Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ε.Σ.Δ.Α., Λόγος στο συνήγορο, Ακροάσεως έλλειψη, Μάρτυρες, Κατηγορουμένου απολογία.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για ανθρωποκτονία από πρόθεση από κοινού, παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία. Ορθώς αναγνώσθηκαν και λήφθηκαν υπόψη περικοπές προανακριτικών απολογιών, οι οποίες είχαν ληφθεί χωρίς να παραβιασθούν τα υπερασπιστικά δικαιώματα και το δικαίωμα σιωπής των κατηγορουμένων. Βεβαιότητα ότι αναγνώσθηκαν στο στάδιο των απολογιών, έστω και αν αναφέρονται στα αναγνωσθέντα έγγραφα. Ορθώς δεν εξετάστηκαν μάρτυρες των πολιτικώς εναγόντων, από την εξέταση των οποίων παραιτήθηκαν αυτοί. Όχι απόλυτη ακυρότητα από την ανάγνωση προανακριτικής καταθέσεως μάρτυρα χωρίς να βεβαιώνεται το ανέφικτο της εμφανίσεώς του, εφόσον δεν αντέλεξαν οι κατηγορούμενοι. Όχι παραβίαση της ΕΣΔΑ. Όχι έλλειψη ακροάσεως από την μη απάντηση σε αίτημα για αναπαράσταση, γιατί αυτό υποβλήθηκε αορίστως. Όχι υποχρέωση να δίδεται ο λόγος στον κατηγορούμενο ή στο συνήγορο του για να προβεί σε δηλώσεις σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα που εξετάστηκαν, χωρίς αίτησή του. Ορθή και αιτιολογημένη απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού περί νόμιμης άμυνας. Απόρριψη αιτήσεων και προσθέτων αυτών λόγων.
Αριθμός 712/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ι. Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαΐου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Κ. Π. του Μ. και 2) Μ. Π. του Κ., κατοίκων ... και ήδη κρατουμένων στη Φυλακή Αλικαρνασσού Κρήτης, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ζήση Κ., για αναίρεση της υπ’ αριθ.133/2013 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Κρήτης. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Ε. χήρα Μ. Κ. και 2) Ι. Κ. του Μ., κάτοικοι ... που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θρασύβουλο Κονταξή.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Κρήτης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 7 Νοεμβρίου 2014 δύο αιτήσεις αναίρεσης μετά των από 4 Μαΐου 2015 δύο δικογράφων προσθέτων λόγων, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1175/2014.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης και οι επ’ αυτών πρόσθετοι λόγοι.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες από 7 Νοεμβρίου 2014 αιτήσεις (με αριθ. πρωτ. 7349 και 7350/2014) των Κ. Π. του Μ. και Μ. Π. του Κ. μετά των από 4 Μαΐου 2015 προσθέτων αυτών λόγων, για αναίρεση της 133/2013 καταδικαστικής αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Κρήτης, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ του ΚΠοινΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 3904/2010, ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η άσκηση των προσηκόντων στον κατηγορούμενο δικαιωμάτων αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες υφίσταται από το νόμο υποχρέωση του δικαστή να δημιουργήσει οίκοθεν τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σχετική αίτηση ή διαμαρτυρία του κατηγορουμένου. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 366 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, "αν όσα εκθέτει ο κατηγορούμενος είναι στο σύνολο τους ή εν μέρει διαφορετικά από όσα ο ίδιος εξέθεσε στην προδικασία, είναι δυνατό να του διαβαστούν οι αντίθετες περικοπές της απολογίας του κατά την ανάκριση".
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 133/2013 απόφαση του, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Κρήτης κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες ανθρωποκτονίας με πρόθεση από κοινού του Μ. Κ., παράνομης οπλοφορίας και οπλοχρησίας και τους καταδίκασε σε ποινή ισόβιας καθείρξεως, συνολική ποινή φυλακίσεως ενός (1) έτους και έξι (6) μηνών και σε χρηματική ποινή χιλίων (1.000) ευρώ τον καθένα, καθώς και σε διαρκή αποστέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων. Όπως δε προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, στον πίνακα των αναγνωσθέντων εγγράφων περιλαμβάνονται, με αύξ. αριθ. 48, ως τελευταίο έγγραφο που αναγνώσθηκε, περικοπές από τις προανακριτικές από 7.4.2010 απολογίες των κατηγορουμένων. Όμως, από το ότι βεβαιώνεται ότι αναγνώσθηκαν περικοπές μόνο και όχι ολόκληρες οι προανακριτικές απολογίες, προκύπτει με βεβαιότητα ότι οι περικοπές αυτές αναγνώσθηκαν στο στάδιο των απολογιών των κατηγορουμένων και προς επισήμανση αντιφάσεων και ότι απλώς η ανάγνωση αυτών βεβαιώθηκε στη θέση, όπου παρατίθενται όλα τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και, από αυτό, δεν προκλήθηκε καμιά ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Ανεξαρτήτως αυτού, από την εν λόγω ανάγνωση, δεν παραβιάστηκε κανένα υπερασπιστικό δικαίωμα των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων και δη αυτό της σιωπής και μη αυτοενοχοποιήσεως αυτών, καθόσον, από την επιτρεπτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των προανακριτικών αυτών απολογιών, προκύπτει ότι ο Αρχιφύλακας του Τ. Α. … Γ. Τ. τους ενημέρωσε για τις πράξεις, τις οποίες αφορούσε η προανάκριση, και για τα δικαιώματα τους που προβλέπονται από τα άρθρα 100, 101, 102, 103, 105 και 273 του ΚΠοινΔ, δηλαδή να παρίστανται με συνήγορο, να αρνηθούν να απαντήσουν (δικαίωμα σιωπής), να λάβουν προθεσμία μέχρι 48 ώρες για την απολογία τους, κ.λπ.. Αυτοί δε δήλωσαν ότι επιθυμούν να κάνουν χρήση των ως άνω δικαιωμάτων και να εξετασθούν αμέσως παρουσία των συνηγόρων τους Γεωργίου Στειακάκη, δικηγόρου Ηρακλείου, και Αντωνίου Βουλγαράκη, δικηγόρου Ρεθύμνου, οι οποίοι και προσυπέγραψαν τόσο τις εκθέσεις, όσο και τις εμπεριεχόμενες σ’ αυτές απολογίες. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α, του ΚΠοινΔ, πρώτος, κατά το πρώτο σκέλος του, λόγος του κυρίου δικογράφου των αιτήσεων, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, συνισταμένη στο ότι αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο περικοπές από τις ως άνω προανακριτικές απολογίες των κατηγορουμένων χωρίς τη συναίνεση τους και χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 366 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμος.
Από τις διατάξεις των άρθρων 177, 178, 209, 213, 223, 224, 326, 327, 333, 335 και 339 του ΚΠοινΔ, συνάγεται ότι ο πολιτικώς ενάγων (όπως και ο κατηγορούμενος), ο ίδιος ή δια του συνηγόρου του, μπορεί να παραιτηθεί από την εξέταση του μάρτυρα που κατ’ εκλογή του ύστερα από αίτηση του κλητεύτηκε από τον Εισαγγελέα σύμφωνα με τις διατάξεις του πιο πάνω άρθρου 327. Η παραίτηση αυτή του πολιτικώς ενάγοντος δεν δημιουργεί και υποχρέωση του δικαστηρίου να μην εξετάσει τον μάρτυρα αυτό, αν, όμως, δεν τον εξετάσει, ενόψει και του ότι στην ποινική διαδικασία τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίζει ένας διάδικος δεν καθίστανται κοινά (όπως συμβαίνει στην πολιτική διαδικασία), δεν επέρχεται παραβίαση οποιουδήποτε δικαιώματος υπερασπίσεως του κατηγορουμένου και δεν δημιουργείται καμιά ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, οι πολιτικώς ενάγοντες είχαν κλητεύσει, μεταξύ άλλων, τους Α. Κ. του Ε. και Ν. Κ. του Μ., για να εξεταστούν ως μάρτυρες στην ένδικη υπόθεση, οι οποίοι, κατά την εκφώνηση των ονομάτων τους, ήταν παρόντες. Πλην, μετά την εξέταση των μαρτύρων του κατηγορητηρίου και πριν από την εξέταση των μαρτύρων της πολιτικής αγωγής, οι πολιτικώς ενάγοντες, δια των συνηγόρων τους, παραιτήθηκαν από την εξέταση των παραπάνω μαρτύρων, το δε Δικαστήριο δεν τους εξέτασε. Από τη μη εξέταση τους, μετά την 0)ς άνω παραίτηση, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν προκλήθηκε καμιά απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, πρώτος, κατά το δεύτερο σκέλος του, λόγος του κυρίου δικογράφου των αιτήσεων, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Από τις διατάξεις των άρθρων 329. 331, 333 παρ. 2, 358, 364 και 365 του ΚΠοινΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η ανάγνωση προανακριτικών ή ανακριτικών καταθέσεων μαρτύρων που απολείπονται, χωρίς να βεβαιώνεται η αδυναμία εμφανίσεως στο ακροατήριο των μαρτύρων αυτών και η λήψη υπόψη αυτών από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσεως του, σε σχέση με την ενοχή του κατηγορουμένου, δεν προκαλεί ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, αν ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του δεν είχαν αντιλέξει στην ανάγνωση των καταθέσεων αυτών, δεδομένου ότι έτσι δεν παραβιάζεται το δικαίωμα που παρέχεται σε κάθε κατηγορούμενο από το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. δ’ της ΕΣΔΑ, να θέτει ερωτήματα στους μάρτυρες, αφού διατηρείται, πάντως, το από το άρθρο 358 του ΚΠοινΔ, δικαίωμα του κατηγορουμένου να κάνει παρατηρήσεις επί των εν λόγω καταθέσεων που αναγνώσθηκαν. Αντιθέτως, η διάταξη αυτή του άρθρου 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ παραβιάζεται, επερχόμενης εντεύθεν απόλυτης ακυρότητας κατά το άρθρο 171 παρ. 1δ’ του ΚΠοινΔ, αν ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του είχαν αντιλέξει στην ανάγνωση των κατά την προδικασία ληφθεισών καταθέσεων των απολειπομένων μαρτύρων και το δικαστήριο, παρά ταύτα, απορρίπτοντας το αίτημα, για τη μη ανάγνωση των εν λόγω καταθέσεων, προέβη στην ανάγνωση αυτών, οπότε ιδρύεται ο από το άνω άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, στο στάδιο της αναγνώσεως των εγγράφων, αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, με αύξ. αριθ. 1, η από 7.4.2010 κατάθεση του μάρτυρα Π. Λ. του Μ., χωρίς να βεβαιώνεται η αδυναμία εμφανίσεως του στο ακροατήριο. Για την ανάγνωση αυτής, καθώς και των λοιπών εγγράφων, δεν πρόβαλαν αντιρρήσεις οι κατηγορούμενοι. Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, από την ανάγνωση της, έστω και χωρίς να βεβαιώνεται το ανέφικτο της εμφανίσεως του μάρτυρα αυτού, δεν προκλήθηκε καμιά ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και ο. από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος του κυρίου δικογράφου των αιτήσεων, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί η έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. Η ακυρότητα αυτή επέρχεται, κατά τη διάταξη του άρθρου 170 παρ. 2 στοιχ. α’ του ΚΠοινΔ, στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το Δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση. Τέτοιο δικαίωμα είναι και αυτό του κατηγορουμένου, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 364 παρ. 1 του ΚΠοινΔ. υποβάλλει κάποιο αίτημα κατά τη διάρκεια της απολογίας του. Το Δικαστήριο της ουσίας οφείλει να απαντήσει στο αίτημα αυτό, αιτιολογώντας την απόφαση του, άλλως, αν αρνηθεί ή παραλείψει να αποφανθεί, δημιουργείται έλλειψη ακροάσεως. Για να επέλθει, όμως, από την τελευταία, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, ακυρότητα της διαδικασίας, απαιτείται να υποβληθεί σαφές και ορισμένο αίτημα από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του και επιπλέον, σε περίπτωση μη αποδοχής αυτού από το διευθύνοντα τη συζήτηση, άμεση προσφυγή τους σε ολόκληρο το Δικαστήριο και απόρριψη παρά το νόμο από αυτό της προσφυγής ή παράλειψη του να αποφανθεί. Η υποβολή δε αυτή πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδριάσεως, χωρίς να επιτρέπεται αμφισβήτηση της ακρίβειας αυτών, παρά μόνο προσβολή τους για πλαστότητα ή διόρθωση τους κατά τη διαδικασία του άρθρου 145 του ΚΠοινΔ.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο αναιρεσειων - κατηγορούμενος Μ. Π., περάτωσε την απολογία του με τη φράση "θέλω αναπαράσταση". Όμως, από τη φράση αυτή δεν συνάγεται ότι υποβλήθηκε σαφές και ορισμένο αίτημα αναφορικά με την αναγκαιότητα της αναπαραστάσεως του ενδίκου εγκλήματος και το Δικαστήριο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και, βεβαίως, ούτε να δώσει το λόγο στον εισαγγελέα και στους συνηγόρους επ’ αυτού. Πέραν αυτού, από τα πρακτικά, τα οποία δεν προσβλήθηκαν ως πλαστά ούτε διορθώθηκαν κατά τούτο, δεν προκύπτει ότι ο αναιρεσείων ή οι συνήγοροί του προσέφυγαν στο Δικαστήριο κατά της μη αποδοχής του αιτήματος αυτού από την Πρόεδρο. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β και Η του ΚΠοινΔ, τρίτος λόγος του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως του ανωτέρω αναιρεσείοντος (τον οποίο αυτός στηρίζει και στο στοιχ. Α), όπως αυτός συμπληρώνεται με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων, με την οποία πλήττεται η πρόσβαλλα μένη απόφαση για σχετική ακυρότητα λόγω ελλείψεως ακροάσεως από τη μη απάντηση του Δικαστηρίου στο ως άνω αίτημα, καθώς και για υπέρβαση εξουσίας, συνισταμένη στο ότι το Δικαστήριο προχώρησε στην καταδίκη του αναιρεσείοντος χωρίς να δώσει το λόγο στον εισαγγελέα και στους συνηγόρους του και χωρίς να αποφανθεί επί του αιτήματος, είναι αβάσιμος. Ο αυτός λόγος, καθόσον προβάλλεται και από τον αναιρεσείοντα Κ. Π., είναι απαράδεκτος για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, γιατί το αίτημα για την αναπαράσταση υποβλήθηκε μόνο από το συγκατηγορούμενό του Μ. Π..
Από τις διατάξεις των άρθρων 333 παρ. 2 και 358 του ΚΠοινΔ δεν προκύπτει υποχρέωση του διευθύνοντος τη συζήτηση να δίδει το λόγο στους διαδίκους, χωρίς αίτηση τους, για να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα που εξετάσθηκαν. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠοινΔ, μοναδικός λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων του αναιρεσείοντος Κ. Π. και πρώτος λόγος του ομοίου του αναιρεσείοντος Μ. Π., οι οποίοι ασκήθηκαν παραδεκτά (ενόψει του ότι οι ένδικες αιτήσεις περιέχουν παραδεκτούς λόγους αναιρέσεως) και κατατέθηκαν εμπρόθεσμα (την 4.5.2015) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 509 παρ. 2 του ΚΠοινΔ), με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, γιατί δεν δόθηκε ο λόγος στους αναιρεσείοντες ή σε έναν από τους συνηγόρους τους, μετά την ανάγνωση των στα πρακτικά της αποφάσεως αναφερομένων εγγράφων, για να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τα αποδεικτικά αυτά μέσα, είναι αβάσιμος, καθόσον από τα πρακτικά της αποφάσεως δεν προκύπτει ότι ζητήθηκε η άσκηση του εκ του άρθρου 358 ΚΠοινΔ δικαιώματος.
Η, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ, πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωση τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψη τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και ο από τη διάταξη του άρθρου 22 του ΠΚ περί νόμιμης άμυνας, αφού η αποδοχή του άγει στον αποκλεισμό του αδίκου και, εντεύθεν, στην αθώωση του κατηγορουμένου. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Κατά το άρθρο 22 του ΠΚ: "1. Δεν είναι άδικη η πράξη που τελείται σε περίπτωση άμυνας. 2. Άμυνα είναι η αναγκαία προβολή του επιτιθέμενου στην οποία προβαίνει το άτομο, για να υπερασπισθεί τον εαυτό του ή άλλον από άδικη και παρούσα επίθεση που στρέφεται εναντίον τους. 3. Το αναγκαίο μέτρο της άμυνας κρίνεται από το βάθρο επικινδυνότητας της επίθεσης, από το είδος της βλάβης που αποτελούσε, από τον τρόπο και την ένταση της επίθεσης και από τις λοιπές περιστάσεις". Κατά την έννοια της άνω διατάξεως, άμυνα υφίσταται όταν συντρέχει άδικη επίθεση, ήτοι θετική πράξη εμβάλλουσα σε κίνδυνο έννομο αγαθό ορισμένου προσώπου και αντιφάσκουσα αντικειμενικώς προς το δίκαιο, εφ’ όσον είναι παρούσα, όταν δηλαδή ο εκ της επιθετικής ενεργείας κίνδυνος του εννόμου αγαθού άρχισε και δεν έληξε ακόμη ή όταν δεν άρχισε μεν επίκειται όμως αμέσως που συμβαίνει στην περίπτωση που δικαιολογημένα μπορεί κάποιος να φοβείται άμεση έναρξη της επιθετικής ενεργείας. Συντρεχόντων δε των ανωτέρω όρων της καταστάσεως αμύνης, ο υφιστάμενος την επίθεση ή οποιοσδήποτε τρίτος δικαιούται προς απόκρουση αυτής να προσβάλει οποιοδήποτε αγαθό του επιτιθεμένου, όπως την προσωπική ελευθερία, την ιδιοκτησία ή ακόμα και την ζωή του, αρκεί μόνον κατά την εν λόγω απόκρουση της επιθέσεως να μην υπερβεί τα υπό του νόμου και ειδικότερα τα υπό της διατάξεως της παραγράφου 3 του άρθρου 22 οριζόμενα όρια.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος Μ. Π., κατά το στάδιο της απολογίας του πρόβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό ότι προέβη στην πράξη της ανθρωποκτονίας του Μ. Κ., ευρισκόμενος σε κατάσταση νόμιμης άμυνας. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι: "...Εκείνη τη μέρα (εννοεί την 6.4.2010) δουλεύαμε μαζί με το γιο μου στα … Κάποια στιγμή τον παίρνω τηλέφωνο να δω που είναι. Είχε φύγει αυτός από τη δουλειά. Τον πήρα 1, 2, 3, 4 φορές τηλέφωνο το γιο μου και δεν το σήκωνε. Μετά με πήρε τηλέφωνο αυτός και μου είπε πως τον κυνηγούν. Του λέω "φύγε" και πάω. Έφτασα στην αυλή του οικοπέδου. Μου απαντά Μ. Κ. από τη μεριά του Ψηλορείτη προς τα … όρη. Μου λέει "επαέ είμαι εγώ". Τον είδα στα 40 με 50 μέτρα. Την καραμπίνα την είχα στ’ αμάξι. Μου έπαιξε με το όπλο και αστόχησε. Το έδαφος ήταν επικλινές. Του έριξα τρεις μπαλωτές κατευθείαν. Έριχνε κι αυτός. Ο ένας έριχνε στον άλλο. Όταν έβλεπα το όπλο έκανα κάτω και γλίτωνα. Κρύφτηκε εκεί που σκοτώθηκε. Τον χτύπησα από εμπρός και τον σκότωσα, όχι από πίσω. Το αυτοκίνητο το κόκκινο το … ήταν του γιου του σκοτωμένου. Ήταν μέσα με ένα καλάσνικοφ και δύο γεμιστήρες. Είχα φοβηθεί μήπως είναι κι αυτός εκεί. Πήρα τηλέφωνο το γιο μου και τον ρώτησα πού είναι. Μου απάντησε πως είναι απάνω, προς τα ... όρη. Του είπα να πάρει την οικογένεια του και να φύγουν γιατί είχα σκοτώσει το Μ. τον Κ.. Δεν είχα πάει για να τον σκοτώσω. Αυτό έγινε μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου. Έτσι γίνονται αυτά...".
Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δίκασαν Μικτό Ορκωτό Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκαν πλήρως τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το θύμα Μ. Κ. του Ι., ..., διατηρούσε 200 πρόβατα περίπου, τα οποία καθημερινά ήταν ελεύθερα για βοσκή στα ... όρη στη θέση "..." και καθημερινά περί ώρα 14:30, τον μετέφερε από την οικία του στο χωριό ... Ρεθύμνου στη θέση αυτή ο υιός του Ι. Κ., ..., με το ΙΧΦ αγροτικό αυτοκίνητο μάρκας ... του πατέρα του, τον άφηνε στην ως άνω θέση, ο οποίος έπαιρνε τα πρόβατα από τη θέση αυτή που έβοσκαν και τα οδηγούσε ο ίδιος πεζός δια μέσου πεζόδρομου των Ορέων στο βοσκότοπο ιδιοκτησίας τους στη θέση "..." που βρίσκεται σε απόσταση 4 περίπου χιλιόμετρα από την ανωτέρω θέση "...". Από τη θέση στην ιδιοκτησία του "...", που είναι πλησίον του κτίσματος των κατηγορουμένων και μέχρι το ποιμνιοστάσιό του στη θέση "..." που βρίσκεται σε απόσταση δύο χιλιόμετρα περίπου από τη θέση "..." προς το χωριό των ..., τα πρόβατα πήγαιναν μόνα τους στο ποιμνιοστάσιό του, και αυτός (Μ. Κ.), περί ώρα 16.30’ καθημερινά επέβαινε στο Ι.Χ. αγροτικό αυτοκίνητο που καθημερινά ήταν σταθμευμένο επί του τσιμεντοστρωμένου αγροτικού δρόμου που οδηγεί στο χωριό ..., όπου τον περίμενε ο προαναφερθείς υιός του Ι. Κ. και μετέβαιναν και οι δύο στο ποιμνιοστάσιό στη θέση "...", που απέχει 500 περίπου μέτρα από το χωριό .... Εκεί, πατέρας και υιός περίμεναν να έρθουν μόνα τους τα 200 πρόβατα τους για να τα φροντίσουν. Αυτό ήταν το καθημερινό δρομολόγιο του Μ. Κ. πάντα μαζί με τον γιό του Ι. που τον μετέφερε με το ανωτέρω αγροτικό Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο. Οι κατηγορούμενοι, πατέρας ο 1ος και υιός του Ιου ο 2ος, ..., το έτος 2009 εντός του ακινήτου του θύματος Μ. Κ. του Ι., στην παραπάνω θέση "..." άρχισαν με επιδότηση την ανέγερση ενός χοιροστασίου εμβαδού 700 τ.μ. Για την εν λόγω διαφορά, με τη μεσολάβηση συγγενών από τις δύο οικογένειες, είχε επέλθει στο παρελθόν εξώδικη συμφωνία, με βάση την οποία ο 1ος κατηγορούμενος υποσχέθηκε να καταβάλει 3.000 ευρώ για το τμήμα του ακινήτου του θύματος Μ. Κ., στο οποίο αυτό εδαφικό τμήμα είχαν αρχίσει οι κατηγορούμενοι την ανέγερση του ως άνω χοιροστασίου. Η εξώδικη όμως αυτή συμφωνία (σασμός κατά το τοπικό έθιμο) δεν τηρήθηκε κατά τους ισχυρισμούς αμφοτέρων των κατηγορουμένων επειδή το θύμα (Μ. Κ.) τους προκάλεσε ζημιές σε χωματουργικά μηχανήματα τους το Νοέμβριο του 2009. Για το επεισόδιο αυτό οι κατηγορούμενοι δεν κατέφυγαν στην Αστυνομία, ούτε άσκησαν αγωγή αποζημίωσης για τις ζημιές που ισχυρίζονται. Στις 5-4-2010 τις μεσημβρινές ώρες ο 2ος κατηγορούμενος Κ. Π. του Μ., υιός του 1ου κατηγορουμένου, μετέβη στο προαναφερθέν νεόκτιστο (γιαπί) κτίσμα εμβαδού 700 τ. μ. στη θέση "..." για να βάλει τροφή στα δύο σκυλιά κυνηγιού και στα 40 κοτόπουλα που διατηρούσαν εκεί. Στο χώρο αυτό συνάντησε το θύμα Μ. Κ. του Ι., όπου επακολούθησε μεταξύ τους φραστικό επεισόδιο, κατά τη διάρκεια του οποίου ο 2ος κατηγορούμενος είπε στο Μ. Κ. "τι γυρεύεις εδώ; Το ξέρουν πολλοί ότι είσαι εδώ: Αύριο θα τα πούμε". ... Λόγω του φραστικού αυτού επεισοδίου, το θύμα (Μ. Κ.) θορυβήθηκε πάρα πολύ για τη ζωή του και οπωσδήποτε το συζήτησε με τους συγγενείς του, γι’ αυτό την επόμενη ημέρα 6-4-2010 περί ώρα 12.00’ συναντήθηκαν, ως μεσίτες, ο Ν. Κ. του Μ., συγγενής του θύματος και ο Μ. Π. του Α., πρώτος εξάδελφος του 1ου κατηγορουμένου, και με την παρουσία του 2ου κατηγορουμένου στην οικία του ως άνω μεσίτη των κατηγορουμένων (Μ. Π. του Α.). Όμως, λόγω του ότι ο από την πλευρά των κατηγορουμένων μεσίτης τους στην εξώδικη συμφωνία έπρεπε να μεταβεί στη Νεάπολη, όπου είχε αυτός (μεσίτης τους) ποιμνιοστάσιο και θα επέστρεφε μετά από δύο ημέρες, επήλθε εκεχειρία για δύο ημέρες, βάσει ρητής αμοιβαίας συμφωνίας των δύο πλευρών και δη του μεσίτη από την πλευρά του θύματος και των κατηγορουμένων (εκ των οποίων μάλιστα ο 2ος κατηγορούμενος ήταν παρών κατά την αμοιβαία αυτή συμφωνία της εκεχειρίας) ότι και οι δύο πλευρές θα τηρήσουν των εκεχειρία των δύο ημερών και ότι θα αποφύγουν την οποιαδήποτε νέα ένταση μεταξύ τους. Μετά την εκεχειρία αυτή. τη ίδια ημέρα 6-4-2010 και περί ώρα 14.30 το θύμα Μ. Κ. του Ι., όπως κάθε ημέρα, τον μετέφερε ο υιός του Ι. με το Ι.Χ.Φ. αγροτικό αυτοκίνητο του πατέρα του στη θέση "...", όπου πήρε τα 200 πρόβατα του που έβοσκαν μόνα τους εκεί και τα οδήγησε πεζός στην ιδιοκτησία του στη θέση "..." περί ώρα 14.30, που βρίσκεται πλησίον του νεόκτιστου κτίσματος των κατηγορουμένων. Ο υιός του θύματος Ι. Κ. είχε μεταβεί με το αγροτικό Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο του πατέρα του και έχοντας σταθμεύσει επί του τσιμεντοστρωμένου αγροτικού δρόμου που οδηγεί προς το χωριό ..., περίμενε να παραλάβει τον πατέρα του. όπως έκανε καθημερινά. Κατά την αυτή ώρα, λίγα λεπτά νωρίτερα αντιλήφθηκε τους δύο κατηγορούμενους να διέρχονται από το σημείο που είχε σταθμεύσει το αγροτικό αυτοκίνητο, με το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο μάρκας ... ιδιοκτησίας του 1ου κατηγορουμένου, το οποίο οδηγούσε ο τελευταίος (Μ. Π. του Κ.), με συνοδηγό τον υιό του 2° κατηγορούμενο, να κατευθύνονται προς το νεόκτιστο κτίσμα τους....Μετά από λίγα λεπτά και χωρίς να έχει οπτική επαφή με το κτίσμα των κατηγορουμένων άκουσε ο πολιτικώς ενάγων (υιός του θύματος) τέσσερεις πυροβολισμούς αλλά δεν υποψιάστηκε κάτι κακό, ούτε έδωσε σημασία στο γεγονός, διότι αφ’ ενός μεν και οι δύο κατηγορούμενοι είναι κυνηγοί και αφ’ ετέρου δεν είχε ακούσει να προηγηθεί κάποιος διαπληκτισμός μεταξύ των κατηγορουμένων και του πατέρα του, διότι, αν είχε συμβεί αυτό σίγουρα θα το είχε ακούσει ξεκάθαρα, λόγω της πολύ κοντινής απόστασης που ευρίσκετο μέσα στο σταθμευμένο ΙΧΦ αγροτικό αυτοκίνητο του πατέρα του. Οι πυροβολισμοί αυτοί συγκαταλέγονται στους πυροβολισμούς με τους οποίους οι κατηγορούμενοι πυροβόλησαν και θανάτωσαν τον πατέρα του, Μ. Κ. του Ι., όπως αυτοί είχαν προσχεδιάσει να πράξουν πριν την άφιξη τους στο νεόκτιστο κτίσμα χοιροστάσιό τους ... Ο 1ος κατηγορούμενος, Μ. Π. ... πυροβόλησε το θανόντα μια φορά από απόσταση τριάντα (30) περίπου μέτρων, από βορειοανατολική θέση,... Επίσης, ο ίδιος 1ος κατηγορούμενος ... πυροβόλησε το θανόντα δύο φορές από απόσταση τριάντα (30) περίπου μέτρων από βόρεια θέση, ... Από τους τρεις αυτούς πυροβολισμούς προκλήθηκαν, ..., είκοσι ένα (21) διάσπαρτα τραύματα μικρής διαμέτρου περί τα 0,3 εκ. έκαστο, σε μία έκταση από τους ώμους έως και τα γόνατα, με εντόπιση κυρίως στο κέντρο του θώρακα καθώς και στη δεξιά θωρακική και κοιλιακή χώρα, που αντιστοιχούν σε στόμιο εισόδου των χόνδρων (σκαγιών), οι οποίοι ανευρίσκονταν στον υποδόριο ιστό (αμέσως κάτω από το δέρμα), καθώς και στους μεσοπλεύριους μύες, χωρίς να έχουν εισέλθει στη θωρακική και κοιλιακή κοιλότητα και χωρίς να έχουν πλήξει υποκείμενα, σπλάχνα. Ο μικρός σε μήκος τραυματικός πόρος που δημιουργείται έχει ελαφρά κλίση από πάνω προς τα κάτω και υποδηλώνει βολή από σχετικά υψηλότερο σημείο από αυτό του σώματος του θύματος. Η δε κατεύθυνση είναι από μπροστά και ελαφρώς πάνω προς τα πίσω και ελαφρώς κάτω. Στο σημείο αυτό αξίζει να τονιστεί ότι ο 1ος κατηγορούμενος την ίδια μέρα του συμβάντος (6-4-2010) η ώρα 12.54, (δηλαδή την ώρα που είχαν συναντηθεί οι προαναφερθέντες εκατέρωθεν συγγενείς και με την παρουσία του 2ου κατηγορουμένου στην οικία του πρώτου εξαδέλφου του 1ου κατηγορουμένου Μ. Π. του Α. για την εξώδικη συμφωνία στην οποία επήλθε εκεχειρία για δύο ημέρες), αγόρασε τα φυσίγγια που χρησιμοποίησε και τα φυσίγγια που βρέθηκαν και κατασχέθηκαν εντός του αυτοκινήτου του. όπως προκύπτει... Το γεγονός ότι και με τις δύο ανωτέρω καραμπίνες ο 1ος κατηγορούμενος πυροβόλησε το θύμα, προκύπτει αναμφίβολα από τους ισχυρισμούς του ίδιου (1ου κατηγορουμένου), ο οποίος, από την πρώτη στιγμή του θανατηφόρου συμβάντος, αυτός επιμένει να ισχυρίζεται μέχρι και την ενώπιον του δευτεροβάθμιου αυτού Δικαστηρίου, ότι αυτός πυροβόλησε το θύμα μόνο από εμπρός και τον σκότωσε και ότι αυτός δεν πυροβόλησε το θύμα από πίσω.". ... Το πτώμα ήταν στραμμένο προς τον τσιμεντόδρομο, γονατισμένος έχοντας γείρει προς τα εμπρός, το κεφάλι του ακουμπούσε στο έδαφος και δίπλα του αριστερά υπήρχε ξύλινη ποιμενική ράβδος. Πίσω από το σώμα του θύματος υπήρχαν επί του εδάφους μεγάλα τμήματα του οστού του εγκεφάλου. Ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι ο θανών είχε όπλο και ότι αυτός άρχισε πρώτος να τους πυροβολεί, κρίνεται απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, καθ’ όσον, αν ο θανών κρατούσε όπλο στα χέρια του, τότε αναμφίβολα, όπως η ποιμενική ράβδος που κρατούσε στα χέρια του βρέθηκε δίπλα του, έτσι, αν κρατούσε ο θανών όπλο θα ευρίσκετο και αυτό δίπλα του, ενώ δεν βρέθηκε όπλο. ... Τέλος αποδείχθηκε ότι όταν ο Μ. Κ. έπεσε νεκρός, ο 1ος κατηγορούμενος από το σημείο του συμβάντος, πάνω από το πτώμα του Μ. Κ., όπως ο ίδιος κατέθεσε απολογούμενος επ’ ακροατηρίου, τηλεφώνησε από το κινητό του τηλέφωνο ... στο Αστυνομικό Τμήμα ... περί ώρα 16.40 και ανέφερε ότι αυτός τραυμάτισε θανάσιμα τον θανόντα. ... Την επόμενη ημέρα 7-4-2010 παραδόθηκαν και οι δύο κατηγορούμενοι στο Αστυνομικό Τμήμα .... Από την προπεριγραφόμενη συμπεριφορά των δύο κατηγορουμένων (πατέρα και υιού) προκύπτει αναμφίβολα ότι είχαν προσχεδιάσει να θανατώσουν το θύμα πριν την άφιξη τους στο νεόκτιστο κτίσμα τους στην τοποθεσία "...", αφού ο 1ος κατηγορούμενος φρόντισε και αγόρασε φυσίγγια την ημέρα του συμβάντος (6-4-2010) στις 12.45’ η ώρα, δηλαδή την ίδια ώρα που ο υιός του 2ος κατηγορούμενος βρισκόταν μαζί με τους μεσίτες, ο οποίος μάλιστα συμφώνησε με την εκεχειρία των δύο ημερών που επήλθε εξαιτίας της επείγουσας εργασίας που είχε ο δικός τους μεσίτης Μ. Π. του Ι., επίσης, ενώ από το χωριό ... ξεκίνησαν οι δύο κατηγορούμενοι, έκαστος με το δικό του αυτοκίνητο, όταν έφθασαν στον ποταμό που βρίσκεται πριν ακόμα να φθάσουν στο νεόκτιστο κτίσμα τους, ο 2ος κατηγορούμενος στάθμευσε το δικό του αυτοκίνητο στον ποταμό και επιβιβάστηκε στο ΙΧΕ αυτοκίνητο του πατέρα του, 1ου κατηγορουμένου, έτσι ώστε, αφ’ ενός μεν να μην φανούν με τα δύο αυτοκίνητα ότι και οι δύο μεταβαίνουν μαζί στο νεόκτιστο κτίσμα τους, αφ’ ετέρου μετά το συμβάν να μπορούν να αποχωρήσουν έκαστος προς διαφορετική κατεύθυνση και οι δύο όμως κινήθηκαν προς το Ηράκλειο με το δικό του καθένας αυτοκίνητο, οι οποίοι την επόμενη μέρα του συμβάντος 7-4-2010 εμφανίσθηκαν και οι δύο μαζί στο Αστυνομικό Τμήμα ... και απολογήθηκαν ως κατηγορούμενοι...".
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Μ. Π. ότι αυτός προέβη στην πράξη της ανθρωποκτονίας του θύματος ευρισκόμενος σε νόμιμη άμυνα, αφού εκθέτει σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν, ως προς τον ισχυρισμό αυτό, από την ακροαματική διαδικασία, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους προέβη στην απόρριψη αυτού, έστω και αν δεν περιέλαβε ρητή διάταξη περί απορρίψεως του ισχυρισμού αυτού. Ειδικότερα, δέχθηκε, κατά την, ανέλεγκτη αναιρετικά, κρίση του, ότι ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος Μ. Π. είχε προαποφασίσει να φονεύσει το θύμα, αυτό δε συνάγεται από το ότι την ίδια ημέρα του φόνου είχε αγοράσει τα φυσίγγια, τα οποία χρησιμοποίησε για το σκοπό αυτό. Το ότι δε το θύμα δεν άρχισε να πυροβολεί (οπότε, ενδεχομένως, θα μπορούσε να θεμελιωθεί ισχυρισμός περί άμυνας) συνάγεται από το ότι το όπλο, το οποίο, κατά τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου, κρατούσε και με το οποίο πυροβόλησε, δεν βρέθηκε δίπλα του, όπως βρέθηκε η ποιμενική του ράβδος. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, τρίτος λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων της αιτήσεως του αναιρεσείοντος Μ. Π., με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νομικής βάσεως ως προς την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού, καθώς και για εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 22 του ΠΚ (και των άρθρων 26 παρ. 1, 27 παρ. 1 και 299 παρ. 1 του ΠΚ, σε συνδυασμό, όμως, με το άρθρο 22), είναι αβάσιμος. Ο τέταρτος (τελευταίος) πρόσθετος λόγος του ιδίου περί ελλείψεως ακροάσεως από την παραγνώριση (εσφαλμένη εκτίμηση) αποδεικτικών μέσων (καταθέσεως μάρτυρα αστυνομικού Ε. Κ.. απολογίας κατηγορουμένου) είναι απαράδεκτος γιατί πλήττει την, αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολο τους οι κρινόμενες αιτήσεις και οι πρόσθετοι αυτών λόγοι και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων πολιτικώς εναγόντων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις από 7 Νοεμβρίου 2014 αιτήσεις (με αριθ. πρωτ. 7349 και 7350/2014) των Κ. Π. του Μ. και Μ. Π. του Κ. μετά των από 4 Μαΐου 2015 προσθέτων αυτών λόγων, για αναίρεση της 133/2013 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Κρήτης. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσειοντες στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ για τον καθένα, καθώς και στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων πολιτικώς εναγόντων Ε. Κ. και Ι. Κ. εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Ιουνίου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Ιουνίου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ