Θέμα
Διαθήκη, Χρησικτησία.
Περίληψη:
Ανικανότητα προς σύνταξη διαθήκης λόγω διανοητικής διαταραχής.
Λόγοι αναίρεσης από 19, 20, 8 και 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Αριθμός 767/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Π. Κ. του Α., και 2) Α. Κ. του Π., κατοίκων ..., οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευάγγελο Καμπέρο.
Της αναιρεσίβλητης: Γ. Τ., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Λεωνίδα Αποσκίτη, χωρίς να καταθέσει προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/1/2007 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 845/2009 του ιδίου Δικαστηρίου και 1577/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 19/7/2010 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 17/1/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά την έννοια του αριθ. 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νομίμου βάσεως, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της αποφάσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι όμως και όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς.
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναίρεσης πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση γιατί όλως εσφαλμένως, αναιτιολογήτως και παρά το νόμο δέχθηκε ότι: "... Ειδικότερα, ως προς την ιατρική βεβαίωση του Ε. Τ., αφενός αυτή στερείται βεβαίας χρονολογίας, ώστε να μην μπορεί να διακριβωθεί ο χρόνος σύνταξής της, αλλ' επιπλέον αναφέρεται σε ραγδαία επιδείνωση της νοητικής της κατάστασης ήδη από το 1997, γεγονός που αφήνει έκδετη και την από 09.11.1998 διαθήκη της διαθέτιδας, αφού κατά τη βεβαίωση αυτή η Ι. Π. είχε ήδη ουσιωδώς μειωμένη πνευματική λειτουργία, ώστε να είναι από τότε ανίκανη να συντάξει διαθήκη, πράγμα που βεβαίως δεν ισχυρίζονται οι ενάγοντες ..." για να καταλήξει στο έωλο συμπέρασμα: "... Κατ' ακολουθία των ανωτέρω κρίνεται ότι οι ενάγοντες δεν ανταποκρίθηκαν στο υποκειμενικό βάρος που αυτοί έφεραν της απόδειξης του αγωγικού ισχυρισμού τους ότι η διαθέτις ήταν ανίκανη προς σύνταξη διαθήκης στις 06.07.2004, όπως υποχρεούνται από τη διάταξη του αρθρ. 338 παρ. 1 ΚΠολΔ, έτσι ώστε να σχηματιστεί στο Δικαστήριο πλήρη δικανική πεποίθηση για την αλήθεια του ισχυρισμού τους αυτού ...".
Συνεπώς πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και έτσι: α. Η πληττόμενη απόφαση δεχόμενη ότι: "... η ιατρική βεβαίωση του Ε. Τ. αφ' ενός αύτη στερείται βεβαίας χρονολογίας ώστε να μην μπορεί να διακριβωθεί ο χρόνος σύνταξής της ..." στερείται αιτιολογίας, διότι δεν αναφέρει τι το Δικαστήριο συνήγαγε εκ του γεγονότος ότι το ως άνω έγγραφο στερείται βεβαίας χρονολογίας, ποίες είναι οι έννομες συνέπειες και εάν ανατρέπεται δια της φερόμενης αυτής ελλείψεως το περιεχόμενο του εγγράφου. Ούτε αναφέρεται ότι η αποδεικτική αξία του εγγράφου απομειούται ή μηδενίζεται εκ της ελλείψεως βεβαίας χρονολογίας και υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ. β. Περαιτέρω το Εφετείο έσφαλε διότι παρείδε παρά τον νόμο ότι η ιατρική αυτή βεβαίωση τυγχάνει ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο πληροί όλες τις προϋποθέσεις των άρθρων 432, 443, 445 Κ.Πολ.Δικ. "Για να έχει αποδεικτική δύναμη ιδιωτικό έγγραφο πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη" (443 Κ.Πολ.Δικ.). "Έγγραφα ιδιωτικά συνταγμένα σύμφωνα με τον νόμιμο τύπο, εφόσον η γνησιότητά τους αναγνωρίστηκε ή αποδείχθηκε αποτελούν πλήρη απόδειξη, ότι η δήλωση που περιέχουν προέρχεται από τον εκδότη του εγγράφου ..." (449 ΚΠολ.Δικ.) και κατά συνέπεια η προσκομισθείσα και επικληθείσα ιατρική βεβαίωση, εφόσον υπεγράφη από τον θεράποντα ιατρό όστις έθεσε και την σφραγίδα του κάτωθεν του περιεχομένου και της ημερομηνίας, έχει πλήρη αποδεικτική δύναμη, εφόσον ουδέποτε αύτη προσεβλήθη από οιονδήποτε ως πλαστή και έτσι το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αριθ. 12 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. γ. Περαιτέρω η πληττόμενη απόφαση αποπειρώμενη να ανατρέψει και το περιεχόμενο της ανωτέρω ιατρικής βεβαιώσεως παρανόμως, εσφαλμένως και αναιτιολογήτως ότι: "... επιπλέον αναφέρεται σε ραγδαία επιδείνωση της νοητικής της κατάστασης ήδη από το 1997, γεγονός που αφήνει έκθετη και την από 9.11.1998 διαθήκη της διαθέτιδας, αφού κατά τη βεβαίωση αυτή η Ι. Π. είχε ήδη ουσιωδώς μειωμένη πνευματική λειτουργία, ώστε να είναι από τότε ανίκανη να συντάξει διαθήκη, πράγμα που βεβαίως δεν ισχυρίζονται οι ενάγοντες ...". Πλην όμως και η σκέψη αυτή τυγχάνει τουλάχιστον αυθαίρετη και εσφαλμένη διότι παραβλέπεται και αποσιωπάται ότι προ της φράσεως "ραγδαίως επιδεινούμενη" ο ιατρός αναγράφει "παρουσιάζει από 3τίας βαθμιαία ραγδαίως επιδεινούμενη ...". Κατά συνέπεια η σκέψη της πληττόμενης σύμφωνα με την οποία εφόσον από τριετίας, προ του χρόνου σύνταξης (δηλ. 1997 - χρόνος σύνταξης 2000) είχε ραγδαία επιδείνωση η νοητική κατάσταση της διαθέτιδος, η από 9.11.1998 αρχική διαθήκη τίθεται εν αμφιβάλω, τυγχάνει εσφαλμένη, διότι ο ιατρός αναφέρεται σε βαθμιαία, ραγδαία επιδεινούμενη διαταραχή, χωρίς όμως να προκύπτει στο πλαίσιο του ιδίου εγγράφου, ότι το 1998 η διαθέτις ήταν ανίκανη προς σύνταξη διαθήκης, ως εσφαλμένως εικάζει η προσβαλλομένη επί τω τέλει όπως θεωρήσει την ιατρική βεβαίωση άνευ αποδεικτικής δυνάμεως και έτσι το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 19 και 20 Κ.Πολ.Δ, και δ. Σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο έσφαλε και διότι προσπάθησε να αμφισβητήσει την αποδεικτική ισχύ της ιατρικής βεβαίωσης δι' επάλληλων σκέψεων, και δη ότι εάν η ιατρική βεβαίωση τυγχάνει αληθής και ισχυρά τότε και η προγενέστερη της προσβληθείσας διαθήκη τυγχάνει δήθεν άκυρη λόγω της φερομένης άνοιας της διαθέτιδος, δηλαδή η προσβαλλομένη αυθαιρέτως απαντά σε μη προβληθέντα ισχυρισμό και έτσι υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 8α Κ.Πολ.Δ.
Ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο και τρίτο μέρος, που περιέχει αιτιάσεις από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού με αυτές πλήττεται η εκτίμηση πραγματικών γεγονότων από το Δικαστήριο της ουσίας, που είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), ενώ κατά το δεύτερο μέρος, που αποδίδεται η από τον αριθ. 12 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. αιτίαση, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού η ως άνω ιατρική γνωμάτευση υπάγεται στην ειδική ρύθμιση του άρθρου 390 Κ.Πολ.Δ. και εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο, η δε αιτίαση που περιέχεται στο τρίτο μέρος από τον αριθ. 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη γιατί το Εφετείο σωστά ανέγνωσε το έγγραφο αυτό και εκτιμώντας το περιεχόμενό του κατέληξε σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεωρούν ορθό οι αναιρεσείοντες, και τέλος η αιτίαση που περιέχεται στο τέταρτο μέρος του εξεταζόμενου λόγου αναίρεσης από τον αριθ. 8α του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη αφού η αιτίαση αυτή δεν αναφέρεται σε "πράγματα" κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ., αλλά σε επιχείρημα του δικαστηρίου.
Επειδή, ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης, για παραμόρφωση εγγράφου, συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της απόδοσης από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 Κ.Πολ.Δ., έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένα, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεώρησε ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Πρέπει δε την παραπάνω επιζήμια κρίση του για τον αναιρεσείοντα να σχημάτισε το δικαστήριο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το έγγραφο που φέρεται ως παραμορφωμένο, προϋπόθεση, η οποία δεν συντρέχει, όταν το εν λόγω έγγραφο εκτιμήθηκε μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρεται η σημασία του σε σχέση με το πόρισμα για την αλήθεια ή αναλήθεια του γεγονότος που αποδείχθηκε, γιατί, στην τελευταία αυτή περίπτωση, δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του.
Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ. 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο των α) από 6-5-2004 εξιτηρίου του νοσηλευτηρίου "Ευρωθεραπεία Αθηναίου Α. Ε." και β) των από 9-12-2005 και 1-4-2006 εξιτηρίων του νοσηλευτηρίου "Κυανούς Σταυρός Α.Ε.", με το να δεχθεί ως προς το πρώτο ότι δεν υφίσταται διάγνωση για ανοϊκή συνδρομή - γεροντική άνοια ενώ ως προς τα υπόλοιπα ότι είναι σημαντικά μεταγενέστερα ως προς το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης και δεν κρίνονται πειστικά σε σχέση με το αποδεικτικό γεγονός. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος γιατί με αυτόν δεν αποδίδεται σφάλμα διαγνωστικό κατά την ανάγνωση των παραπάνω εγγράφων, αλλά σφάλμα ως προς την εκτίμηση του περιεχομένου των εν λόγω εγγράφων, η οποία δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο.
Επειδή, ο τρίτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για τις από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ, πλημμέλειες, που ανάγονται στην αξιολόγηση και αξιοπιστία των καταθέσεων των μαρτύρων των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού πλημμέλειες αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση αυτών δεν ιδρύουν τους παραπάνω λόγους από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 340 Κ.Πολ.Δ, συνάγεται ότι η αξιοπιστία των μαρτύρων και η εκτίμηση των όσων καταθέτουν ανήκει στην κυριαρχική και ανέλεγκτη εξουσία του δικαστηρίου της ουσίας το οποίο εκτιμώντας τις αποδείξεις, μπορεί να αποδώσει στις καταθέσεις των μαρτύρων του αναιρεσιβλήτου μεγαλύτερη βαρύτητα και αξιοπιστία από τις καταθέσεις των μαρτύρων του αναιρεσείοντος. Επομένως ο τέταρτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, διότι στηρίχθηκε στην κατάθεση του μάρτυρα της αναιρεσιβλήτου και δεν αναφέρθηκε καν χωρίς να τις απορρίπτει τις καταθέσεις των μαρτύρων των αναιρεσειόντων που ήσαν περισσότερο αξιόπιστοι είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Αφού απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης πρέπει οι ηττηθέντες αναιρεσείοντες να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19-7-2010 αίτηση των Π. Κ. κλπ για αναίρεση της 1577/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Απριλίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ