Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 454 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης, Κλητήριο θέσπισμα.




Περίληψη:
Υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως. Έννοια. Στοιχεία (ΑΠ 686/2009, ΑΠ 562/2007). Στοιχεία που πρέπει να περιέχει το κλητήριο θέσπισμα για να είναι έγκυρο (ΑΠ 1647/ 2006). Τι νοείται ως άρθρο ποινικού νόμου (ΑΠ 2501/2005). Ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος ελλείψει των στοιχείων που απαιτούνται. Πότε και πώς προβάλλεται παραδεκτώς (ΑΠ 142/2010, ΑΠ 608/2009, ΑΠ 972/2003, ΑΠ 1513/2003). Αιτιολογία ειδική και εμπεριστατωμένη. Τι πρέπει να διαλαμβάνει η απόφαση ως προς τα αποδεικτικά μέσα. Εσφαλμένη ερμηνεία, εφαρμογή, εκ πλαγίου παράβαση - Πότε (ΑΠ 142/2010, ΑΠ 250/2009, ΑΠ 173/2009). Απορρίπτει αίτηση.




Αριθμός 454/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπύρο Κωνσταντόπουλο, περί αναιρέσεως της 1701/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Ιουλίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1046/2009.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 320 και 321 του ΚΠΔ προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο ακροατήριο για να δικασθεί με επίδοση σ' αυτόν εγγράφου που περιέχει ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται, και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει και την σφραγίδα και υπογραφή του εισαγγελέα που το εξέδωσε, ώστε να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Ως άρθρο του ποινικού νόμου νοείται κάθε διάταξη που τυποποιεί το έγκλημα και καθορίζει την απειλούμενη ποινή. Δεν ανακύπτει όμως ακυρότητα από την μη αναφορά και των άρθρων του γενικού μέρους του ΠΚ που περιέχουν γενικούς ορισμούς, όπως είναι η περ. α ή γ ή στ του άρθρου 13 ΠΚ, στις οποίες δίδεται ο ορισμός του δημοσίου υπαλλήλου, η έννοια του εγγράφου ή ορίζεται πότε συντρέχει κατ επάγγελμα τέλεση της πράξεως, αντίστοιχα. Δεν βλάπτει το κύρος του κλητηρίου θεσπίσματος η τυχόν εμφιλοχωρήσασα γραφική παραδρομή. Αν το κλητήριο θέσπισμα δεν περιέχει τα στοιχεία αυτά, είναι άκυρο, σύμφωνα με το άρθρο 321 παρ. 4 ΚΠΔ. Η ακυρότητα όμως αυτή είναι σχετική, ως αναγόμενη σε πράξη προπαρασκευαστική της διαδικασίας στο ακροατήριο, γι' αυτό και πρέπει, κατά το άρθρο 173 παρ. 1 του ΚΠΔ να προταθεί εωσότου εκδοθεί για την κατηγορία η οριστική σε τελευταίο βαθμό, απόφαση, πριν από την έναρξη της εκδίκασης της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και πριν από την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου ή την όρκιση του πρώτου μάρτυρα, αλλιώς καλύπτεται, κατ άρθρο 174 παρ. 1 του ίδιου κώδικα. Κατά την παραγ. 2 του ίδιου άρθρου η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος καλύπτεται αν ο κατηγορούμενος εμφανισθεί στην δίκη και δεν προβάλλει εναντίωση στην πρόοδό της προτείνοντας την ακυρότητα. Αν προταθεί εγκαίρως ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου η ακυρότητα και η εκ του λόγου αυτού αντίρρηση προόδου της διαδικασίας και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο την απορρίψει ο κατηγορούμενος, αν εμμένει σ αυτήν, πρέπει να επαναφέρει την πρόταση της ακυρότητας και την αντίρρηση κατά της προόδου της διαδικασίας, διαλαμβάνοντας στην έφεση του ειδικό λόγο περί τούτου. Τούτο αποτελεί την προϋπόθεση για να μπορεί να προτείνει παραδεκτά στο Εφετείο τον σχετικό ισχυρισμό και τούτο θα γίνει πριν την ανάπτυξη της εφέσεως από τον εισαγγελέα ή την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου, διαφορετικά είναι απαράδεκτος. Στην κρινόμενη περίπτωση, από την παραδεκτή, για την έρευνα της βασιμότητας του πρώτου λόγου αναιρέσεως, επισκόπηση των πρακτικών της 981/2007 πρωτόδικης απόφασης, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αναιρεσείων, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου (Τριμελές Πλημ/κειο Βεροίας), που εξέδωσε την ανωτέρω 981/2007 απόφαση, πρόβαλε τον ισχυρισμό περί ακυρότητος του κλητηρίου θεσπίσματος για τον λόγο που εκτενώς αναφέρεται στον καταχωρηθέντα στα πρακτικά εν λόγω ισχυρισμό. Το δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό ως αβάσιμο. Κατά της αποφάσεως ο αναιρεσείων άσκησε την ... έφεση. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της εκθέσεως εφέσεως, πέραν των τυπικών στοιχείων του εντύπου και την προσβολή της αποφάσεως διότι κατ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων τον κήρυξε ένοχο και του επέβαλε την ανωτέρω ποινή, περιέχεται και λόγος διότι το πρωτόδικο δικαστήριο, κατά κακή εφαρμογή του νόμου, απέρριψε την ένστασή του. Τον ισχυρισμό αυτό επανέφερε παραδεκτώς κατά τα εκτεθέντα, με εκτενή ανάπτυξη, που κατέστησε ορισμένο τον λόγο της εφέσεως, κατά την συζήτησή της, ο αναιρεσείων. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του κλητηρίου θεσπίσματος τούτο έχει το ακόλουθο περιεχόμενο: "Κατηγορείται ως υπαίτιος του ότι στην Αθήνα στις 3- 4-2002 πέτυχε με εξαπάτηση να βεβαιωθεί σε δημόσιο έγγραφο αναληθώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και ειδικότερα όντας υπάλληλος του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών ζήτησε με την από 1-3-2001 αίτηση του προς το άνω υπουργέ ίο, που υπέβαλλε στην Δ.Ο.Υ. ... όπου και υπηρετούσε, την μετάταξη του από τον κλάδο της κατηγορίας Υ.Ε. επιμελητών στον κλάδο της κατηγορίας Δ.Ε. εφοριακών σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2 683/1999. Επειδή για την πραγμάτωση της μετάταξης απαραίτητη προϋπόθεση ήταν η κατοχή εκ μέρους του κατηγορουμένου απολυτηρίου τίτλου σπουδών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ο κατηγορούμενος συνυπέβαλλε, ως συνημμένα έγγραφα στην άνω αναφερομένη αίτηση, για την υποστήριξη του αιτήματος του το με αριθμό πρωτοκόλλου ...αποδεικτικό απόλυσης του ιδιωτικού γυμνασίου Ζ που εξεδόθη από το 4° γραφείο Β/βάθμιας εκπαίδευσης ...καθώς και την με αριθμό πρωτοκόλλου ... βεβαίωση της διεύθυνσης Ε/βάθμιας εκπαίδευσης ..., συμφωνά με την οποία ο προαναφερόμενος τίτλος είναι ισότιμος με τα απολυτήρια των πρώην εξαταξίων δημοσίων γυμνάσιων. Η αίτηση του κατηγορουμένου καθώς και τα έγγραφα που συνυπέβάλλε εξετάσθηκε στην ... από το β' υπηρεσιακό συμβούλιο του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών το οποίο με το με αριθμό ... πρακτικό του βεβαίωσε ότι ο κατηγορούμενος είχε τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα για την μετάταξη που ζήτησε και γνωμοδότησε παμψηφεί να γίνει δεκτή η αίτηση για την μετάταξη του. Δυνάμει της βεβαίωσης-γνωμοδότησης που συμπεριλήφθηκε στο προαναφερόμενο πρακτικό εξεδόθη η με αριθμό 1...απόφαση του υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών που δημοσιεύθηκε στο με αριθμό ... (Γ τεύχος) φύλλο της εφημερίδας της Κυβερνήσεως, με την οποία ο κατηγορούμενος μετατάχθηκε από τον κλάδο της κατηγορίας Υ.Ε. επιμελητών στον κλάδο της κατηγορίας Δ.Ε. εφοριακών. Η βεβαίωση όμως στο με αριθμό 3/2004 πρακτικό πως ο κατηγορούμενος είναι κάτοχος απολυτήριου τίτλου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι αναληθής όπως προκύπτει από το με αριθμό πρωτοκόλλου ... ενδεικτικό του ιδιωτικού εσπερινού γυμνασίου Ζ και από το με αριθμό πρωτοκόλλου ... πιστοποιητικό σπουδών του 4ου γραφείου Β/βάθμιας εκπαίδευσης ... άλλα και από την με αριθμό ... απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών που δημοσιεύθηκε στο με αριθμό ... (Γ τεύχος) φύλλο της εφημερίδας της Κυβερνήσεως. Ο κατηγορούμενος κατά την υποβολή της αιτήσεως του γνώριζε ότι δεν είναι κάτοχου απολυτηρίου τίτλου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αφού το με αριθμό πρωτοκόλλου ... ενδεικτικό του ιδιωτικού εσπερινού γυμνασίου Ζ και το αριθμό πρωτοκόλλου ... αποδεικτικό απόλυσης αναφέρονται στο αυτό σχολικό έτος (1970-71) και υφάρπασε την προαναφερομένη βεβαίωση-γνωμοδότηση εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι στο με αριθμό πρωτοκόλλου 3506/9-9-1988 έγγραφο δεν διορθώθηκε εκ παραδρομής ο έντυπος εσφαλμένος τίτλος από "αποδεικτικό απόλυσης" στο ορθό "αποδεικτικό προαγωγής". Για παράβαση των άρθρων 1, 14, 26, 21, 51, 53, και. 220 παρ. 1 Π. Κ...".
Εν προκειμένω στο κλητήριο θέσπισμα αναφέρεται στην αρχή μεν ότι το β' υπηρεσιακό συμβούλιο του Υπουργείου Οικονομίας καν Οικονομικών με το με αριθμό ... πρακτικό του βεβαίωσε ότι ο κατηγορούμενος είχε τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα για την μετάταξη που ζήτησε και γνωμοδότησε παμψηφεί να γίνει δεκτή η αίτηση για την μετάταξή του, στη συνέχεια δε στο κλητήριο θέσπισμα αναφέρεται ότι η άνω βεβαίωση στο με αριθμό ... πρακτικό πως ο κατηγορούμενος είναι κάτοχος απολυτηρίου τίτλου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι αναληθής, όπως προκύπτει από τα αναφερόμενα στη συνέχεια του κλητηρίου θεσπίσματος έγγραφα. Επίσης στη συνέχεια του κλητηρίου θεσπίσματος αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος κατά την υποβολή της αιτήσεως του γνώριζε ότι δεν είναι κάτοχος απολυτηρίου τίτλου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αφού το με αριθμό πρωτ. ... ενδεικτικό του ιδιωτικού εσπερινού γυμνασίου Ζ και το με αριθμό πρωτ. ... αποδεικτικό απόλυσης αναφέρονται στο αυτό σχολικό έτος (1970-71) και υφάρπασε την προαναφερομένη βεβαίωση-γνωμοδότηση με εξαπάτηση εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι στο με αριθμό πρωτ. ... έγγραφο δεν διορθώθηκε εκ παραδρομής ο έντυπος εσφαλμένος τίτλος από "αποδεικτικό απόλυσης" στο ορθό "αποδεικτικό προαγωγής". Με αυτό το περιεχόμενο το κλητήριο θέσπισμα περιέχει όλα τα κατά τις ανωτέρω διατάξεις στοιχεία για την πλήρη περιγραφή της πράξεως της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως που αποδόθηκε στον κατηγορούμενο και δεν χρειαζόταν, όπως λέχθηκε ανωτέρω, να αναφέρεται η διάταξη του άρθρου 13 ΠΚ στοιχ. α και γ που δίδουν τον ορισμό του δημοσίου υπαλλήλου και του εγγράφου, ούτε του άρθρου 71 Ν. 2683/1999, που προβλέπει την αρμοδιότητα του αναφερόμενου στο κατηγορητήριο Υπηρεσιακού Συμβουλίου να προτείνει στον αρμόδιο Υπουργό την αναφερομένη στο κατηγορητήριο μετάταξη. Δεν δημιουργεί δε ακυρότητα του κατηγορητηρίου, λόγω ασάφειας, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων, ότι στην 23 σειρά της 2ης σελίδας αναφέρεται από προφανή παραδρομή ως έτος εκδόσεως του πρακτικού του Υπηρεσιακού Συμβουλίου το 2004 αντί του ορθού 2002 και στην 7 σειρά της 3ης σελίδας ως έτος εκδόσεως του με αριθμό 3506 Αποδεικτικού Απόλυσης Γυμνασίου το 1998, αντί του ορθού 1988, τα ίδια δε έγγραφα αναφέρονται στο κατηγορητήριο με τα ορθά έτη εκδόσεως τους πράγμα το οποίο άλλωστε προκύπτει και από το όλο περιεχόμενό του. Άλλωστε τις παραδρομές αυτές αποκατέστησε το Δικαστήριο με την απόφαση επί της ενοχής όπως προκύπτει από το κατωτέρω διατακτικό της. Κατ ορθή λοιπόν ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 321 ΚΠΔ το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος και δεν ιδρύθηκε ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Β' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, όπως αβάσιμα υποστηρίζει με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως του ο αναιρεσείων, που πρέπει για το λόγο αυτό να απορριφθεί.
ΙΙ. Κατά το άρθρο 220 παρ. 1 του ΠΚ "όποιος πετυχαίνει με εξαπάτηση να βεβαιωθεί σε δημόσιο έγγραφο αναληθές περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, καθώς και όποιος χρησιμοποιεί τέτοια ψευδή βεβαίωση για να εξαπατήσει άλλον σχετικά με το περιστατικό αυτό, τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι δύο ετών, αν δεν τιμωρείται βαρύτερα κατά τις διατάξεις για την ηθική αυτουργία". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης, απαιτείται, αντικειμενικώς: α) δημόσιο, κατά την έννοια του άρθρου 438 του ΚΠολΔ, έγγραφο, δηλαδή έγγραφο, που έχει συνταχθεί από τον καθ' ύλη και κατά τόπο αρμόδιο δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό κρατικής υπηρεσίας (δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής) και είναι προορισμένο για εξωτερική κυκλοφορία προς πλήρη απόδειξη έναντι πάντων του γεγονότος που βεβαιώνεται σ' αυτό, β) βεβαίωση στο έγγραφο αυτό αναληθούς περιστατικού που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή να επιφέρει τη γένεση, αλλοίωση, μεταβίβαση, κατάργηση ή απώλεια δικαιώματος ή έννομης σχέσης και γ) η βεβαίωση του αναληθούς περιστατικού να επιτυγχάνεται με εξαπάτηση ή ακριβέστερα με παραπλάνηση του δημοσίου υπαλλήλου, που μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, με έγγραφο ή και προφορικά. Απαιτείται δηλαδή ο εκδίδων το έγγραφο δημόσιος υπάλληλος να τελεί σε πλάνη περί της αναληθείας του περιεχομένου του εγγράφου, αναφορικώς προς το συγκεκριμένο περιστατικό, η δε πλάνη να είναι προϊόν εξαπατήσεως, γιατί αν ο υπάλληλος τελεί εν γνώσει ότι βεβαιώνει ψευδώς, πρόκειται για το αδίκημα του άρθρου 242 του ΠΚ και ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση. Δεν τελείται δε η πράξη αυτή, αν ο υπάλληλος απλώς καταχωρεί τη δήλωση του εμφανισθέντος, χωρίς να βεβαιώνει κάτι επί πλέον τούτου διαπιστωτικό περί της αληθείας, όπως όταν ο συμβολαιογράφος στηρίχτηκε απλώς στη δηλωθείσα βούληση των εμφανισθέντων ενώπιόν του να συνάψουν κάποια δικαιοπραξία. Υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, ότι το βεβαιούμενο γεγονός είναι αναληθές, ότι η βεβαίωση γίνεται σε δημόσιο έγγραφο και ότι το βεβαιούμενο γεγονός μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και περαιτέρω, τη θέληση ή αποδοχή του δράστη να προβεί στην εξαπάτηση (παραπλάνηση) του δημοσίου υπαλλήλου με οποιοδήποτε τρόπο. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έλλειψη αιτιολογίας δεν υπάρχει ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία της απόφασης εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, όταν αυτό περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ` αυτή, όταν ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου, λ.χ. αμέσου, οπότε απαιτείται αιτιολόγησή του, πράγμα που δεν συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση, στην οποία, για την υποκειμενική θεμελίωση της ανωτέρω πράξεως, αρκεί και ενδεχόμενος δόλος. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Τέλος εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ως λόγος αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει στην πραγματικότητα, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής, που εμπίπτει στον ίδιο αναιρετικό λόγο, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
ΙΙΙ. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει, από την επισκοπούμενη παραδεκτώς προσβαλλομένη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που, δικάζοντας κατ` έφεση, την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ` είδος αναφερομένων στην εν λόγω απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά σε σχέση με την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα πράξη της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως: "Ο κατηγορούμενος με την με αριθμό ... απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών διορίσθηκε ως δόκιμος υπάλληλος του κλάδου ΤΕ1 κλητήρων στη Διεύθυνση Εσωτερικών της Νομαρχίας ... και μονιμοποιήθηκε δυνάμει της με αριθμό ... απόφασης του ιδίου Υπουργού. Με τη με αριθμό ... απόφαση του Αν. Υπουργού Εσωτερικών τοποθετήθηκε σε οργανική θέση της ο Π. Δ/νσης ... και ακολούθως, δυνάμει της ..., μετατάχθηκε στον κλάδο ΥΕ επιμελητών του Υπουργείου Οικονομικών και τοποθετήθηκε σε κενή (ομοιόβαθμη) θέση στη Δ.Ο.Υ. .... Αυτός το σχολικό έτος ... φοίτησε στην ΣΤ τάξη του ιδιωτικού νυχτερινού γυμνασίου Ζ στην ..., που ήταν επτατάξιο (ως νυχτερινό), ο δε απολυτήριος τίτλος, που χορηγούσε στους αποφοίτους του, ήταν ισότιμος με τον απολυτήριο τίτλο του Δημοσίου (τότε) Γυμνασίου (ήδη λυκείου). Ο κατηγορούμενος κρίθηκε άξιος προαγωγής στην Ζ' τάξη του άνω Γυμνασίου το έτος 1971 (βλ. με αριθμό ... ενδεικτικό του γυμνασίου αυτού), πλην όμως δεν συνέχισε τη φοίτηση του στην εν λόγω τάξη με συνέπεια να μη λάβει απολυτήριο τίτλο. Το έτος 1988 απεφάσισε να συνεχίσει τη φοίτηση του στο νυχτερινό γυμνάσιο ... και για το σκοπό αυτό ζήτησε από το αρμόδιο 4° γραφείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της ... πιστοποιητικό που να βεβαιώνει ότι φοίτησε επιτυχώς στην ΣΤ' τάξη του προαναφερθέντος ιδιωτικού Γυμνασίου. Έτσι καθίσταται προφανές ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι δεν ήταν κάτοχος απολυτηρίου τίτλου Γυμνασίου. Στη συνέχεια και η παραπάνω δημόσια υπηρεσία (4° γραφείο) εξέδωσε και χορήγησε στον κατηγορούμενο το με αριθμό πρωτοκόλλου ... έγγραφο με το οποίο βεβαιώνεται ότι αυτός κατά το σχολικό έτος ... παρακολούθησε επιτυχώς τα μαθήματα της ΣΤ' τάξης στο ιδιωτικό γυμνάσιο Ζ στην .... Το έγγραφο αυτό συντάχθηκε από προφανή παραδρομή όχι σε έντυπο αποδεικτικού μεταγραφής ή προαγωγής, αλλά σε έντυπο αποδεικτικού απόλυσης. Έτσι έφερε τον τίτλο "ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΑΠΟΛΥΣΗΣ" και τους λοιπούς έντυπους όρους που αρμόζουν σε αποδεικτικό απόλυσης, αν και, ως δικαιολογία έκδοσής του, αναφέρεται ότι εκδόθηκε για να το χρησιμοποιήσει ο κατηγορούμενος για την εγγραφή του στο Νυχτερινό Γυμνάσιο .... Το αποδεικτικό αυτό δεν χρησιμοποιήθηκε από τον κατηγορούμενο για τον άνω σκοπό για τον οποίο εκδόθηκε. Ακολούθως την 1-8-2001 υπέβαλε στην αρμόδιο: διεύθυνση διοικητικού του Υπουργείου Οικονομικών αίτηση με την οποία ζήτησε να μεταγαγεί στην κατηγορία Δ.Ε. εφοριακών αν και γνώριζε ότι απαραίτητη τυπική προϋπόθεση για την εν λόγω μετάταξη ήταν η κατοχή απολυτηρίου τίτλου σπουδών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ότι ο ίδιος στερείτο τέτοιου τίτλου. Παρά ταύτα εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι το άνω αποδεικτικό δημιουργούσε την πεπλανημένη εντύπωση ότι αυτός ήταν κάτοχος απολυτηρίου τίτλου σπουδών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης υπέβαλε μαζί με την άνω αίτηση ως δικαιολογητικό επικυρωμένο φωτοαντίγραφο του προαναφερθέντος "αποδεικτού απόλυσης" στο οποίο μάλιστα είχαν διαγραφεί οι προσδιορίζοντες το είδος του γυμνάσιου έντυποι όροι "ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ-ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΥ" με συνέπεια να υπάρχει ασάφεια για το αν το γυμνάσιο στο οποίο φοιτούσε ο κατηγορούμενος ήταν ημερήσιο εξατάξιο ή νυχτερινό επτατάξιο και να επιτείνεται η ως άνω προκύπτουσα από τον τίτλο και το περιεχόμενο πεπλανημένη αντίληψη. Επίσης συνυποβλήθηκε με την άνω αίτηση η με αριθμό πρωτοκόλλου ...βεβαίωση της Δ/νσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης ..., με την οποία έντεχνα, έμμεσα πλην σαφώς, βεβαιώνεται ότι το χορηγηθέν στον κατηγορούμενο "Αποδεικτικό απόλυσης" είναι ισοδύναμο και ισότιμο με τα απολυτήρια των πρώην εξαταξίων δημοσίων Γυμνασίων. Η ως άνω αίτηση με τα συνοδεύοντα αυτήν πιο πάνω δικαιολογητικά προωθήθηκε στο Β Υπηρεσιακό Συμβούλιο του Υπουργείου Οικονομικών που ήταν αρμόδιο (αρθρ. 71 Ν. 2683/99) να προτείνει την άνω μετάταξη ή όχι του κατηγορουμένου. Έτσι ο κατηγορούμενος εμφάνισε στα ως άνω μέλη του Συμβουλίου εαυτόν, εν γνώσει της αναλήθειας, νόμιμο κάτοχο απολυτηρίου τίτλου Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα τα μέλη του εν λόγω Συμβουλίου που δε αντιλήφθηκαν ότι ο ως άνω. τίτλος δεν ήταν "ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΟΣ" να παραπλανηθούν και να δεχθούν ότι συνέτρεχε στο πρόσωπο του κατηγορουμένου η απαιτούμενη τυπική προϋπόθεση της κατοχής απολυτηρίου τίτλου σπουδών, γεγονός που καταχωρήθηκε στο σχετικό με αριθμό ...2 πρακτικό. Έτσι γνωμοδότησε υπέρ της άνω μετάταξης του. Είχε δε αυτό έννομες συνέπειες γιατί με βάση τη γνωμοδότηση αυτή εκδόθηκε η με αριθμό ... απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών που δημοσιεύθηκε στο με αριθμό 1... (τεύχος Γ) ΦΕΚ με την οποία ο κατηγορούμενος μετατάχθηκε στην ως άνω Δ. Ε. κατηγορία εφοριακών. Κατ' ακολουθία αυτών πλήρως αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε, κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά της στοιχεία, την αποδιδόμενη σ' αυτόν πράξη της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος όπως στο διατακτικό διαλαμβάνεται". Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο της ανωτέρω πράξεως και του επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Ειδικότερα τον κήρυξε ένοχο του ότι: "Στην ... στις 3-4-2002 πέτυχε με εξαπάτηση να βεβαιωθεί σε δημόσιο έγγραφο αναληθώς περιστατικό πού μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και ειδικότερα όντας υπάλληλος του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών ζήτησε με την από 1-3-2001 αίτηση του προς το άνω υπουργείο, που υπέβαλλε στην Δ.Ο.Υ.... όπου και υπηρετούσε, την μετάταξη του από τον κλάδο της κατηγορίας Υ.Ε. επιμελητών στον κλάδο της κατηγορίας ΔΕ εφοριακών σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2683/1999. Επειδή για την πραγμάτωση της μετάταξης απαραίτητη προϋπόθεση ήταν η κατοχή εκ μέρους του κατηγορουμένου απολυτηρίου τίτλου σπουδών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ο κατηγορούμενος συνυπέβαλλε, ως συνημμένα έγγραφα στην άνω αναφερομένη αίτηση, για την υποστήριξη του αιτήματος του το με αριθμό πρωτοκόλλου ...αποδεικτικό απόλυσης του ιδιωτικού γυμνασίου Ζ που εξεδόθη από το 4° γραφείο Β/βάθμιας εκπαίδευσης ... καθώς και την με αριθμό πρωτοκόλλου ... βεβαίωση της διεύθυνσης Β/βάθμιας εκπαίδευσης ... σύμφωνα με την οποία ο προαναφερόμενος τίτλος είναι ισότιμος με τα απολυτήρια των πρώην εξαταξίων δημοσίων γυμνασίων. Η αίτηση του κατηγορουμένου καθώς και τα έγγραφα που συνυπέβαλλε εξετάσθηκε στην ... από το β' υπηρεσιακό συμβούλιο του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών το οποίο με το με αριθμό ... πρακτικό του βεβαίωσε ότι ο κατηγορούμενος είχε τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα για την μετάταξη που ζήτησε και γνωμοδότησε παμψηφεί να γίνει δεκτή η αίτηση για την μετάταξή του. Δυνάμει της βεβαίωσης-γνωμοδότησης που συμπεριλήφθηκε. -στ-ο προαναφερόμενο πρακτικό εξεδόθη η με αριθμό ... απόφαση του υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών που δημοσιεύθηκε στο με αριθμό ... (Γ' τεύχος) φύλλο της εφημερίδας της Κυβερνήσεως με την οποία ο κατηγορούμενος μετατάχθηκε από τον κλάδο της κατηγορίας Υ. Ε. επιμελητών στον κλάδο της κατηγορίας ΔΕ εφοριακών. Η βεβαίωση όμως στο με αριθμό ... πρακτικό πως ο κατηγορούμενος είναι κάτοχος απολυτηρίου τίτλου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι αναληθής όπως προκύπτει από το με αριθμό πρωτοκόλλου ... ενδεικτικό του ιδιωτικού εσπερινού γυμνασίου Ζ και από το με αριθμό πρωτοκόλλου ... πιστοποιητικό σπουδών του 4ου γραφείου Β/βάθμιας εκπαίδευσης ... αλλά και από την με αριθμό ... απόφαση του υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών που δημοσιεύθηκε στο με αριθμό ... (Γ' τεύχος) φύλλο της εφημερίδας της Κυβερνήσεως. Ο κατηγορούμενος κατά την υποβολή της αιτήσεως του γνώριζε ότι δεν είναι κάτοχος απολυτηρίου τίτλου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αφού το με αριθμό πρωτοκόλλου ... ενδεικτικό του ιδιωτικού εσπερινού γυμνασίου Ζ και το αριθμό πρωτοκόλλου ... αποδεικτικό απόλυσης αναφέρονται στο αυτό σχολικό έτος ... και υφάρπασε την προαναφερομένη βεβαίωση-γνωμοδότηση με εξαπάτηση εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι στο με αριθμό πρωτοκόλλου ... έγγραφο δεν διορθώθηκε εκ παραδρομής ο έντυπος εσφαλμένος τίτλος από "αποδεικτικό απόλυσης" στο ορθό "αποδεικτικό προαγωγής". Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, κατά την παραδεκτή ως άνω αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 α, 27 παρ. 1 και 220 παρ. 1 του ΠΚ, τις οποίες διατάξεις, κατά την προεκτεθείσα έννοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, όπως αβάσιμα υποστηρίζεται με τους δεύτερο και τρίτο λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, το Δικαστήριο δέχθηκε αιτιολογημένα συνδρομή όλων των ανωτέρω υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων της πράξεως για την οποία κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα και δεν χρειαζόταν να αιτιολογεί ειδικώς το δόλο του αναιρεσείοντος, αφού, κατά τα ανωτέρω, δεν απαιτείται για την στοιχειοθέτηση της πράξεως άμεσος δόλος. Συγκεκριμένα το Δικαστήριο εκθέτει λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο επέτυχε ο αναιρεσείων, υποβάλλοντας τα δικαιολογητικά που αναφέρει, με τα οποία εμφάνισε εαυτόν ως κάτοχο απολυτηρίου μέσης εκπαίδευσης, ενώ γνώριζε, για τους λόγους που εκτίθενται στην απόφαση, ότι δεν είναι κάτοχος τέτοιου απολυτηρίου, αφού δεν είχε συνεχίσει την φοίτηση στη Ζ' τάξη του νυκτερινού Γυμνασίου ..., όπως είχε πρόθεση να κάνει, γι αυτό και του χορηγήθηκε το αναφερόμενο στην απόφαση ενδεικτικό φοίτησης στην ΣΤ' τάξη του νυκτερινού Γυμνασίου Ζ, στο οποίο από παραδρομή αναφέρεται ότι είναι ενδεικτικό απόλυσης. Το γεγονός αυτό εκμεταλλεύθηκε για να παραπλανήσει το Υπηρεσιακό Συμβούλιο του Υπουργείου Οικονομικών που είχε την προς τούτο, κατά την αναφερόμενη διάταξη, αρμοδιότητα και να γνωμοδοτήσει υπέρ της μετατάξεως του, με αποτέλεσμα να επακολουθήσει η έκδοση της Υπουργικής αποφάσεως περί μετατάξεως του από την κατηγορία των επιμελητών σ εκείνη των εφοριακών. Είναι αδιάφορο για την στοιχειοθέτηση της πράξεως για την οποία κηρύχθηκε ένοχος πως επιτεύχθηκε η παραπλάνηση, εφόσον στο απολυτήριο αναφέρεται ως αιτία εκδόσεως του η εγγραφή του στο νυκτερινό Γυμνάσιο της ..., αφού στην παραπλάνηση μπορεί να συντελέσει και αβλεψία του υπαλλήλου, εν προκειμένω των μελών του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, τα οποία περιορίσθηκαν στον τίτλο του αποδεικτικού και δεν ενέκυψαν στο περιεχόμενό του, καθόσον, μεταξύ των δικαιολογητικών που υπέβαλε ο αναιρεσείων, περιλαμβανόταν και η αναφερόμενη στην απόφαση βεβαίωση της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης ..., στην οποία βεβαιώνεται ότι το "Αποδεικτικό απόλυσης" είναι ισοδύναμο και ισότιμο με το απολυτήριο των πρώην εξαταξίων Δημόσιων Γυμνασίων. Είναι δε αδιάφορο ποιος συνέταξε τη βεβαίωση αυτή ή με ποιο τρόπο επιτεύχθηκε η χορήγηση της, ούτε ασκεί επιρροή το ότι η γνωμοδότηση εκδόθηκε μετά από αξιολόγηση, όπως δέχεται η αναιρεσιβαλλόμενη και όχι απλή καταγραφή, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, των υποβληθέντων δικαιολογητικών και δεν ήταν υποχρεωτική για τον Υπουργό, αρκεί ότι με βάση αυτή εκδόθηκε η περί μετάταξης υπουργική απόφαση, όπως επίσης είναι άνευ εννόμου επιρροής αν την διαγραφή των εντύπων λέξεων του "Αποδεικτικού Απόλυσης" "ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΝΥΚΤΕΡΙΝΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ" την έκανε ο αναιρεσείων ή άλλο άτομο η ακόμη και ο καταρτίσας το αποδεικτικό προσθέτοντας τη λέξη "Γυμνασίου". Σημασία έχει ότι με το συγκεκριμένο αποδεικτικό, σε συνδυασμό και με το ανωτέρω πιστοποιητικό ισοτιμίας, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως του Δικαστηρίου της ουσίας, επέτυχε ο αναιρεσείων να παραπλανήσει τα μέλη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, τα οποία δεν επέδειξαν επιμέλεια κατά την αξιολόγηση των δικαιολογητικών και έτσι παραπλανήθηκαν, άλλωστε σε κάτι τέτοιο στηρίχθηκε και ο αναιρεσείων όταν υπέβαλε την αίτηση μετατάξεως στην οποία επισύναψε τα ανωτέρω δικαιολογητικά, προκειμένου να υφαρπάσει την απαραίτητη κατά τον νόμο γνωμοδότηση περί του ότι διέθετε το απαραίτητο προσόν της κατοχής απολυτηρίου μέσης εκπαίδευσης ή ισοτίμου με αυτό τίτλου, η οποία ήταν ανακριβής, αφού ο αναιρεσείων, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, όπως γνώριζε για τον λόγο που εκτίθεται σ αυτήν, δεν διέθετε τέτοιο. Η γνωμοδότηση αυτή που απετέλεσε και το αναγκαίο, κατά νόμο προαπαιτούμενο, είχε ως έννομη συνέπεια την έκδοση της υπουργικής περί μετάταξης απόφασης. Κατ ακολουθία τούτων αβάσιμα πλήττει ο αναιρεσείων την εκκαλουμένη για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 220 ΠΚ με τους δεύτερο και τρίτο από το άρθρο 510 παρ. 1 Ε' και Δ' ΚΠΔ, λόγους αναιρέσεως. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις των λόγων αυτών της αιτήσεως αναιρέσεως, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ως άνω διατάξεων, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και την επί της ουσίας κρίση του Εφετείου και τυγχάνουν απαράδεκτες.
Μετά ταύτα, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει, την 42/2-7-2009 αίτηση του Χ για αναίρεση της με αριθμ. 1701/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) €.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 2 Φεβρουαρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 3 Μαρτίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή