Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα, Πρόσθετοι λόγοι.
Περίληψη:
Ψευδής καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμηση. Θεμελίωση των εγκλημάτων αυτών. Επάρκεια αιτιολογίας καταδικαστικής απόφασης. Απόλυτη ακυρότητα από τη λήψη υπόψη εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν και άλλων που αναγνώσθηκαν χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητά τους. Αίτηση αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας, ειδικής και εμπεριστατωμένης, της καταδικαστικής απόφασης και για απόλυτη ακυρότητα λόγω της λήψης υπόψη του Δικαστηρίου εγγράφων των ως άνω δύο περιπτώσεων. Απόρριψη αμφοτέρων των λόγων ως αβασίμων και απόρριψη αίτησης αναίρεσης και προσθέτων λόγων αυτής συνολικά.
Αριθμός 1232/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή και Γεώργιο Μπατζαλέξη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Μαρτίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αχιλλέα Μαυρομάτη, περί αναιρέσεως της 4621/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο .., που παραστάθηκε ο ίδιος ως δικηγόρος. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Ιουνίου 2009 αίτησή της αναιρέσεως και στους από 17 Φεβρουαρίου 2010 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1125/2009.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας και τον αυτοπροσώπως παραστάντα ως δικηγόρο και πολιτικώς ενάγοντα, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 10-6-2009 αίτηση της Χ συζύγου Ζ, κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 4621/2009 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα με δήλωσή της που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Επομένως είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω. Μαζί με αυτήν θα συνεξετασθούν και οι από 19-2-2010 πρόσθετοι επ' αυτής λόγοι που ασκήθηκαν εμπρόθεσμα και παραδεκτά με ιδιαίτερο δικόγραφο (άρθρο 509 §2 του ΚΠΔ).
Από τη διάταξη του άρθρου 229 παρ 1 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής και ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και να έγινε από αυτόν με σκοπό να κινηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή, ενώ για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του άρθρου 224 παρ. 2 ΠΚ, της ψευδορκίας, απαιτείται αφενός ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως ενώπιον αρμοδίας αρχής ψευδή γεγονότα, αφετέρου να γνωρίζει την αναλήθειά των γεγονότων αυτών. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 369 ΠΚ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται, αντικειμενικώς μεν ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για άλλον, ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν τη γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και αφετέρου, τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 4621/2009 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η κατηγορουμένη με την από 26-3-2003 μήνυσή της προς τον Εισαγγελέα Αθηνών, την οποία μεταξύ άλλων έστρεψε και κατά του μηνυτή Φ υπό την ιδιότητά του ως μέλους της Επιτροπής ..., εν γνώσει της ισχυρίσθηκε ψευδώς ότι κατά τη συνεδρίαση της ανωτέρω Επιτροπής στις 5-12-2001, που είχε ως αντικείμενο τον πειθαρχικό έλεγχο του προπονητή του TAEK-WON-DO Ζ και συζύγου της κατηγορουμένης, η οποία εξετάσθηκε ως μάρτυρας, καταχωρήθηκαν με πρόθεση ψευδή περιστατικά στην 32/2001 απόφαση, που εξεδόθη μετά την εν λόγω συνεδρίαση, και ειδικότερα ότι αυτή (κατηγορουμένη) ανέφερε φράσεις σε βάρος του προπονητή Σ, τις οποίες η ίδια ουδέποτε κατέθεσε. Η μήνυση αυτή της κατηγορουμένης, τέθηκε στο Αρχείο με διαταγή του Εισαγγελέα Αθηνών, ύστερα και από την 16-12-2004 υπεύθυνη δήλωση αυτής και του συζύγου της σχετικά με το ότι είχαν διαμορφώσει πεπλανημένη εντύπωση για τα όσα είχαν αναφερθεί στη μήνυση. Όπως όμως αποδείχθηκε η κατηγορουμένη αφενός μεν γνώριζε ότι ο μηνυτής δεν ήταν υπεύθυνος για την τήρηση των πρακτικών ως απλός μέλος της Επιτροπής αφετέρου δε ότι στα πρακτικά ανεγράφησαν όσα ακριβώς αυτή είχε καταθέσει. Παρά ταύτα όμως κατέθεσε την κρινόμενη ψευδή μήνυσή της για να προκαλέσει την καταδίωξη όλων των συγκροτούντων την επιτροπή της Ε.ΦΙ.Π. μελών της, με σκοπό να αποκρούσει τις ενδεχόμενες ποινικές και αστικές ευθύνες της έναντι του προπονητή Σ για όσα είχε καταθέσει σε βάρος της. Επίσης από τα ίδια ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη εν γνώσει της κατέθεσε στις 26-3-2003 ψέματα επιβεβαιώνοντας ότι το περιεχόμενο της μηνύσεώς της ήταν αληθές, δεδομένου ότι αυτή αποδείχθηκε ότι γνώριζε την αναλήθειά του. Επίσης γνώριζε ότι με το αναληθές αυτό περιεχόμενο της μηνύσεώς της ισχυρίσθηκε εν γνώσει της αναληθείας του γεγονός που μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του μηνυτή, αφού τον εμφάνιζε να βεβαιώνει σε δημόσιο έγγραφο, ήτοι στην ως άνω 32/2001 απόφαση-πρακτικά, περιστατικά που δεν έγιναν, ενώ γνώριζε ότι κατεγράφησαν στην απόφαση-πρακτικά ακριβώς όσα αυτή κατέθεσε. Επομένως, η κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη, όπως κατηγορείται, αναγνωριζομένου όμως σ' αυτήν του ελαφρυντικού του άρθρου 84 §1α ΠΚ, καθόσον αυτή έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή". Ακολούθως, το ίδιο Δικαστήριο κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμιση σε βάρος του Φ, και επέβαλε σ' αυτήν συνολική ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία (3) χρόνια.
Με βάση τις παρακάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτουμένη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση τ' άνω εγκλήματα για τα οποία καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ.β', 26 παρ. 1α, 27 παρ.1, 84 παρ. 2 εδ. α', 94 παρ. 1, 224 παρ. 2 και 1, 229 παρ. 1, 362 και 3636 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένης, από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις καταθέσεις όλων των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης. Ειδικότερα παρατίθεται στην απόφαση τα γεγονότα, τα οποία είναι ψευδή και συκοφαντικά και ποία είναι τα αληθή, αιτιολογεί δε το Δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα τον άμεσο δόλο της κατηγορουμένης, με την έκθεση στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία προκύπτει η γνώση, με την έννοια της βεβαιότητας της κατηγορουμένης για την αναλήθεια των ως άνω γεγονότων, τα οποία είναι γεγονότα και όχι αξιολογικές κρίσεις και τα διέδωσε ενώπιον τρίτων και ενόρκως βεβαίωσε και για τα οποία ψευδώς καταμήνυσε τον αποβιώσαντα ήδη εγκαλούντα Φ. Επομένως ο από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ μοναδικός πρόσθετος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της απαιτούμενης από τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμος και απορριπτέος, μέρος δε με τις αιτιάσεις εκείνες που διατυπώνονται από την αναιρεσείουσα και αναφέρονται σε μη ορθή αξιολόγηση από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο των αποδεικτικών στοιχείων, δηλαδή πλήττεται με αυτές η περί τα πράγματα αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος.
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333, 358, 364 §1 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει όταν το δικαστήριο λάβει υπόψη του έγγραφο που δεν ανεγνώσθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, παραβιάζοντας έτσι την άσκηση του από το άρθρο 358 του ΚΠΔ απορρέοντος δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 §1 εδ. δ' του ΚΠΔ και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης. Στην περίπτωση όμως που ο κατηγορούμενος προσκόμισε στο δικαστήριο κάποιο έγγραφο, το οποίο αναγνώσθηκε και ακολούθως λήφθηκε και τούτο υπόψη από το Δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του, δεν επέρχεται ακυρότητα από το γεγονός ότι δεν αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του, αφού ο κατηγορούμενος που το προσκόμισε γνώριζε το περιεχόμενό του και έτσι δεν αποστερήθηκε αυτός από τη δυνατότητά του να ασκήσει τα από το άρθρο 358 του ΚΠΔ δικαίωμά του. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά και συνέχεια το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσία έλαβε υπόψη του για να καταλήξει στην καταδικαστική για την αναιρεσείουσα κρίση του μεταξύ των λοιπών αποδεικτικών μέσων και: 1) την από 16-12-2004 υπεύθυνη δήλωση αυτής (αναιρεσείουσας) και του συζύγου της και 2) φωτοαντίγραφα δημοσιευμάτων. Και όσο μεν αφορά τα δεύτερα αυτά έγγραφα, που αναγνώσθηκαν δημόσια στο ακροατήριο, χωρίς αντίρρηση οιουδήποτε παράγοντα της δίκης (βλ. σελ. 3 και 4 με αρ. 16 των πρακτικών), η κατηγορουμένη δεν αιτήθηκε κάποιου υπερασπιστικού της δικαιώματος, αφού αυτή τα προσκόμισε στο δικαστήριο, γνώριζε το περιεχόμενό τους και δεν προέβη, αν και μπορούσε, σε κάποια δήλωση ή εξήγηση σχετικά με τα δημοσιεύματα αυτά. Εξάλλου, όσον αφορά την από 16-12-2004 υπεύθυνη δήλωση αυτής και του συζύγου της, ανεξαρτήτως του ότι πρόκειται για έγγραφο που γνώριζε η ίδια το περιεχόμενό της, αυτή περιλαμβάνεται στο υπ' αριθμ. 71951 έγγραφο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, που αναγνώσθηκε στο ακροατήριο δημόσια (πρόκειται περί του υπ' αριθμ. 3 αναφερόμενου στα πρακτικά καταλόγου των αναγνωσθέντων εγγράφων) και αφορά διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών με την οποία τέθηκε στο Αρχείο από 26-3-2003 σχετική μήνυση της κατηγορουμένης κατά του Φ(εγκαλούντα) και κατά λοιπών. Έτσι και αυτής της υπεύθυνης δήλωσης γνώριζε το περιεχόμενο η αναιρεσείουσα δεν προέβη δε σε κάποια δήλωση ή εξήγηση γι' αυτήν, και συνεπώς έννομα συνεκτιμήθηκε και συναξιολογήθηκε ως αποδεικτικό στοιχείο-έγγραφο από το Δικαστήριο της ουσίας. Συνακόλουθα η λήψη υπόψη και των εγγράφων αυτών από το δικαστήριο της ουσίας, δεν δημιούργησε ακυρότητα και αβάσιμα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα τα αντίθετα με το μοναδικό (υπ' αριθμ. 1 και 2) λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης (λήψη υπόψη εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε και μη προσδιορισμού των στοιχείων της ταυτότητας εγγράφων που αναγνώσθηκαν), ο οποίος γι' αυτό πρέπει να απορριφθεί.
Μετά όλα τα ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος (κύριος ή πρόσθετος) λόγος παραδεκτός για έρευνα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 §1 ΚΠΔ) ως και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως κληρονόμου του αρχικού πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176 και 183 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10 Ιουνίου 2009 αίτηση και τους επ' αυτής από 19 Φεβρουαρίου 2010 πρόσθετους λόγους της Χ συζύγου Ζ, κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 4621/2009 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στην εκ πεντακοσίων (500) ευρώ δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Ιουνίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ