Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα.
Περίληψη:
Συνεκδίκαση δύο αιτήσεων. Καταδικαστική απόφαση για συκοφαντική δυσφήμηση κατ' εξακολούθηση και ψευδορκία μάρτυρος. Απορρίπτει λόγους αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας.
Αριθμός 1546/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Μπιχάκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Δημητρούλα Υφαντή, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά, Δημήτριο Κράνη και Βασίλειο Φράγγο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Σεπτεμβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, κατοίκου ... και 2) Χ2, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Φίλιππο Φίλια, για αναίρεση της με αριθμό 8640/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγουσα τη Ψ, κάτοικο ..., που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 27 Ιανουαρίου 2010, δύο (2) τον αριθμό, χωριστές, αιτήσεις αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 546/2010.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Συνεκδικάζονται ως συναφείς, στρεφόμενες κατά της αυτής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (υπ'αριθ. 8640/2009) οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως α) από 27.1.2010 του Χ1, β) από 27.1.2010 του Χ2. Με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ ορίζεται ότι όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του διαπράττει το έγκλημα της δυσφημήσεως και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Επομένως, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλο γεγονός που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τελευταίου, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και γ) εκείνος που ισχυρίσθηκε η διέδωσε το ψευδές γεγονός να προέβη ηθελημένα στην ενέργεια αυτή και να τελούσε εν γνώσει της αναλήθειάς του και της δυνατότητάς του να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Ως γεγονός νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή το παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 του ΠΚ όπως αυτή ίσχυε πριν την, επί το αυστηρότερο, αντικατάστασή της από το άρθρο 1 παρ.1 του Ν.3327/2005, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή υποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται: α) ο μάρτυρας να καταθέσει ενώπιον Αρχής, η οποίας είναι αρμόδια για την εξέτασή του, β) τα πραγματικά περιστατικά που κατέθεσε να είναι ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, ο οποίος συνίσταται στη γνώση αυτή ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει και αρνείται να τα καταθέσει. Η ένορκη κατάθεση του δράστη του πιο πάνω εγκλήματος, πρέπει, να αναφέρεται σε γεγονότα αντικειμενικώς ανακριβή και όχι σε κρίση, γνώμες ή πεποιθήσεις, εκτός εαν αυτές είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες προς τα γεγονότα που κατέθεσε. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα κα χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την πληρότητα, επομένως, της αιτιολογίας καταδικαστικής, για συκοφαντική δυσφήμηση και ψευδορκία μάρτυρος δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται σ' αυτήν, εκτός από τα ανωτέρω, άλλα περαιτέρω στοιχεία. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ του ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου, ενώ η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση τους, καθώς και ο έλεγχος της ορθότητος του αποδεικτικού πορίσματος που συνήγαγε εξ αυτών το δικαστήριο της ουσίας, δεν ιδρύουν λόγο αναιρέσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου, που είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 8640/2009 απόφαση, με την οποία καταδικάσθηκαν ο μεν πρώτος αναιρεσείων Χ1 για συκοφαντική δυσφήμηση και ψευδορκία μάρτυρος σε συνολική ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών ανασταλείσα, ο δε δεύτερος τούτων Χ2 για συκοφαντική δυσφήμηση σε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών ανασταλείσα, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών που την εξέδωσε σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε στο αιτιολογικό της, μετά την εκτίμηση των μνημονευομένων κατά κατηγορία αποδεικτικών μέσων τα ακόλουθα: "Ο γιός του πρώτου κατηγορουμένου Σ, στις 14.12.1992, είχε τελέσει γάμο με την εγκαλούσα Ψ, από τον οποίον απέκτησαν στις 28.6.1997 μία κόρη τη Φωτεινή. Κατά την τέλεση του γάμου τους η εγκαλούσα ήταν ηλικίας 18 ετών και μαθήτρια Λυκείου, ενώ ο σύζυγός της ήταν 20 ετών και σπουδαστής του Τμήματος Δημόσιας Υγιεινής του ΤΕΙ .... Το Μάϊο 1995 ο σύζυγος της εγκαλούσας ύστερα από εξετάσεις γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, συνεχίζοντας έκτοτε τις σπουδές του στη σχολή αυτή, ενώ από Νοέμβριο 1997 έως Ιούνιο 1998 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία. Οι ανωτέρω σύζυγοι παντρεύτηκαν χωρίς να έχουν αποκατασταθεί επαγγελματικά, με συνέπεια να αντιμετωπίσουν οικονομικά προβλήματα που όξυναν τις σχέσεις τους και τους οδήγησαν σε διάσταση από το Σεπτέμβριο του 2000. Η εγκαλούσα, στη διάρκεια της συμβίωσης εργαζόταν σε φούρνο, προσπαθώντας να στηρίξει οικονομικά την οικογένειά της και δεν είχε δείξει σημάδια ανήθικης συμπεριφοράς. Μετά τη διάσταση, μέσω του ..., γνώρισε το ..., με τον οποίο σήμερα έχει παντρευτεί και έχει αποκτήσει δύο παιδιά, τα οποία μεγαλώνουν μαζί με τη ...., την επιμέλεια της οποίας έχει αναλάβει δικαστικά η εγκαλούσα. Μεταξύ των ανωτέρω συζύγων υπήρξε έντονη αντιδικία μετά τη διάσταση, που οδήγησε σε πολλά αστικά και ποινικά Δικαστήρια. Σε ένα από αυτά στις 4.12.2002, όπου εσυζητείτο ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία Ασφαλιστικών μέτρων) η από 3.6.2002 αίτηση του Σ περί ανακλήσεως της 3024/2002 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καθώς και η από 26.6.2002 αίτηση της εγκαλούσας περί καταβολής - από τον πατέρα της προσωρινής διατροφής υπέρ της κόρης της Φωτεινής, κατέθεσε ενόρκως υπέρ του γιού του Σ ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1, ο οποίος, μεταξύ άλλων, είπε για την εγκαλούσα ότι εργάζεται ως ιερόδουλη, εγκαταλείπει το παιδί της για την εργασία αυτή, ότι μαζί με τον αρραβωνιαστικό της κακοποιούν το παιδί σωματικά και ψυχικά, φεύγει τα μεσάνυκτα από το σπίτι και επιστρέφει τα ξημερώματα, ότι άλλες φορές την περιμένουν πελάτες με ακριβά αυτοκίνητα κάτω από το σπίτι και πηγαίνουν ή σε σπίτια ή στο κλάμπ "BLUESKY" στην ... ή σε μαγαζί της οδού ... και ότι υπάρχουν βιντεοκασσέτες και φωτογραφίες με αυτή που συμμετέχει σε όργια. Επίσης ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 στην 12935/6.12.2002 ένορκη βεβαίωσή του ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά Γεωργίου Β.Παπαθανασίου ισχυρίστηκε για την εγκαλούσα ότι από παρακολούθηση που έκανε σ'αυτή με τον δεύτερο κατηγορούμενο Χ2 και με άλλα πρόσωπα περιστασιακά διαπίστωσε ότι αυτή διάγει έκλυτο βίο, εκδιδόμενη επ' αμοιβή, ότι απουσιάζει πολλές ώρες από την οικία της, τη νύχτα εγκαταλείπει μόνη τη μικρή Φωτεινή, την οποία δεν φροντίζει, όπως τα περιστατικά αναλυτικά αναφέρονται κατά ημερομηνίες και λεπτομέρειες στο διατακτικό της παρούσας. Περαιτέρω για την εγκαλούσα κατέθεσε και ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ2 στην 12936/6.12.2002 ένορκη βεβαίωσή του ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά Γεωργίου Β.Παπαθανασίου ότι, μετά παρακολούθηση της εγκαλούσας, διαπίστωσε ότι διάγει βίο έκλυτο, ότι εγκαταλείπει μόνη της κλειδωμένη τη μικρή Φωτεινή, μανατζάρει πόρνες και στριπτιζούδες, όπως η κατάθεσή του αναλυτικά αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας. Τα όσα, όμως, ισχυρίστηκαν στις πιο πάνω αναφερόμενες καταθέσεις τους οι ανωτέρω κατηγορούμενοι για την εγκαλούσα ήσαν ψευδή και αυτοί το γνώριζαν, αφού γνώριζαν ότι η εγκαλούσα μετά τη διάστασή της διατηρούσε ερωτική σχέση μόνο με το νυν σύζυγό της με τον οποίο συζούσε, χωρίς να διατηρεί σχέσεις με άλλους άνδρες, πολύ περισσότερο δε χωρίς να εκμεταλλεύεται σεξουαλικά τρίτα πρόσωπα, φρόντιζε δε και περιποιόταν το ανήλικο παιδί της, ήταν δε ικανά τα ανωτέρω κατατεθέντα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας ως ατόμου, συζύγου και μητέρας και όμως τα ισχυρίστηκαν, ο πρώτος μάλιστα και εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του Δικαστηρίου.
Συνεπώς ο πρώτος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος συκοφαντικής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση και ψευδορκίας μάρτυρα, ο δε δεύτερος κατηγορούμενος ένοχος συκοφαντικής δυσφήμησης". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων της συκοφαντικής δυσφημήσεως και ψευδορκίας μάρτυρος, για τις οποίες καταδικάσθηκαν οι κατηγορούμενοι - αναιρεσείοντες, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφήρμοσε, των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 362 - 363, 224 παρ. 2.1 ΠΚ, τις οποίες ορθώς εφήρμοσε και δεν παρεβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα, παρέθεσε στην απόφασή του τα δυσφημιστικά για την εγκαλούσα γεγονότα που περιλαμβάνοντο στην υπ' αριθ. 12936/6.12.2002 ένορκη βεβαίωση που συντάχθηκε ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιά Γεωργίου Β.Παπαθανασίου, όπως και όσα κατέθεσε ο πρώτος τούτων ενόρκως στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στις 2.12.2002 τα οποία ήταν ταυτόσημα των δυσφημιστικών γεγονότων, καθώς και τα περιστατικά από τα οποία συνήγαγε την αναλήθεια των άνω γεγονότων και εκείνα από τα οποία πείσθηκε ότι οι κατηγορούμενοι γνώριζαν ότι τα γεγονότα αυτά ήταν ψευδή. Ο άμεσος δόλος, ειδικώς των αναιρεσειόντων πλήρως αιτιολογείται με την αναφορά ότι αυτοί γνώριζαν ότι η εγκαλούσα διατηρούσε, μετά τη διάστασή της, ερωτική σχέση μόνο με τον νυν σύζυγό της, από προσωπική δηλαδή αντίληψη, παραδοχή ως εκ της οποίας δεν ήταν αναγκαία η παράθεση άλλων σχετικά με τη γνώση αυτή περιστατικών. Η ειδικότερη αντίθετη αιτίαση των αναιρεσειόντων είναι αβάσιμη αφού από την αναφορά, στο προοίμιο του σκεπτικού της αποφάσεως, ότι το Δικαστήριο συνήγαγε την κρίση του από τα μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα μεταξύ των οποίων και τα αναγνωσθέντα έγγραφα που αναφέρονται στα πρακτικά, προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και την επισημαινόμενη από τους αναιρεσείοντες υπ' αριθ. 2698/2005 αμετάκλητη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, περιλαμβανόμενη μεταξύ των αναγνωσθέντων, την οποία δεν μπορεί να καταληφθεί αμφιβολία ότι δεν την συνεκτίμησε το Δικαστήριο, από μόνο το λόγο ότι παρέλειψε να την σχολιάσει, ενώ περαιτέρω ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων, περί αντιθέσεως της άνω υπ' αριθ. 2698/2005 αποφάσεως προς τις ουσιαστικές παραδοχές και το πόρισμα της προσβαλλόμενης αποφάσεως καταλήγει σε αμφισβήτηση της ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου, η οποία, όμως, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 2 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ μοναδικός λόγος των ενδίκων αιτήσεων, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει οι ένδικες αιτήσεις να απορριφθούν και να καταδικασθεί έκαστος των αναιρεσειόντων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 27.1.2010 αιτήσεις του Χ1 και Χ2 περί αναιρέσεως της υπ' αριθ. 8640/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Καταδικάζει έκαστον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Σεπτεμβρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Σεπτεμβρίου 2010.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ