Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 777 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Επανεξέταση λόγου αναιρέσεως.




Περίληψη:
Αίτηση για εξέταση μη εξετασθέντος λόγου αναιρέσεως. Προϋποθέσεις για τέτοια εξέταση. Απορρίπτεται η αίτηση γιατί είχε εξετασθεί ο επικαλούμενος ως μη εξετασθείς λόγος.




ΑΡΙΘΜΟΣ 777/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοϊνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αιτούντων: 1) ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σταύρο Πέτρου, και 2) ..., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Μαλεβίτη, περί επανεξετάσεως λόγων αναιρέσεως της υπ' αριθ. 168/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθ. 1767/2009 απόφαση του Ζ' Τμήματος του Αρείου Πάγου.

Το Ζ' Τμήμα του Αρείου Πάγου, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και τώρα οι αιτούντες ζητούν την επανεξέταση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 2 Νοεμβρίου 2009 και 6 Νοεμβρίου 2009 αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1540/2009.

Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αιτούντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις επανεξέτασης λόγων αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τα άρθρα 370 και 514 του ΚΠΔ, τα ποινικά δικαστήρια δεν μπορούν να επανεξετάσουν την οριστική τους απόφαση, όπως είναι και αυτή που απορρίπτει ένδικο μέσο, ενώ κατά της αποφάσεως του Αρείου Πάγου με την οποία απορρίπτεται αίτηση αναιρέσεως, δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο, ούτε δεύτερη αίτηση αναιρέσεως. Στην περίπτωση όμως κατά την οποία ο Άρειος Πάγος παρέλειψε από παραδρομή να ερευνήσει προταθέντα παραδεκτώς λόγο αναιρέσεως, μπορεί, ενόψει της αυτοτέλειας κάθε λόγου αναιρέσεως, που σωρευτικώς διατυπώνεται με τους λοιπούς λόγους στο ίδιο δικόγραφο αναιρέσεως ή στο δικόγραφο των πρόσθετων λόγων, να επανέλθει και να τον εξετάσει, χωρίς αυτό να είναι αντίθετο με τις παραπάνω διατάξεις, γιατί επί του μη εξετασθέντος αναιρετικού λόγου δεν υπάρχει απόφαση. Δεν υπάρχει όμως δυνατότητα επανεξέτασης, όταν ο φερόμενος ως μη εξετασθείς λόγος συνιστά βελτίωση ή διευκρίνιση ή συμπλήρωση λόγου που προτάθηκε και εξετάστηκε. Η εξέταση και απόρριψη λόγου αναιρέσεως, η οποία αποκλείει την επανεξέτασή του, δεν είναι απαραίτητο να προκύπτει από ρητή γι' αυτόν σκέψη της αποφάσεως, αλλά μπορεί να συνάγεται από το όλο σκεπτικό της. Στην προκειμένη περίπτωση οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι ο Αρειος Πάγος, ο οποίος με την υπ' αριθ. 1767/2009 απόφασή του απέρριψε τις αντίστοιχες από 6-2-2009 και 9-2-2009 αιτήσεις τους και τους αντίστοιχους από 6-4-2009 και 9-4-2009 πρόσθετους λόγους για αναίρεση της υπ' αριθ. 168/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου, παρέλειψε να εξετάσει το δεύτερο από τα τρία σκέλη του προταθέντος λόγου αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας από μέρους του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο με την προσβληθείσα ως άνω απόφασή του απέρριψε ως απαράδεκτες τις εφέσεις τους κατά της υπ' αριθ. 365/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως κατά το ως άνω (δεύτερο) σκέλος του συνίσταται στο ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτες τις εφέσεις τους, ενώ ήδη α) Ο Εισαγγελέας είχε λάβει το λόγο από την Πρόεδρο και είχε αναπτύξει τις εκθέσεις των εφέσεων και παραδώσει κατάλογο των μαρτύρων που είχε καλέσει και β) Η Πρόεδρος είχε ζητήσει πληροφορίες από τους κατηγορουμένους για τις πράξεις για τις οποίες κατηγορούνται, είχε εκφωνήσει τα ονόματα των μαρτύρων της κατηγορίας, είχε κηρύξει την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας και είχε καλέσει τον πρώτο μάρτυρα, δηλαδή το Δικαστήριο είχε προβεί σε ενέργειες οι οποίες προϋποθέτουν ότι είχε προηγηθεί η κρίση για το τυπικά δεκτό των εφέσεων και έτσι δεν επιτρεπόταν να επανέλθει το Δικαστήριο επί του παραδεκτού αυτών. Για την απόρριψη του ως άνω λόγου αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας, ο Αρειος Πάγος, στην προαναφερθείσα υπ' αριθ. 1767/2009 απόφασή του, διέλαβε την ακόλουθη αιτιολογία: "Περαιτέρω κατά την διάταξη του άρθρου 502 παρ. 6 ΚΠοινΔ, η οποία έχει προστεθεί με το άρθρο 18 παρ. 5 του Ν. 2721/1999 και ίσχυσε από 3-6-1999 "αν το δικαστήριο κρίνει ότι η έφεση είναι τυπικώς δεκτή και αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης για κρείσσονες αποδείξεις ή κατ' εφαρμογή των άρθρων 59 και 61, δεσμεύεται από την απόφαση του για το τύποις παραδεκτό της εφέσεως, στη μετ' αναβολή συζήτηση αυτής". Από την παραπάνω διάταξη συνάγεται ότι η πιο πάνω δέσμευση του δικαστηρίου, υφίσταται μόνο στις περιπτώσεις που ρητά προβλέποντας και συγκεκριμένα, όταν το Εφετείο στο οποίο έχει εισαχθεί για συζήτηση έφεση του κατηγορουμένου, έχει κρίνει ότι η έφεση είναι τυπικώς δεκτή και αναβάλει την έκδοση της οριστικής του αποφάσεως, για κρείσσονες αποδείξεις ή κατ'εφαρμογή των άρθρων 59 και 61 του ΚΠοινΔ. Αν το δικαστήριο, στη μετ' αναβολή συζήτηση, ερευνήσει εκ νέου το παραδεκτό της εφέσεως και την απορρίψει, ως απαράδεκτη, ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ, με τη μορφή της υπέρβασης εξουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, για την έρευνα της βασιμότητας σχετικού λόγου αναιρέσεως, προκύπτουν τα ακόλουθα. Δυνάμει της με αριθ. 241/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου, στο οποίο εισήχθησαν οι με αριθ. εκθ. 53/2007 και 54/2007 εφέσεις των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων, αναβλήθηκε η συζήτηση των εφέσεων αυτών, κατ'άρθρον 349 του ΚΠοινΔ, για σημαντικά αίτια στο πρόσωπο του αιτήσαντος την αναβολή δευτέρου κατηγορουμένου και για το ενιαίο της κρίσεως και για τον πρώτο κατηγορούμενο, σε ρητή δικάσιμο της 3-4-2008. Δυνάμει της με αριθ. 93/2008 αποφάσεως του ιδίου δικαστηρίου αναβλήθηκε η υπόθεση, κατ'άρθρον 349 ΚΠοινΔ, λόγω παρελεύσεως του νομίμου ωραρίου και κωλύματος της γραμματέας της έδρας, σε ρητή δικάσιμο της 15-5-2008. Δυνάμει της με αριθ. 113/2008 αποφάσεως, αναβλήθηκε η συζήτηση των άνω εφέσεων, κατ'άρθρον 349 ΚΠοινΔ, λόγω σημαντικών αιτίων στο πρόσωπο του δευτέρου κατηγορουμένου και για το ενιαίο της κρίσεως και για τον πρώτο κατηγορούμενο, σε νέα ρητή δικάσιμο της 5-6-2008, ότε και πάλιν με τη με αριθ. 138/6-6-2008 απόφαση αναβλήθηκε η υπόθεση, κατ' άρθρον 349 ΚΠοινΔ, λόγω παρελεύσεως του νομίμου ωραρίου, για νέα ρητή δικάσιμο της 18-9-2008, ότε, λόγω σειράς εκθέματος, την επομένη της συνεδριάσεως εκδικάσθηκε τελικά η υπόθεση και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, οι αναβολές δόθηκαν πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας και πριν το δικαστήριο αποφανθεί για το τυπικά παραδεκτό των δύο εφέσεων των κατηγορουμένων, γι' αυτό και δεν περιέχεται καμία σχετική διάταξη περί τούτου σε καμία από τις άνω αναβλητικές αποφάσεις, ενώ σε ουδεμία περίπτωση η δίκη αναβλήθηκε για κρείσσονες αποδείξεις ή για λόγους του άρθρου 59 ή 61 του ΚΠοινΔ. Επομένως, το τυπικά παραδεκτό των δύο εφέσεων των κατηγορουμένων, δεν είχε κριθεί προηγουμένως, δεν συνέτρεχε περίπτωση του άρθρου 502 παρ.6 του ΚΠοινΔ και κρίθηκε για πρώτη φορά, το παραδεκτό, με την προσβαλλόμενη απόφαση, που απέρριψε τις δύο εφέσεις ως απαράδεκτες, κατά τα παραπάνω. Έτσι, με αυτή την ειδική αιτιολογία, κρίνοντας το Πενταμελές Εφετείο, κατά πλειοψηφία, επί προβληθέντος σχετικού ισχυρισμού των εκκαλούντων κατηγορουμένων, τον οποίο και απέρριψεν, ότι δηλαδή με τις ως άνω γενόμενες επανειλημμένες αναβολές, κατ'άρθρον 349 ΚΠοινΔ, και όχι για κρείσσονες αποδείξεις ή κατ'άρθρο 59 ή 61 του ΚΠοινΔ, δεν είχαν γίνει τυπικά δεκτές οι άνω εφέσεις και κρίνοντας αυτές τυπικά το πρώτον κατά την τελευταία δικάσιμο της 19-9-2008, που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, τις απέρριψεν ως απαράδεκτες, ελλείψει λόγου εφέσεως, ορθά ερμήνευσε και δεν παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 502 παρ. 1, 6 του ΚΠοινΔ ούτε υπερέβη την εξουσία του.
Συνεπώς, ο συναφής από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η του ΚΠοινΔ έτερος λόγος αναιρέσεως των κρινόμενων αιτήσεων, κύριος και πρόσθετος, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος".
Από το ως άνω περιεχόμενο του σκεπτικού της αποφάσεώς του, προκύπτει σαφώς ότι ο 'Αρειος Πάγος δέχτηκε ότι το τυπικά παραδεκτό των εφέσεων των κατηγορουμένων δεν είχε κριθεί προηγουμένως και κρίθηκε για πρώτη φορά με την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία τις απέρριψε ως απαράδεκτες, ελλείψει λόγου εφέσεως και έτσι δεν υπάρχει υπέρβαση εξουσίας. Επομένως ο 'Αρειος Πάγος εξέτασε και το δεύτερο σκέλος του σχετικού λόγου αναιρέσεως, αφού δέχτηκε ότι πριν από την κρίση για το απαράδεκτο των εφέσεων, δεν υπήρχε κρίση για το τυπικά δεκτό αυτών. Άλλωστε ούτε οι ίδιοι οι αιτούντες επικαλούνται ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο είχε εκφέρει τέτοια κρίση, αλλ' ότι η κρίση αυτή συνάγεται συμπερασματικά ότι υπήρχε.
Συνεπώς οι κρινόμενες αιτήσεις πρέπει να απορριφθούν και να επιβληθούν στους αιτούντες τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 6-11-2009 και 20-11-2009 αιτήσεις των: 1) ... και 2) ..., αντίστοιχα, για εξέταση του αναφερόμενου στο σκεπτικό λόγου αναιρέσεως αυτών. Επιβάλλει στους αιτούντες τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) Ευρώ για κάθε αιτούντα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Μαρτίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 21 Απριλίου 2010.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή