Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1538 / 2013    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Επιεικέστερος νόμος, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη.




Περίληψη:
Έκδοση ακάλυπτης επιταγής. 1. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. 2. Ο υποκατάστατος του ΔΣ της ΑΕ, όταν ενεργεί ως όργανο της εταιρείας, δηλαδή ως καταστατικό όργανο αυτής, κατά το αρ. 18 παρ. 2 του ν. 2190/1920, δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδότησης και βεβαίωσης του γνήσιου της υπογραφής των μελών του Δ.Σ., όταν πρόκειται για την υποβολή έγκλησης ή για τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής. 3. Ενόψει του ότι δεν υπήρχε παρόμοια ρύθμιση εξάλειψης του αξιοποίνου των αδικημάτων έκδοσης ακάλυπτων επιταγών κλπ που είχαν τελεστεί πριν την σύναψη της συμφωνίας εξυγίανσης του άρθρου 44 του ν. 1892/1990 και της συμφωνίας προπτωχευτικής συνδιαλλαγής του νέου Πτωχευτικού Κώδικα (99 επομ. του ν. 3588/2007) και λόγω απουσίας ρητής σχετικής πρόβλεψης στις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 14 του νέου ν. 4013/2011, προκύπτει ότι η υπό του τελευταίου ως άνω νόμου 4013/2011 προβλεπόμενη στο αρ. 106 η παρ. 3, εξάλειψη του αξιοποίνου με την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης, δε μπορεί να επεκταθεί και στις παρόμοιες περιπτώσεις εξυγιαντικών συμφωνιών του προϊσχύσαντος δικαίου, όπως του άρθρου 44 του ν. 1892/1990, χωρίς να μπορεί στην προκειμένη περίπτωση να τύχει αυτή η νέα ευνοϊκή ρύθμιση, ως ηπιότερη, αναδρομικής εφαρμογής, κατά τον κανόνα του άρθρου 2 του ΠΚ, ούτε κατ' αναλογίαν, διότι οι προϊσχύσασες συμφωνίες εξυγίανσης και συνδιαλλαγής, είχαν άλλες προϋποθέσεις και δε δέσμευαν νόμιμα το σύνολο των πιστωτών και των μη συμβαλλομένων ή και μη συμφωνησάντων στους όρους, (όπως γίνεται με τη νέα ρύθμιση του νέου ν. 4013/2011), δεσμεύουν δε τους πιστωτές υπό τους αυστηρούς όρους του άρθρου 44 παρ. 1 α,β,γ του ν. 1892/1990, οπότε υπάρχει ουσιαστική διαφοροποίηση όσον αφορά την ρυθμιζόμενη σχέση και τις προϋποθέσεις εξυγίανσης και ορθόν είναι, αφού υπάρχει τέτοια απόλυτη δέσμευση όλων των πιστωτών από την συμφωνία εξυγίανσης, μόνο με τη νέα ρύθμιση του νέου ν. 4013/2011, να εξαλείφεται το αξιόποινο των εκδοθέντων από τον οφειλέτη ακάλυπτων επιταγών που κατέχει οιοσδήποτε κομιστής πιστωτής. Προσθέτως, μετά την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης του άρθρου 44 του ν. 1892/1990, όπως προαναφέρθηκε, η ενοχή της υπερχρεωμένης επιχειρήσεως, του οφειλέτη και η απαίτηση των δανειστών προς εκπλήρωσή της, για το πέραν του ποσοστού του συμβιβασμού μέρος των απαιτήσεών τους, δεν αποσβένεται, αλλά παραμένει ως ατελής ενοχή.




Αριθμός 1538/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Μαρία Βασιλάκη και Χρυσούλα Παρασκευά, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Νοεμβρίου με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων: 1. Λ. Κ. του Γ., κατοίκου ... που παρέστη με την πληρεξούσια δικηγόρο του Κωνσταντίνα Κατσίφα και 2. Σ. Κ. του Κ., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρυσόστομο Βελάκη, για αναίρεση της υπ' αριθ 64187/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την εταιρία "ATE LEASING A.E.", με έδρα την .., που εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Εξαρχουλάκου.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 17 Ιανουαρίου 2013 και 21 Ιανουαρίου 2013, αντίστοιχα, αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 131/2013.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων καθώς και την πληρεξούσια δικηγόρο της πολιτικώς ενάγουσας εταιρίας, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933 περί επιταγής, όπως αντικαταστάθηκε με το Ν.Δ.1325/1972, ορίζεται ότι "ο εκδίδων επιταγή μη πληρωθείσα επί πληρωτού παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής ταύτης, τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών". Από την διάταξη αυτή, από την οποίαν απαλείφθηκε το "εν γνώσει" της προηγουμένης ρυθμίσεως, προκύπτει ότι το έγκλημα της εκδόσεως ακαλύπτου επιταγής είναι τυπικό και για την στοιχειοθέτηση του απαιτείται αντικειμενικά μεν, 1) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, 2) υπογραφή του εκδότη, στην θέση υπογραφής του εκδότη, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού, ή για χρέος άλλου και εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρείας, 3) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και 4) έλλειψη αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων στον πληρωτή, κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής, υποκειμενικά δε, γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξεως, της εκδόσεως δηλαδή επιταγής, που είναι ακάλυπτη. Με την νέα δηλαδή ρύθμιση, αρκεί ο απλός (ή ενδεχόμενος) δόλος και δεν απαιτείται άμεσος δόλος, με την έννοια της εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τελέσεως της πράξεως. Με βάση τις παραπάνω προϋποθέσεις, και του σκοπού της διάταξης του άνω άρθρου, προκύπτει κατά τρόπο σαφή ότι δράστης (αυτουργός) του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής μπορεί να είναι μόνο ο "εκδίδων" επιταγή, χωρίς αντίκρυσμα, δηλαδή αυτός που πραγματοποιεί την επί του τίτλου δήλωση βουλήσεως (υπογράφει το έγγραφο της επιταγής) και θέτει αυτό σε κυκλοφορία, ανεξάρτητα από το πρόσωπο για το οποίο επέρχονται οι έννομες συνέπειες που απορρέουν από αυτή. Ειδικότερα ως προς το στοιχείο της γνώσεως περί της ανυπαρξίας αντικρύσματος δεν απαιτείται ειδική αιτιολόγηση, διότι αυτή, ως προς τον εκδότη της επιταγής, προκύπτει αφ' εαυτής. Τέτοια στοιχεία δεν αξιώνονται πλέον από τον νόμο στην περίπτωση του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με τα διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα μόνον αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα από την απόφαση, ότι έχουν ληφθεί υπόψη στο σύνολό τους τα αποδεικτικά μέσα και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Διαφορετικά, αν από τη στάθμιση του όλου περιεχομένου του σκεπτικού της απόφασης δεν συνάγεται με τρόπο αναμφισβήτητο ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του, όλα ανεξαιρέτως τα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και όλα τα έγγραφα που αναγνώστηκαν, υπάρχει έλλειψη της κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενης αιτιολογίας της αποφάσεως. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που συνιστά λόγο αναίρεσης, κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Ε ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του δικαστηρίου ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της απόφασης, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή εφαρμογή του νόμου.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αρ. 64187/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, οι δύο αναιρεσείοντες κηρύχθηκαν ένοχοι, σε δεύτερο βαθμό, ως νόμιμοι εκπρόσωποι ανώνυμης εταιρείας, για έκδοση ακάλυπτης επιταγής, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 β' ΠΚ και τους επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως δέκα μηνών στον καθένα. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, δέχθηκε το άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ότι από τα μνημονευόμενα σε αυτή, κατά το είδος τους, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής πραγματικά περιστατικά:
"Από την αποδεικτική διαδικασία και τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο, καθώς και από την ανωμοτί εξέταση της πολιτικώς ενάγουσας και την κατάθεση του μάρτυρα υπερασπίσεως, που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με την απολογία του πρώτου κατηγορούμενου και την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως, προέκυψε και το Δικαστήριο πείστηκε, ότι οι κατηγορούμενοι έχουν τελέσει την πράξη που τους αποδίδει το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι διότι στην .., στις 22-12-2004 από πρόθεση εξέδωσαν από κοινού επιταγή μη πληρωθείσα από την πληρώτρια Τράπεζα, στην οποία δεν είχαν διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο της πληρωμής της. Συγκεκριμένα δε, με την ιδιότητα των νομίμων εκπροσώπων της εταιρίας με την επωνυμία "ΑΛΤΕ ΑΤΕ", στις 22-12-2004, εξέδωσαν από κοινού, θέτοντας την υπογραφή τους κάτω από τη σφραγίδα της ανωτέρω ανώνυμης εταιρίας στη θέση του εκδότη, τη με αριθμό ... επιταγή, ποσού 100.000 ευρώ, πληρωτέα από τη Γενική Τράπεζα, σε διαταγή της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΑΤΕ LEASING ΑΕ", η οποία αν και εμφανίσθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα στις 29-12-2004, από την ανώνυμη τραπεζική εταιρία "Αγροτική Τράπεζα ΑΕ" ενεργούσα κατ' εντολή και για λογαριασμό της λήπτριας και πολιτικώς ενάγουσας "ΑΛΤΕ ΑΤΕ", δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας, όπως εξακριβώθηκε έπειτα από έλεγχο του λογαριασμού μέσω του ηλεκτρονικού κέντρου του γραφείου συμψηφισμού της πληρώτριας Τράπεζας και βεβαιώθηκε αυθημερόν από τους αρμόδιους υπαλλήλους αυτής επί του σώματος της επιταγής, το δε ενδεχόμενο της έλλειψης κεφαλαίων κατά την πληρωμή το γνώριζαν οι κατηγορούμενοι, αφού αυτή δόθηκε προς αντικατάσταση άλλης επιταγής προσπαθώντας οι κατηγορούμενοι να κερδίσουν χρόνο ως προς την πληρωμή της επίδικης επιταγής έναντι των προβλημάτων ρευστότητας που αντιμετώπιζε η εκδότρια εταιρία μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας τον Αύγουστο του 2004. Επομένως, οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι της αξιόποινης πράξης της από έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, αναγνωρίζοντας σ' αυτούς ότι τέλεσαν την πράξη όχι από ταπεινά αίτια".
Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αρ. 64187/2012 απόφασή του την απαιτούμενη κατά τα άνω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, για το οποίο καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι ως από κοινού εκδότες της επιταγής, ως νόμιμοι εκπρόσωποι της ανώνυμης εταιρείας "ΑΛΤΕ ΑΤΕ", καθώς και τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933, όπως ισχύει, χωρίς ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου να την παραβιάσει με ελλιπή ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα αναφέρει, την έκδοση από τους αναιρεσείοντες της επίδικης επιταγής που υπογράφεται από τους ίδιους, τον χρόνο έκδοσής της, την εμπρόθεσμη εντός οκταημέρου εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και την μη πληρωμή της, λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων, γεγονός που βεβαίωσε η πληρώτρια τράπεζα και που γνώριζαν οι κατηγορούμενοι κατά τον χρόνο της πληρωμής της, αιτιολογείται δε επαρκώς η εκ μέρους των κατηγορουμένων γνώση της έλλειψης κεφαλαίων και κατά την πληρωμή, σύμφωνα με την παραδοχή ότι η επιταγή δόθηκε σε αντικατάσταση άλλης επιταγής, προσπαθώντας οι κατηγορούμενοι να κερδίσουν χρόνο ως προς την πληρωμή, ενόψει των προβλημάτων ρευστότητας που αντιμετώπιζε η εκδότρια εταιρεία κ.λπ. Άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε, μετά την αντικατάσταση της διατάξεως της παρ. 1 του άνω άρθρου 79 με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 1325/1972, εξέλιπε από αυτό η παλαιότερη πρόβλεψη, η οποία, ενόψει του ότι έκανε λόγο για έκδοση ακάλυπτης επιταγής "εν γνώσει", του δράστη, άφηνε έξω από την περιγραφή της αναγκαίας για την κατάρτιση του εγκλήματος υπαιτιότητας του εκδότη τον ενδεχόμενο δόλο, δεν απαιτείται πλέον ο εκδότης να τελεί "εν γνώσει" της ανυπαρξίας διαθεσίμων κεφαλαίων, αλλά αρκεί προς τούτο ότι αυτός θεωρεί την έλλειψη πιθανή και την αποδέχεται. Αρκεί δηλαδή ο απλός (ή και ενδεχόμενος) δόλος και δεν απαιτείται άμεσος με την έννοια της εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τελέσεως της πράξεως (βλ. ΑΠ 360/2012, 29, 375, 376, 594, 21/2011). Επίσης επαρκώς και ειδικά αιτιολογείται η απόρριψη του προβληθέντος ισχυρισμού του κατηγορουμένου Σ. Κ. περί ολικής εξόφλησης της ένδικης επιταγής, αφού κατά τις παραδοχές έγινε μερική και όχι ολική εξόφληση και κατά την παρ.3 του ίδιου άρθρου 79 του Ν. 5960/1933, όπως αυτή αντικ. με το αρ.4 παρ.1 εδ. β' Ν.2408/1996, το αξιόποινο της πράξης της παρ.1 εξαλείφεται, αν ο υπαίτιος αποζημίωσε πλήρως τον κομιστή μετά τη νόμιμη εμφάνιση και μη πληρωμή της επιταγής. Η περίπτωση αυτή συντρέχει, όταν με την αποζημίωση του κομιστή επέρχεται ολοκληρωτική απόσβεση κάθε αξιώσεως του κομιστή εναντίον του εκδότη από την μετά την νόμιμη εμφάνιση μη πληρωμή της επιταγής, δηλαδή όταν ή ενοχή από την επιταγή ολοκληρωτικά εξαλείφεται και δεν υφίσταται ολοσχερώς τίποτε προς εκπλήρωση και όχι, όπως στην προκειμένη περίπτωση, που εχώρησε, και μετά την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης του άρθρου 44 του Ν. 1892/1990, περιορισθείσας της απαίτησης στο 10% του ποσού της επιταγής σε 10 δόσεις, κατά τις παραδοχές, που δεν ελέγχονται αναιρετικά, μερική εξόφληση (των πέντε πρώτων δόσεων) και όχι ολική εξόφληση και των λοιπών πέντε δόσεων της απαίτησης από την επιταγή αυτή, όπως περιορίστηκε και ρυθμίστηκε με την ανωτέρω συμφωνία εξυγίανσης.
Συνεπώς, οι συναφείς λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως του Σ. Κ., από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
2. Κατά την παρ. 5 εδ. α' του άρθρου 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933 περί επιταγής, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 15 παρ3 του Ν.3472/2006, "η ποινική δίωξη ασκείται με έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε ή του εξ αναγωγής υπόχρεου ο οποίος την εξόφλησε και έγινε κομιστής της". Η ύπαρξη της εγκλήσεως συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση για την έγκυρη γένεση της ποινικής δίκης και η υποβολή της ή μη, για τα εγκλήματα που διώκονται κατ' έγκληση, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο.
Σε σχέση με την υποβολή της έγκλησης επί της επιταγής, ισχύουν τα οριζόμενα στις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 42 ΚΠΔ, στις οποίες ρητά παραπέμπει το άρθρο 46 του ίδιου Κώδικα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των τεσσάρων πρώτων εδαφίων της παρ. 2 του εν λόγω άρθρου 42, η έγκληση γίνεται απ' ευθείας στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, αλλά και στους ανακριτικούς υπαλλήλους, είτε από τον ίδιο τον εγκαλούντα είτε από ειδικό πληρεξούσιο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της έγκλησης. Κατά την παρ. 1 του άρθρου 18 του κωδικοποιημένου (με το Β.Δ. 174/1963) Ν. 2190/1920 "Περί ανωνύμων εταιριών", ορίζεται ότι "η ανώνυμη εταιρεία εκπροσωπείται επί δικαστηρίου και εξωδίκως υπό του διοικητικού αυτής συμβουλίου, ενεργούντος συλλογικώς", κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, "το καταστατικό δύναται να ορίσει, ότι ένα ή πλείονα μέλη του Συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν την εταιρεία, εν γένει ή εις ορισμένου μόνον είδους πράξεις". Το άρθρο 22 του ίδιου νόμου ορίζει στην παρ. 1 ότι "Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι αρμόδιο ν' αποφασίζει πάσα πράξη αφορώσα εις την διοίκηση της εταιρείας, εις την διαχείριση της περιουσίας αυτής και εις την εν γένει επιδίωξη του σκοπού της εταιρείας", στη δε παρ. 3, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 4 του ν. 2339/95 "το καταστατικό μπορεί να ορίζει θέματα, για τα οποία η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου μπορεί να ασκείται ολικά ή μερικά από ένα ή περισσότερα μέλη του, διευθυντές της εταιρείας ή τρίτους". Οι διατάξεις αυτές του ν. 2190/1920, αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67 και 68 του ΑΚ, ρυθμίζουν την οργανική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρείας, δηλαδή, καθορίζουν το όργανο, που εκφράζει τη βούληση του νομικού αυτού προσώπου στις έννομες σχέσεις με άλλα πρόσωπα, το εκπροσωπεί στα δικαστήρια και που αποφασίζει για τη διοίκηση της εταιρίας και τη διαχείριση της περιουσίας της για την πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού. Ως τέτοιο όργανο ορίζεται (18 παρ.1) το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας, το οποίο (22 παρ.1) είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε υπόθεση που αφορά στη διοίκηση της εταιρείας ή στη διαχείριση της περιουσίας της. Οι προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 2 και 22 παρ. 3 του Ν.2190/1920, που αλληλοσυμπληρώνονται, ρυθμίζουν το ζήτημα της υποκατάστασης του διοικητικού συμβουλίου της ΑΕ, κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι νόμιμη, μόνο εφόσον διενεργείται με βάση μία από αυτές τις διατάξεις. Το άρθρο 18 παρ. 2 αναφέρεται αποκλειστικά στην εξουσία εκπροσώπησης της Α.Ε. και επιτρέπει στο καταστατικό της εταιρείας να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη του ή άλλα πρόσωπα, που κατονομάζονται, δικαιούνται να εκπροσωπούν (δικαστικώς ή εξωδίκως) την εταιρεία γενικά ή σε ορισμένες μόνο πράξεις. Η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 3 περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της τόσο τις πράξεις διαχείρισης όσο και την εκπροσώπηση της εταιρείας. Αντίθετα, όμως, προς το άρθρο 18 παρ. 2, το οποίο συνιστά ειδική πρόβλεψη με την οποία το καταστατικό προβαίνει σε συγκεκριμένο καθορισμό προσώπων που κατονομάζονται, στην περίπτωση του άρθρου 22 παρ. 3, το καταστατικό προβλέπει ορισμένα θέματα για τα οποία είναι δυνατό να αποφασιστεί από το Δ.Σ. μεταβίβαση της εξουσίας του. Η μεταβίβαση αυτή κατά το άνω άρθρο 22 παρ. 3, μπορεί να διενεργηθεί προς οποιοδήποτε πρόσωπο, και όχι μόνο προς μέλη του Δ.Σ. ή διευθυντές της εταιρείας. Προϋποθέτει, όμως, σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της εταιρείας (ΟλΑΠ 1096/1976). Υποκατάσταση του διοικητικού συμβουλίου με εξωτερική συμφωνία δεν είναι νόμιμη. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι τα κατά την πρώτη των ως άνω διατάξεων πρόσωπα που εκπροσωπούν, συλλογικά ή ατομικά, την ανώνυμη εταιρία ενεργούν ως καταστατικά όργανα αυτής σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 65, 67 και 68 ΑΚ, ενώ εκείνα που ενεργούν κατ' ανάθεση από το Δ.Σ. της εταιρίας, σύμφωνα με τη δεύτερη των ως άνω διατάξεων, ενεργούν ως υποκατάστατα των καταστατικών οργάνων στα πλαίσια της από τα άρθρα 211 και 213 ΑΚ προβλεπόμενης αντιστοίχως πληρεξουσιότητας και εντολής. Επομένως, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3, το τρίτο πρόσωπο, προς το οποίο το Διοικητικό Συμβούλιο ανέθεσε εκπροσωπευτική δραστηριότητα, δεν είναι υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου, αλλά ενεργεί στα πλαίσια της από τα άρθρα 211 και 713 του ΑΚ προβλεπόμενης, αντίστοιχα, πληρεξουσιότητας ή εντολής. Ο υποκατάστατος όμως του διοικητικού συμβουλίου ΑΕ, επειδή ενεργεί ως όργανο της εταιρείας, δηλαδή ως καταστατικό όργανο αυτής, κατά το άρ. 18 παρ.2 του ν. 2190/1920, δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδότησης και βεβαίωσης του γνήσιου της υπογραφής των μελών του Δ.Σ., όταν πρόκειται για την υποβολή έγκλησης ή για τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής (ΑΠ 1653/2006, 546/2005). Στην περίπτωση, όμως, που το διοικητικό συμβούλιο ανώνυμης εταιρείας, για την υλοποίηση σχετικής απόφασής του, αναθέσει σε τρίτο, ως προς τον οποίο δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άνω άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3 του Ν. 2190/1920, να υποβάλει μήνυση ή έγκληση κατά του δράστη αξιόποινης πράξης που τελέστηκε σε βάρος της εταιρείας, απαιτείται, ενόψει του ότι ο ανωτέρω τρίτος είναι απλός πληρεξούσιος - εντολοδόχος της τελευταίας, το πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου, που περιέχει τη σχετική απόφασή του και το οποίο προσαρτάται στην εγχειριζόμενη έγκληση, να φέρει και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του "εντολέα" και παρέχοντος την πληρεξουσιότητα, δηλαδή των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 46 και 42 παρ. 1 εδ. γ' ΚΠΔ (ΟΛΑΠ 4/2006, ΑΠ 67/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για την έρευνα, του προβαλλόμενου από τον αναιρεσείοντα Σ. Κ. λόγου αναιρέσεως, της υπέρβασης εξουσίας του δικαστηρίου, για απαράδεκτο της ασκηθείσας ποινικής δίωξης σε βάρος του, για έκδοση ακάλυπτης επιταγής, από τους εκπροσώπους της κομίστριας της ένδικης επιταγής ανώνυμης εταιρείας, για το λόγο ότι στο σχετικό πρακτικό του ΔΣ της εγκαλούσας ΑΕ δεν υπήρχε βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής των μελών αυτού και λόγω έλλειψης ειδικής πληρεξουσιότητας της υποβαλλούσας την εναντίον τους έγκληση εντολοδόχου Α. Σ., ως πληρεξουσίας των εκπροσώπων της εγκαλούσας ΑΕ, προκύπτουν τα ακόλουθα:
Κατόπιν της από 18-3-2005 εγκλήσεως της ΑΕ με την επωνυμία "ΑΤΕ LEASING ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ", που κατατέθηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών στις 18-3-2005 από την Α. Σ., με ορισθείσα αντίκλητο δικηγόρο την Μαρία Εξαρχουλάκου, ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος των κατηγορουμένων - αναιρεσειόντων, για την αξιόποινη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, πράξη που φέρεται ότι τέλεσαν στην Αθήνα στις 22-12-2004, παραπέμφθηκαν δε να δικασθούν ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και ήδη κατ' έφεση εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 64187/2012 καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Όπως προκύπτει από τα συνημμένα στην έγκληση έγγραφα της εγκαλούσας ως παραπάνω ανώνυμης εταιρείας, και δη: 1) από τα αντίγραφα ΦΕΚ 865/1991 (πρακτικό από 18-6-2004 Έκτακτης Γ.Σ περί εκλογής ΔΣ), 9428/2002 και 10099/2004 (τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ), προκύπτει ότι μεταξύ των μελών του ΔΣ της άνω εταιρείας, με θητεία από 18-6-2004 έως 18-6-2007 που εξελέγη με την από 18-6-2004 απόφαση της Γ.Σ., είναι και ο Ι. Κ. και η εκπροσώπηση της εταιρείας ανατίθεται στα μέλη του ΔΣ και δη στον πρόεδρο Δ. Μ. και στον Διευθύνοντα Σύμβουλο Ι. Κ. και στο Γενικό Δ/ντή Ε. Δ., και η εταιρεία δεσμεύεται και υποχρεούται, με μόνη την υπογραφή ενός εκάστου εκ των ανωτέρω, 2) από τα άρθρα 14 αρ. 1, 8, 16, 19, άρθρο 15 και 17 του από 8-12-2004 κωδικοποιημένου καταστατικού της άνω εγκαλούσας ΑΕ, προκύπτει ότι το ΔΣ της εταιρείας εκπροσωπεί την εταιρεία ενώπιον όλων των δικαστηρίων και είναι αρμόδιο να αποφασίζει για έγερση αγωγών, υποβολή εγκλήσεων κ.λπ. και ότι μπορεί να αναθέσει την άσκηση του συνόλου ή μέρους των εξουσιών του, και σε καθοριζόμενα ειδικά κάθε φορά θέματα, σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα εντολοδόχους του, μέλη του ΔΣ ή και σε τρίτους, τα οποία και θα δεσμεύουν την εταιρεία, ως όργανα αυτής. 3) από το προσαρτημένο στην εν λόγω έγκληση με αρ. .../15-3-2005 ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίας Καμπανέλλου, προκύπτει ότι το παραπάνω καταστατικό όργανο, μέλος του ΔΣ και Διευθύνων Σύμβουλος της ΑΕ Ι. Κ., ενεργών ως εκπρόσωπος της ανωτέρω εγκαλούσας, δυνάμει του παραπάνω καταστατικού και των με αρ. 160/2004, 169/2004 και 173/2005 πρακτικών του ΔΣ, διόρισε ειδική πληρεξούσια και αντιπρόσωπο της εταιρείας την Α. Σ., όπως καταθέσει μήνυση κατά των νομίμων εκπροσώπων της ΑΕ " ΑΛΤΕ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", για έκδοση της επίδικης με αρ. .../22-12-2004 ακάλυπτης επιταγής, σε διαταγή της εγκαλούσας, που δεν πληρώθηκε. Σύμφωνα με τα παραπάνω και τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, η πληρεξουσία και αντιπρόσωπος της εταιρείας Α. Σ., που κατέθεσε στις 18-3-2005 στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών την έγκληση, ως πληρεξουσία, είχε την προς τούτο εξουσιοδότηση από το ΔΣ της άνω εταιρείας, το οποίο, σύμφωνα με το νόμο 2190/1920 και το καταστατικό της, είχε δικαίωμα να εξουσιοδοτεί τον Διευθύνοντα Σύμβουλο και μέλος του ΔΣ αυτής και τρίτους και αυτός σε τρίτους, την διενέργεια συγκεκριμένων πράξεων εκπροσώπησης της εν λόγω εταιρείας, επομένως και για υποβολή εγκλήσεων.
Συνεπώς, η ειδικά εξουσιοδοτημένη Α. Σ., που κατέθεσε την ανωτέρω έγκληση, ενήργησε ως υποκατάστατο όργανο του Δ.Σ. της εταιρίας και ως όργανο της εταιρείας αυτής πλέον, δεν είχε ανάγκη βεβαίωσης του γνήσιου της υπογραφής των μελών του Δ.Σ. ή του εξουσιοδοτούντος Διευθύνοντος Συμβούλου, μέλους του ΔΣ, κατά την υποβολή της συγκεκριμένης εγκλήσεως, αρκεί δε το ότι η ανωτέρω ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα της είχεν παρασχεθεί από το μέλος του ΔΣ και Διευθύνοντα Σύμβουλο της ΑΕ Ι. Κ., που ενήργησεν ως καταστατικός εκπρόσωπος της ανωτέρω εγκαλούσας, δυνάμει του παραπάνω καταστατικού. Το δικαστήριο δε, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε σιωπηρά ως νομότυπη και παραδεκτή την ως παραπάνω γενόμενη άσκηση της εγκλήσεως και προχώρησε στην εκδίκαση της υπόθεσης και καταδίκασε τους κατηγορούμενους για το κατ' έγκληση διωκόμενο έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, χωρίς σημειωτέον να προταθεί από τους κατηγορουμένους στο ακροατήριο οποιοδήποτε απαράδεκτο της υποβληθείσας εγκλήσεως, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας, ο δε από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ συναφής λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Σ. Κ. είναι αβάσιμος και απορριπτέος. 3. Κατά την παρ.3 του άρθρου 79 του ν. 5960/1933, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το αρ.4 παρ.1 εδ. β' Ν.2408/1996, το αξιόποινο της πράξης της παρ.1 (έκδοσης ακάλυπτης επιταγής) εξαλείφεται, αν ο υπαίτιος αποζημίωσε πλήρως τον κομιστή μετά τη νόμιμη εμφάνιση και μη πληρωμή της επιταγής. Η περίπτωση αυτή συντρέχει, όταν με την αποζημίωση του κομιστή επέρχεται ολοκληρωτική απόσβεση κάθε αξιώσεως του κομιστή εναντίον του εκδότη από την μετά την νόμιμη εμφάνιση μη πληρωμή τής επιταγής, δηλαδή όταν η ενοχή από την επιταγή ολοκληρωτικά εξαλείφεται και δεν υφίσταται ολοσχερώς τίποτε προς εκπλήρωση. Και όχι όταν παραμένει είτε όλη είτε μέρος της ως ατελής ενοχή, δηλαδή όταν αντιστοίχως παραμένει προς εκπλήρωση, αλλά δεν είναι δυνατός από το νόμο ο εξαναγκασμός του υπόχρεου προς εκπλήρωσή της. Τέτοια περίπτωση ατελούς ενοχής δημιουργείται και από τις συμφωνίες πιστωτών και υπερχρεωμένων επιχειρήσεων(άρθρο 44 ν. 1892/1990) με τις οποίες περιορίζονται μεν οι απαιτήσεις των πιστωτών της επιχειρήσεως κατά της τελευταίας στο ποσοστό που ορίζεται με τις εν λόγω συμφωνίες, αλλά η ικανοποίηση των πιστωτών της επιχειρήσεως από την τελευταία, σύμφωνα με τους όρους του συμβιβασμού, δεν επιφέρει και ολοκληρωτική απόσβεσή τους, γιατί η ενοχή της υπερχρεωμένης επιχειρήσεως προς εκπλήρωσή τους για το πέραν του ποσοστού του συμβιβασμού μέρος τους παραμένει ως ατελής ενοχή και απλώς οι πιστωτές για το μέρος αυτό των πιστώσεών τους δεν έχουν κατά της υπερχρεωμένης επιχείρησης αξίωση εξαναγκασμού.
Περαιτέρω, με τα άρθρα 99 επόμ. του ν. 3588/2007 (Πτωχευτικός Κώδικας), προβλέπεται διαδικασία συνδιαλλαγής οφειλέτη και δανειστών και επικύρωση της συμφωνίας από το πτωχευτικό δικαστήριο, μετά την οποία αναστέλλονται προσωρινά τα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης και αίρεται αυτοδικαίως η απαγόρευση ή το κώλυμα έκδοσης επιταγών από τον οφειλέτη, ενώ κατά τις διατάξεις του άρθρου 180 και 181 του άνω Πτωχευτικού Κώδικα, από την έναρξη της ισχύος αυτού (16-9-2007), καταργούνται μεταξύ άλλων και οι διατάξεις των άρθρων 44 έως 46 γ του ν. 1892/1990, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 182 παρ. 1, 2 του ιδίου Πτωχευτικού Κώδικα, ο παρών Κώδικας εφαρμόζεται επί των διαδικασιών που αρχίζουν μετά την έναρξη ισχύος του και οι προϊσχύσασες διατάξεις εξακολουθούν να ισχύουν και να εφαρμόζονται επί των εκκρεμών διαδικασιών. Ακολούθως, μετά τη θέση σε ισχύ του νέου ν. 4013/15-9-2011, οι ανωτέρω διατάξεις του έκτου κεφαλαίου του Πτωχευτικού Κώδικα, που προέβλεπαν τη διαδικασία συνδιαλλαγής, αντικαταστάθηκαν με τα νέα άρθρα 99-106 αυτού, που αφορούν την ονομαζόμενη προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης. Ειδικότερα κατά τις διατάξεις του άρθρου 106η' παρ.1 και3 του ν. 4013/15-9-2011, ορίζεται ότι η συμφωνία εξυγίανσης, από την επικύρωσή της, δεσμεύει το σύνολο των πιστωτών, οι απαιτήσεις των οποίων ρυθμίζονται από αυτήν, ακόμη και αν δεν είναι συμβαλλόμενοι ή δεν ψήφισαν υπέρ της συμφωνίας εξυγίανσης και με την επικύρωση της συμφωνίας, αίρεται αυτοδικαίως η απαγόρευση ή το κώλυμα έκδοσης επιταγών που είχε επιβληθεί στον οφειλέτη πριν από την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης και "εξαλείφεται, επίσης το αξιόποινο των αδικημάτων έκδοσης ακάλυπτων επιταγών και καθυστέρησης οφειλών προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία που έχουν τελεστεί πριν την σύναψη της συμφωνίας εξυγίανσης".
Από τις διατάξεις αυτές, ενόψει του ότι δεν υπήρχε παρόμοια ρύθμιση εξάλειψης του αξιοποίνου των αδικημάτων έκδοσης ακάλυπτων επιταγών κ.λπ. που είχαν τελεστεί πριν την σύναψη της συμφωνίας εξυγίανσης του άρθρου 44 του ν. 1892/1990 και της συμφωνίας προπτωχευτικής συνδιαλλαγής του νέου Πτωχευτικού Κώδικα και λόγω απουσίας ρητής σχετικής πρόβλεψης στις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 14 του νέου ν. 4013/2011, προκύπτει ότι η υπό του τελευταίου ως άνω νόμου 4013/2011, στο άρ. 106η παρ. 3, προβλεπόμενη εξάλειψη του αξιοποίνου, με την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης, δεν μπορεί να επεκταθεί και στις παρόμοιες περιπτώσεις εξυγιαντικών συμφωνιών του προϊσχύσαντος δικαίου, όπως του άρθρου 44 του ν. 1892/1990, χωρίς να μπορεί στην προκειμένη περίπτωση να τύχει αυτή η νέα ευνοϊκή ρύθμιση, ως ηπιότερη, αναδρομικής εφαρμογής, κατά τον κανόνα του άρθρου 2 του ΠΚ, ούτε κατ' αναλογίαν, διότι οι προϊσχύσασες συμφωνίες εξυγίανσης και συνδιαλλαγής, είχαν άλλες προϋποθέσεις και δε δέσμευαν νόμιμα το σύνολο των πιστωτών και των μη συμβαλλομένων ή και μη συμφωνησάντων στους όρους, (όπως γίνεται με τη νέα ρύθμιση του νέου ν. 4013/2011), δεσμεύουν δε τους πιστωτές υπό τους αυστηρούς όρους του άρθρου 44 παρ.1 α, β, γ του ν. 1892/1990, οπότε υπάρχει ουσιαστική διαφοροποίηση όσον αφορά την ρυθμιζόμενη σχέση και τις προϋποθέσεις εξυγίανσης και ορθόν είναι, αφού υπάρχει τέτοια απόλυτη δέσμευση όλων των πιστωτών από την συμφωνία εξυγίανσης, μόνο με τη νέα ρύθμιση του νέου ν. 4013/2011, να εξαλείφεται το αξιόποινο των εκδοθέντων από τον οφειλέτη ακάλυπτων επιταγών που κατέχει οιοσδήποτε κομιστής πιστωτής. Προσθέτως, μετά την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης του άρθρου 44 του ν. 1892/1990, όπως προαναφέρθηκε, η ενοχή της υπερχρεωμένης επιχειρήσεως, του οφειλέτη και η απαίτηση των δανειστών προς εκπλήρωσή της, για το πέραν του ποσοστού του συμβιβασμού μέρος των απαιτήσεών τους, δεν αποσβένεται, αλλά παραμένει ως ατελής ενοχή.
Κατ' ακολουθίαν των παραπάνω, ο συναφής λόγος αναιρέσεως των αναιρεσειόντων, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, ότι απορρίφθηκε χωρίς ειδική αιτιολογία και εσφαλμένα ο προβληθείς στο ακροατήριο αυτοτελής ισχυρισμός τους περί εξάλειψης του αξιοποίνου, λόγω επικύρωσης από το Εφετείο Αθηνών (1217/2008 απόφαση)της από 28-11-2006 συμφωνίας εξυγίανσης της εταιρείας (ΑΛΤΕ ΑΕ) για λογαριασμό της οποίας εξέδωσαν την ένδικη ακάλυπτη επιταγή για την οποία καταδικάστηκαν, κατά το άρθρο 44 του ν. 1892/1990, κατ' εφαρμογή της επιεικέστερης διάταξης του άρθρου 106 η' παρ.3 του ν. 4013/2011, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.1 του ΠΚ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά από αυτά, ελλείψει ετέρου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ) ως και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176, 183 ΚΠολ.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17-1-2013 αίτηση - δήλωση του Λ. Κ. του Γ. και τη με αρ. εκθ. 8/21-1-2013 αίτηση του Σ. Κ. του Κ., για αναίρεση της με αρ. 64187/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ τον καθένα και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας εταιρείας εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Δεκεμβρίου 2013.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή