Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που υπερβαίνει τα 73.000 € από τον πρώην Πρόεδρο Ανώνυμης Εταιρείας και εν τοις πράγμασι ασκούντος διαχείριση αυτής. Αποτελεί κινητό πράγμα δεκτικό υπεξαίρεσης και τα αποτελέσματα οι εντολές και άλλα στοιχεία που έχουν καταγραφεί στους φορείς. Απορρίπτονται ως αβάσιμοι οι λόγοι αναίρεσης για αντιφατική αιτιολογία ως προς τον χρόνο τέλεσης, το δόλο, τον παράνομο και την κατοχή του ξένου πράγματος. Απορρίπτεται ως αβάσιμος λόγος αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα (άρθρ. 484 παρ. 1α΄) διότι αιτιολογημένα απορρίφθηκε το αίτημα του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο Συμβούλιο.
Αριθμός 2539/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Αιμιλία Λίτινα - Εισηγήτρια και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Σεπτεμβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1132/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης.
Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2097/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Φώτιος Μακρής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού με αριθμό 165/07.04.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
" Εισάγω κατ' αρθρ 485 &1 ΚΠΔ την με αριθμ. 31/10-12-2007 αίτηση του Χ, για αναίρεση του με αριθμ. 1132/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης με το οποίο απορρίπτεται κατ ουσία η με αριθμ. 43/2007 έφεση της κατά του με αριθμ. 361/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης για να δικαστεί για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ από διαχειριστή ξένης περιουσίας και εκθέτω τα ακόλουθα: Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον κατηγορουμένων και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχει συγκεκριμένους λόγους της έλλειψης της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και το άρθρο 139 ΚΠΔ αιτιολογίας και έλλειψη νόμιμης βάσης , της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και της απόλυτης ακυρότητας (άρθρ. 484 & 1 α,β και δ, ΚΠΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι. Οι προβαλλόμενοι λόγοι συνίστανται όπως αναφέρεται στην αίτηση συνίστανται στο ότι:
Α. Η έλλειψη της επιβαλλόμενης αιτιολογίας και έλλειψη νόμιμης βάσης α. Το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν περιέχει επαρκή αιτιολογία ως προς την πράξη της ιδιοποίησης β. δεν περιέχει επαρκή αιτιολογία σχετικά με την παράνομη ιδιοποίηση και μάλιστα από εκπρόσωπο και διαχειριστή ξένης περιουσίας γ. ανεπαρκή και αντιφατική θεμελίωση της προγενέστερης κατοχής δ. αντιφατική και ανεπαρκή αιτιολογία ως προς την πρόθεση παράνομης ιδιοποίησης. Β. Η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης στο ότι υπήγαγε στην έννοια της υπεξαίρεσης και αντικείμενα τα οποία δεν μπορεί ν' αποτελέσουν αντικείμενο υπεξαίρεσης και Γ. Η απόλυτη ακυρότητα γιατί απέρριψε το αίτημα της αυτοπρόσωπης εμφάνισης του αναιρεσείοντα χωρίς αιτιολογία. Κατά το άρθρο 375 παρ.1 και 2 του Π.Κ., όπως η παρ.2 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ.9 του επιεικέστερου νόμου 2408/1991 όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο, ολικό ή εν μέρει, κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιοδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερης μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται το ξένο κινητό πράγμα να έχει περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη, ο τελευταίος να ιδιοποιηθεί αυτό παράνομα καθ ον χρόνο βρίσκεται στην κατοχή του και έχει δόλια προαίρεση προς τούτο, η οποία εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργειά του που εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Η κακουργηματική μορφή της υπεξαίρεσης προϋποθέτει πάντοτε ότι το αντικείμενο αυτής είναι ιδιαίτερα, μεγάλης αξίας και επί πλέον ότι συντρέχει μία από τις ειδικά και περιοριστικά πλέον προβλεπόμενες περιπτώσεις εμπιστοσύνης, όπως είναι του διαχειριστή ξένης περιουσίας. Πρέπει δηλαδή το ιδιοποιούμενο πράγμα, όπως είναι χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα, έπιπλα, γραφεία, κινητά πράγματα που ενσωματώνουν δικαιώματα ή υποχρεώσεις, προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών, να τα έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ακριβώς της ιδιότητάς του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας. Κατά την έννοια της τελευταίας διατάξεως, για να έχει ο δράστης την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας πρέπει να ενεργεί διαχείριση αυτής, δηλαδή να ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα. Την εξουσία αυτή μπορεί να έλκει είτε από το νόμο είτε από σύμβαση. Σύμφωνα με τα άρθρα 18 και 22 του ν. 2190/1920 "περί ανωνύμων εταιριών", όπως ισχύει, την εκπροσώπηση και διοίκηση της ανώνυμης εταιρείας καθώς και τη διαχείριση της περιουσίας αυτής ασκεί το διοικητικό της συμβούλιο, το οποίο ενεργεί συλλογικά, δηλαδή όλα τα μέλη από κοινού είναι συνδιαχειριστές της περιουσίας της εταιρείας, εκτός αν υπάρχει διαφορετικά ρύθμιση στο καταστατικό, η για οποιονδήποτε λόγο παρήλθε ο χρόνος για τον οποίο είχε εκλεγεί το διοικητικό συμβούλιο και την διαχείριση την συνέχισε για λόγους βιωσιμότητας ή άλλες ανάγκες της εταιρείας ο μέχρι πρότινος πρόεδρος ή άλλο μέλος του διοικητικού Συμβουλίου, ή σε έσχατη περίπτωση όταν ένας από αυτούς ασκεί διοίκηση - διαχείριση κατά παραγκωνισμό των υπολοίπων (ΑΠ 1253/2000(ΑΠ 1078/1994, ΑΠ 1586/1992 ΑΠ 473/1983 ΑΠ 1389/1984).
Εξ ετέρου κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία σε παραπεμπτικό βούλευμα υπάρχει , όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την προδικασία , στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του συμβουλίου όπως επίσης και οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση από τα ανέλεγκτα γενόμενα δεκτά από το Συμβούλιο Εφετών πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι κατά του κατηγορουμένου ασκήθηκε ποινική δίωξη για κακουργηματική υπεξαίρεση πράξη η οποία συνίσταται στο ότι ο αναιρεσείων υπό την ιδιότητα του σαν διαχειριστής , την οποία έμμεσα συνομολογεί παραδεχόμενος ότι ενήργησε ως ενήργησε για την αποφυγή πληρωμής υπέρογκου μισθώματος , απομάκρυνε από την έδρα της ΑΕ εταιρείας με την επωνυμία ''Ετικεττογραφίες Λέρας - Μελισσανάκης Α.Ε '' τα στο βούλευμα αναφερόμενα λεπτομερώς περιουσιακά αντικείμενα της εταιρείας , απαρτιζόμενα από μηχανήματα, μεταφορικά μέσα , έπιπλα, ηλεκτρονικούς υπολογιστές με τα σ' αυτούς περιεχόμενα προγράμματα, διάφορα ηλεκτρονικής φύσης αντικείμενα και διάφορα προγράμματα κάρτες γραφικών, CD ROM, εκτυπωτές, τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό συνολικής αξίας 108.962 ευρώ και τα μετέφερε σε άγνωστη διεύθυνση από αυτή της έδρας της εταιρείας που μέχρι τότε γνώριζαν οι υπόλοιποι εταίροι με τους οποίους ο αναιρεσείων είχε έλθει σε αντιδικία και της οποίας η άδεια λόγω μη καταβολής του ποσού αύξησης του κεφαλαίου της εταιρείας είχε ανακληθεί ,χωρίς όμως αυτό ν ασκεί επιρροή στην ιδιότητα του διαχειριστή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντα ο οποίος ήταν πρόεδρος του Δ.Σ από της 28-3-2001 , ιδιότητα την οποία συνέχισε να έχει λόγω αποτυχίας σύγκλισης της γενικής συνέλευσης και παρά τον διορισμό προσωρινής διοίκησης λόγω του ότι αυτή ποτέ δεν ανέλαβε καθήκοντα και τα οποία λόγω παρόδου των προθεσμιών αυτών συνέχισε ν' ασκεί ο αναιρεσείων ο οποίος είχε και ασκούσε την διαχείριση όπως και ο ίδιος συνομολόγησε με την προβολή του υπερασπιστικού ισχυρισμού του ότι απομάκρυνε τα πράγματα αυτά που αναφέρονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα για να αποφύγει την πληρωμή υπέρογκων ενοικίων. Όμως παρά την συνομολογούμενη απομάκρυνση των ανηκόντων στην εταιρεία κινητών πραγμάτων ο αναιρεσείων ποτέ δεν γνωστοποίησε τον τόπο στον οποίο τα μετέφερε στους υπόλοιπους εταίρους , με τους οποίους βρισκόταν σε αντιδικία άλλα ούτε και όταν του επιδόθηκε σχετική εξώδικη πρόσκληση από αυτούς να δηλώσει και να γνωστοποιήσει τον τόπο στον οποίο τα είχε εναποθηκεύσει αυτός δεν απάντησε ενισχύσας με τον τρόπο αυτό δηλ την μη δήλωση του τόπου στον οποίο είχε μεταφέρει τα πράγματα αυτά την αρχική πρόθεση της ιδιοποίησης τους.
Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε την κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο προσβαλλόμενο βούλευμα με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς λογικά κενά ή αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τα οποία στηρίζουν την κρίση του για την μη ύπαρξη επαρκών ενδείξεων προς παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους κατέληξε στην απαλλακτική κρίση του για την παράβαση των άρθρων 375 παρ. 1β, 2, 45 και 372 παρ. 1β Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε, και τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, απορριπτομένων των περί αντιθέτου αιτιάσεων του αναιρεσείοντα. Επίσης πρέπει ν' απορριφθούν και τα όσα αναφέρει περί του ότι με το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν ερμηνεύτηκαν ορθά οι διατάξεις του άρθρου 375 καθ' όσον μεταξύ των πραγμάτων τα οποία φέρονται ότι υπεξαιρέθηκαν από αυτόν δεν περιλαμβάνονται πράγματα τα οποία μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο υπεξαίρεσης όπως λογισμικά προγράμματα και προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών και τούτο γιατί όπως αναπτύχθηκε και παρά πάνω στην περίπτωση αντικείμενα υπεξαίρεσης είναι όλα εκείνα τα κινητά πράγματα -φορείς τα οποία ενσωματώνουν δικαιώματα ή αποτιμητά περιουσιακά στοιχεία όπως τα προγράμματα αυτά τα οποία έχουν περιουσιακή αξία.
Ωσαύτως αβάσιμος κρίνεται και ο προβαλλόμενος λόγος της απόλυτης ακυρότητας συνισταμένης στο ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα απέρριψε το αίτημα της αυτοπρόσωπης εμφάνισης του αναιρεσείοντα χωρίς αιτιολογία γιατί προκύπτει ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα περιλαμβάνεται αιτιολογία η οποία κρίνεται επαρκής. Κατ' ακολουθία η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει ν' απορριφθεί.
Για τους λόγους αυτούςΠροτείνω:
Α. Να απορριφθεί η με αριθμ. 31/10-12-2007 αίτηση του Χ, για αναίρεση του με αριθμ. 1132/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης με το οποίο απορρίπτεται κατ ουσία η με αριθμ. 43/2007 έφεση της κατά του με αριθμ. 361/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντα.
Αθήνα την 6-2-2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 375 §§ 1 και 2 εδ. α' του ΠΚ, όπως η παρ. 1 του άρθρου αυτού συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 § 3α του Ν. 2721/1999 και η παρ. 2 τούτου αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 § 9 του Ν. 2408/1996 "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος, ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται αντικειμενικώς: α) το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος αυτού να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα. Ως κινητά πράγματα δεκτικά υπεξαίρεσης θεωρούνται και η ενέργεια του ηλεκτρισμού, του ατμού και κάθε άλλη ενέργεια όπως αυτό σαφώς προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 372 § 2 του Π.Κ. Ειδικότερα δε πράγματα κατά την έννοια του Π.Κ. είναι τα προγράμματα, ως εντολές και άλλα στοιχεία, που έχουν καταγραφεί στους φορείς αυτούς, οι οποίοι είναι έγγραφα δεκτικά υπεξαίρεσης μαζί με τους φορείς τους, β) να είναι το πράγμα αυτό ολικά ή μερικά ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει κατά το αστικό δίκαιο σε άλλον και όχι στο δράστη, γ) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στον δράστη, δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον δράστη, που υπάρχει όταν γίνεται αυτή χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νόμιμου δικαιολογητικού λόγου. Η παράνομη ιδιοποίηση συνίσταται στην εξωτερίκευση της ευδιάθετης βούλησης του δράστη με σκοπό να εξουσιάζει το μη ανήκον σ'αυτόν πράγμα και να το ενσωματώσει στην περιουσία του, επερχομένης αντίστοιχης περιουσιακής βλάβης στον αληθινό κύριο, ε) το αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επιπλέον να συντρέχει στο πρόσωπο του δράστη μία τουλάχιστον από τις αναφερόμενες περιοριστικά στη δεύτερη παράγραφο του ανωτέρω άρθρου καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως εκείνη του εντολοδόχου ή του διαχειριστή ξένης περιουσίας ή ανεξάρτητα από τη συνδρομή κάποιας από τις παραπάνω καταστάσεις ή ιδιότητες, αν η συνολική αξία του αντικειμένου της υπεξαίρεσης υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών ή των 73.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από τη διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 2943/2001 επίσημη αντιστοιχία, ενώ εξ υποκειμένου απαιτείται δόλια προαίρεση του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιανδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του να ενσωματώσει χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο το πράγμα στη δική του περιουσία. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, καθίσταται υπαίτιος κακουργηματικής υπεξαιρέσεως και ο εντολοδόχος, ο οποίος, κατά το άρθρο 713 ΑΚ, έχει την υποχρέωση να διεξαγάγει χωρίς αμοιβή την υπόθεση που του ανέθεσε ο εντολέας και ο οποίος αρνείται, αν και έχει υποχρέωση σύμφωνα με το άρθρο 719 ΑΚ, να αποδώσει στον τελευταίο το ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κινητό πράγμα, το οποίο εκείνος του εμπιστεύθηκε ή το οποίο ο ίδιος απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής, καθώς και ο διαχειριστής ξένης περιουσίας, ο οποίος ενεργεί, όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, την οποία μπορεί να έλκει είτε από τον νόμο, είτε από τη σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται η προέλευση της εξουσίας αυτής και από τη δημιουργία μιας πραγματικής καταστάσεως. Ως χρόνος τελέσεως της υπεξαίρεσης λογίζεται ο χρόνος της ενέργειας του υπαιτίου με την οποία υλοποιείται η χωρίς δικαίωμα ιδιοποίηση ξένου κινητού πράγματος που είχε, προηγούμενα, περιέλθει στην κατοχή του. Εξάλλου η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 τουΣυντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποία ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. ε' (και τώρα στοιχ. θ') του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει στο παραπεμπτικό βούλευμα όταν περιέχονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα, για το οποίο παραπέμφθηκε αυτός στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους κατέληξε το Συμβούλιο στο συμπέρασμα ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι από αυτό συνήγαγε το Συμβούλιο, αλλά αρκεί η μνεία του είδους των αποδεικτικών μέσων, στην αξιολόγηση των οποίων στήριξε την παραπεμπτική κρίση του. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Τέλος κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ συνιστά λόγο αναίρεσης του βουλεύματος η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το Συμβούλιο προσδίδει στη διάταξη αυτή έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά και εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας ουσιαστικής ποινικής διάταξης συντρέχει, όταν το Συμβούλιο, χωρίς να παρερμηνεύει αυτήν, δεν υπάγει στην αληθινή έννοια της τα προκύψαντα από την ανάκριση και δεκτά γενόμενα από αυτό περιστατικά, καθώς και όταν η εν λόγω διάταξη παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, διότι στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό της σκεπτικού με το διατακτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, μετά από εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και συγκεκριμένα των καταθέσεων των μαρτύρων, των εγγράφων και της απολογίας του κατηγορουμένου, με καθολική αναφορά στην πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών και δι'αυτής συμπληρωματικά στις ίδιες σκέψεις του πρωτόδικου βουλεύματος και στην πρόταση του Εισαγγελέως που είναι ενσωματωμένη σ'αυτό, δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Τον Ιούλιο του 1995 συνεστήθη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "ΕΤΙΚΕΤΤΟΡΑΦΙΕΣ ΔΕΡΑΣ - ΜΕΛΙΣΣΑΚΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", με έδρα τη ... και αντικείμενο τη παραγωγή και εμπορία ετικετών και προϊόντων μεταποιήσεως χάρτου. Μέλη του Δ.Σ. της εταιρίας και μέτοχος αυτής ήταν ο εκκαλών και ήδη αναιρεσείων - κατηγορούμενος Χ με ποσοστό 51% και οι εγκαλούντες α) ..., β) ... και γ) .... με ποσοστό 49%. Πρόεδροι και Διευθύνοντες Σύμβουλοι της εταιρίας είχαν ορισθεί, αρχικά ο εκ των ιδρυτών της .... (απεβίωσε στις 2- 11-1996), στη συνέχεια ο πρώτος εγκαλών ... και από 28-3-2001 με ταυτόχρονη απόφαση του Δ. Σ. ο εκκαλών κατηγορούμενος. Από τον Αύγουστο περίπου του 2001 οι σχέσεις τους (εκκαλούντα κατηγορουμένου και εγκαλουμένων) είχαν ψυχρανθεί με επακόλουθο την έντονη αντιδικία μεταξύ τους, στα πλαίσια της οποίας υπεβλήθησαν αρκετές εγκλήσεις και καταγγελίες. Μάλιστα οι ίδιοι προσέφυγαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, το οποίο με τις υπ' αριθ. 3017/21-11-2001 και 12733/2-5-2002 αποφάσεις του έκανε δεκτές σχετικές αιτήσεις τους και διόρισε προσωρινές διοικήσεις στην εταιρία, με σκοπό τη σύγκληση Γενικής συνέλευσης και την εκλογή νέας διοίκησης αυτής, μέσα σε προθεσμία εβδομήντα πέντε (75) ημερών από της δημοσίευσης των ανωτέρω αποφάσεων. Όρος οι αποφάσεις αυτές ουδέποτε υλοποιήθηκαν και δεν εκλέχθηκε νέο Δ.Σ. της εταιρίας με αποτέλεσμα τόσο ο εκκαλών κατηγορούμενος, όσο και οι εγκαλούντες να επανακτήσουν τις προαναφερθείσες ιδιότητές τους στην εταιρία μέχρι την 25-11-2003, οπότε η τελευταία λύθηκε λόγω ανάκλησης της άδειας σύστασής της με την υπ' αριθμ. 16153/25-11-2003 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης (για τον λόγο ότι δεν κατεβλήθη η προαποφασισθείσα την 30-11-1999 από το Δ.Σ. αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας). Έτσι είχαν τα πράγματα μέχρι την 10-12-2003, οπότε ο εκκαλών κατηγορούμενος, χωρίς κανένα δικαίωμα και εν αγνοία των εγκαλούντων, παρέλαβε από την έδρα της εταιρίας και μετέφερε σε άγνωστο στους τελευταίους τόπο, τα παρακάτω περιουσιακά αντικείμενα της εταιρίας, συνολικής αξίας 108.962,58 ευρώ και ειδικότερα: 1) Μηχανήματα αξίας 24.769.100 δρχ., ήτοι: τυπ/ριο κοπής και τύλιξης χάρτου 805.152 δρχ., φωτοτυπικό PRT DOD PV 4353 GA 418.200 δρχ., φωτοτυπικό εμφανιστήριο, αξίας 348.500 δρχ., μηχανή παραγωγής ετικετών, αξίας 10.509.318 δρχ. Μηχανή παραγωγής ταμειακών ταινιών, αξίας 5.987.930 δρχ. μηχανή παραγωγής ετικετών, αξίας 6.700.000 δρχ. 2) Μεταφορικά μέσα αξίας 110.000 δρχ. 3) Λοιπά μέσα μεταφοράς, αξίας 110.000 δρχ. 4) Μοτοποδήλατο μεταφοράς αξίας 110.000 δρχ. 5) Μοτοποδήλατο ON 4698, αξίας 110.000 δρχ. 6) Έπιπλα και λοιπός εξοπλισμός αξίας 4.011.973 δρχ. 7) Έπιπλα αξίας 537.904 δρχ., ήτοι: Έπιπλα γραφείου Φ.Π.Α. 18%, αξίας 192.000 δρχ. Έπιπλο ντουλάπα Φ.Π.Α. 18% αξίας 104.676 δρχ. Έπιπλα γραφείου Φ.Π.Α. 18%, αξίας 42.373 δρχ. Λοιπά έπιπλα γραφείου, αξίας 198.855 δρχ. 8) Ηλεκτρονικοί υπολογιστές 5.243.732 δρχ., ήτοι: Ηλεκτρονικοί υπολογιστές Φ.Π.Α. 18%, αξίας 963.183 δρχ. Η/Υ Οθόνη -Εκτυπωτής - Σκλ 850, αξίας 230.583 δρχ. Εκτυπωτής Λέϊζερ HEW PACKAND, αξίας 363.417 δρχ. Η/Υ QUEST 486DX/120, αξίας 346.500 δρχ. Η/Υ PRESARIO 520 CDW, αξίας 375.000 δρχ. Κάρτα γραφικών VGA IBM, αξίας 37.8 00 δρχ. Mouse 40 0, αξίας 5.250 δρχ. FDD 3.5" 1.44 MB, ανίας 12.300 δρχ. πληκτρολόγιο Mitsumn, αξίας 14.900 δρχ. HDD VD Caciar, αξίας 115.500 δρχ. Οθόνη έγχρωμη 14" 1024, αξίας 114.000 δρχ. Μνήμη Simms 4MB 72Ρ, αξίας 143.750 δρχ. CD ROM 4 Speed Acer, αξίας 73.300 δρχ. Κάρτα Ήχου S/System, αξίας 25.200 δρχ. ηχεία με τροφοδοτικών, αξίας 14.700 δρχ. FAX modem V32, εξωτερικό, αξίας 36.750 δρχ. Printer HP Desk Jet 600, αξίας 181.000 δρχ. Σκάνερ, αξίας 60.000 δρχ. Η/Υ πέντιουμ 133 ΜΗ - Οθόνη color, αξίας 480.000 δρχ. Εκτυπωτής ΗΠ 690InkJet, αξίας 130.000 δρχ. Πληκτρολόγιο Microsoft, αξίας 32.000 δρχ. Εκτυπωτής OKI ML 3320 Elite, αξίας 135.000 δρχ. Φίλτρο Polaroid Cont.
ΙΙΙ 13-15, αξίας 15.254 δρχ. Οθόνη SVGA Color 15" DIG-LIK, αξίας 78.560 δρχ. Tractor Botton Rush 3320/90, αξίας 76.000 δρχ. HDD - 1.7 GB Σκληρός Δίσκος, αξίας 130.000 δρχ. Η/Υ 386 DX/40, αξίας 459.800 δρχ. Πρόγραμμα Manager/Singular, αξίας 27.333 δρχ. Windows 95, αξίας 22.500 δρχ. Manager Εμπορική Διαχείριση, αξίας 280.000 δρχ. URGR Σε Manager Εμπορικής Διαχείρισης, αξίας 240.000 δρχ.9) Εξοπλισμός Τηλεπικοινωνιών, αξίας 598.788 δρχ., ήτοι: Τηλεφωνική Παροχή No 2310 325850, αξίας 47.478 δρχ. Τηλεφωνική Παροχή No 2310 326144, αξίας 47.478 δρχ. Ασύρματο Τηλέφωνο, αξίας 191.917 δρχ. Τηλεφωνική Συσκευή Πανασόνικ 2 Γραμ, αξίας 50.260 δρχ. Τηλεφωνική Συσκευή Πανασόνικ, αξίας 29.841 δρχ. Φαξ Πανασόνικ, αξίας 111.475 δρχ. Φαξ Σάνυο, αξίας 112.712 δρχ. Λοιπός Εξοπλισμός Τηλ/νιών, αξίας 7.627 δρχ. 10) Λοιπός Εξοπλισμός, αξίας 1.527.502 δρχ. ήτοι: Θερμάστρα Αερόθερμο, αξίας 60.113 δρχ. Καλοριφέρ κονβέκτορ, αξίας 94.101 δρχ. Λοιπός εξοπλισμός ΦΠΑ 18% κεντρ. αξίας 1.373.288 δρχ. Τα προαναφερόμενα περιουσιακά αντικείμενα της εταιρίας, η αξία των οποίων ανερχόμενη στο ποσό των 108.962,58 είναι κατά τα κρατούντα στις συναλλαγές ιδιαίτερη μεγάλη, αλλά και υπερβαίνει συνολικά τα 73.000 ευρώ, ο εκκαλών κατηγορούμενος δεν τα επέστρεψε στην εταιρία, αλλά αντίθετα, ενεργώντας με την προαναφερθείσα ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας τα παρακράτησε και τα ιδιοποιήθηκε έκτοτε παράνομα. Περαιτέρω από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία, προέκυψε ότι οι εγκαλούντες κοινοποίησαν την από 19-4-2005 εξώδικη διαμαρτυρία - πρόσκληση και δήλωση στον εκκαλούντα κατηγορούμενο, από τον οποίο ζητούσαν να τους πληροφορήσει για την τύχη της εταιρίας περιουσίας, πλην όμως ο τελευταίος εσιώπησε. Ο εκκαλών κατηγορούμενος, με την κρινόμενη έφεση του ισχυρίζεται: α) ότι δεν είχε σκοπό παράνομης ιδιοποίησης των ανωτέρω περιουσιακών στοιχείων της εταιρίας, αλλά αντίθετα λόγω λύσεως της εταιρίας και της καταβολής· υπέρογκου μισθώματος για το ακίνητο της έδρας της εταιρίας, μετέφερε τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία σε αποθηκευτικό χώρο της οδού ... (...), καταβάλλοντας έκτοτε εξ ιδίων μηνιαίο μίσθωμα 335 ευρώ. Όμως ο ισχυρισμός του αυτός κρίνεται αβάσιμος. Πράγματι, αν δεν είχε τέτοιο σκοπό θα έπρεπε να καλέσει εγγράφως τους εγκαλούντες και να τους ενημερώσει για την ενέργεια του αυτή. Άλλωστε η ενημέρωση αυτή ήταν απολύτως αναγκαία, ενόψει και της αντιδικίας του με τους εγκαλούντες. Παρά ταύτα, όχι μόνο δεν τους ενημέρωσε, αλλά αντίθετα αρνήθηκε να απαντήσει και στην από 19-4-2005 εξώδικη πρόσκληση τους. Η επί τόσο δε μακρό χρονικό διάστημα, χωρίς κανένα δικαίωμα κατακράτηση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων της εταιρίας επιβεβαιώνει την πρόθεση του για την παράνομη ιδιοποίησή τους. β) Ότι δεν υπήρξε ποτέ διαχειριστής της περιουσίας της εταιρίας, αφού μετά τον διορισμό του ως προέδρου και Διευθύνοντας Συμβούλου, ουδέποτε συγκροτήθηκε το Δ.Σ. της εταιρίας και έτσι δεν άσκησε οποιαδήποτε διαχειριστική καl διοικητική εξουσία. Όμως και ο ισχυρισμός του αυτός είναι αβάσιμος. Πράγματι και με την εκδοχή ακόμη ότι δεν διενήργησε ανάλογες πράξεις εκπροσώπησης της εταιρίας και διαχείρισης της περιουσίας της, την ιδιότητά του ως διαχειριστή είχε αποκτήσει ήδη από τον τυπικό διορισμό του ως προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρίας με την από 28-3-2001 απόφαση του Δ. Σ. αυτής και δεν την απώλεσε, αφού άλλωστε από πουθενά δεν προέκυψε, ότι κάποιο άλλο πρόσωπο ασκούσε ως διαχειριστής εν τοις πράγμασι την ουσιαστική εκπροσώπησε και διαχείριση της εταιρίας. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών έκρινε με το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμά του ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου (ήδη αναιρεσείοντος) για την πράξη η οποία του αποδίδεται, δηλαδή της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, το οποίο του το είχαν εμπιστευθεί λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας (αρθρ. 375 παρ. 1 και 2 όπως ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως, δηλ. μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 παρ. 8 του ν. 2408/1996). Έτσι που έκρινε το Συμβούλιο Εφετών και απέρριψε στην ουσία την έφεση του αναιρεσείοντος, επικυρώνοντας το πρωτόδικο βούλευμα που παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα στο αρμόδιο Τριμελές Εφετείο για να δικασθεί ως υπαίτιος της ως άνω υπεξαίρεσης που προβλέπεται και τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος από τις διατάξεις του αρθρ. 375 παρ. 1 και 2 ΠΚ, διέλαβε για τηνκρίση του αυτή την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δ., αφού αναφέρει με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν ως προς την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος τούτου, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά που δέχθηκε στις ουσιαστικές αυτές ποινικές διατάξεις που εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου ώστε να μη είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος και το βούλευμα να μη έχει νόμιμη βάση. Ειδικότερα αιτιολογείται πλήρως στο προσβαλλόμενο βούλευμα ότι τα υπεξαιρεθέντα από τον κατηγορούμενο α) ήταν όλα κινητά πράγματα κατά την προεκτεθείσα έννοια του Ποινικού Κώδικα στην οποία εμπίπτουν τα προγράμματα Manager Singular Windows, Manager Εμπορική Διαχείριση, β) ήταν ξένα, ως ανήκοντα στην εταιρεία της οποίας ήταν αυτός Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος, γ) περιήλθαν στην κατοχή του κατηγορουμένου πριν αυτός εκδηλώσει την πρόθεσή του να τα υπεξαιρέσει, δ) η ιδιοποίησή τους απ' αυτόν ήταν παράνομη, ως γενόμενη χωρίς τη συναίνεση των λοιπών μετόχων της διαλυθείσας εταιρείας, ε) η αξία τους ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, στ) του τα είχε εμπιστευθεί δια του Διοικητικού Συμβουλίου της η παραπάνω εταιρεία, λόγω της ιδιότητας αυτού ως Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της, ως οι από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ και Ε αντίθετοι λόγοι αναίρεσης για ανεπαρκή αιτιολογία και έλλειψη νόμιμης βάσης είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Δεν υπάρχει στις παραδοχές του βουλεύματος καμμία αντίφαση όσον αφορά τον χρόνο τέλεσης της ως άνω αξιόποινης πράξης, ο οποίος κατ' αυτές είναι η 10/12/2003, ότε ο κατηγορούμενος παρέλαβε και μετέφερε τα παραπάνω κινητά πράγματα της εταιρείας σε άγνωστο στους λοιπούς μετόχους τόπο και κατά τον οποίο χρόνο και εκδήλωσε με την ενέργειά του αυτή την πρόθεσή του να τα ιδιοποιηθεί παρανόμως. Συνακόλουθα ο περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ σχετικός λόγος αναίρεσης με την ειδικότερη αιτίαση ότι υπάρχει αντίφαση στις παραδοχές του βουλεύματος δεδομένου ότι στην ενσωματωμένη στο πρωτόδικο βούλευμα εισαγγελική πρόταση στην οποία το Συμβούλιο Εφετών δια της ενσωματωμένης σ'αυτό εισαγγελικής προτάσεως συμπληρωματικά παραπέμπει ως χρόνος τέλεσης της υπεξαίρεσης αναφέρεται όχι η 10-12-2003 αλλά η 25-11-2003, ότε ανακλήθηκε η άδεια της εταιρείας, είναι απορριπτέος ως επί εσφαλμένης προϋποθέσεως στηριζόμενος, αφού η ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα εισαγγελική πρόταση παρέπεμψε σε άλλα σημεία της ενσωματωμένης στο πρωτόδικο βούλευμα εισαγγελικής πρότασης και όχι στο σημείο που προσδιορίζει τον χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξης της υπεξαίρεσης, ως προς το οποίο το Συμβούλιο της Πλημ/κών διαφοροποιήθηκε απ' αυτήν, με ιδιαίτερες μάλιστα σκέψεις στο αιτιολογικό αυτού, δεχθέν ως χρόνο τέλεσης την 10-12-2003, χρόνο τέλεσης τον οποίο και δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών. Για τον ίδιο λόγο είναι απορριπτέος και ο ίδιος λόγος αναίρεσης για ανεπαρκή και αντιφατική θεμελίωση ως προς τον χρόνο που ο κατηγορούμενος εκδήλωσε την πρόθεσή του να ιδιοποιηθεί τα παραπάνω κινητά πράγματα με την ειδικότερη αιτίαση ότι ενώ κατά τις παραδοχές του προσβαλλόμενου βουλεύματος ο χρόνος που πληρούται η αντικειμενική υπόσταση της υπεξαίρεσης είναι η 10-12-2003, ο χρόνος που κατ' αυτές εκδηλώθηκε η πρόθεση ιδιοποίησης των κινητών πραγμάτων της εταιρείας τοποθετείται μετά την άρνηση του κατηγορουμένου ν' απαντήσει στην από 19-4-2005 εξώδικη πρόσκληση των λοιπών μετόχων της διαλυθείσας εταιρείας. Και τούτο διότι η παραπάνω αναφορά σε μεταγενέστερο χρόνο δεν αποτελούσε παραδοχή του Συμβουλίου Εφετών ότι τότε το πρώτο εκδηλώθηκε η πρόθεση του κατηγορουμένου να ιδιοποιηθεί τα κινητά πράγματα της εταιρείας αλλά αποτελούσε απλό επιχείρημα ενισχυτικό της προϋπάρχουσας δολίας προαίρεσης τούτου για να αιτιολογήσει προβληθέντα αρνητικό ισχυρισμό του. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 484 παρ. 1 περ. α' και 171 παρ. 1 περ. δ' του ΚΠΔ προκύπτει ότι δημιουργείται λόγος αναιρέσεως του βουλεύματος για απόλυτη ακυρότητα, όταν δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, εκπροσώπηση και υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των προσηκόντων σ* αυτόν δικαιωμάτων στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιτάσσει ο νόμος. Εξάλλου το δικαίωμα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορουμένου ενώπιον του συμβουλίου προκειμένου να αναπτύξει τις απόψεις του επί της κατηγορίας που τον βαρύνει, προβλέπεται από το άρθρο 309 παρ. 2 του ΚΠΔ αλλά και από τα άρθρα 20 του Συντάγματος και 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ, η αποδοχή δε του αιτήματος αυτού αποτελεί τον κανόνα και η απόρριψη του την εξαίρεση, γιαυτό η σιωπηρή ή αναιτιολόγητη απόρριψη του οδηγεί σε απόλυτη ακυρότητα του βουλεύματος για παράβαση του άρθρου 309 παρ. 2 σε συνδ. με 171 παρ. 1δ' του ΚΠΔ και ιδρύει τον από το ως άνω άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως. Τέτοια όμως ακυρότητα δεν δημιουργείται όταν το Συμβούλιο στην αιτιολογία του για την απόρριψη του αιτήματος του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του διαλαμβάνει ότι από τα στοιχεία του φακέλλου της δικογραφίας, όπως έφεση, τα απολογητικά του υπομνήματα, απολογία του στον ανακριτή, προκύπτουν ότι αυτός με λεπτομέρεια και επαρκώς ανέπτυξε τις απόψεις του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, απέρριψε, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, την κατά τα άρθρα 309 παρ. 2 και 318 εδ. α' ΚΠΔ αίτηση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του προς παροχή διευκρινήσεων, με την κρινόμενη, ως επαρκή αιτιολογία, ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος επαρκώς και λεπτομερώς ανέπτυξε τις απόψεις του στην έφεση και στην ανακριτική του απολογία και ως εκ τούτου η παρουσία του στο Συμβούλιο δεν είναι αναγκαία. Επομένως ο τρίτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων αιτιάται το προσβαλλόμενο βούλευμα για απόλυτη ακυρότητα, διότι το Συμβούλιο Εφετών που το εξέδωσε απέρριψε με ανεπαρκή αιτιολογία το αίτημα αυτού για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον αυτού είναι απορριπτέος σύμφωνα με τ' ανωτέρω ως αβάσιμος.
Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 § 1 ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 55 παρ. 1 του Ν. 3160/2003).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10/12/2007 αίτηση του ... για αναίρεση του 1132/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 25 Σεπτεμβρίου 2008 . Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Νοεμβρίου 2008.- Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ και ήδη ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ