Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Συναυτουργία, Εκβίαση, Εξακολουθούν έγκλημα, Ακροάσεως έλλειψη.
Περίληψη:
Ορθά δεν δέχθηκε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη και να αναγνώσει έκθεση φωτογραφικής καταγραφής βιντεοταινίας, με την απειλή γνωστοποιήσεως του περιεχομένου της οποίας τελέσθηκε η εκβίαση, κατά την επ' ακροατηρίου διαδικασία, μετά την αμφισβήτηση της γνησιότητας αυτής από την πολιτική αγωγή, με την αιτιολογία ότι μετά διερεύνηση, δεν διαπιστώθηκε η γνησιότητα της από τα υπόλοιπα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, ενώ οι κατηγορούμενοι, που την προσκόμιζαν το πρώτον στο δευτεροβάθμιο αυτό Δικαστήριο, δεν ισχυρίσθηκαν ότι ήταν το μοναδικό αποδεικτικό μέσο το οποίο διέθεταν και πρότειναν για την απόδειξη της αθωότητας τους, και έτσι το Εφετείο δεν στέρησε τους κατηγορουμένους οιουδήποτε υπερασπιστικού δικαιώματος, το οποίο ρητά παρέχεται από τον νόμο, ουδεμία παραβίαση συνταγματικών διατάξεων ή διατάξεων της ΕΣΔΑ έγινε και εντεύθεν ουδεμία έλλειψη ακροάσεως ή ακυρότητα επήλθε στην διαδικασία. Στην έννοια των εκτελεσάντων ανακριτικά ή προανακριτικά καθήκοντα του άρθρου 211 εδ. α΄ ΚΠΔ δεν περιλαμβάνονται και δεν απαγορεύεται η εξέταση εκείνων που ενήργησαν ή υπέγραψαν την έκθεση συλλήψεως του κατηγορουμένου, εκείνοι που παρέλαβαν ή υπέγραψαν την έκθεση της μηνύσεως και εκείνοι που υπέβαλαν ή διαβίβασαν απλώς τη σχηματισθείσα δικογραφία στον αρμόδιο Εισαγγελέα. Η ακυρότητα που επέρχεται από την παράβαση αυτή είναι σχετική, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 171 παρ.1 του ΚΠΔ, καλυπτόμενη, επομένως, αν δεν προταθεί ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας. Ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας επέρχεται, όταν ο πολιτικώς ενάγων, έχοντας το λόγο επί της ενοχής, επεκταθεί χωρίς αντίρρηση κατά την αγόρευση του έστω και με την ανοχή του διευθύνοντος τη συζήτηση στο ζήτημα της ποινής ή των ελαφρυντικών. 4. Είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί απόλυτης ακυρότητας διότι το Δικαστήριο προέβη στην ανάγνωση των ληφθεισών κατά την προδικασία απολογιών του κατά παράβαση της αρχής της αμεσότητας που εξασφαλίζει την προφορική απολογία των κατηγορουμένων και κατά παράβαση του δικαιώματος σιωπής αυτών, διότι οι αναιρεσείοντες δεν επικαλούνται , ούτε και από τα πρακτικά της σχετικής δίκης προκύπτει, ότι υποβλήθηκε από μέρους τους τέτοιο αίτημα για μη ανάγνωση. 5. Το έγκλημα της εκβίασης είναι τετελεσμένο με τη επέλευση της περιουσιακής ζημίας στον παθόντα, ο οποίος μπορεί να είναι πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο που εξαναγκάσθηκε να προβεί στην επιζήμια συμπεριφορά, αλλιώς, αν δηλαδή δεν επέλθει η ζημία και εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι, το έγκλημα είναι σε απόπειρα. 6. Ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α΄ του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως (β΄ σκέλος), κατά τον οποίο το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί των αστικών αξιώσεων της πολιτικώς ενάγουσας, χωρίς προηγουμένως να δοθεί ο λόγος για τις αξιώσεις αυτής στους συνηγόρους των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων, οι οποίοι και δεν πρότειναν επ' αυτών, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι από τα πρακτικά προκύπτει ότι ο διευθύνων τη συζήτηση μετά την κήρυξη της ενοχής, έδωσε εκ νέου τον λόγο στον Εισαγγελέα και στους συνηγόρους των κατηγορουμένων, αλλά αυτοί αναφέρθηκαν μόνο στα ζητήματα αναστολής της ποινής και αφαιρέσεως του χρόνου προσωρινής κρατήσεως, δίχως να εκφραστούν, όπως όφειλαν και μπορούσαν, ενιαίως, αλλά και μετά την επ' αυτής σχετική πρόταση του Εισαγγελέα, και για τις από το άρθρο 932 του ΑΚ αστικές απαιτήσεις της πολιτικώς ενάγουσας, χωρίς να προτείνουν και επ αυτών. 7. Δήμευση. Απορριπτέος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ΄ του ΚΠΔ, λόγος αιτήσεως αναιρέσεως, ως αβάσιμος διότι προκύπτει ότι συνέτρεχαν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις για τη δήμευση των κατασχεθέντων πραγμάτων και την οριστική απόδοση των κατασχεθέντων προσημειωμένων χαρτονομισμάτων στον ιδιοκτήμονα αυτών αδελφό της πολιτικώς ενάγουσας, αναφέρονται οι διατάξεις των άρθρων 76 ΠΚ και 373 του ΚΠΔ που προβλέπουν αντίστοιχα τη δήμευση και την απόδοση, και υπάρχει η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για τις διατάξεις αυτές του Δικαστηρίου.
Αριθμός 1261/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Φεβρουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την κοινή αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1) Χ1 και 2) Χ2, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Βασίλειο Πομόνη και Παναγιώτη Μπιτσαξή, για αναίρεση της με αριθμό 111/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αιγαίου. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Αναγνωστάκη.
Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αιγαίου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Ιουνίου 2008 κοινή αίτησή τους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1.192/2008.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε
Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ η έλλειψη ακροάσεως καθιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, λόγω ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, επέρχεται δε αυτή, κατά την παραπάνω διάταξη στην περίπτωση κατά την οποία ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το Δικαστήριο τους το αρνήθηκε. Εξάλλου, κατά το άρθρο 370 Α του ΠΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 παρ. 8 του ν. 3090/2002, όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα ή μαγνητοφωνεί προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων που δεν διεξάγεται δημόσια ή μαγνητοσκοπεί μη δημόσιες πράξεις τρίτων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος μαγνητοφωνεί ιδιωτική συνομιλία μεταξύ αυτού και τρίτου χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου (παρ. 2). Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος κάνει χρήση των πληροφοριών ή των μαγνητοταινιών ή των μαγνητοσκοπήσεων που αποκτήθηκαν με τους τρόπους που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 αυτού του άρθρου (παρ. 3). Η πράξη της παραγράφου 3 δεν είναι άδικη, αν η χρήση έγινε ενώπιον οποιασδήποτε δικαστικής ή άλλης ανακριτικής αρχής για την διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέροντος, που δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά (παρ. 4). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 177 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 7 του ν. 2408/1996, "... αποδεικτικά μέσα, που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής, την επιβολή ποινής ή την λήψη μέτρων καταναγκασμού, εκτός εάν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με ποινή ισόβιας κάθειρξης και εκδοθεί για το ζήτημα αυτό ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου ...". Κατά τα άρθρα 2 παρ. 1, 9 παρ. 1 εδ. β', 9Α, 19 παρ. 1 και 3 και 25 παρ. 1 εδ. δ' του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή του, με το από 6 Απριλίου 2001 ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, "ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας. Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη. Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει ... Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων ... Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9 Α. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας". Τέλος κατά το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, "κάθε πρόσωπο δικαιούται στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. Δεν επιτρέπεται επέμβαση δημοσίας αρχής στην άσκηση του δικαιώματος αυτού παρά μόνο στο μέτρο που αυτή η επέμβαση προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρο το οποίο, σε μια δημοκρατική κοινωνία, είναι αναγκαίο δια την εθνική ασφάλεια, την δημοσία ασφάλεια, την οικονομική ευημερία της χώρας, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη ποινικών αδικημάτων, την προστασία της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων". Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι η εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση των συνομιλητών μαγνητοφώνηση ιδιωτικής συνομιλίας ή η χωρίς συναίνεση ενός προσώπου βιντεοσκόπηση προσωπικής και ιδιωτικής του ζωής, αποτελεί δέσμευση και περιορισμό στην ελεύθερη άσκηση της επικοινωνίας και της ιδιωτικής ζωής αντίστοιχα. Η αποτυπώνουσα την ιδιωτική ζωή σχετική βιντεοταινία είναι απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο για την κήρυξη της ενοχής ή την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού. Κατ' εξαίρεση όμως, κατά ρητή νομοθετική πρόβλεψη επιτρέπεται η λήψη τέτοιου αποδεικτικού μέσου εάν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με ποινή ισόβιας κάθειρξης και έχει εκδοθεί για το ζήτημα αυτό απόφαση Δικαστηρίου που να αιτιολογεί ειδικά τους λόγους για τους οποίους επιβάλλεται η λήψη υπόψη του παράνομου αποδεικτικού μέσου και για την κήρυξη της ενοχής ή την επιβολή ποινής στον κατηγορούμενο (Ολ. ΑΠ 1/2001 Πολιτική) και επιτρέπεται η χρήση αυτών ενώπιον οποιασδήποτε δικαστικής ή άλλης ανακριτικής αρχής για την διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέροντος, που δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά. Ο νόμος, αναφερόμενος μόνον για την περίπτωση κηρύξεως της ενοχής ή της επιβολής ποινής, ουδέν διαλαμβάνει περί του επιτρεπτού η μη της μαγνητοταινίας ως αποδεικτικού μέσου για την απόδειξη της αθωότητας του κατηγορουμένου. Ενόψει, όμως, της θεμελιώδους συνταγματικής διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 1 που ανάγει σε πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας τον σεβασμό και την προστασία της ανθρώπινης αξίας, του γεγονότος ότι τα έννομα αγαθά της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας, τα οποία απολαύουν απόλυτης συνταγματικής προστασίας (άρθρο 5 παρ. 2 του Συντάγματος), τίθενται σε διακινδύνευση στην περίπτωση μη αποδείξεως της αθωότητας του κατηγορουμένου, κάμπτεται ο κανόνας του άρθρου 19 παρ. 3 του Συντάγματος της μη χρήσεως των παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, όταν αυτά αποτελούν το μόνο προτεινόμενο από αυτόν (κατηγορούμενο) αποδεικτικό μέσο προς απόδειξη της αθωότητάς του, υπό τον περιορισμό πάντοτε της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), εάν δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβανομένης υπόψη και της βαρύτητας του εγκλήματος, για το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος, το εν λόγω αποδεικτικό μέσο είναι το μόνο αναγκαίο και πρόσφορο για την απόδειξη της αθωότητάς του. Περί όλων αυτών των ζητημάτων θα κρίνει το Δικαστήριο, το οποίο, σε καταφατική περίπτωση, θα συνεκτιμήσει τα ευνοϊκά σημεία του παράνομου αποδεικτικού μέσου για τον προτείνοντα αυτό κατηγορούμενο.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδριάσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου, κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας, οι συγκατη-γορούμενοι δια των συνηγόρων τους, ζήτησαν "να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο η βιντεοσκόπηση, καθώς και η έκθεση φωτογραφικής καταγραφής από δικαστικό γραφολόγο της βιντεοσκοπήσεως, που έγινε εντός της οικίας τους και εμφανίζει την παρανόμως εισελθούσα εγκαλούσα Ψ να διαπράττει κλοπές, για την απόδειξη δηλαδή της αθωότητάς τους, αφού από το περιεχόμενο της βιντεοσκοπήσεως αυτής προκύπτει ότι αυτοί δεν απέβλεπαν σε οποιοδήποτε παράνομο περιουσιακό όφελος, αλλά στην αποκατάσταση της ζημίας τους από τις σε βάρος τους κλοπές". Στην ανάγνωση και λήψη υπόψη της βιντεοταινίας αντέλεξε η πολιτικώς ενάγουσα δια του συνηγόρου της που δήλωσε ότι "η βιντεοκασέτα δεν είναι γνήσια, ούτε ακριβής κατά περιεχόμενο, αποτελείται από πλαστά μέρη, σε κάθε περίπτωση έχει αποκτηθεί με παράνομες πράξεις, κατά παράβαση της ιδιωτικής της ζωής και των προσωπικών της δεδομένων και κατά συνέπεια συνιστά παράνομο αποδεικτικό μέσο". Μετά ταύτα, το Εφετείο Αιγαίου, μετά πρόταση του Εισαγγελέα της έδρας για απόρριψη του άνω αιτήματος των κατηγορουμένων, λόγω παρανόμου αποδεικτικού μέσου, απέρριψε το σχετικό αίτημα με την ακόλουθη αιτιολογία : "Κατά το άρθρο 304§ι του ΚΠοινΔ, στο ακροατήριο διαβάζονται δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητα τους, ή δεν προσεβλήθησαν ως πλαστά (ΑΠ 1004/2004). Στην κατηγορία δε των ιδιωτικών εγγράφων περιλαμβάνονται οι βιντεοταινίες, στις οποίες απεικονίζονται κινηματογραφικές αναπαραστάσεις και οι φωτογραφίες. Από την παραπάνω διάταξη συνάγεται ότι, για να αναγνωσθούν έγγραφα δημόσια ή ιδιωτικά που προσκομίζονται κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας, πρέπει κατ' επιταγή του άρθρου αυτού να είναι αναμφισβήτητης γνησιότητος, δηλαδή εάν αμφισβητηθεί η γνησιότητά τους από τους διαδίκους ή τον Εισαγγελέα, δεν είναι δυνατόν να αναγνωσθούν, εάν δεν αποδειχθεί αυτή (γνησιότητα) με κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο. Θέλει, δηλαδή, ο νομοθέτης το αναγνώσιμον έγγραφο να είναι γνήσιο. Στην προκειμένη περίπτωση, οι κατηγορούμενοι προς υπεράσπισή τους προσκόμισαν προς "ανάγνωση" μια βιντεοκασέτα και φωτογραφίες που λήφθηκαν εξ αυτής (ο χρόνος λήψεως των οποίων δεν προσδιορίζεται), στις οποίες ισχυρίζονται ότι απεικονίζεται η μηνύτρια καθ'όν χρόνο αυτή τέλεσε εντός της οικίας τους το έγκλημα της κλοπής και το οποίον σχετίζεται με την πράξη της εκβιάσεως που αυτοί φέρονται ότι αυτοί τέλεσαν σε βάρος της μηνύτριας. Τα ως άνω "έγγραφα", τα οποία προσκομίζονται από τους κατηγορούμενους για πρώτη φορά στο Εφετείο και δεν αποτελούν στοιχείο της δικογραφίας, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της μηνύτριας, με δήλωσή του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, τα αμφισβήτησε ως προς την γνησιότητά τους και μάλιστα δήλωσε ότι η βιντεοκασέτα αποτελείται από πλαστά μέρη και εναντιώθηκε στην ανάγνωσήτους. Μετά ταύτα, κατά την επ' ακροατηρίου διαδικασία, δεν διαπιστώθηκε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η γνησιότητα των εν λόγω προσκομιζόμενων "εγγράφων" από τα υπόλοιπα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα. Κατ' ακολουθίαν τωνπαραπάνω και εφόσον οι κατηγορούμενοι δεν ισχυρίζονται ότι τα ως άνω "έγγραφα" είναι το μοναδικό αποδεικτικό μέσο προς απόδειξη της αθωότητάς τους, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν πρέπει αυτά να αναγνωσθούν και ληφθούν υπόψη για το σχηματισμό της κρίσης του στην προκειμένη υπόθεση". Με τις άνω παραδοχές, ότι δηλαδή η εν λόγω βιντεοταινία κατά την επ'ακροατηρίου διαδικασία, μετά την αμφισβήτηση της γνησιότητας αυτής από την πολιτική αγωγή, κατά την κρίση του Δικαστηρίου μετά διερεύνηση, δεν διαπιστώθηκε η γνησιότητά της από τα υπόλοιπα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, ενώ οι κατηγορούμενοι, που την προσκόμιζαν το πρώτον στο δευτεροβάθμιο αυτό Δικαστήριο, δεν ισχυρίσθηκαν ότι ήταν το μοναδικό αποδεικτικό μέσο το οποίο διέθεταν και πρότειναν για την απόδειξη της αθωότητάς τους, το Εφετείο που απέρριψε το αίτημα και δεν επέτρεψε την ανάγνωση και τη λήψη υπόψη της εν λόγω βιντεοταινίας και της εκθέσεως φωτογραφικής καταγραφής αυτής, δεν στέρησε τους κατηγορουμένους οιουδήποτε υπερασπιστικού δικαιώματος, το οποίο ρητά παρέχεται από τον νόμο, ουδεμία παραβίαση συνταγματικών διατάξεων ή διατάξεων της ΕΣΔΑ έγινε και εντεύθεν ουδεμία έλλειψη ακροάσεως ή ακυρότητα επήλθε στην διαδικασία, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απορρίφθηκε το αίτημα των κατηγορουμένων και ουδεμία αρνητική υπέρβαση εξουσίας συνέβη και οι σχετικοί πρώτος, δεύτερος και τρίτος, από τα άρθρα 170 παρ.2 και 510 παρ. 1 στοιχ. Β', Δ και Η του ΚΠοινΔ, λόγοι αναιρέσεως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Η γενόμενη δε μετά την απόρριψη του άνω αιτήματος δήλωση των κατηγορουμένων, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, ότι "η βιντεοσκόπηση έγινε σε ιδιωτικό τους χώρο, η δε χρήση της βιντεοταινίας απέβλεπε αποκλειστικά και μόνο στην απόδειξη της αθωότητάς τους", πράγματα που ήδη είχαν δηλωθεί κατά την υποβολή του αιτήματος, δεν παραλλάσσει τα παραπάνω δεκτά γενόμενα. 2. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 211 εδ. α' του ΚΠοινΔ, "με ποινή ακυρότητας της επ' ακροατηρίου διαδικασίας δεν εξετάζονται ως μάρτυρες κατά την αποδεικτική διαδικασία, όσοι άσκησαν εισαγγελικά ή ανακριτικά καθήκοντα ή έργα γραμματέα της ανάκρισης στην ίδια υπόθεση".. Ως ανακριτικά καθήκοντα εννοούνται και τα προανακριτικά καθήκοντα. Στην έννοια των εκτελεσάντων ανακριτικά ή προανακριτικά καθήκοντα, δεν περιλαμβάνονται και δεν απαγορεύεται η εξέταση εκείνων που ενήργησαν ή υπέγραψαν την έκθεση συλλήψεως του κατηγορουμένου, εκείνοι που παρέλαβαν ή υπέγραψαν την έκθεση της μηνύσεως και εκείνοι που υπέβαλαν ή διαβίβασαν απλώς τη σχηματισθείσα δικογραφία στον αρμόδιο Εισαγγελέα. Η ακυρότητα που επέρχεται από την παράβαση αυτή είναι σχετική, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 171 παρ.1 του ΚΠοινΔ, καλυπτόμενη, επομένως, αν δεν προταθεί ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως διαπιστώνεται από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου, με την οποία (εκδοθείσα επί εφέσεως των αναιρεσειόντων), οι αναιρεσείοντες καταδικάσθηκαν για την αξιόποινη πράξη της εκβίασης κατά συναυτουργία και κατ'εξακολούθηση, χωρίς καμία αντίρρηση των κατηγορουμένων, εξετάσθηκε ο κληθείς και προσελθών μάρτυρας κατηγορίας ΑΑ, αστυνομικός, που είχε εξετασθεί και στον πρώτο βαθμό χωρίς αντιρρήσεις των κατηγορουμένων (βλ. υπ'αριθ. 986/2003 πρακτικά Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σύρου),ενώ μετά την ολοκλήρωση της εξετάσεώς του και την εξέταση και των λοιπών μαρτύρων, στο δεύτερο βαθμό, οι συνήγοροι των κατηγορουμένων ρητά, με δήλωσή τους καταχωρηθείσα στα πρακτικά, αντιτάχθηκαν το πρώτον στη λήψη υπόψη της καταθέσεως του εν λόγω αστυνομικού, ως διενεργήσαντος στην υπόθεση προανακριτικά καθήκοντα, καθόσον έχει υπογράψει την έκθεση συλλήψεως, ενώπιόν του κατατέθηκε η μήνυση και υπ'αυτού διαβιβάστηκε η δικογραφία στον αρμόδιο Εισαγγελέα.
Ο αστυνομικός αυτός, όπως προκύπτει από τα επισκοπούμενα έγγραφα της δικογραφίας, πράγματι έχει προβεί στις παραπάνω ενέργειες επί της ενδίκου υποθέσεως, πλην κατά τα παραπάνω, δεν θεωρούνται αυτές οι ενέργειες ως άσκηση προανακριτικών καθηκόντων και ουδεμία ακυρότητα επήλθε και ορθά το Δικαστήριο προέβη σε εξέταση αυτού ως μάρτυρος και σε λήψη υπόψη και της καταθέσεως του αστυνομικού αυτού. Άλλωστε, αφού από τα πρακτικά προκύπτει ότι οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι δεν αντιτάχθηκαν προ της εξετάσεως του εν λόγω αστυνομικού, οποιαδήποτε τυχόν επελθούσα ακυρότητα, ως σχετική, καλύφθηκε.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, προβαλλόμενος συναφής τέταρτος λόγος αναιρέσεως, για απόλυτη, άλλως σχετική ακυρότητα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
3. Κατά το άρθρο 385 παρ. 1 στοιχ. γ' του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζομένου ή άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της εκβίασης σε βαθμό πλημμελήματος, απαιτούνται: α) ο εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία αυτού που εξαναγκάζεται ή κάποιου άλλου, β) ο εξαναγκασμός να γίνεται με βία ή απειλή ικανή να αποκλείσει το αυτοπροαίρετο της απόφασής του εξαναγκαζόμενου και γ) Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, των στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος και τη θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως αυτής (βασικός δόλος) και επιπροσθέτως, σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος (υπερχειλής δόλος), ανεξαρτήτως της επιτεύξεως ή μη του οφέλους. Τέτοιος σκοπός υπάρχει όταν ο υπαίτιος γνωρίζει ότι το περιουσιακό όφελος που επιδιώκει, δεν αποτελεί αντικείμενο νόμιμης απαίτησης, δηλαδή δεν στηρίζεται σε κάποια νόμιμη αξίωση αυτού κατά του παθόντος ή όταν η πράξη ή παράλειψη αυτού που εξαναγκάζεται δεν αποτελεί έκφραση του παρεχομένου, από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος και 361 ΑΚ στο πρόσωπο, δικαιώματος της βούλησής του και της ελευθερίας στις συναλλαγές. Ο εξαναγκασμός, ως στοιχείο του εγκλήματος της εκβίασης, έγκειται στην άσκηση βίας ή απειλής δια της οποίας περιάγεται ο άλλος σε τρόμο και ανησυχία, στρέφεται δε η βία ή η απειλή κατά της ελευθερίας της περιουσιακής διάθεσης, με σκοπό να καμφθεί η θέληση του εξαναγκαζόμενου και να οδηγηθεί, είτε ο ίδιος είτε άλλος, σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, ενώ η απειλούμενη σε βάρος του εξαναγκαζόμενου ενέργεια δεν απαιτείται να είναι παράνομη, εφόσον εκβίαση συνιστά, όχι αυτή καθ' εαυτή η άσκηση εξουσίας ή δικαιώματος, αλλά η απειλή άσκησής τους προς επίτευξη του σκοπού που αναφέρεται στο άρθρο 385 ΠΚ, δηλαδή την κάμψη της θέλησης του εξαναγκαζόμενου, ώστε δι' αυτής να αχθεί ή ο ίδιος ή άλλος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Η απειλή μπορεί να είναι ρητή και άμεση, να έχει διατυπωθεί προφορικώς ή εγγράφως ή και εμμέσως, να έχει μεταβιβαστεί και με άλλον ή ακόμη και να είναι σιωπηρή, όταν συνάγεται από τον τρόπο εκδήλωσης και συμπεριφοράς του δράστη, είναι δε αδιάφορο αν αυτός που διατύπωσε την απειλή, ήταν αποφασισμένος να την πραγματοποιήσει ή αν ήταν πραγματοποιήσιμη ή όχι, αρκεί ότι δια της απειλής εξαναγκάστηκε σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή εκείνος κατά του οποίου στράφηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση απειλή, ενώ η πράξη, παράλειψη ή ανοχή μπορεί να απορρέει, είτε από τον ίδιο τον εξαναγκαζόμενο, είτε από άλλον, στη βούληση του οποίου ο εξαναγκαζόμενος, υπό το κράτος της απειλής, επενέργησε. Το έγκλημα είναι τετελεσμένο με τη επέλευση της περιουσιακής ζημίας στον παθόντα, ο οποίος μπορεί να είναι πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο που εξαναγκάσθηκε να προβεί στην επιζήμια συμπεριφορά, αλλιώς, αν δηλαδή δεν επέλθει η ζημία και εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι, το έγκλημα είναι σε απόπειρα. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους(μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (Ολ.ΑΠ 1/2005).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Τριμελές Εφετείο Αιγαίου, στο αιτιολογικό του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, σε σχέση με την αποδιδόμενη στους κατηγορούμενους αξιόποινη πράξη της εκβιάσεως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Από την ανωμοτί εξέταση της πολιτικώς ενάγουσας, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν και αναφέρονται παραπάνω λεπτομερώς και τις απολογίες των κατηγορουμένων, σε συνδυασμό με την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδεικνύονται, κατά την κρίση του δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η μηνύτρια με τη δεύτερη κατηγορούμενη γνωρίζονταν από την παιδική τους ηλικία και συνδέονταν με φιλικές σχέσεις πάνω από ίο χρόνια. Επίσης, η δεύτερη κατηγορούμενη συνδέεται με φιλική σχέση και με την αδελφή της μηνύτριας, ΒΒ, η οποία (ΒΒ) πάντρεψε τους κατηγορούμενους και βάφτισε και το παιδί τους. Κατά το έτος 2000 η μηνύτρια εκμίσθωσε στους κατηγορούμενους ένα διαμέρισμα της, το οποίο είναι γειτονικό με το διαμέρισμα της μηνύτριας και αντάλλασσαν σχεδόν καθημερινά επισκέψεις. Τα εν λόγω διαμερίσματα για τη θέρμανση τους εξυπηρετούνται από κοινή δεξαμενή πετρελαίου. Κατά το μήνα Νοέμβριο του 2003 η μηνύτρια προκατέβαλε στη δεύτερη κατηγορούμενη (Χ2), το συνολικό ποσό των 400 ευρώ που αναλογούσε στο μερίδιο της, για την αγορά πετρελαίου. Από το παραπάνω ποσό των 400 ευρώ, η δεύτερη κατηγορούμενη χρησιμοποίησε για την αγορά πετρελαίου μόνο το ποσό των 200 ευρώ, και έτσι το υπόλοιπο ποσό των 200 ευρώ, έπρεπε να το επιστρέψει στη μηνύτρια, μαζί με το ποσό των 68 ευρώ, που όφειλε στην μηνύτρια και αντιστοιχούσε σε τέλος χαρτοσήμου καταβληθέντος ενοικίου. Έτσι στις 22.11.2003 όταν η μηνύτρια πήγε για επίσκεψη στο σπίτι των κατηγορουμένων, η δεύτερη από αυτούς, Χ2, η οποία καθόταν στον προαύλιο χώρο της οικίας της κρατώντας το μωρό της, το οποίο φρόντιζε, είπε στη μηνύτρια, με την οποία όπως προαναφέρθηκε είχαν στενές φιλικές σχέσεις, να εισέλθει στο σπίτι της, η πόρτα του οποίου ήταν ανοιχτή και να πάρει το ως άνω οφειλόμενο ποσό των 268 ευρώ, το οποίο βρισκόταν στο συρτάρι. Πριν όμως η δεύτερη κατηγορούμενη πει στη μηνύτρια να μπει στο σπίτι της, αυτή, προηγουμένως, είχε θέσει σε λειτουργία μια φορητή βιντεοκάμερα, την οποία τοποθέτησε σε σημείο που να είναι δυνατή η λήψη του χώρου που βρισκόταν το συρτάρι με τα χρήματα και έτσι, όταν η μηνύτρια έπαιρνε από το συρτάρι το ποσό των 270 ευρώ, κατεγράφησαν οι κινήσεις της από την ανωτέρω βιντεοκάμερα. Τη λειτουργία της ως άνω κάμερας και την καταγραφή των κινήσεων της, την αντιλήφθηκε η μηνύτρια, η οποία μάλιστα είπε στη δεύτερη κατηγορούμενη ότι η κάμερα είναι "ανοιχτή". Στη συνέχεια, οι κατηγορούμενοι εκμεταλλευόμενοι το γεγονός της καταγραφής αυτής και διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα, καθότι αυτοί εγνώριζαν ότι δεν επρόκειτο περί κλοπής, άρχιζαν να εκβιάζουν την μηνύτρια ότι αυτή μπήκε στο σπίτι τους με αντικλείδι αυθαίρετα, όταν αυτοί απουσίαζαν, ότι την έχουν καταγράψει με βιντεοκάμερα και ότι έχει αφαιρέσει από την οικία τους το συνολικό ποσό των 10.000 ευρώ και να την απειλούν ότι αν δεν τους καταβάλει το παραπάνω ποσό, θα κοινοποιήσουν στον κόσμο το περιεχόμενο της κασέτας αυτής για να βλάψουν έτσι την τιμή και την υπόληψη της και ότι επίσης θα κοινοποιήσουν στο σύζυγο της, ο οποίος ήταν ναυτικός και απουσίαζε, και το περιεχόμενο βιντεοκασέτας που αφορούσε προσωπική της ζωή. Η μηνύτρια, προκειμένου να διαφυλάξει την τιμή και την υπόληψη της, αλλά και το γάμο της, καθότι την απειλούσαν ότι θα γνωστοποιήσουν στο σύζυγο της επιλήψιμη σχέση με άλλον άντρα, εξαναγκαζομένη αποφάσισε μετά από συνεννοήσεις με τους γονείς και τα αδέλφια της, να υποκύψει στις απειλές τους και να καταβάλει στους κατηγορούμενους το ποσό των 10.000 ευρώ, το οποίο και ανέλαβε να καταβάλλει στους κατηγορούμενους για λογαριασμό της μηνύτριας ο αδελφός της, ΓΓ. Έτσι, ο αδελφός της μηνύτριας στις 25.11.2003, κατέβαλε στον πρώτο κατηγορούμενο το ποσό των 10.000 ευρώ. Για την καταβολή του ποσού αυτού, ο ΓΓ ζήτησε από τον πρώτο κατηγορούμενο να του δώσει μια έγγραφη απόδειξη, για να αποτελέσει αυτή (απόδειξη) αποδεικτικό στοιχείο για την επιστροφή εις αυτόν από την αδελφή του των χρημάτων που κατέβαλε για λογαριασμό της. Πράγματι, ο πρώτος κατηγορούμενος έδωσε μια χειρόγραφη απόδειξη στο ΓΓ για την παραπάνω καταβολή, αλλά αυτός (πρώτος κατηγορούμενος) για να αποφύγει το ενδεχόμενο να χρησιμοποιηθεί αυτή (απόδειξη) ως στοιχείο εναντίον του για εκβίαση, σκεπτόμενος δολίως, δεν ανέγραψε σε αυτήν την αιτία καταβολής, αλλά αορίστως ότι το παραπάνω ποσό κατεβλήθη για λογαριασμό της μηνύτριας. Περαιτέρω, οι κατηγορούμενοι, μετά την προαναφερθείσα αποδοχή του εκβιασμού τους από τη μηνύτρια, θέλησαν να της αποσπάσουν εκβιάζοντας την με τον ίδιο ως άνω τρόπο, περισσότερα χρήματα, και έτσι το Δεκέμβριο του ιδίου ως άνω έτους (2003) της ζήτησαν άλλα 20.000 ευρώ. Η μηνύτρια, όμως, συνειδητοποιώντας ότι ο εκβιασμός της δεν θα είχε τέλος αν υπέκυπτε και αυτή τη φορά, κατήγγειλε τους κατηγορούμενους στην Αστυνομία, με σχέδιο και οδηγίες της οποίας συνελήφθη επ' αυτοφώρω ο πρώτος κατηγορούμενος να παραλαμβάνει από τον αδελφό της μηνύτριας, ΓΓ, σε ερημική τοποθεσία το ποσό των 10.000 ευρώ, τα οποία προηγουμένως είχαν προσημειωθεί από την Αστυνομία. Στην προκειμένη περίπτωση οι κατηγορούμενοι, ισχυρίζονται ότι, το ποσό των 10.000 ευρώ, το οποίο αρχικά κατέβαλε ο ΓΓ για λογαριασμό της μηνύτριας στον πρώτο κατηγορούμενο, αλλά και το ποσό των 10.000 ευρώ, που συνελήφθη επ' αυτοφώρω από την αστυνομία να παραλαμβάνει ο πρώτος κατηγορούμενος από τον ΓΓ, ο οποίος ενεργούσε για λογαριασμό της αδελφής του, ως επίσης και άλλα 10.000 ευρώ, τα οποία δεν τους καταβλήθηκαν, ήτοι συνολικά 30.000 ευρώ, αποτελούν προϊόν κλοπής, την οποία προηγουμένως είχε διαπράξει κατ' εξακολούθηση από τις αρχές Αυγούστου 2003 η μηνύτρια στην οικία τους, από την οποίαν είχε αφαιρέσει το παραπάνω ποσό και έτσι αυτή (μηνύτρια) μετά τη βιντεοσκόπηση της με κάμερα στην οικία τους, αποδεχόμενη την ενοχή της για την κατ' εξακολούθηση κλοπή, τους επέστρεψε τα παραπάνω ποσά. Ο παραπάνω ισχυρισμός των κατηγορουμένων δεν επιβεβαιώνεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, αντίθετα ο ισχυρισμός αυτός ανατρέπεται πλήρως από τις ενέργειες και τη συμπεριφορά των ιδίων των κατηγορουμένων. Ειδικότερα, αυτοί ισχυρίζονται ότι από τις αρχές Αυγούστου του 2003 διαπίστωσαν ότι καθημερινώς μέχρι 22.11.2003 κάποιος έμπαινε στο σπίτι τους με αντικλείδι και αφαιρούσε (καθημερινώς) από το συρτάρι τους όπου είχαν τοποθετημένα 2.000-3.000 ευρώ, το ποσό των 300-400 ευρώ (βλ. την από 17.12.2003 προανακριτική κατάθεση της δεύτερης κατηγορουμένης, η οποία αναγνώστηκε στο ακροατήριο, προκειμένου να υποδειχθούν εις αυτήν αντιφάσεις σε σχέση με την απολογία της στο Εφετείο). Με βάση τον ισχυρισμό της αυτό, πρέπει να αφαιρέθηκε περίπου για το παραπάνω χρονικό διάστημα των τριών μηνών και 22 ημερών το συνολικό ποσό των 44·8οο ευρώ (3 μήνες και 22 ημέρεςΧ400 ευρώ ημερ.). Περαιτέρω, όμως και κατ' ακολουθίαν του προαναφερθέντος ισχυρισμού τους, ανακύπτουν εύλογα ερωτήματα για τα οποία οι κατηγορούμενοι δεν έδωσαν καμία πειστική εξήγηση. Και συγκεκριμένα : 1)γιατί δεν αντικατέστησαν την κλειδαριά του σπιτιού τους και άφησαν να μπαίνει καθημερινά ανενόχλητος κάποιος τρίτος στο σπίτι τους με αντικλείδι, για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα και να αφαιρεί (καθημερινά) το ποσό των 400 ευρώ, 2) γιατί τοποθετούσαν καθημερινά στο ίδιο σημείο τα χρήματα τους, μολονότι όπως ισχυρίζονται κάποιος καθημερινά τα αφαιρούσε και δεν τα τοποθετούσαν σε ασφαλέστερο σημείο, 3) γιατί δεν κατήγγειλαν στην Αστυνομία την κλοπή που γινόταν στο σπίτι τους κατ' εξακολούθηση, και μάλιστα καθημερινά, έτσι ώστε να προβεί στις δέουσες ενέργειες για τη σύλληψη του δράστη, 4) γιατί τελικά ζήτησαν από τη μηνύτρια να τους επιστρέψει μόνο το ποσό των 30.000 ευρώ, και όχι το ως άνω συνολικό ποσό των 44.800 ευρώ, που όπως ισχυρίζονται αφαιρέθηκε από την οικία τους κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, 5) αν η μηνύτρια είχε ροπή για κλοπές, γιατί αυτή από του έτους 2000 που τους νοίκιασε το σπίτι, έως τον Ιούλιο του 2003, δεν εισήλθε ποτέ σ' αυτό με αντικλείδι να τους αφαιρέσει χρήματα και αιφνιδίως αυτή άρχισε από τις αρχές Αυγούστου του 2003 να εισέρχεται καθημερινά σε αυτό και να τους αφαιρεί χρήματα. Με βάση τα παραπάνω, το Δικαστήριο, άγεται στην κρίση ότι ο ανωτέρω ισχυρισμός των κατηγορουμένων είναι ψευδής και αβάσιμος. Το ότι οι κατηγορούμενοι ψεύδονται, πέραν των άλλων αποδεικτικών μέσων, προκύπτει και από το περιεχόμενο των από 17.2.2003 προανακριτικών καταθέσεων τους ενώπιον του Αστυφύλακα ΔΔ-οι οποίες αναγνώστηκαν στο ακροατήριο κατά τη διάρκεια της απολογίας τους, διότι όσα εξέθεταν ήταν διαφορετικά από όσα οι ίδιοι κατέθεσαν στην προδικασία- οι οποίες είναι αντιφατικές μεταξύ τους και η μία αναιρεί την άλλη, όπου ειδικότερα η δεύτερη κατηγορούμενη κατέθεσε ότι αυτή διαπίστωσε ότι από τις αρχές Αυγούστου (5.8.2003) κάποιος έμπαινε και αφαιρούσε καθημερινά 300-400 ευρώ, και όχι επίσης στις 5-8-2003 κάποιος εισήλθε στο σπίτι της και αφαιρούσε 1.000 ευρώ. Αντιθέτως, ο πρώτος κατηγορούμενος και σύζυγος της πρώτης, κατέθεσε ότι αυτός διαπίστωσε ότι από 1.9.2003 για πρώτη φορά κάποιος αφαιρούσε χρήματα από το σπίτι τους, χωρίς να προσδιορίζει το ποσό που αφαιρείτο από το σπίτι και ούτε να επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό της συζύγου του ότι στις 5-8-2003 αφαιρέθηκαν 1.000 ευρώ από το σπίτι τους. Στο σημείο δε αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι πριν οι κατηγορούμενοι διαπράξουν σε βάρος της μηνύτριας τους ανωτέρω εκβιασμούς, η δεύτερη κατηγορούμενη, Ψ2, είχε επιχειρήσει στις 4-3-2003 να εκβιάσει μία αλλοδαπή ρωσικής καταγωγής που απασχολούσε στο σπίτι της ευκαιριακά ως καθαρίστρια, αλλά ο εκβιασμός της απέτυχε μετά τη σφοδρή αντίδραση της εν λόγω αλλοδαπής. Συγκεκριμένα, η Ψ2 κατήγγειλε στην Αστυνομία ότι η εν λόγω Ρωσίδα της είχε αφαιρέσει από το σπίτι της το ποσό των εξήντα (60€) ευρώ και ακολούθως αυτή, μπροστά μάλιστα στον εν λόγω αστυνομικό, ο οποίος επιλήφθηκε της υποθέσεως, απειλούσε τη Ρωσίδα ότι αν δεν της καταβάλει το ποσό των 1.000 ευρώ, θα της υποβάλει μήνυση. Η Ρωσίδα, όμως, η οποία αρνείτο ότι της έκλεψε το ποσό των 60 ευρώ, αντέδρασε έντονα και αρνήθηκε να της καταβάλει το ποσό των 1.000 ευρώ για να μην της υποβάλει μήνυση και έτσι στη συνέχεια η Ψ2, προφανώς για να μην εκτεθεί περισσότερο δεν υπέβαλε μήνυση κατά της Ρωσίδας (βλ. κατάθεση μάρτυρα κατηγορίας υπαστυνόμου ΕΕ). Κατ' ακολουθίαν των παραπάνω, προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι χρησιμοποιώντας τις παραπάνω απειλές της δημοσιοποίησης της παραπάνω κασέτας, καθώς και της επιλήψιμης σχέσης της μηνύτριας με κάποιον άνδρα, ζήτησαν από τη μηνύτρια 30.000 ευρώ, από τα οποία πέτυχαν να αποσπάσουν εξαναγκάζοντας την με τον ως άνω τρόπο 20.000 ευρώ, ποσό που αποτελεί παράνομο περιουσιακό όφελος, καθόσον δεν αποτελεί αντικείμενο νόμιμης απαίτησης τους. Επομένως, αυτοί πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι για την πράξητης εκβίασης κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση όπως κατηγορούνταν, με το ελαφρυντικό του πρότερου εντίμου βίου. Τέλος, πρέπει να αναφερθεί ότι το Δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του περί ενοχής των κατηγορουμένων, δεν έλαβε υπόψη του μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, τη μη αναγνωσθείσα βιντεοκασέτα, αλλά απλώς αυτή αναφέρεται ιστορικά στο σκεπτικό της απόφασης".
Στη συνέχεια το Δικαστήριο της ουσίας, κήρυξε τους κατηγορουμένους ενόχους εκβίασης κατά συναυτουργία και κατ'εξακολούθηση και τους επέβαλε ποινή φυλακίσεως έξι μηνών στον καθένα, της οποίας την εκτέλεση ανέστειλε επί τριετία. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του ανωτέρω εγκλήματος εκβίασης κατ'εξακολούθηση και κατά συναυτουργία, για το οποίο κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες, τα αποδεικτικά μέσα, επί των οποίων στηρίχθηκε προς μόρφωση της περί αυτού κρίσεώς του και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27, 45, 98 και 385 παρ. 1γ του ΠΚ, τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου και δε στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση, όπως από το σύνολο του παραπάνω αιτιολογικού συνάγεται: α) επαρκώς και πλήρως αιτιολογείται ο τρόπος με τον οποίον οι δύο κατηγορούμενοι σύζυγοι, οι οποίοι ήταν στο ... μισθωτές και γείτονες και φίλοι με την πολιτικώς ενάγουσα, κουμπάροι με την αδελφή αυτής ΒΒ, παγίδευσαν μετά από σχεδίαση και βιντεοσκόπησαν στη μίσθια οικία τους να κλέπτει δήθεν χρήματα, που όμως ευρισκομένη εκεί μετά από κλήση της δεύτερης κατηγορουμένης να της επιστρέψει κάποιο ποσό 270 ευρώ, από τη δαπάνη κοινοχρήστων, εισήλθε στο δωμάτιο και έλαβε από συρτάρι , με την προτροπή όμως και την άδεια της δεύτερης κατηγορουμένης, που κρατούσε εκείνη τη στιγμή το μωρό της και στη συνέχεια με τη βιντεοταινία αυτή, με απειλή ότι θα την καταγγείλουν για κλοπή συνολικού ποσού 10.000 ευρώ και ότι θα κοινοποιήσουν στον κόσμο και στο σύζυγό της ναυτικό που απουσίαζε στα καράβια το περιεχόμενο βιντεοκασέτας που αφορούσε, όπως της έλεγαν, την προσωπική της ζωή και επιλήψιμη σχέση της με άλλον άνδρα, εκβίασαν την πολιτικώς ενάγουσα, ότι οι απειλές αυτές επέδρασαν στη βούληση της πολιτικώς ενάγουσας, η οποία και υπέκυψε στις άνω απειλές των κατηγορουμένων, στους οποίους και παράδωσε στις 25-11-2003 δια χειρός του μάρτυρος αδελφού της ΓΓ, αρχικά ποσόν 10.000 ευρώ, ότι στη συνέχεια κατά μήνα Δεκέμβριο του 2003 οι κατηγορούμενοι, βλέποντας αποδοχή του πρώτου εκβιασμού τους, θέλησαν να αποσπάσουν περισσότερα χρήματα και εκβίασαν την πολιτικώς ενάγουσα με τον ίδιο τρόπο απειλών και της ζήτησαν άλλα 20.000 ευρώ και μετά συνεννόηση με την Αστυνομική Αρχή, ο ίδιος αδελφός της πολιτικώς ενάγουσας μετέβη σε ερημική τοποθεσία και παρέδωσε για λογαριασμό της αδελφής του, στον πρώτο κατηγορούμενο προσημειωμένα χαρτονομίσματα συνολικού ποσού 10.000 ευρώ, που είχαν προσυμφωνήσει και εκεί στις 17-12-2003 κατελήφθη επ'αυτοφώρω από αστυνομικό που είχε κρυφθεί στο αυτοκίνητο, ο πρώτος κατηγορούμενος να παραλαμβάνει στην κατοχή του τα άνω χρήματα, ενώ με εμπεριστατωμένη αιτιολογία το Δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό των κατηγορουμένων ότι τα άνω ποσά αποτελούσαν επιστροφή χρημάτων που δήθεν η πολιτικώς ενάγουσα είχε κλέψει τμηματικά από την οικία τους. Η δεύτερη δε ως άνω πράξη της εκβιάσεως είναι τετελεσμένη και ουδόλως συνάγεται ότι περιγράφεται αυτή στο αιτιολογικό ως απόπειρα εκβιάσεως, β) ουδεμία ασάφεια ή αντίφαση υπάρχει στο αιτιολογικό και το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, μία βιντεοταινία είχαν οι κατηγορούμενοι στην κατοχή τους, η οποία και κατασχέθηκε, αλλά οι κατηγορούμενοι απειλούσαν και πέτυχαν την εκβίαση, ισχυριζόμενοι ότι κατέχουν και δεύτερη βιντεοταινία που εμφάνιζε επιλήψιμη σχέση της πολιτικώς ενάγουσας με κάποιον άλλο άνδρα, και έτσι θα εβλάπτετο η τιμή και η οικογενειακή υπόληψη της πολιτικώς ενάγουσας, γ) σημειώνεται δε ότι συνεκτιμήθηκαν και οι καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως και δεν ήταν αναγκαίο να γίνει ειδικότερη αναφορά ή ανάλυση των υπό των μαρτύρων αυτών κατατεθέντων, το δε γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα άλλα αποδεικτικά μέσα και δη μάρτυρες, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη και δε συνεκτιμήθηκαν και οι καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως, δ) από την αναφορά στην αρχή του αιτιολογικού, προς διαπίστωση της προσωπικότητας των κατηγορουμένων και διερεύνηση του υποκειμενικού στοιχείου, ότι αναφέρθηκε από μάρτυρα αστυνομικό, ότι και στις 4-3-2003 η δεύτερη κατηγορουμένη είχε επιχειρήσει να εκβιάσει μία αλλοδαπή από τη Ρωσία, την οποία χρησιμοποιούσε στην οικία της ως καθαρίστρια και την οποία κατήγγειλε στην Αστυνομία ότι της έκλεψε το ποσό των 60 ευρώ από την οικία της και της ζήτησε 1.000 ευρώ για να μην υποβάλλει μήνυση και τελικά λόγω σφοδρής αντιδράσεως της Ρωσίδας αρνούμενης την κλοπή και την πληρωμή, η κατηγορουμένη υποχώρησε και δεν υποβλήθηκε καμία μήνυση, από καμία πλευρά, γεγονότα τα οποία κατέθεσε ότι συνέβησαν ενώπιόν του ο μάρτυρας αστυνομικός και Διοικητής του Α.Σ. ..., δε σημαίνει ότι το Δικαστήριο δέχθηκε για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσεως "την ενοχή της κατηγορουμένης για την άνω πράξη που ουδέποτε της αποδόθηκε", όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες και ουδεμία ακυρότητα ή παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ για δίκαιη δίκη επήλθε. Συνεπώς οι προβαλλόμενοι από τους αναιρεσείοντες συναφείς όγδοος, ένατος, ενδέκατος και δωδέκατος λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως με εκ πλαγίου παράβαση, για απόλυτη ακυρότητα και για παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
4. Από τη διάταξη του άρθρου 369 του ΚΠοινΔ, κατά την οποία, "1. Όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση, δίνει το λόγο στον εισαγγελέα ή στους εισαγγελείς, έπειτα στον πολιτικώς ενάγοντα, ο οποίος πρέπει να αναπτύξει συγχρόνως και το θέμα που αφορά τις απαιτήσεις του, δεν μπορεί όμως να επεκταθεί στο θέμα της ποινής που πρέπει να επιβληθεί, ύστερα στον αστικώς υπεύθυνο και τέλος δίνει το λόγο στον κατηγορούμενο. 2. Δικαίωμα δευτερολογίας έχει μόνον ένας εισαγγελέας και ο κατηγορούμενος ή ένας συνήγορός του ...", προκύπτει ότι, στον πολιτικώς ενάγοντα δίδεται ο λόγος επί της ενοχής και για την υποστήριξη των πολιτικών του αξιώσεων, όχι δε και επί της ποινής ή επί του ελαφρυντικού ή των ελαφρυντικών, που τυχόν ζητήθηκαν από τον κατηγορούμενο ή για να δευτερολογήσει, γιατί ο λόγος επί των ελαφρυντικών ισοδυναμεί με εκείνον επί της ποινής, αφού η αναγνώριση ελαφρυντικών επηρεάζει μόνο την ποινή και όχι την ενοχή του κατηγορούμενου ή τις πολιτικές κατ' αυτού αξιώσεις. Αν παρά ταύτα, δοθεί ο λόγος στον πολιτικώς ενάγοντα επί της ποινής ή αυτός έχοντας το λόγο επί της ενοχής, επεκταθεί στο ζήτημα της ποινής ή των ελαφρυντικών, με την ανοχή του διευθύνοντος τη συζήτηση, παρά τις αντιρρήσεις άλλου παράγοντα της δίκης και προσφυγή κατά της σχετικής αποφάσεως ή ανοχής του διευθύνοντος τη συζήτηση στο Δικαστήριο, επέρχεται κατά το άρθρο 171 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και ιδρύεται λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα. Ουδεμία όμως ακυρότητα της διαδικασίας επέρχεται, όταν ο πολιτικώς ενάγων, έχοντας το λόγο επί της ενοχής, επεκταθεί χωρίς αντίρρηση κατά την αγόρευσή του, έστω και με την ανοχή του διευθύνοντος τη συζήτηση, στο ζήτημα της ποινής ή των ελαφρυντικών. Στην προκείμενη περίπτωση προβάλλεται από τους αναιρεσείοντες απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, γιατί ο προεδρεύων, μετά την πρόταση του Εισαγγελέα της έδρας επί της επιβλητέας ποινής, έδωσε το λόγο και στο συνήγορο της πολιτικής αγωγής επί της ποινής και αυτός ζήτησε να επιβληθεί στους κατηγορουμένους η πρωτοδίκως επιβληθείσα ποινή φυλακίσεως. Όμως, όπως προκύπτει από τα επισκοπούμενα πρακτικά, πράγματι, μετά την επί της επιβλητέας ποινής πρόταση του Εισαγγελέα, ο πληρεξούσιος της πολιτικής αγωγής, " αφού έλαβε το λόγο από τον προεδρεύοντα, ζήτησε να επιβληθεί στους κατηγορουμένους η πρωτοδίκως επιβληθείσα ποινή φυλακίσεως και μετά οι συνήγοροι των κατηγορουμένων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από τον προεδρεύοντα, ζήτησαν το ελάχιστο όριο της ποινής που προβλέπεται από το νόμο", χωρίς να προβάλουν καμία αντίρρηση οι συνήγοροι των κατηγορουμένων, όταν δόθηκε ο λόγος από τον προεδρεύοντα ως άνω στην πολιτική αγωγή και επί της επιβλητέας ποινής. Επομένως, κατά τα παραπάνω, ουδεμία ακυρότητα από την εν λόγω παράβαση επήλθε και ο συναφής πέμπτος, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως (α' σκέλος), είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.
5. Κατά το άρθρο 369 παρ.1 του ΚΠοινΔ, "όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει το λόγο στον εισαγγελέα... έπειτα στον πολιτικώς ενάγοντα, ο οποίος πρέπει συγχρόνως να αναπτύξει και το θέμα που αφορά τις απαιτήσεις του... και τέλος δίνει το λόγο στον κατηγορούμενο". Κατά δε το άρθρο 371 παρ. 3 εδ. β' του ιδίου Κώδικα, "αφού κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος, γίνεται αμέσως κατόπιν συζήτηση για την ποινή που θα πρέπει να επιβληθεί και ενδεχομένως για τα μέτρα ασφάλειας και για τις απαιτήσεις του πολιτικώς ενάγοντος". Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι, το κεφάλαιο των απαιτήσεων του πολιτικώς ενάγοντος κρίνεται και αποφασίζεται από το Δικαστήριο μαζί με την ποινή που πρέπει να επιβληθεί στον κηρυχθέντα ένοχο κατηγορούμενο. Γι' αυτό, όταν μετά την απόφαση για την ενοχή δίνεται ο λόγος, όπως ειδικότερα διαλαμβάνεται στο 369 ΚΠοινΔ, στον Εισαγγελέα, στον πολιτικώς ενάγοντα και στον συνήγορο του κατηγορουμένου, κάθε ένας από αυτούς οφείλει να εκφράσει τη γνώμη του, επί όλων των εκκρεμών κατά τη στιγμή εκείνη θεμάτων, δηλαδή για την ποινή, την αναστολή, για τα τυχόν μέτρα ασφάλειας και για τις απαιτήσεις του πολιτικώς ενάγοντος. Αν ο διευθύνων τη συζήτηση δεν δώσει το λόγο στον συνήγορο του κατηγορουμένου, παραβιάζεται το δικαίωμά του και επέρχεται απόλυτη ακυρότητα κατ' άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ' του ΚΠοινΔ, η οποία ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναιρέσεως του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ιδίου Κώδικα. Επίσης, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 32 παρ.1, 138 παρ.2, 3, 171 παρ.1 εδ. β' και 510 παρ.1Α ΚΠΔ, προκύπτει ότι επέρχεται ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και δημιουργείται ο αυτός ως άνω αναιρετικός λόγος της αποφάσεως που εκδόθηκε, χωρίς προηγουμένως να ακουσθεί ο εισαγγελέας. Στην υπόθεση που κρίνεται, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, μετά την απαγγελία της αποφάσεως για την ενοχή του κατηγορουμένου, ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Προεδρεύοντα, πρότεινε να επιβληθεί στον κατηγορούμενο ποινή φυλακίσεως δύο μηνών στον καθένα. Ο πληρεξούσιος της πολιτικής αγωγής ζήτησε την παραδοχή της αγωγής του. Οι συνήγοροι των κατηγορουμένων ζήτησαν να επιβληθεί στους κατηγορουμένους το ελάχιστο όριο της προβλεπόμενης από το νόμο ποινής και μετά την επιβολή της ποινής φυλακίσεως έξι μηνών σε καθένα και μετά την πρόταση του Εισαγγελέα για αναστολή των ποινών και να επιδικασθεί στην πολιτικώς ενάγουσα ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 44 ευρώ, έλαβαν και πάλιν το λόγο και ζήτησαν " να αφαιρεθεί ο χρόνος προσωρινής κρατήσεως και να ανασταλούν οι επιβληθείσες ποινές για τρία χρόνια", χωρίς να αναφερθούν όπως μπορούσαν στο θέμα της αιτηθείσας χρηματικής ικανοποιήσεως που θάπρεπε να επιβληθεί από το Δικαστήριο στους κατηγορουμένους. Άρα, αφού ο διευθύνων τη συζήτηση έδωσε τον λόγο στον Εισαγγελέα και στους συνηγόρους των κατηγορουμένων, αλλά αυτοί αναφέρθηκαν μόνο στα παραπάνω ζητήματα, δίχως να εκφραστούν , όπως όφειλαν και μπορούσαν, ενιαίως, αλλά και μετά την σχετική πρόταση του Εισαγγελέα και για την από το άρθρο 932 του ΑΚ αστική απαίτηση της πολιτικώς ενάγουσας, που τους δόθηκε ο λόγος, χωρίς να προτείνουν και επ' αυτής, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως (β σκέλος), κατά τον οποίο "το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί των αστικών αξιώσεων της πολιτικώς ενάγουσας, χωρίς προηγουμένως να δοθεί ο λόγος για τις αξιώσεις αυτής στους συνηγόρους των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων, οι οποίοι και δεν πρότειναν επ' αυτών", είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Άλλωστε, σε κάθε περίπτωση, από το Δικαστήριο επιδικάσθηκε το αιτηθέν με επιφύλαξη κατώτερο συμβολικό ποσό των 44 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης της πολιτικώς ενάγουσας και οι κατηγορούμενοι, δεν έχουν έννομο συμφέρον να παραπονούνται για την άνω παράβαση.
6. Κατά το άρθρο 6 παρ. 3 εδαφ. δ' της από 4 Νοεμβρίου 1950 Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης και το άρθρο 14 παρ. 3 στοιχ. ε' του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που κυρώθηκαν αντιστοίχως με το ν.δ. 53/1974 και το νόμο 2462/1997 και αποτελούν εσωτερικό δίκαιο, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να εξετάσει ή ζητήσει όπως εξετασθούν οι μάρτυρες κατηγορίας και επιτύχει την πρόσκληση και εξέταση των μαρτύρων υπερασπίσεως υπό τους αυτούς όρους ως των μαρτύρων κατηγορίας. Εξάλλου όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 170 παρ. 2 και 171 παρ. 2 εδ. δ' του ΚΠοινΔ για να γεννηθεί η από την τελευταία διάταξη προβλεπόμενη απόλυτη ακυρότητα θα πρέπει να υπάρχει από το νόμο υποχρέωση του Δικαστηρίου να προκαλέσει αυτό την άσκηση εκ μέρους του κατηγορουμένου ορισμένου δικαιώματος που του παρέχεται από το νόμο. Τέτοια δε υποχρέωση για το Δικαστήριο δεν δημιουργείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 6 και 14 των εν λόγω διεθνών συμβάσεων, ούτε από άλλες παρεμφερείς διατάξεις, σε σχέση με το δικαίωμα του κατηγορουμένου να ζητήσει την κλήτευση μαρτύρων της εκλογής του ή να υποβάλει ερωτήσεις προς τους μάρτυρες ή τον συγκατηγορούμενον του με την μεσολάβηση του διευθύνοντος τη συζήτηση ή και να προβεί σε δηλώσεις ή παρατηρήσεις σχετικά με την κατάθεση ή την απολογία τους (άρθρ. 327, 358 και 366 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ). Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ έβδομος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με το οποίον προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο υπέπεσε στην από το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ προβλεπόμενη πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας, γιατί προέβη στην ανάγνωση των ληφθεισών κατά την προδικασία απολογιών τους, κατά παράβαση της αρχής της αμεσότητας που εξασφαλίζει την προφορική απολογία των κατηγορουμένων και κατά παράβαση του δικαιώματος σιωπής αυτών, πρέπει ν' απορριφθεί ως απαράδεκτος, αφού οι αναιρεσείοντες δεν επικαλούνται ούτε και από τα πρακτικά της σχετικής δίκης προκύπτει, ότι υποβλήθηκε από μέρους τους τέτοιο αίτημα για μη ανάγνωση, αντίθετα από τα πρακτικά προκύπτει (σελ. 27), ο προεδρεύων ανέγνωσε τις από 17-12-2003 εκθέσεις εξετάσεως στην προδικασία των δύο παρόντων συγκατηγορουμένων," χωρίς καμία αντίρρηση αυτών ή των συνηγόρων τους", στη σελίδα μάλιστα 51 του αιτιολογικού σημειώνεται ότι "αναγνώσθηκαν κατά τη διάρκεια των απολογιών των κατηγορουμένων, διότι όσα εξέθεταν ήταν διαφορετικά από όσα οι ίδιοι κατέθεσαν στην προδικασία και οι οποίες είναι αντιφατικές μεταξύ τους, η μία αναιρεί την άλλη" και σημειώνονται οι αντιφάσεις στις άνω προανακριτικές απολογίες, οι ίδιοι δε οι κατηγορούμενοι απολογήθηκαν και προφορικά και μπορούσαν να δώσουν διευκρινίσεις για τις παραδεκτά από τον προεδρεύοντα υποδειχθείσες σε αυτούς αντιφάσεις ή και να σιωπήσουν, αρνούμενοι οιαδήποτε απάντηση.
7. Κατά το άρθρο 504 παρ. 3 ΚΠοινΔ, αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται κατά του περί αποδόσεως ή δημεύσεως μέρους της αποφάσεως εις τους εις το άρθρο 492 αναφερομένους, κατά δε το άρθρο 492 ΚΠοινΔ κατά του περί αποδόσεως των αφαιρεθέντων και πειστηρίων και περί δημεύσεως μέρους πάσης αποφάσεως επιτρέπεται έφεση εις τον κατηγορούμενο, τον πολιτικώς ενάγοντα και τρίτον του οποίου τις αξιώσεις έκρινε η απόφαση. Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 60 παρ. 1, 310 παρ. 2 και 373 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι το ποινικό δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να κρίνει και για ζητήματα αστικής φύσης που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της δίκης και με την τελειωτική απόφαση του υποχρεούται και αυτεπαγγέλτως να διατάσσει την απόδοση των μη υποχρεωτικώς κατά νόμο δημευτέων πραγμάτων, που αφαιρέθηκαν και των πειστηρίων που κατασχέθηκαν ή παραδόθηκαν κατά την ανάκριση και δεν έγινε άρση της κατασχέσεώς του, κατά το άρθρο 268 του αυτού Κώδικα στον από την διαδικασία αποδεικνυόμενο ιδιοκτήτη τους, κατά το άρθρο 1000 του Α.Κ. και όχι σε εκείνον παρά του οποίου κατασχέθηκαν, αδιαφόρως αν ο καθ' ού η κατάσχεση ή ο εκουσίως παραδώσας στην ανάκριση τα πράγματα κατείχε αυτά νομίμως μέχρι την κατάσχεση ή άσκησε νομίμως δικαίωμα επισχέσεως. Κατ'άρθρο δε 76 παρ.1 του ΠΚ, "αντικείμενα που είναι προϊόντα κακουργήματος ή πλημμελήματος το οποίο πηγάζει από δόλο, καθώς και το τίμημά τους και όσα αποκτήθηκαν με αυτά, επίσης αντικείμενα που χρησίμευσαν ή προορίζονταν για την εκτέλεση τέτοιας πράξης μπορούν να δημευθούν αν αυτά ανήκουν στον αυτουργό ή σε κάποιον από τους συμμετόχους". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η δήμευση μετά από καταδικαστική απόφαση, ως παρεπομένη ποινή, απόκειται στην ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του Δικαστηρίου, πρέπει όμως να αιτιολογείται η επιβολή της δημεύσεως ή της αποδόσεως των κατασχεθέντων και να αναφέρεται η διάταξη που την προβλέπει.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Δικαστήριο στη σελίδα 57, συμπεριέλαβε το εξής αιτιολογικό: "Σύμφωνα με τα άρθ 373 ΚΠοινΔ και 76 ΠΚ, πρέπει να διαταχθεί η δήμευση της βιντεοκάμερας μάρκας CANON και της σπασμένης μίνι βιντεοκασέτας μάρκας SONY, που κατασχέθηκαν με: α) την από 17-12-2003 έκθεση σωματικής έρευνας και κατασχέσεως του αστυφύλακα του Α.Σ. ... ... και β) την από 17-12-2003 έκθεση παραδόσεως και κατασχέσεως του αστυφύλακα του Α.Σ. ... ..., αντίστοιχα, επικυρουμένων των παραπάνω δύο (2) εκθέσεων. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η οριστική απόδοση των κατασχεθέντων 100 προσημειωμένων χαρτονομισμάτων των 100€, που κατασχέθηκαν με την ίδια ως άνω από 17-12-2003 έκθεση σωματικής έρευνας και κατασχέσεως του αστυφύλακα του Α.Σ. ... και τα οποία έχουν ήδη αποδοθεί με την από 17-12-2003 έκθεση απόδοσης κατασχεθέντων του αστυφύλακα του Α.Σ. ... ..., στο ιδιοκτήμονα ΓΓ, κάτοικο ..., επικυρουμένης και της παραπάνω εκθέσεως απόδοσης κατασχεθέντων".
Από το παραπάνω αιτιολογικό, σε συνδυασμό με το προπαρατεθέν επί της ενοχής κύριο αιτιολογικό, προκύπτει ότι συνέτρεχαν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις για τη δήμευση των παραπάνω κατασχεθέντων πραγμάτων και την οριστική απόδοση των κατασχεθέντων προσημειωμένων χαρτονομισμάτων στον ιδιοκτήμονα αυτών αδελφό της πολιτικώς ενάγουσας ΓΓ, αναφέρονται οι διατάξεις των άρθρων 76 ΠΚ και 373 του ΚΠοινΔ που προβλέπουν αντίστοιχα τη δήμευση και την απόδοση, και υπάρχει η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για τις διατάξεις αυτές του Δικαστηρίου. Επομένως, ο συναφής από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ του ΚΠοινΔ, δέκατος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει η αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ) και β) στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας ( άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20-6-2008 αίτηση αναιρέσεως των: Χ1 και Χ2, κατά της με αριθμό 111/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αιγαίου. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες α) στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, για τον καθένα, και β) στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας εκ ποσού πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Μαΐου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ