 ΚΠΔ, ο προεδρεύων να επιτρέψει την παρουσία στο ακροατήριο ορισμένων προσώπων, μη διαδίκων, των οποίων κρίνει αναγκαία την παρουσία για την ηθική και ψυχολογική στήριξη του παθόντος, λ.χ. του γονέα ενός ανηλίκου θύματος- μάρτυρος, αυτό, γιατί άλλως θα αντιστρατευόταν ο σκοπός που διατάχθηκε η κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίαση. Με την απόφαση του δικαστηρίου, για κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίαση, προκύπτει από τα πρακτικά ότι εξαιρέθηκαν σαφώς από την απαγόρευση τα παραπάνω δύο στενά συγγενικά πρόσωπα της ανήλικης παθούσας, που δεν απομακρύνθηκαν, όπως οι άλλοι ακροατές της δίκης και επομένως ουδεμία παραβίαση και ακυρότητα επήλθε από την παρουσία αυτών κατά τη δίκη κεκλεισμένων των θυρών.
Αριθμός 377/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Αγγελική Αλειφεροπούλου (σύμφωνα με την υπ' αριθμό 48/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Π. Ψ. του Γ., κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Τρίπολης, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Βασιλική Τζωρτζάτου-Δαραβίγκα, για αναίρεση της υπ' αριθ. 149/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου, με συγκατηγορούμενο τον Κ. Κ. του Ι. και με πολιτικώς ενάγουσα την Β. Λ. του Χ., κατοίκου ..., που δεν παρέστη.
Το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Σεπτεμβρίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 908/2014.
Αφού άκουσε
Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Κατ' άρθρον 351 παρ. 1Α' ΠΚ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 9 του Ν. 3064/2002, ορίζεται ότι "Η ασελγής πράξη με ανήλικο που τελείται από ενήλικο με αμοιβή ή με άλλα υλικά ανταλλάγματα ή η ασελγής πράξη μεταξύ ανηλίκων που προκαλείται από ενήλικο με τον ίδιο τρόπο και τελείται ενώπιον αυτού ή άλλου ενηλίκου τιμωρείται ως εξής α)... β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δέκα, όχι όμως και τα δέκα πέντε έτη, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή πενήντα χιλιάδων έως εκατό χιλιάδων ευρώ και γ) αν συμπλήρωσε τα δεκαπέντε έτη, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως πενήντα χιλιάδων ευρώ". Η διάταξη του άρθρου αυτού σκοπό έχει τον αυστηρό κολασμό της αμειβομένης ασέλγειας με ανήλικο, στο πλαίσιο της προστασίας της γενετήσιας ελευθερίας, σε ευρεία έννοια, στην οποία διαλαμβάνονται και τα εγκλήματα της γενετήσιας ζωής, αλλά συγχρόνως και της σωματικής και ψυχικής υγείας της οικογένειας. Για τη στοιχειοθέτηση του άνω εγκλήματος απαιτείται, α) τέλεση από ενήλικο ασελγούς πράξεως με ανήλικο ή πρόκληση από ενήλικο τελέσεως ενώπιόν του ασελγούς πράξεως μεταξύ ανηλίκων. Ο δράστης πρέπει να ενεργεί ο ίδιος την ασελγή πράξη επί του ανηλίκου, είτε να προκαλεί την τέλεση της πράξεως μεταξύ ανηλίκων ενώπιόν του ή ενώπιον άλλου ενηλίκου, δηλαδή με την φυσική του παρουσία (ακόμη με την εξ αποστάσεως παρακολούθησή της). Ασελγείς πράξεις νοούνται εκείνες που ανάγονται στην γενετήσια σφαίρα, που αντικειμενικώς προσβάλλουν το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών και αντικειμενικώς κατευθύνονται στη διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας, δηλαδή με την έννοια αυτή αποτελεί ασελγή πράξη όχι μόνον η συνουσία και η παρά φύση ασέλγεια, αλλά και η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων ή άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, η επαφή των γεννητικών οργάνων του δράστη στα γεννητικά όργανα του ανήλικου, ο εναγκαλισμός και η καταφίληση στο πρόσωπο και το σώμα του ανηλίκου και ο στοματικός έρωτας(πεολειχία) με ανήλικο της άνω ηλικίας εφόσον κατατείνουν στην διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, β)η άνω πράξη να τελέσθηκε με παροχή αμοιβής ή άλλου υλικού ανταλλάγματος λ.χ. χρήματα, δώρα ή υποσχέσεις δώρων, ήτοι το θύμα να έλαβε κάποια από τις εν λόγω παροχές από το δράστη και γ)δόλος, αρκεί και ενδεχόμενος, που πρέπει να καταλαμβάνει όλα τα στοιχεία και ιδίως γνώση της ανηλικότητας του παθόντος. Θεμελιώνεται δε ενδεχόμενος δόλος, εάν ο δράστης αμφιβάλλει και συγχρόνως αδιαφορεί περί της ηλικίας του παθόντος, η οποία κρίνεται με βάση τον χρόνο τελέσεως της πράξεως και συμπληρώνεται μόλις παρέλθει η αντίστοιχη ημερομηνία προς την ημερομηνία γεννήσεως. Η συναίνεση του ανηλίκου ή η πρωτοβουλία ή πρόκληση αυτού δεν έχει καμιά έννομη σημασία.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με τα διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αρ. 149/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος, σε δεύτερο βαθμό, για κατ' εξακολούθηση τέλεση ασέλγειας με ανήλικο ηλικίας δεκατριών ετών με αμοιβή ( άρ. 351 Α' περ. β' ΠΚ), με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 εδ. ε' του ΠΚ και του επιβλήθηκε ποινή καθείρξεως πέντε ετών και χρηματική ποινή 10.000 ευρώ. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, δέχθηκε το άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ότι από τα μνημονευόμενα σε αυτή, κατά το είδος τους, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Ο δεύτερος κατηγορούμενος Π. Ψ., με προς τούτο θέληση και γνωρίζοντας ότι κατά τον τρόπο αυτόν ενεργώντας διαπράττει τις αξιόποινες αυτές πράξεις, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του αυτού εγκλήματος, όντας ενήλικος, ως έχων γεννηθεί το έτος 1953, σε διάφορα ερημικά μέρη της περιοχής της ..., στα οποία την επιβίβαζε και την οδηγούσε με αυτοκίνητο και, κατά μη εισέτι επακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες, του χρονικού διαστήματος από του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2003 έως και της 24ης του μηνός Απριλίου 2005, προς τον σκοπό της ικανοποιήσεως της γενετησίου επιθυμίας του, ενήργησε επανειλημμένως και κατ' απροσδιόριστο επακριβώς αριθμό, οπωσδήποτε όμως υπέρ τις τρεις φορές, μετά της, ως εχούσης γεννηθεί την 25-4-1990, ούσης ανηλίκου και αγούσης το δέκατο τρίτο συμπεπληρωμένο έτος και το δέκατο πέμπτο, μη συμπεπληρωμένο, έτος της ηλικίας της, τουθ' όπερ και εγνώριζε αυτός (ανωτέρω δεύτερος κατηγορούμενος), Β. Λ. του Χ., τις ασελγείς πράξεις των, δια της εισαγωγής των χειρών του κάτωθι των ενδυμάτων της, αμέσων ψαύσεων και θωπειών του στήθους και των γεννητικών της οργάνων και της διενεργείας υπ' αυτής πεολειχίας του, καταβάλλοντας σ' αυτήν ως αμοιβή της, για την καθ' εκάστην φορά διενέργεια μετ' αυτής των ανωτέρω "ασελγών πράξεων, διάφορα χρηματικά ποσά, όπως πέντε (5), δέκα (10) και (20) ευρώ. Ότι ενήργησε κατά το ανώτεροι χρονικό διάστημα τις ειρημένες με αμοιβή ασελγείς πράξεις μετά της προαναφερομένης ανηλίκου, γνωρίζοντας ότι δεν έχει συμπληρώσει η τελευταία το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας της και προς τον σκοπό ικανοποιήσεως της γενετησίου επιθυμίας του, αποδεικνύεται, εκ των καταθέσεων, επ' ακροατηρίω του πρωτοδίκως δικάσαντος και του παρόντος Δικαστηρίου, της ανωτέρω, ανηλίκου τότε και ήδη ενηλίκου, παθούσης, η οποία μετά σαφήνειας και πληρότητος εξέθεσε τα ανώτερω περιστατικά κατά χρόνον και είδος ασελγών πράξεων. Ενισχύεται η περί τούτων τοιαύτη κατάθεση αυτής (παθούσης) εκ της ωσαύτος επ' ακροατηρίω του παρόντος και του πρωτοδίκως δικάσαντος Δικαστηρίου, καταθέσεως της αδελφής της (παθούσης) Η. Λ. του Χ., ότι πολλάκις παρουσία της ο ανωτέρω κατηγορούμενος παρελάμβανε με αυτοκίνητο την παθούσα αδελφή της και έφευγε μόνος μετ' αυτής προς άγνωστες κατευθύνσεις, ως και ότι είχε αντιληφθεί, ότι της έδινε χρήματα. Ενισχύεται επίσης εκ της καταθέσεως του μάρτυρος αστυνομικού Κ. Μ. ότι όταν με συναδέλφους του την ανεύρον στις 19-9-2005 στην
, όπου την αναζητήσαν μετά την φυγή της την 17-9-2005 από την πατρική της οικία, παραδέχθηκε ενώπιόν τους τις τοιαύτες σχέσεις της με τον κατηγορούμενον αυτόν. Ακόμη ενισχύεται εκ της υπό του κατηγορουμένου τούτου επ' ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου παραδοχής του, ότι εγνώριζε την παθούσα ως στο αυτό σχολείο, συμμαθήτρια της κόρης του, ότι ποτέ πριν ή μετά την αποκάλυψη της πράξεως αυτής η ίδια ή η οικογένειά της δεν του ζήτησαν χρήματα για να μη καταμαρτυρήσουν αυτήν (εν λόγω αξιόποινη πράξη) σε βάρος του και ότι δεν γνωρίζει τον λόγο, για τον οποίον του αποδίδει τις πράξεις αυτές η παθούσα, συναγομένου εκ τούτων, ότι η τοιαύτη καταμαρτύρησίς του υπό της παθούσης δεν εγένετο εκ λόγων εκδικήσεως, πορισμού χρημάτων, κακεντρεχείας, φαντασιώσεως ή οποιουδήποτε άλλου λόγου, ώστε να μπορεί να δικαιολογηθεί το αβάσιμο της περί τούτων καταγγελίας της και της σχετικής κατά τα εκτεθέντα καταθέσεώς της. Βεβαίως αυτή αύτη η παθούσα εκφράζει την βούλησή της να μη τιμωρηθεί o κατηγορούμενος αυτός, δικαιολογεί όμως ότι τούτο ζητεί γιατί, αφ' ενός μεν αυτό που έκανε με τούτον "της άρεσε", αφ' ετέρου δε γιατί "δεν "έκανε τίποτα μαζί του με το ζόρι", με συνέπεια να μη αποδυναμούνται έτσι οι προεκτεθείσες παραδοχές τελέσεως υπό τούτου των ασελγών αυτών πράξεων μετά της παθούσης αυτής, δια της παρεισφρήσεως αμφιβολιών. Ότι ο ίδιος ως άνω κατηγορούμενος (Π. Ψ.) εγνώριζε την ανηλικότητά της, και δη ότι κατά την μετ' αυτής ενέργεια των ειρημένων ασελγών πράξεων, καθ' όλο το ρηθέν χρονικό διάστημα, δεν είχε συμπληρώσει η παθούσα το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας, αποδεικνύεται εκ της υπό του ιδίου, το μεν επί λέξει, παραδοχής, ότι "την Β. την ήξερα σαν παιδί, πήγαινε σχολείο με την κόρη μου", σαφώς εκ τούτου προκυπτούσης της τοιαύτης γνώσεώς του. Το δε ότι την εγνώριζε και ως γείτων της πατρικής της οικίας, αφού διέμενε σε απόσταση εκατό (100) περίπου μέτρων από αυτήν. Η τοιαύτη υπό του δευτέρου τούτου κατηγορουμένου γνώση της ανηλικότητος της παθούσης αποδεικνύεται και εκ του συνδυασμού προς τα ανωτέρω, του, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, ευχερώς αντιληπτού του παιδικού της εμφανίσεώς της, εχούσης συμπληρώσει, κατά εν προκειμένω κρίσιμο χρονικό διάστημα από του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2003 έως και του μηνός Απριλίου 2005, τα δέκα τρία όχι όμως και τα δέκα πέντε έτη της ηλικίας της, δεδομένου και ότι το αντίθετο και δη περί του ότι αυτή (παθούσα) ήταν κατά τον χρόνο αυτόν τοσούτον σωματικώς ανεπτυγμένη, ώστε να εμφανίζει εικόνα μεγαλυτέρας της πραγματικής, ηλικίας, και δη άνω των δέκα πέντε ετών ή και ενηλίκου γυναικός, εξ ουδενός απολύτως αποδεικτικού μέσου εκ των προαναφερομένων αποδεικνύεται. Ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος αυτός, το πρώτον δια των υποβληθέντων ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου σημειωτέον, ότι απολογούμενος πρωτοδίκως και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ουδέν περί τούτου προέβαλε, ότι στην περίπτωση, που ήθελε θεωρηθεί ότι ετέλεσε ασελγή μετά της εν λόγω παθούσης πράξη, να γίνει δεκτό ότι έλειπε προς τούτο ο δόλος του, επειδή κατά τον επίδικο χρόνο λόγω της σωματικής της διαπλάσεως, ούσης ύψους 1,88μ, και της σωματικής της διαπλάσεως, εφαίνετο ως ούσα ηλικίας είκοσι (20) ετών και επομένως υπελάμβανε αυτήν ως ούσα ενήλικη. Όμως ο ισχυρισμός του αυτός είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, εν όψει της κατά τα εκτεθέντα παραδοχής του, ότι ήταν γείτων αυτής και εγνώριζε αυτήν ως "παιδί που πήγαινε σχολείο με την κόρη του" με συνέπεια να είναι εις θέσιν να εκτιμήσει επακριβώς την ηλικία της και την εκ' τούτου ανηλικότητά της. ’λλωστε ουδέ οι επ' ακροατηρίω του πρωτοβαθμίου και του παρόντος δικαστηρίου εξετασθέντες μάρτυρες μεταξύ των οποίων εκείνοι της υπερασπίσεώς του και επί πλέον οι Μ. Π. αδελφή του και Ε. Ψ., σύζυγος του, κατέθεσαν οτιδήποτε περί τούτου, από το οποίο να μπορεί να συναχθεί αμέσως η εμμέσως αλλά σαφώς και αδιστάκτως καταφατική περί αυτού κρίσις. Ισχυρίζεται ακόμη ο δεύτερος αυτός κατηγορούμενος, ότι κατά την προδικασία δοθείσες καταθέσεις της παθούσης είναι άκυρες και δεν μπορούν να ληφθούν υπ' όψιν, διότι δεν ετηρήθησαν οι προϋποθέσεις της ΚΠΔ την εξέτασής της δεν παρίσταντο παιδοψυχολόγος ή παιδοψυχίατρος ή ψυχολόγος ή ψυχίατρος ο οποίος να προετοιμάσει την ανήλικη παθούσα για την τοιαύτη εξέτασή της και να διατυπώσει τις διαπιστώσεις του σε γραπτή, έκθεση, επισυναπτόμενη στην δικογραφία, ουδέ οι καταθέσεις της κατεχωρήθηκαν σε οπτικοακουστικά μέσα προβολής της προς χρήση στα στάδια της δίκης, εν όψει του ότι αυτή παρουσιάζει νοητική υστέρηση και δυσθυμική διαταραχή. Και ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, προεχόντως γιατί δεν προεβλήθη μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή της υποθέσεως στο ακροατήριο (ΑΠ 484/2013 ΤΝΠ Νόμος), γενομένη δυνάμει του υπ' αριθ. 75/29-8-2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Τριπόλεως. Επομένως, και συμφώνως προς τις αναφερόμενες στην αρχή της παρούσης σκέψεως διατάξεις και αιτιολογίες, αποδεικνυομένου, ότι πληρούται η υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση της κατά το άρθρο 351 Α παρ.1 εδ. β' του ΠΚ, που προσετέθη με το άρθρο 9 του ν. 3064/2002 (ΦΕΚ Α 248/15.10.2002), και κατά το χρονικό διάστημα από του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2003 έως και της 24ης του μηνός Απριλίου 2005 τελεσθείσης, εξακολουθητικής ασελγείας ενηλίκου με ανήλικο, που συμπλήρωσε τα δέκα τρία όχι όμως και τα δέκα πέντε έτη της ηλικίας της, έναντι αμοιβής, πρέπει ο δεύτερος αυτός κατηγορούμενος Π. Ψ. να κηρυχθεί ένοχος αυτής, κατά τα οριζόμενα ειδικότερον στο διατακτικό." Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος της κατ' εξακολούθηση τέλεση με αμοιβή ασέλγειας με ανήλικο κορίτσι, που είχε συμπληρώσει τα δεκατρία έτη της ηλικίας του, όχι όμως και τα δεκαπέντε έτη, σε βαθμό κακουργήματος και όχι πλημμελήματος, αναφέρει δε τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στ', 27 παρ.1, 98, 351 Α' του ΠΚ, τις οποίες διατάξεις, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και η απόφαση δε στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, το δικαστήριο στο αιτιολογικό του σαφώς αναφέρει: α) τις ασελγείς πράξεις που ενήργησε αυτός κατ' εξακολούθηση στο σώμα της ορφανής μητέρας ανήλικης (πεολειχία σε αυτόν) με σκοπό την ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του, β) τα ανταλλάγματα και δη συγκεκριμένα χρηματικά ποσά που έδωσε αυτός στην ανήλικη για να προβαίνει αυτή στις παραπάνω ασελγείς πράξεις, γ) το δόλο και ιδία την γνώση του κατηγορουμένου για την ανηλικότητα της ανήλικης, που ήταν γειτόνισσά του και συμμαθήτρια της κόρης του, γεννηθείσα στις 25-4-1990, και δ) το χρονικό διάστημα από του μηνός Σεπτεμβρίου 2003 έως και της 24-4-2005, που ο κατηγορούμενος ενήργησε τις ανωτέρω ασελγείς πράξεις επανειλημμένα και κατ' απροσδιόριστο επακριβώς αριθμό, οπωσδήποτε όμως υπέρ τις τρεις φορές, ενώ από την αναφορά όπως ανωτέρω του χρόνου τελέσεως, δε δημιουργείται καμία ασάφεια, ούτε επηρεάζεται το αξιόποινο ή η βαρύτητα των εξακολουθητικών αυτών επί μέρους πράξεων, αφού ανάγονται όλες στην περ. β' του άρθρου 351 Α παρ.1 ΠΚ, με ηλικία του παθούσας μεταξύ δέκα και δεκαπέντε ετών.
Επομένως οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και παραβίαση του αρθρ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ), είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επίσης, οι περαιτέρω αιτιάσεις του κατηγορουμένου, για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών, όπως οι αιτιάσεις ότι η ανήλικη είναι μυθομανής και η κατηγορία είναι φανταστική, ότι η ημερομηνία τέλεσης της δήθεν πράξης του είναι η 10-9-2005, που η ανήλικη είχεν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας της, ότι δεν συντρέχει δόλος του κατηγορουμένου, επειδή η ανήλικη λόγω σωματικής της διάπλασης φαινόταν για ηλικίας είκοσι ετών κορίτσι, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, καθόσον υπό την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η περί τα πράγματα αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
2. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ του ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, και στον ’ρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορούμενου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις, που επιβάλλει ο νόμος. Κατά δε το άρθρο 173 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, από τις απόλυτες ακυρότητες, που μνημονεύονται στο άρθρο 171, όσες αναφέρονται σε πράξεις της προδικασίας μπορούν να προτείνονται ωσότου να γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο, και, κατά το επόμενο άρθρο 174 παρ. 1, ακυρότητα που δεν προτάθηκε, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο καλύπτεται, κατά δε το άρθρο 176 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο, και της προπαρασκευαστικής και της κύριας, το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται, ότι η πρόταση της απόλυτης ακυρότητας για πράξεις της προδικασίας πρέπει να γίνεται μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, διαφορετικά καλύπτεται, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να ληφθεί υπόψη ούτε αυτεπαγγέλτως, αρμόδιο δε για την κήρυξη ή μη της ακυρότητας αυτής είναι το δικαστικό συμβούλιο μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, οπότε αυτό απεκδύεται από κάθε δικαιοδοσία επί της υποθέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, κατ' επίκληση πλημμέλειας από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ, αιτιάται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, διότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, για το σχηματισμό της καταδικαστικής γι' αυτόν κρίσης του, στηρίχθηκε σε ανωμοτί άκυρες καταθέσεις της ανήλικης παθούσας στην προδικασία, διότι δεν διορίστηκε ο σύμφωνα με το άρθρο 226 Α' του ΚΠΔ, απαιτούμενος παιδοψυχολόγος ή παιδοψυχίατρος για να παραστεί κατ'αυτές, η δε ανήλικη έπασχε από νοητική καθυστέρηση και δυσθυμική διαταραχή. Όμως, η από τις αναφερόμενες παραλείψεις δημιουργούμενη απόλυτη ακυρότητα των προανακριτικών καταθέσεων, και υπό την εκδοχή ότι πράγματι εμφιλοχώρησε τέτοια παράλειψη και ακυρότητα κατά τις καταθέσεις της ανήλικης παθούσας στην προδικασία, ανάγεται στην προδικασία και, ως τέτοια, έπρεπε να προταθεί μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή των κατηγορούμενων στο ακροατήριο και όχι όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας το πρώτον ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, αφού η ακυρότητα αυτή, κατά το άρθρο 173 παρ.2 και 174 παρ. 1 του ΚΠΔ, έχει πλέον καλυφθεί. Επομένως, ο συναφής λόγος αναιρέσεως, περί απόλυτης ακυρότητας πράξεων αναγόμενων στην προδικασία από το άρθρο 171 του ΚΠΔ, μη δυνάμενος να θεμελιώσει έτερο λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικώς αναφερόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 του αυτού Κώδικα και ιδία του υπό στοιχ. Α' λόγου, είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος.
3. Κατά το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος, οι συνεδριάσεις κάθε δικαστηρίου είναι δημόσιες, κατά την διάταξη του άρθρου 329 παρ.1 εδ. α' του ΚΠΔ, η συζήτηση στο ακροατήριο, καθώς και η απαγγελία της αποφάσεως, γίνεται δημόσια σε όλα τα ποινικά δικαστήρια, και επιτρέπεται στον καθένα να παρακολουθεί ανεμπόδιστα τις συνεδριάσεις, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 330 παρ.1 του ιδίου Κώδικα, αν η δημοσιότητα της συνεδρίασης είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή συντρέχουν ειδικοί λόγοι να προστατευθεί ο ιδιωτικός ή οικογενειακός βίος των διαδίκων, ιδίως αν η δημοσιότητα σε δίκη εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής έχει ως συνέπεια την ιδιαίτερη ψυχική ταλαιπωρία ή το διασυρμό του θύματος και μάλιστα ανηλίκου, το δικαστήριο διατάσσει τη διεξαγωγή της δίκης ή ενός μέρους της χωρίς δημοσιότητα. Η άνω απαγόρευση δεν ση΅αίνει παραβίαση και ότι δεν ΅πορεί ο προεδρεύων να επιτρέψει την παρουσία στο ακροατήριο ορισ΅ένων προσώπων, ΅η διαδίκων, των οποίων κρίνει αναγκαία την παρουσία για την ηθική και ψυχολογική στήριξη του παθόντος ή του κατηγορου΅ένου ακό΅η, πχ. του γονέα ενός ανηλίκου θύ΅ατος- ΅άρτυρος, αυτό, γιατί άλλως θα αντιστρατευόταν ο σκοπός που διατάχθηκε.
Με σχετικό λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι καίτοι το δικαστήριο διέταξε τη διεξαγωγή του συνόλου της δίκης κεκλεισμένων των θυρών, παρά ταύτα καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας παράνομα παρευρίσκοντο στην αίθουσα, χωρίς να παρίστανται ως πολιτική αγωγή, ο πατέρας και η αδελφή της ανήλικης παθούσας, χωρίς ο διευθύνων να τους απομακρύνει και να απαγορεύσει παρεμβάσεις τους στη δίκη, με συνέπεια να επέλθει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας.
Όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά της δίκης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέταξε την διεξαγωγή της αποδεικτικής διαδικασίας κεκλεισμένων των θυρών και διέταξε ταυτόχρονα την απομάκρυνση των ακροατών από την αίθουσα συνεδριάσεως και μετά εκκενώθηκε η αίθουσα από τους ακροατές και παρέμειναν οι δικαστές, η εισαγγελέας, η γραμματέας, οι κατηγορούμενοι, οι συνήγοροι υπεράσπισης των δύο κατηγορουμένων και ο πατέρας και η αδελφή της παθούσας. Από την περικοπή αυτή συνάγεται ότι με την απόφαση του δικαστηρίου, για κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίαση, εξαιρέθηκαν σαφώς από την απαγόρευση τα παραπάνω δύο στενά συγγενικά πρόσωπα της ανήλικης παθούσας και επομένως ουδεμία παραβίαση και ακυρότητα επήλθε από την παρουσία αυτών κατά τη δίκη κεκλεισμένων των θυρών. Συναφώς, από τα ίδια πρακτικά συνεδρίασης πρώτου και δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας, προκύπτει ότι η παθούσα ανήλικη, αφού είχε παρασταθεί στον πρώτο βαθμό, ως πολιτικώς ενάγουσα, αδιάφορα του ότι δεν παραστάθηκε στο δεύτερο βαθμό ως πολιτική αγωγή, καίτοι ενήλικη, σύννομα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης ποσού 44 ευρώ, όπως και πρωτοδίκως, μη προκύπτουσας καμίας δήλωσης παραίτησης αυτής και από την ανώμοτη εξέτασή της στο ακροατήριο, ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας επήλθε, αφού από τη διάταξη του άρθρου 502 παρ. 1 εδάφ. τελ. του ΚΠΔ προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επιλαμβανόμενο της ουσιαστικής έρευνας της υποθέσεως εξετάζει και το προσβαλλόμενο κεφάλαιο της αποφάσεως, που αφορά τις απαιτήσεις του πολιτικώς ενάγοντος, που επιδικάσθηκαν πρωτοδίκως, όχι μόνο όταν απουσιάζει ο πολιτικώς ενάγων, αλλά και όταν εμφανίζεται αυτός ενώπιον του Εφετείου με την ιδιότητα του μάρτυρα, χωρίς να παραιτείται με σχετική δήλωσή του από την πολιτική αγωγή και δίχως να επαναλαμβάνει την περί παραστάσεώς του ως πολιτικώς ενάγοντος δήλωση, που έκανε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου.
Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Γ' του ΚΠΔ συναφής λόγος αναίρεσης που υποστηρίζει τα αντίθετα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
4. Από το άρθρο 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει υποχρεωτικά το λόγο στον κατηγορούμενο μετά από τον εισαγγελέα ή τους παριστάμενους πολιτικώς ενάγοντα και αστικώς υπεύθυνο, έστω και αν ο κατηγορούμενος δεν το ζητήσει. Η παράβαση της διατάξεως αυτής, ως αναφερομένης στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και στην άσκηση δικαιώματος που του παρέχεται ρητά από το νόμο, επιφέρει, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Β' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως. Τέτοια ακυρότητα δημιουργείται και όταν, μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας και την αγόρευση του Εισαγγελέα επί της ενοχής, δεν δοθεί ο λόγος στον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του, προκειμένου να αντιταχθεί και να εκθέσει τις απόψεις του επί της κατηγορίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της παραπάνω προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού λόγου,(σελ. 33) ο διευθύνων τη συζήτηση Πρόεδρος Εφετών μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας και την πρόταση της Εισαγγελέως της έδρας να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, έδωσε ρητά το λόγο στη συνήγορο του αναιρεσείοντος, για να αναπτύξει την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και αυτή ανέπτυξεν την υπεράσπισή του και ζήτησε να αθωωθεί ο εντολέας της κ.λπ. Ομοίως, από τα ίδια πρακτικά(σελ. 30) προκύπτει ότι ο διευθύνων μετά την εξέταση κάθε μάρτυρος έδωσε το λόγο και στη συνήγορο του αναιρεσείοντος και στον ίδιο τον κατηγορούμενο, αν είχαν, προς τους μάρτυρες, κάτι να παρατηρήσουν ή να υπενθυμίσουν και αυτοί υπέβαλαν ερωτήσεις κ.λπ.
Επομένως, οι σχετικοί από τα άρθρα 170 παρ. 1, 171 παρ. 1 εδ. δ', 331, 333, 369, 358, 502 παρ. 1, 510 παρ.1 στοιχ. Α', Β' του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας από τις παραπάνω δήθεν παραλείψεις του δικαστηρίου και του διευθύνοντος τη συζήτηση και για έλλειψη ακροάσεως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
5. Τέλος, η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που προαναφέρθηκε, πρέπει να εκτείνεται, όπως αναφέρθηκε, και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του αυτοτελείς ισχυρισμούς. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Προϋποτίθεται, όμως, η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, καθώς και η προφορική τους ανάπτυξη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμον για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, μεταξύ άλλων, και η προβλεπόμενη από την παρ. 2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχεία α', ήτοι το ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου δεν αρκεί ούτε το λευκό ποινικό μητρώο, ούτε η απουσία επίμεμπτης δραστηριότητας μέχρι την τέλεση της πράξεως, ούτε η μέχρι τότε συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά, με τη δημιουργία οικογένειας και την άσκηση επαγγέλματος προς βιοπορισμό, αλλ' απαιτείται θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά σε όλους τους τομείς.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων, δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του, πρόβαλε εγγράφως, ανέπτυξε δε και προφορικά, επικουρικά, τον αυτοτελή ισχυρισμό να του αναγνωρισθούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α', και ε' του ΠΚ και του αναγνωρίστηκε, μόνο εκείνη της περ. ε'. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα πρακτικά (σελ. 19) η συνήγορος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ως την αιτηθείσα ελαφρυντική περίσταση της περ. α' του άρθρου 84 παρ.2 ΠΚ, ισχυρίστηκε στο ακροατήριο κατά λέξη τα παρακάτω: "Ως προς τη συνδρομή των στοιχείων του εδ. α, επικαλούμαι ότι από το δελτίο Λευκού ποινικού του μητρώου, αλλά και από όλα τα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ότι στο παρελθόν δεν έχω τελέσει αυτός κανένα έγκλημα και ότι δεν είχα καμιά εμπλοκή με τις διωκτικές .αρχές και την ποινική δικαιοσύνη, καθώς και ότι ζω στην ... και έχω οργανωμένη οικογενειακή και επαγγελματική ζωή, αφού εργαζόμουν στην ΔΕΗ, προκειμένου να διαθρέψω την οικογένεια μου και το ανάπηρο παιδί μου, η όλη δε διαγωγή μου μέχρι σήμερα είναι άριστη και ουδέποτε έχω δώσει αφορμή για δυσμενή σχόλια σε βάρος του, πολύ περισσότερο για συμμετοχή του σε παράνομες δραστηριότητες, Για πρώτη φορά στην ζωή του συμμετείχα όχι μόνο σε έγκλημα σχετικό με την παράβαση του νόμου περί ασέλγειας ανηλίκου, αλλά και με οποιοδήποτε άλλο αδίκημα, "έχω λευκό ποινικό μητρώο δεν έχω άλλη αξιόποινη συμπεριφορά μου για την οποία να ελέγχθηκα από τις αρμόδιες ανακριτικές και δικαστικές Αρχές. Εργαζόμουν πάντοτε τίμια και όλοι οι συμπατριώτες μου και οι συγγενείς μου δίνουν τις καλύτερες συστάσεις και πάντοτε βοηθούσα τους, πτωχοί)ς και είχα αναπτύξει κοινωφελή δράση(όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη βεβαίωση) και βοηθούσα τα πτωχά παιδάκια πέραν του γεγονότος ότι μεγάλωσα ένα κωφάλαλο παιδί ... Η συμπεριφορά στην εργασία μου προς εξασφάλιση των μέσων διαβιώσεως μου και της οικογενείας μου ήταν άριστη και είχα θετική και επωφελή για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά σε όλους τους τομείς συμπεριφοράς μου ορίζονται στην περίπτωση του εδ. α της παρ 2 του άρθρου 84 ΠΚ. Επίσης από την βεβαίωση του Δημοτικού συμβουλίου του τόπου κατοικίας μου αποδεικνύεται ότι ουδέποτε είχα απασχολήσει τις αρχές και αναφέρει επί λέξει ότι από άτομα που με γνωρίζουν λαμβάνω θετικά χαρακτηριστικά Επίσης αποδεικνύεται ότι είμαι σωστός πατέρας υπεραγαπώ και βοηθώ τους πτωχούς. Επίσης ζητώ, να μου αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. ε επειδή μετά την σύλληψη μου συμπεριφέρθηκα καλά όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο πιστοποιητικό καλής διαγωγής και στην φυλακή εργάζομαι και είμαι ο πλέον πρόθυμος εργαζόμενος στις φυλακές Τρίπολης και από την ημέρα σύλληψης μου το έτος 2005 μέχρι και σήμερον ουδέποτε έχω απασχολήσει τις αρχές ούτε καν για παράβαση του ΚΟΚ. Και το γεγονός ότι ή οικογένεια μου και οι γείτονες μου λέγουν μόνο καλά λόγια και θετικά σχόλια αποδεικνύει τον έντιμο και καλόκαρδο χαρακτήρα μου και την αθωότητά μου".
Το Πενταμελές Εφετείο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με την αιτιολογία ότι " Όσον αφορά το αίτημα των δύο κατηγορουμένων, να αναγνωρισθεί επίσης η συνδρομή στο πρόσωπό τους και της ελαφρυντικής περιστάσεως της ΠΚ 84 παρ. 2 εδ. α' (προτέρου εντίμου βίου), είναι αυτά απορριπτέα ως αβάσιμα, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Και τούτο διότι πέραν της αποδεικνυόμενης, από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα, συνήθους, μέχρι της υπ' αυτών τελέσεως των εν λόγω εγκλημάτων, ανθρωπινής συμπεριφοράς αυτών, συνισταμένης στην δημιουργία οικογενειών, συνθηκών εργασίας προς εξασφάλιση των μέσων διαβιώσεως αυτών και των οικογενειών τους, λευκού ποινικού μητρώου του πρώτου αυτών και καταδικών για ήσσονος σημασίας ποινικές παραβάσεις του δευτέρου, δεν αποδεικνύονται, όπως απαιτείται για την στοιχειοθέτηση του ελαφρυντικού αυτού και άλλα περιστατικά, αναγόμενα σε όλες τις εκδηλώσεις της προσωπικής, επαγγελματικής και κοινωνικής ζωής τους, τα οποία να υποδηλώνουν θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά τους σε όλους τους τομείς συμπεριφοράς, που ορίζονται στην περίπτωση του εδ. α' της παρ. 2 του άρθρου 84 του ΠΚ , ενώ μόνος ο πρότερος έντιμος βίος κατά την έννοια της διατάξεως αυτής (ΠΚ 84 παρ. 2 εδ. α'), προ της τελέσεως της πράξεως, δεν αποδεικνύεται από μόνον το αντίγραφο του ποινικού μητρώου χωρίς να συνεπικουρείται και από άλλα αποδεικτικά μέσα". Η αιτιολογία αυτή είναι επαρκής, απαντά στα επικληθέντα από τον κατηγορούμενο περιστατικά διαβίωσης και είναι η απαιτούμενη από τις παραπάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, τελευταίος σχετικός λόγος αναιρέσεως της αιτήσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος για την αναγνώριση του ως άνω ελαφρυντικού, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Μετά από αυτά, ελλείψει ετέρου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. 40/8-9-2014 αίτηση του Π. Ψ. Γ., για αναίρεση της με αρ. 149/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Και.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ