Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα.
Περίληψη:
Πράξεις: 1) ψευδής καταμήνυση, 2) ψευδορκία μάρτυρα, 3) συκοφαντική δυσφήμηση. Μοναδικός λόγος αναιρέσεως: Έλλειψη αιτιολογίας. Απορρίπτεται η αίτηση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 306/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Kωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Δημάδη, Βιολέττα Κυτέα, Γεώργιο Αδαμόπουλο, και Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Κολοβό, περί αναιρέσεως της 4785/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., που παραστάθηκε αυτοπροσώπως, ως δικηγόρος.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Ιουλίου 2009 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1179/2009.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας και τον πολιτικώς ενάγοντα, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και η αξιολόγηση τους και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 4785/2009 απόφαση του, καταδίκασε την αναιρεσείουσα (και τον μη ασκήσαντα αναίρεση συγκατηγορoύμενό της Χ2) σε συνολική ποινή φυλάκισης τεσσάρων(4) μηνών για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμηση, δεχθέν, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων που κατ' είδος μνημονεύει, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης που αλληλοσυμπληρώνονται, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 19/7/2004 και περί ώρα 13.00 προσήλθαν στο δικηγορικό γραφείο του εγκαλούντος Ψ, επί της οδού ..., οι κατηγορούμενοι Χ2 και η υπάλληλος του Χ, προκειμένου ο πρώτος κατηγορούμενος να παραλάβει ορισμένα έγγραφα σχετικά με κληρονομική υπόθεση την οποία χειριζόταν ο εγκαλών. Ο τελευταίο: τους ενημέρωσε ότι έχει στη διάθεση του όλα τα έγγραφα, αλλά πριν τους τα παραδώσει ζήτησε την καταβολή της δικηγορικής του αμοιβής, ύψους 37.000 ευρώ, για την οποία διαφώνησε ο πρώτος κατηγορούμενος, θεωρώντας την υπερβολική. Κατά την διάρκεια ολιγόλεπτης απουσίας του εγκαλούντος για να φέρει νερό στην δεύτερη κατηγορουμένη από διπλανό δωμάτιο, αυτοί έλαβαν τα έγγραφα που ήταν επάνω στο γραφείο του, στην προσπάθεια δε του εγκαλούντος να τα πάρει από τα χέρια της δεύτερης κατηγορουμένης που τα κρατούσε, τα έγγραφα έπεσαν στο δάπεδο. Τότε ο πρώτος κατηγορούμενος που είχε υπέρτερες σωματικές δυνάμεις σε σχέση με τον εγκαλούντα, προκειμένου να τον εμποδίσει να συλλέξει αυτά και να κερδίσει χρόνο η δεύτερη κατηγορουμένη να τα συλλέξει η ίδια και να φύγουν χωρίς να τον πληρώσουν, τον άρπαξε (τον εγκαλούντα) βίαια από τον ώμο και τον λαιμό με τα δύο του χέρια κάνοντας του "λαβή", πλην όμως, στην αντίδραση του εγκαλούντος έπεσαν και οι δύο κάτω στα δάπεδο. Ο πρώτος κατηγορούμενος πίεσε τον εγκαλούντα με το χέρι του στο στόμα, οπότε ο τελευταίος για να μπορέσει να αναπνεύσει, αλλά και να υπερασπισθεί τον εαυτό του από επικείμενο κίνδυνο ζωής ή σωματικής βλάβης, τον δάγκωσε στο καρπό του χεριού του. Με τον τρόπο αυτό κατάφερε να ελευθερωθεί με εκδορές σε διάφορα σημεία του σώματος του. Οι σωματικές βλάβες του πρώτου κατηγορουμένου προήλθαν από την κατά τα άνω αμυντική ενέργεια του εγκαλούντος και από την πτώση του πρώτου στο δάπεδο κατά τον χρόνο της επιθέσεως του στον εγκαλούντα. Επίσης δεν αποδείχθηκε ότι ο εγκαλών εξύβρισε την δεύτερη κατηγορουμένη "πόρνη", αφού ο διαπληκτισμός έλαβε χώρα μεταξύ του εγκαλούντος και του πρώτου κατηγορουμένου. Επομένως, όλα όσα ανέφεραν οι κατηγορούμενοι στην από 26/7/2002 ένορκη εξέταση τους ενώπιον των αρμοδίων αστυνομικών υπαλλήλων του Α.Τ. ... περί τραυματισμού του πρώτου κατηγορουμένου από τον εγκαλούντα κατά την ανωτέρω ημερομηνία που τον είχαν επισκεφθεί στο δικηγορικό του γραφείο και εξυβρίσεως της δεύτερης κατηγορουμένης, ήταν ψευδή και οι κατηγορούμενοι τα περιέλαβαν στην κατάθεση τους εν γνώσει της αναληθείας τους, με σκοπό την ποινική καταδίωξη του εγκαλούντος. Εξ άλλου ο εγκαλών με την 3381/2006 απόφαση του δικαστηρίου τούτου κηρύχθηκε αθώος της σωματικής βλάβης του πρώτου κατηγορουμένου, κατά δε της αποφάσεως δεν ασκήθηκε ένδικο μέσο από τον Εισαγγελέα. Τα ψευδή δε περιστατικά που ανέφεραν στη μήνυση τους τα επιβεβαίωσαν ενόρκως ενώπιον των ιδίων αστυνομικών οργάνων, εν γνώσει της αναληθείας τους. Ακόμη με τα ανωτέρω ψευδή περιστατικά σε βάρος του εγκαλούντος, που εν γνώσει της αναληθείας τους, αφού δεν έλαβαν χώρα όπως τα κατέθεσαν, ανέφεραν στις εγκλήσεις, διατυπούμενα ενώπιον τρίτων (αστυνομικών υπαλλήλων) και των οποίων έλαβαν γνώση και άλλα άτομα (Εισαγγελέας, γραμματείς κτλ), έβλαψαν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, ως δικηγόρου, εμφανίζοντας τον ως άτομο που επιλύει με βίαιο τρόπο τις επαγγελματικές του διαφορές και ως υβριστή, αλλά και ως άτομο με επιθετική προσωπικότητα. Πρέπει επομένως να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι των κατηγοριών που τους αποδίδονται. Πρέπει όμως να τους αναγνωρισθούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 α' του ΠΚ, καθόσον λαμβάνοντας υπόψη τα ποινικά τους μητρώα εκ των οποίων προκύπτει ότι δεν έχουν καταδικασθεί στο παρελθόν για καμία αξιόποινη πράξη, αλλά και όλα τα άλλα αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύεται ότι έως το χρόνο που έγιναν οι πράξεις, έζησαν έντιμη ατομική και γενικά κοινωνική ζωή". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, και ακολούθως κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα (και τον μη ασκήσαντα αναίρεση συγκατηγορούμενό της) των εγκλημάτων της ψευδούς καταμήνυσης, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε η κατηγορουμένη-αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά που δέχθηκε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφάρμοσε (άρθρα 229 παρ.1, 224 παρ.2-1, 363-362 του ΠΚ), ούτε δε το πόρισμα της απόφασης, ως συνδυασμός αιτιολογικού και διατακτικού είναι ασαφές, αντιφατικό ή με λογικά κενά που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, ενώ περαιτέρω η προσβαλλόμενη αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα τον άμεσο δόλο της αναιρεσείουσας σχετικά με την διάπραξη των εγκλημάτων της ψευδούς καταμήνυσης, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ως εκ τούτου οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας ότι στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης δεν παρατίθεται καμία αιτιολογία και ότι ως προς τα πραγματικά περιστατικά γίνεται παραπομπή στο διατακτικό, το οποίο αποτελεί απλή επανάληψη του κατηγορητηρίου, είναι αβάσιμες, καθόσον στο σκεπτικό παρατίθενται με λεπτομέρεια τα περιστατικά που θεμελιώνουν κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά τους στοιχεία τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα.
Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 510 παρ. 1 Δ' του ΚΠΔ), πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, και συνακόλουθα να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, καταδικασθεί δε η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17/7/2009 αίτηση της Χ περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 4785/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Φεβρουαρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ