Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 492 / 2013    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο.




Περίληψη:
Παράβαση του άρθρου 18 ν. 2523/1997. Αναίρεση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας σε σχέση α) με τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από τη διαδικασία β) με την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού περί παραγραφής του αδικήματος. Η παραγραφή του αδικήματος του άρθρου 18 Ν. 2523/1997 προβλέπεται στο άρθρο 21 παρ 10 Ν. 2523/1997. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.




ΑΡΙΘΜΟΣ 492/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη και Μαρία Βασιλάκη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευάγγελου Παντιώρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα-κατηγορουμένου Δ. Μ. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Κλησιάρη, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 225/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Γρεβενών.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Γρεβενών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Μαΐου 2011 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 735/2011.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ο Ν. 2523/1997 "Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις" τυποποιεί ως εγκλήματα τρεις βασικές περιπτώσεις φοροδιαφυγής: α) ..., β) τη μη απόδοση ΦΠΑ και άλλων παρακρατουμένων φόρων ή εισφορών (άρθρο 18) και γ) ...". Κατά την παρ.1 του άρθρου 18 του ν. 2523/1997, ως ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο 16 παρ.1 του ν. 3888/2010 και εν συνεχεία με το άρθρο 2 του ν. 3943/2011, αδίκημα μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης στο Δημόσιο του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών διαπράττει ο φορολογούμενος ο οποίος προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή αυτών δεν απέδωσε ή απέδωσε ανακριβώς τους άνω φόρους, τέλη ή εισφορές ή συμψήφισε ή εξαπατώντας τη φορολογική αρχή, έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α., τιμωρούμενος: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του Φ.Π.Α. που συμψηφίσθηκε ή επιστράφηκε ή δεν αποδόθηκε, υπερβαίνει σε ετήσια βάση το ποσό του ενός εκατομμυρίου δραχμών (ήδη 3.000 ευρώ), β) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του Φ.Π.Α. που συμψηφίσθηκε ή δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς, ανέρχεται σε ετήσια βάση από το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ μέχρι το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ. Περαιτέρω, η, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον κατ' άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά, και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των δεκτών γενόμενων πραγματικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ως προς τις αποδείξεις δε, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Όσον αφορά το δόλο που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ.1 του Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει από αυτή, όταν μάλιστα ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου, είτε αμέσου είτε ως ενδεχομένου, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση του εγκλήματος της παραβάσεως του άρθρου 17 παρ.1 και 18 του Ν. 2523/1997, για τα οποία η περί τούτου (δόλου) κρίση περιέχεται στην παραδοχή της υποβολής ανακριβούς δήλωσης φόρου εισοδήματος ή ΦΠΑ.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 17, 18, 19 και 21 παρ. 2 του Ν. 2523/1997, με την τελευταία των οποίων ορίζεται ότι η δίωξη ασκείται αυτεπάγγελτα και δεν αρχίζει πριν από την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου στην προσφυγή που ασκήθηκε ή, σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής πριν την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, με την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής, προκύπτει ότι, προκειμένου περί των ιδιωνύμων εγκλημάτων της φοροδιαφυγής που προβλέπονται από αυτές τις διατάξεις και αναφέρονται περιοριστικά και μόνον στην παράλειψη υποβολής ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης φόρου εισοδήματος (άρθρο 17), στη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση ΦΠΑ και παρακρατουμένων φόρων, τελών ή εισφορών (άρθρο 18) και τέλος στην έκδοση ή αποδοχή πλαστών, νοθευμένων ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (άρθρο 19), όχι δε και στην καθυστέρηση καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο (άρθρο 23 του ως άνω Ν. 2523/1997), από την έναρξη της ισχύος αυτού, επιβάλλεται ως αναγκαίος όρος για τη νομότυπη δίωξη των υπ' αυτών και μόνο διατάξεων προβλεπομένων εγκλημάτων φοροδιαφυγής, στην περίπτωση μεν που έχει ασκηθεί από τον υπόχρεο προσφυγή κατά της διαπιστωθείσης φορολογικής του παράβασης, η προηγούμενη επί της προσφυγής τελεσίδικη κρίση του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου, στην περίπτωση δε που δεν ασκήθηκε τέτοια προσφυγή, η οριστικοποίηση της φορολογικής παράβασης. Η έλλειψη δε της προϋπόθεσης αυτής συνιστά λόγο διακωλυτικό της ποινικής δίωξης και καθιστά αυτή, σε περίπτωση άσκησής της, απαράδεκτη. Η δε παραγραφή των αδικημάτων αυτών αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκησή της (Ολ.ΑΠ 2/2011).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης, υπ' αριθμ. 225/2011 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Γρεβενών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, τα ακόλουθα: "αποδείχθηκε και το δικαστήριο πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την πράξη της παράβασης του άρθρου 18 Ν. 2523/1997 η οποία του αποδίδεται με το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος στα ... το δεύτερο δίμηνο του έτους 2000, με πρόθεση προέβη σε ανακριβή απόδοση ΦΠΑ προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή και υπό την ιδιότητα του επιχειρηματία - εμπόρου ξυλείας, με έδρα την οδό ... άρθ. 94, εμφάνισε στους αρμόδιους υπαλλήλους της ΔΟΥ Γρεβενών πιστωτικό, υπόλοιπο 596.356 δρχ., ενώ προέκυψε χρεωστικό ποσό για καταβολή 1.849,631 δρχ. καθόσον από μη νόμιμη ενέργειά του (πλαστά Δ.Α) δεν συμπεριέλαβε στις εκροές ποσό 13.588.820 δρχ. πλέον ΦΠΑ με συντελεστή 18% ήτοι 2.445.987 δρχ., και με την ανακριβή αυτή δήλωση, δεν αποδόθηκε ΦΠΑ ποσού 5.428,11 ευρώ σε οριστικοποιημένη φορολογική εγγραφή που έγινε στις 30-4-2007. Όσο δε αφορά τον προβληθέντα από τον κατηγορούμενο αυτοτελή ισχυρισμό περί παραγραφής του άνω αδικήματος η προσβαλλόμενη τον απέρριψε με την ακόλουθη αιτιολογία: Επειδή σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ 10 του ν. 2523/1997 η παραγραφή των αδικημάτων του νόμου αυτού αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκηση της και στην προκειμένη δε περίπτωση η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής έγινε στις 30-3-2007 και συνεπώς η πράξη της μη απόδοσης ΦΠΑ, για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος και η οποία τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον ενός (1) έτους, ήτοι σε βαθμό πλημμελήματος, δεν έχει εισέτι υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 111 παρ 3 του ΠΚ και απορριπτέος κρίνεται ο περί παραγραφής αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου (ΑΠ 610/2010 τμ.Ζ). Ακολούθως, το ως άνω Δικαστήριο, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα της αξιοποίνου πράξεως της ανακριβούς απόδοσης στο δημόσιο ΦΠΑ και του επέβαλε ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους την οποία μετέτρεψε προς 10 ευρώ ημερησίως.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18, 26, 27 ΠΚ και 18, 20 και 21 του Ν 2523/1997 τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση.
Επίσης ως προς τον αυτοτελή ισχυρισμό της παραγραφής ορθώς εφάρμοσε τις σχετικές διατάξεις και αιτιολογημένα τον απέρριψε αφού η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής έγινε στις 30-3-2007 η δε επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος έγινε στις 15-12009, δηλαδή πριν την παρέλευση πενταετίας από της 30-3-2007 για το διωκόμενο πλημμέλημα του άρθρου 18 του Ν. 2523/1997.
Συνεπώς ο προβαλλόμενος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο, όπως εκτιμάται από το δικαστήριο, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 §1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18 Μαΐου 2011 αίτηση του Δ. Μ. του Γ., κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 225/2011 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Γρεβενών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Μαρτίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή