Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Σωματική βλάβη απλή, Ακροάσεως έλλειψη.
Περίληψη:
Όλως ελαφρά σωματική βλάβη. Έννοια 308 παρ 1,.3 ΠΚ. Απορριπτέοι, ως αβάσιμοι κατ' ουσίαν, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχεία Β΄, Δ΄ και Ε΄ ΚΠΔ Λόγοι αναιρέσεως και των τριών αναιρεσειόντων. για έλλειψη ακροάσεως. για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου και για αναιτιολόγητη απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού δικαιολογημένης αγανάκτησης. Απορρίπτει.
Αριθμός 1796/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθ. 42/2009 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαΐου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, 2) Χ2 και 3) Χ3, κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σπυρίδωνα Αλεξανδρή, περί αναιρέσεως της 87374/2008 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Καλλέ.
Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14.11.2008 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1943/2008.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 308 παρ. 1, 3 του ΠΚ, ορίζεται, "όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Αν η κάκωση ή η βλάβη της υγείας που του προξένησε είναι εντελώς ελαφρά τιμωρείται με φυλάκιση το πολύ έξι μηνών ή με χρηματική ποινή. Και αν είναι ασήμαντη τιμωρείται με κράτηση ή με πρόστιμο. Ο υπαίτιος της πράξης της παρ.1 είναι δυνατό να απαλλαγεί από κάθε ποινή αν παρασύρθηκε στην πράξη από δικαιολογημένη αγανάκτηση εξαιτίας μιας αμέσως προηγούμενης πράξης που τέλεσε ο παθών εναντίον του ή ενώπιόν του και που ήταν ιδιαίτερα σκληρή και βάναυση". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι το έγκλημα της απλής σωματικής βλάβης, απαιτεί δόλο, αρκούντος και του ενδεχόμενου, διαβαθμίζεται δε αναλόγως της σπουδαιότητας αυτής, σε απλή, σε εντελώς ελαφρά, η οποία, χωρίς να είναι εντελώς επουσιώδης, έχει επιπόλαιες συνέπειες και σε ασήμαντη, που είναι η έχουσα ήπιες συνέπειες. Η σχετική κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, προκειμένου να συναγάγει τι δέχθηκε τούτο, δεν αρκείται στις αφηρημένες εκφράσεις της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αλλά εκτιμά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία εκείνο δέχθηκε, προκειμένου να αποφανθεί σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση για το είδος της σωματικής βλάβης που προξενήθηκε. Κατά την παραπάνω διάταξη νοείται, ως σωματική κάκωση, κάθε εξωτερική επενέργεια επί του σώματος, όπως τραύματα, εκδορές, οιδήματα, παραμορφώσεις κλπ, ενώ βλάβη της υγείας είναι κάθε διατάραξη των εσωτερικών λειτουργιών, η κάκωση δε μπορεί να είναι συγχρόνως και βλάβη της υγείας, αλλά η βλάβη της υγείας μπορεί να επέλθει και χωρίς κάκωση, καθώς, επίσης, μπορεί η καθεμία να επέλθει χωριστά ή να είναι η μία συνέπεια της άλλης και δε δημιουργείται αντίφαση από τη σωρευτική παραδοχή σωματικής κάκωσης και βλάβης της υγείας του παθόντος ταυτόχρονα. Επίσης, με την άνω παράγραφο 3, εισάγεται προσωπικός λόγος απαλλαγής του δράστη από την ποινή, συνιστών αυτοτελή ισχυρισμό, αν παρασύρθηκε στην πράξη της σωματικής βλάβης, εξ αιτίας αμέσως χρονικά προηγηθείσας πράξεως που τέλεσε ο παθών εναντίον του προσώπου του ιδίου, ή και εναντίον άλλου, αλλά ενώπιόν του και δεν αρκεί απλώς ανάρμοστη συμπεριφορά, αλλά απαιτείται η προηγηθείσα πράξη του παθόντος να είναι ιδιαίτερα σκληρή και βάναυση. Από την άνω διατύπωση της παρ. 3, συνάγεται ότι το Δικαστήριο έχει δυνητική ευχέρεια να απαλλάξει ή όχι τον κατηγορούμενο, η δε κρίση περί της συνδρομής ή μη δικαιολογημένης αγανακτήσεως είναι ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο, απλώς ελέγχεται η ύπαρξη ή μη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για την απόρριψή του, όταν προβλήθηκε κατά τρόπο ορισμένο, με παράθεση των αναγκαίων ως παραπάνω πραγματικών περιστατικών.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα αποδειχθέντα περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από το καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά κατ' επιλογή, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η εν λόγω αιτιολογία απαιτείται και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου, δηλαδή των ισχυρισμών που προτείνονται, είτε από τον ίδιο, είτε από το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, ή και περί μη νομίμου υποβολής της απαιτουμένης κατά νόμο εγκλήσεως, εφόσον βεβαίως οι ισχυρισμοί αυτοί είναι σαφείς και ορισμένοι, δηλαδή αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή τους, διότι, αλλιώς, είναι απαράδεκτοι, οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση του Δικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους.
Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποδίδει σε αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα επισκοπούμενα πρακτικά της ανέκκλητης, λόγω επιβληθείσας ποινής 20 ημερών, προσβαλλόμενης καταδικαστικής αποφάσεως, το δίκασαν σε πρώτο βαθμό Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, δέχθηκε στο αιτιολογικό του, ότι από τα μνημονευόμενα σε αυτό κατ' είδος αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες, αναγνωσθέντα πρακτικά και έγγραφα, απολογίες των τριών κατηγορουμένων), ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Οι κατηγορούμενοι, έχοντες προς τούτο κοινό δόλο, συνιστάμενο στο ότι η παρακάτω περιγραφόμενη συμπεριφορά τους ήταν ικανή και πρόσφορη για την πρόκληση σωματικής κάκωσης και βλάβης της υγείας του Ψ και αποδεχόμενοι τούτη ως ενδεχόμενη συνέπεια αυτής της πράξης τους, έπληξαν με τα χέρια και τα πόδια τους τον εγκαλούντα σε ολόκληρο το σώμα του, προξενώντας του μικροεκδορές στη δεξιά παρειακή χώρα, γραμμοειδή εκδορά και διάσπαρτες μικροεκδορές στον αριστερό βραχίονα και εκδορά στην αριστερή κατά γόνυ άρθρωση. Το επεισόδιο, από το οποίο επήλθε η βλάβη της υγείας του παθόντος, έλαβε χώρα στην επιχείρηση της αδελφής του παθόντος με αντικείμενο την εμπορία ποσών και αναψυκτικών (κάβα), ΑΑ, και είχε ως αίτιο τις διαφορές εργασιακού χαρακτήρα ανάμεσα στην αδελφή των κατηγορουμένων ΑΑ και στον εγκαλούντα Ψ, ο οποίος προέβη σε απαξιωτικές και προσβλητικές για το πρόσωπό της φράσεις, σε αμέσως προηγούμενο χρόνο. Ως εκ τούτου, δεν τυγχάνει εφαρμογής ο ειδικός προσωπικός λόγος άρσης του αδίκου χαρακτήρα της πράξης της σωματικής βλάβης (308 παρ. 3 ΠΚ), αφού η αμέσως προηγούμενη βάναυση συμπεριφορά δεν αφορά το πρόσωπο των κατηγορουμένων.
Συνεπώς, τυγχάνει απορριπτέος ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός τους".
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο της ουσίας, κήρυξε και τους τρεις κατηγορουμένους και ήδη αναιρεσείοντες ενόχους, για την πράξη της όλως ελαφράς σωματικής βλάβης του πολιτικώς ενάγοντος και ειδικότερα του ότι ... την 12 Απριλίου 2006, ενεργώντας με πρόθεση, τέλεσαν από κοινού την εξής αξιόποινη πράξη: Με πρόθεση προξένησαν σε άλλον σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας του και δη εντελώς ελαφρά και συγκεκριμένα έπληξαν με τα χέρια και τα πόδια τους τον εγκαλούντα Ψ σε όλο του το σώμα, προξενώντας του μικοοεκδορές εις την δεξιά παρειακή χώρα, γραμμοειδή εκδορά και διάσπαρτες μικροεκδορές εις τον αριστερό βραχίονα και εκδορά εις την αριστερή κατά γόνυ άρθρωση, η προκληθείσα δε σωματική κάκωση και βλάβη στην υγεία του ήταν εντελώς ελαφρά". Ακολούθως το Δικαστήριο της ουσίας, αφού απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό περί απαλλαγής της ποινής, που υποβλήθηκε για δικαιολογημένη αγανάκτηση του πρώτου κατηγορουμένου εκ του άρθρου 308 παρ.3 του ΠΚ, επέβαλε στους κατηγορουμένους ποινή φυλακίσεως 20 ημερών σε καθένα, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για όλους επί τριετία. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 45, 94 παρ.1, 308 παρ. 1, 3 του Π Κ, τις οποίες διατάξεις ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και να στερήσει έτσι την απόφασή του νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογίες των κατηγορουμένων), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Αναφορικά δε με τις επί μέρους αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, για πλημμέλειες της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όπως αλληλοσυμπληρώνεται το αιτιολογικό με το διατακτικό: 1) Το αιτιολογικό δεν είναι τυπικό, ούτε εξαντλείται σε απλή επανάληψη του διατακτικού, έχει και ίδιες σκέψεις και στο διατακτικό περιλαμβάνονται αναλυτικά όλα εκείνα τα κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη αναγκαία στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του διωκομένου εγκλήματος, 2) αναφέρονται στο αιτιολογικό τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και οι αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε το Δικαστήριο τα γενόμενα από αυτό δεκτά περιστατικά, 3) αναφέρεται μεν στο διατακτικό ότι προκλήθηκε σωρευτικά "σωματική κάκωση και βλάβη στην υγεία του εγκαλούντος", στο δε αιτιολογικό ότι οι κατηγορούμενοι "έπληξαν σε ολόκληρο το σώμα τον εγκαλούντα με τα χέρια και τα πόδια τους, προξενώντας μικροεκδορές στη δεξιά παρειακή χώρα, γραμμοειδή εκδορά και διάσπαρτες μικροεκδορές στον αριστερό βραχίονα και εκδορά στην αριστερή κατά γόνυ άρθρωση", που σαφώς είναι σωματικές κακώσεις, και ότι "το επεισόδιο αυτό, από το οποίο επήλθε βλάβη της υγείας του παθόντος, έλαβε χώρα ... και είχεν ως αίτιο τις διαφορές εργασιακού χαρακτήρα...", αλλά δεν διευκρινίζεται ως συνέπεια απλώς, ότι από τις συγκεκριμένες ως άνω, όλως ελαφρές, σωματικές κακώσεις (εκδορές και μικροεκδορές) που επέφεραν οι τρεις κατηγορούμενοι από κοινού σε διάφορα σημεία του σώματος του παθόντος, επήλθε βλάβη της υγείας του παθόντος, χωρίς να δημιουργείται καμία ασάφεια ή αντίφαση εκ τούτου, μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού, 4) αιτιολογείται επαρκώς η απόρριψη του προβληθέντος υπό των τριών, για λογαριασμό μόνον του πρώτου εξ αυτών κατηγορουμένου, αυτοτελή ισχυρισμού απαλλαγής του από κάθε ποινή γιατί παρασύρθηκε από δικαιολογημένη αγανάκτηση εξ αιτίας αμέσως προηγούμενης πράξης που τέλεσε ο παθών πολιτικώς ενάγων εναντίον της αδελφής του με απαξιωτικές προσβλητικές για το πρόσωπό της φράσεις και όχι εναντίον του προσώπου του ιδίου, ούτε ενώπιόν του, αλλά σε επεισόδιο που έλαβε χώρα στην επιχείρηση της αδελφής παθόντος σε προηγούμενο χρόνο, η δε αναφορά στο σκεπτικό (σελ. 6), ότι η αμέσως προηγούμενη βάναυση συμπεριφορά δεν αφορά το πρόσωπο "των κατηγορουμένων", ήτοι η χρήση του πληθυντικού αριθμού, έγινε προφανώς από παραδρομή και ουδεμία ακυρότητα επέρχεται εκ τούτου, δικαιολογείται δε η παραδρομή αυτή, εκ του γεγονότος ότι στον γραπτό ως άνω ισχυρισμό, που κατέθεσε η συνήγορος των κατηγορουμένων στο ακροατήριο και καταχωρήθηκε στα πρακτικά, σημειώνεται ότι υποβάλλεται "από την συνήγορο των κατηγορουμένων αυτοτελής ισχυρισμός των Χ1, Χ2 και Χ3" και στο παρακάτω περιεχόμενο διευκρινίζεται ότι ο ισχυρισμός αφορά μόνο το πρόσωπο του πρώτου κατηγορουμένου. Όσον αφορά την αιτίαση ελλείψεως ακροάσεως, καθόσον ο εν λόγω αυτοτελής ισχυρισμός είχε προβληθεί και για προηγηθείσα βάναυση συμπεριφορά σε βάρος του πατέρα του πρώτου κατηγορουμένου, που δεν απαντήθηκε, το Δικαστήριο, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει ειδικά, διότι από τα πρακτικά προκύπτει ότι υποβλήθηκε αορίστως, με τη φράση "ο παθών εξύβρισε και έσπρωξε βάναυσα τον πατέρα μου", αφού δεν διευκρινίστηκαν στον υποβληθέντα ισχυρισμό οι εξυβριστικές λέξεις ούτε και ο χρόνος εξυβρίσεως και απωθήσεως, αν δηλαδή έγιναν πριν ή μετά τη σωματική βλάβη, ούτε εκτίθεται ότι η συμπεριφορά αυτή του παθόντος ήταν ιδιαίτερα σκληρή ή βάναυση, ώστε να κριθεί αν είναι νόμιμος και μετά βάσιμος.
Επομένως, πρέπει ν' απορριφθούν, ως αβάσιμοι κατ' ουσίαν, οι περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχεία Β, Δ' και Ε' ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως και των τριών αναιρεσειόντων, ενώ οι λοιπές αιτιάσεις, καθ'ό μέρος δια τούτων πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί την εκτίμηση των αποδείξεων κρίση του Δικαστηρίου, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Μετά ταύτα, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 14-11-2008 αίτηση-δήλωση των Χ1, Χ2 και Χ3 για αναίρεση της με αριθμ. 87374/2008 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, για καθένα από αυτούς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος η οποία ανέρχεται σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιουνίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Σεπτεμβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ