Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1900 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Προφορική ανάπτυξη, Βία παράνομη.




Περίληψη:
Παράνομη βία από κοινού. Λόγοι αναίρεσης: 1) Έλλειψη αιτιολογίας, 2 ) εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, 3) Αυτοτελής ισχυρισμός, ο οποίος πρέπει να αναπτύσσεται προφορικά και να περιέχει τα θεμελιωτικά για την παραδοχή του γεγονότα, 4) Η καθ’ ύλην αρμοδιότητα του δικαστηρίου παραμένει εφόσον εκδόθηκε σε πρώτο βαθμό απόφαση επί της κατηγορίας. Απορρίπτει.





Αριθμός 1900/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Στ' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/01.04.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 2) Χ2 και 3) Χ3, που εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αργυρούλα Τσακανίκα, περί αναιρέσεως της υπ' αρ. 1575/2007 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου, Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) ..... και 2) ......., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αναστάσιο Βολιώτη.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 5 Νοεμβρίου 2007 (τρεις) αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1906/2007.

Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι υπ' αρ. 9, 10 και 11/2007 αιτήσεις αναίρεσης των Χ1, Χ2 και Χ3, αντίστοιχα, κατά της ιδίας καταδικαστικής απόφασης, πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω πρόδηλης συνάφειας μεταξύ τους.

ΙΙ. Κατά το άρθρο 330 Π.Κ., για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παράνομης βίας, απαιτείται ο εξαναγκασμός άλλου με χρήση από το δράστη σωματικής βίας ή απειλής σωματικής βίας ή άλλης παράνομης πράξεως ή παραλείψεως, σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή για τις οποίες ο παθών δεν έχει υποχρέωση.
Εξάλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή το αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο εκηρύχθη ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Ε ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστό τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό κατά τέτοιο τρόπο που να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νομίμου βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αρ. 1575/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, οι αναιρεσείοντες καταδικάσθηκαν σε ποινή φυλακίσεως σαράντα (40) ημερών ο καθένας, ανασταλείσαν επί τριετία, για την πράξη της παράνομης βίας από κοινού, δεχθέντος ειδικότερα του δικαστηρίου, ανελέγκτως, τα παρακάτω πραγματικά: "Οι πρώτος, τρίτος και τέταρτος κατηγορούμενοι στη ....Μαγνησίας, στις 20-12-2001, από κοινού ενεργώντας και με τη σύμπραξη και άλλων αγνώστων, τέλεσαν την πράξη της παράνομης βίας. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι Χ2, Χ3 και Χ1 στη ...... Βόλου στις 20/12/2001 από κοινού ενεργούντες χρησιμοποιώντας απειλή σωματικής βίας εξανάγκασαν άλλους σε πράξη και παράλειψη για τις οποίες οι παθόντες δεν είχαν υποχρέωση. Συγκεκριμένα, αν και γνώριζαν ότι δυνάμει των ... και .... αποφάσεων των δημοτικών συμβουλίων των Δήμων Βόλου και Νέας Ιωνίας, αντίστοιχα, και της .... απόφασης του Νομάρχη Μαγνησίας, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 722/20-9-1993, ιδρύθηκε Σύνδεσμος ..... με σκοπό την ίδρυση και λειτουργία νέου κοιμητηρίου στη θέση ..... της Ε.Ο. ...-..... και ότι στην παρ. 5 της άνω απόφασης ορίζεται ότι "υφιστάμενοι στο Κεντρικό Κοιμητήριο του Δήμου .... οικογενειακοί τάφοι χρησιμοποιούνται από τους δικαιούχους μέχρις ότου αποσβεσθούν τα υπάρχοντα επ' αυτών δικαιώματα", όπως το περιεχόμενο αυτό της άνω παραγράφου επιβεβαιώθηκε και με την ...... κανονιστικού περιεχομένου απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Βόλου, εντούτοις, στον πιο πάνω τόπο και χρόνο και ενώ είχε αρχίσει η λειτουργία του νέου Κοιμητηρίου, οι ανωτέρω κατηγορούμενοι προσήλθαν έξωθεν της κεντρικής εισόδου του επί της οδού .... ευρισκόμενου Κοιμητηρίου (Κεντρικού του Δήμου ...), επί της οποίας (εισόδου) μάλιστα είχε τοποθετηθεί από νωρίτερα μια υδροφόρα του Δήμου Νέας Ιωνίας και με τη σύμπραξη και άλλων 100 περίπου συγκεντρωθέντων αγνώστων προσώπων, τους οποίους προέτρεπε και καλούσε με τη χρήση τηλεβόα ο κατηγορούμενος Χ2 να μην επιτρέψουν την είσοδο της πομπής συνόδευσης της νεκρής Γ1 στο άνω Κοιμητήριο, εμπόδισαν τη διέλευση των οχημάτων της πομπής κινούμενοι με απειλητικές διαθέσεις κατά των επιβατών κτυπώντας με τα χέρια τους τα αυτοκίνητα και χειρονομώντας απειλητικά και φωνάζοντας "στον ...... στον ....... ουστ κοπρόσκυλα" και ματαίωσαν έτσι την παρά των συγγενών ταφή της νεκρής Γ1, δικαιούχου της ιδίας και της οικογένειάς της οικογενειακού τάφου στο εν λόγω Κοιμητήριο, όπως επιδίωκαν με τις παραπάνω ενέργειές τους οι κατηγορούμενοι. Τέλος, σημειωτέον ότι ουδείς αυτοτελής ισχυρισμός προβλήθηκε από τους κατηγορούμενους κατά τρόπο ορισμένο. Επομένως, αυτοί πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι της τελέσεως της αξιόποινης πράξης της παράνομης βίας". Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παράνομης βίας από κοινού, για το οποίο κηρύχθηκαν ένοχοι οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 45 και 330 του Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με την παραδοχή ασαφών ή ελλιπών αιτιολογιών και έτσι η απόφαση δεν στερείται νομίμου βάσεως. Ειδικότερα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις, αβασίμως υποστηρίζεται ότι το αιτιολογικό αποτελεί απλή αντιγραφή του διατακτικού, καθόσον, στο αιτιολογικό διαλαμβάνονται σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο της ουσίας, αναφορικά με την αξιολόγηση του συνόλου των αποδείξεων, σχημάτισε την κρίση του για την ενοχή των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων. Περαιτέρω, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου, αποδέχεται την ύπαρξη του υποκειμενικού στοιχείου του ως άνω εγκλήματος, δι' αναφοράς σε πραγματικά περιστατικά, σχετικώς με του, εκ μέρους των κατηγορουμένων, εξαναγκασμό των νομίμων δικαιούχων οικογενειακού τάφου στο παλαιό κοιμητήριο του ...., να μην πραγματοποιηθεί η ταφή σ'αυτόν (οικογενειακό τάφο) της νεκρής συγγενούς τους Γ1. Οι λοιπές αιτιάσεις είναι απαράδεκτες διότι πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου περί την εκτίμηση των αποδείξεων.
Συνεπώς, οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ. δεύτερος και τρίτος λόγοι των συνεκδικαζομένων αιτήσεων αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.

ΙΙ. Η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης, εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά και στην κρίση για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών, η οποία επίσης πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση στον ισχυρισμό αυτό, συνιστά έλλειψη ακρόασης κατά το άρ. 170 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα, εκ της οποίας ιδρύεται ιδιαίτερος λόγος αναίρεσης, εκ του αρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Β' Κ.Π.Δ. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε να διαλάβει στην απόφασή του ιδιαίτερη αιτιολόγηση, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση απαντήσεως σε απαράδεκτο ή αόριστο ισχυρισμό. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρ. 331 του Κ.Π.Δ., "η διαδικασία στο ακροατήριο γίνεται προφορικά και για τη συζήτηση συντάσσονται πρακτικά", κατά δε τη διάταξη του άρ. 141 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, "ο Εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να ζητούν την καταχώρηση (στα πρακτικά) κάθε δήλωσης όσων εξετάζονται ή εκείνων που μετέχουν στη δίκη, αν έχουν συμφέρον και δεν είναι αντίθετο στο νόμο και να παραδίδουν γραπτώς σ'αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση, τις δηλώσεις τους, που αναπτύχθηκαν προφορικά". Με την πρώτη από τις διατάξεις αυτές, καθιερώνεται η αρχή της προφορικότητας της διαδικασίας της ποινικής δίκης, η οποία, όχι μόνο δεν κάμπτεται, αλλά αντίθετα ενισχύεται με τη δεύτερη, αφού η παράδοση γραπτώς των δηλώσεων, προϋποθέτει (κατά τη διάταξη αυτή) προφορικά ανάπτυξή τους. Έτσι, η προβολή αυτοτελών του κατηγορουμένου ισχυρισμών, με μόνη τη διατύπωσή τους σε έγγραφο που καταχωρίζεται και ενσωματώνεται στα πρακτικά, χωρίς δηλαδή και την προηγούμενη προφορικά προβολή και ανάπτυξή τους, προκύπτουσα από τα ίδια πρακτικά, ώστε αυτοί να γίνουν αντικείμενο έρευνας κατά τη συζήτηση, στα πλαίσια της προφορικότητας και της αμεσότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, παραβιάζει την αναφερόμενη αρχή της ποινικής διαδικασίας και οδηγεί στο απαράδεκτο του ισχυρισμού (ΟΛ. Α.Π. 2/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, οι συνήγοροι των αναιρεσειόντων, αφού έλαβαν το λόγο από τον Πρόεδρο, προέβαλαν τον ισχυρισμό ότι δεν έχει τελεσθεί η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, σύμφωνα με το άρθρο 20 Π.Κ., για τον οποίο ο συνήγορος του τρίτου κατηγορουμένου (Χ3) κατέθεσε σημείωμα αυτοτελούς ισχυρισμού, το οποίο ενσωματώθηκε στα πρακτικά. Δεν προκύπτει, όμως, από τα ίδια πρακτικά, ότι αναπτύχθηκε προφορικά ο ως άνω ισχυρισμός, που απορρέει από το άρθρο 20 του Π.Κ. και αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, για την οποία καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες. Επομένως, το δικαστήριο της ουσίας, εφόσον ο φερόμενος αυτοτελής ισχυρισμός προβλήθηκε με τον προαναφερόμενο τρόπο, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει σε απαράδεκτο ισχυρισμό. Περαιτέρω, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης, προκύπτει ότι οι συνήγοροι των αναιρεσειόντων, κατά το στάδιο των αγορεύσεων "προέβαλαν τον αυτοτελή ισχυρισμό του άρθρου 20 Π.Κ. και του άρθρου 31 Π.Κ. και ζήτησαν την απαλλαγή των πελατών τους". Οι αυτοτελείς αυτοί ισχυρισμοί, περί συνδρομής των προϋποθέσεων των ως άνω διατάξεων των άρθρων 20 και 31 Π.Κ., δεν ήταν ορισμένοι, καθόσον, δεν αναφέρονταν κατά τρόπο αναλυτικό τα πραγματικά περιστατικά, που, κατά νόμο, απαιτούνται για τη συγκρότηση της νομικής έννοιας των ισχυρισμών αυτών, έτσι, ώστε, να παρέχεται η δυνατότητα αξιολόγησης και, σε περίπτωση αποδοχής, να οδηγήσουν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τους αναιρεσείοντες αποτέλεσμα και ως εκ τούτου, και πάλι το Δικαστήριο της ουσίας, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει στους αόριστους αυτούς ισχυρισμούς.
Συνεπώς, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β', κατά το πρώτο μέρος του, και κατά τα στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., κατά το δεύτερο μέρος του, πρώτος λόγος των συνεκδικαζομένων αιτήσεων αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

ΙΙΙ. Επειδή κατά το αρ. 112 αρ. 3 του ΚΠΔ, το τριμελές δικαστήριο πλημμελημάτων δικάζει τις εφέσεις κατά αποφάσεων του μονομελούς πλημμελειοδικείου. Εξάλλου, κατά το άρ. 114 του αυτού Κώδικα, το μονομελές πλημμελειοδικείο δικάζει τα πλημμελήματα που αναφέρονται σ'αυτό, εξαιρουμένων των υπαγομένων στο εφετείο, μεταξύ των οποίων είναι και τα πλημμελήματα των αρχιερέων, δικηγόρων κ.λπ., κατά το άρ. 111 του ιδίου Κώδικα. Τέλος, κατά το άρ. 119 ΚΠΔ, την αρμοδιότητα σύμφωνα με τα άρ. 109-115 την προσδιορίζει ο χαρακτηρισμός της πράξεως από τον ποινικό κώδικα ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος, που βασίζεται στα πραγματικά περιστατικά, τα οποία περιέχονται στο παραπεμπτικό βούλευμα ή στην κλήση του εισαγγελέα. Εκ των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι η αρμοδιότητα του τριμελούς πλημμελειοδικείου προς εκδίκαση των εφέσεων κατ' αποφάσεων του μονομελούς πλημμελειοδικείου στηρίζεται αποκλειστικώς και μόνον στο γεγονός ότι η υπόθεση εισήχθη πρωτοδίκως στο τελευταίο τούτο δικαστήριο και δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος απέκτησε μεταγενεστέρως ιδιότητα η οποία, αν υπήρχε κατά το χρόνο τελέσεως της αξιόποινης πράξεως ή κατά το χρόνο της εκδικάσεως της σε πρώτο βαθμό, θα είχε ως συνέπεια την εισαγωγή της υποθέσεως στο τριμελές εφετείο και μετά από άσκηση εφέσεως στο πενταμελές εφετείο. Και τούτο διότι αφενός δεν υπάρχει σχετική ρύθμιση και αφετέρου δεν προβλέπεται σε καμία περίπτωση η εκδίκαση εφέσεως κατά αποφάσεως του μονομελούς πλημμελειοδικείου από το πενταμελές εφετείο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, οι αναιρεσείοντες καταδικάσθηκαν με την υπ' αρ. 7655/2005 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου, σε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, ο καθένας, ανασταλείσαν επί τριετίαν, για την πράξη της παράνομης βίας από κοινού. Εναντίον της απόφασης αυτής άσκησαν τις υπ' αρ. 1099, 1101, 1102/12-12-2005 εφέσεις, οι οποίες εισήχθησαν προς εκδίκαση ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου. Το ανωτέρω Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου, είχε αρμοδιότητα να προβεί στην κατ' ουσίαν εκδίκαση της υποθέσεως, αφού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 112 παρ. 3 του Κ.Π.Δ., αυτό ήταν αρμόδιο για την εκδίκαση των εφέσεων κατά των αποφάσεων του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου. Και μπορεί μεν, με το άρθρο 145 του Ν. 3463/2006 (Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων), οι δήμαρχοι να υπήχθησαν στην ιδιάζουσα δωσιδικία του άρθρου 111 παρ. 7 του Κ.Π.Δ., ιδιότητα την οποία είχε ο εκ των αναιρεσειόντων Χ2 ως Δήμαρχος ...., πλην, όμως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 Π.Κ. και 596 παρ. 1 Κ.Π.Δ., η ως άνω νέα δικονομική διάταξη του άρθρου 145 του Ν. 3463/2006, με την οποία μεταβλήθηκε η αρμοδιότητα για την εκδίκαση των πλημμελημάτων που τελούνται από τους δημάρχους και να υπήχθησαν στην ιδιάζουσα δωσιδικία του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων και κατ' έφεση στο Πενταμελές Εφετείο, δεν έχει αναδρομική ισχύ, διότι είχε εκδοθεί επί της ουσίας απόφαση στον πρώτο βαθμό.
Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος των αιτήσεων αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, δεν ήταν καθύλην αρμόδιο για εκδίκαση των εφέσεων, συνεπεία της υπαγωγής των πλημμελημάτων, που διαπράττουν οι δήμαρχοι, στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου, απορρίπτοντας δε τη σχετική ένσταση, υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ζ' του Κ.Π.Δ. είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

ΙV. Επειδή, ο πέμπτος λόγος των ενδίκων αιτήσεων αναίρεσης, σύμφωνα με τον οποίο "μη νόμιμα κατατέθηκε κατά τη διάρκεια της εξέτασης των μαρτύρων και καταχωρήθηκε στα πρακτικά το από 30.5.2007 σημείωμα των πολιτικώς εναγόντων", είναι απαράδεκτος, ενόψει του ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 141 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., οι διάδικοι, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο πολιτικώς ενάγων, έχουν δικαίωμα να παραδίδουν γραπτώς σ'αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση τις δηλώσεις τους και να καταχωρίζονται στα πρακτικά, η δε τοιαύτη καταχώρηση δεν δημιουργεί, άνευ ετέρου, κάποιου, από τους αναφερόμενους στο άρθρο 510 Κ.Π.Δ., αναιρετικό λόγο. Επειδή, η αυτεπάγγελτη από το Δικαστήριο ανάγνωση των αναφερομένων στα άρθρα 364 και 365 Κ.Π.Δ. εγγράφων χωρίς εναντίωση του κατηγορουμένου και έκδοση παρεμπίπτουσας απόφασης, μη επιφέρουσα απόλυτη ή σχετική ακυρότητα, δεν εμπίπτει σε κανέναν από τους αναφερόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 Κ.Π.Δ. λόγους αναίρεσης.
Συνεπώς, είναι αβάσιμος και γι'αυτό απορριπτέος, ο πέμπτος και τελευταίος λόγος των ενδίκων αιτήσεων αναίρεσης, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι δεν εναντιώθηκαν στην ανάγνωση της αναφερόμενης στον ως άνω λόγο μαρτυρικής κατάθεσης.
Μετά από αυτά και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου προς έρευνα, πρέπει οι ένδικες αιτήσεις αναίρεσης να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.), καθώς και στη δικαστική δαπάνη των νομίμως παραστάντων πολιτικώς εναγόντων (άρ. 176 Κ.Πολ.Δικ.).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις υπ' αρ. 9, 10 και 11/2007 αιτήσεις των Χ1, Χ2 και Χ3, αντίστοιχα, για αναίρεση της υπ' αρ. 1575/2007 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) Ευρώ τον καθένα, καθώς και στη δικαστική δαπάνη των πολιτικώς εναγόντων εκ πεντακοσίων (500) Ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Ιουλίου 2008.


Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή