Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1766 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Νόμος επιεικέστερος, Υπεξαίρεση, Πρόσθετοι λόγοι.




Περίληψη:
Υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Η διάταξη του άρθρου 375 § 2 ΠΚ, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 2408/1996, εφαρμόζεται ως επιεικέστερη και για τις πράξεις που τελέστηκαν πριν από την ισχύ της, εφόσον η κακουργηματική μορφή της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, δεν βασίζεται αποκλειστικώς στην ιδιότητα του δράστη ως εντολοδόχου. Απορρίπτει την αναίρεση και τους πρόσθετους λόγους.





Αριθμός 1766/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κων/νο Λαμπράκη, περί αναιρέσεως της 424/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3.3.2006 αίτησή του αναιρέσεως και στο από 31.1.2007 δικόγραφο προσθέτων λόγων αυτής, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1236/2006.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
ΕΠΕΙΔΗ, από τις διατάξεις του άρθρου 375 παρ. 1 και 2 του Ποινικού Κώδικα, όπως η τελευταία αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 9 του νόμου 2408/1996, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται αντικειμενικώς μεν, ιδιοποίηση, χωρίς δικαίωμα, ξένου κινητού πράγματος, που περιήλθε στην κατοχή του δράστη με οποιονδήποτε τρόπο, υποκειμενικώς δε, δόλος του δράστη, που ενέχει τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο και ότι το κατέχει, καθώς και τη θέλησή του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Η υπεξαίρεση περιλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα (παρ. 2), όταν το αντικείμενό της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επί πλέον συντρέχουν στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις καταστάσεις ή ιδιότητες, που προβλέπονται περιοριστικώς στο ανωτέρω άρθρο, όπως και εκείνη του εντολοδόχου. Η νέα διάταξη του άρθρου 375 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με τον Νόμο 2408/1996, είναι επιεικέστερη από την αρχική, αφού η κακουργηματική μορφή της υπεξαιρέσεως προϋποθέτει πάντοτε ότι το αντικείμενό της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επί πλέον συντρέχει μία από τις ειδικά και περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις καταχρήσεως ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ενώ στην προηγούμενη διάταξη η απαρίθμηση των περιπτώσεων αυτών ήταν ενδεικτική. Επομένως, η νέα αυτή διάταξη έχει, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, εφαρμογή και για τις πράξεις που τελέστηκαν πριν από την ισχύ της. Ειδικά, όμως, για τις πράξεις αυτές, όταν ο κακουργηματικός χαρακτήρας της υπεξαιρέσεως με αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας βασίζεται, αποκλειστικά, στην ιδιότητα του δράστη ως εντολοδόχου, η προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 375 παρ. 2 είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο, διότι, για τη στοιχειοθέτηση του κακουργήματος, αξιώνει και το επί πλέον στοιχείο της καταχρήσεως ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, σε αντίθεση με τη νεότερη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 9 του Νόμου 2408/1996, η οποία αποβαίνει αυστηρότερη για τον κατηγορούμενο, διότι αρκείται μόνο στην ιδιότητα του εντολοδόχου, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να θεωρείται πάντοτε ως δράστης κακουργηματικής υπεξαιρέσεως. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, που απαιτείται, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ως άνω Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά, που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Όσον αφορά τα αποδεικτικά μέσα, για την πληρότητα της αιτιολογίας, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα τελευταία. Η αιτιολογία της αποφάσεως παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη 424/2006 απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του, ότι "από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, και οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά στα πρακτικά, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν, καθώς και από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα εξής: Στις 9 Ιουνίου 1993, ο κατηγορούμενος, εμφανισθείς ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία "....... ΟΕ", συμφώνησε με τον εγκαλούντα Ψ1, να επενδύσει ο πρώτος τα χρήματα του τελευταίου σε μετοχές. Προς τούτο ο εγκαλών κατέβαλε στον κατηγορούμενο το ποσό των 5.000.000 δραχμών, προκειμένου να αγοραστούν στο όνομα και για λογαριασμό του εγκαλούντα μετοχές των εταιρειών "ΑΣΠΙΣ - ΠΡΟΝΟΙΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", "ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ - ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΖΩΗΣ" και "ΑΣΠΙΣ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ". Στα πλαίσια της παραπάνω συμφωνίας τους, ο εγκαλών την 1.9.1994 κατέβαλε στον κατηγορούμενο το ποσό των 10.000.000 δραχμών, προκειμένου το ποσό αυτό να επενδυθεί σε αμοιβαία κεφάλαια και μετοχές εταιρειών εισηγμένων ή μη στο Χρηματιστήριο Αθηνών με τέτοιο τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται η βελτιστοποίηση του κέρδους, ενώ ρητά συμφωνήθηκε ότι η τοποθέτηση του εν λόγω ποσού βρίσκεται στην απόλυτα ελεύθερη και ανέλεγκτη κρίση της παραπάνω εταιρείας του κατηγορουμένου, η οποία όφειλε σε τακτά χρονικά διαστήματα να δίνει στον εγκαλούντα πλήρη ανάλυση για την πορεία της επενδύσεως, ο δε εγκαλών είχε δικαίωμα να ζητήσει τη ρευστοποίηση και επιστροφή του ως άνω ποσού μετά από 20ήμερη προειδοποίηση. Για τον ίδιο ως άνω σκοπό, ο εγκαλών κατέβαλε στον κατηγορούμενο στις 19.1.1995 1.000.000 δραχμές και στις 3.4.1995 1.000.000 δραχμές. Ήτοι, συνολικά, ο εγκαλών κατέβαλε στον κατηγορούμενο το ποσό των 17.000.000 δραχμών. Ωστόσο, καίτοι παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα από την καταβολή εκ μέρους του εγκαλούντος των ως άνω ποσών, ο κατηγορούμενος δεν τήρησε τα συμφωνηθέντα και δεν τον ενημέρωσε για την πορεία των επενδύσεων, παρά μόνο τον καθησύχαζε αορίστως. Τότε ο εγκαλών άρχισε να ανησυχεί και κάλεσε τον κατηγορούμενο αρχές Νοεμβρίου 1995 να τον ενημερώσει για τις επενδύσεις που πραγματοποίησε και να του επιστρέψει τα χρήματά του την 30.11.1995, πράγμα που δεν έπραξε ο τελευταίος, παρά μόνο τον καθησύχαζε με διάφορες δικαιολογίες μέχρι τις 10.4.1996, οπότε υπογράφηκε μεταξύ τους ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο συμφωνήθηκαν, μεταξύ άλλων, και τα εξής: α) Ότι το ποσό των 17.000.000 δραχμών, που έλαβε ο κατηγορούμενος από τον εγκαλούντα (το οποίο με τους τόκους ανέρχεται σε 22.000.000 δραχμές) θα το εξοφλήσει τμηματικά, ήτοι από 30.9.1996 μέχρι 28.2.1997 και β) ότι προς εξασφάλιση της ως άνω απαιτήσεως ο κατηγορούμενος αποδέχθηκε αντίστοιχες συναλλαγματικές, τις οποίες τριτεγγυήθηκε ο ...... Όμως, ο κατηγορούμενος δεν τήρησε τα συμφωνηθέντα, με αποτέλεσμα ο εγκαλών να ασκήσει την από 9.12.1996 αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκε η 2970/1997 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και με την οποία διατάχθηκε η συντηρητική κατάσχεση μεταξύ άλλων, και της περιουσίας του κατηγορουμένου, καθώς και την από 9.12.1996 αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Σημειώνεται ότι στο προαναφερόμενο από ..... ιδιωτικό συμφωνητικό αναγράφεται μεν κατά λέξη "έτσι στα χέρια του πρώτου συμβαλλομένου βρίσκεται σήμερα το συνολικό ποσό των 17.000.000 δραχμών, με το οποίο αυτός έχει αγοράσει κατά δήλωσή του ανάλογο αριθμό μετοχών στο όνομά του. Τις μετοχές αυτές αρνήθηκε να παραλάβει ο δεύτερος συμβαλλόμενος, δεδομένου ότι η αξία είναι σήμερα πολύ χαμηλή και δεν ανταποκρίνεται προς τα συμφωνηθέντα", πλην όμως από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος αγόρασε με το ως άνω ποσό, που του κατέβαλε ο εγκαλών, μετοχές. Άλλωστε και στον τελευταίο δεν επέδειξε μετοχές, γι' αυτό αναγράφεται και στο ως άνω συμφωνητικό "έχει αγοράσει κατά δήλωσή του". Επίσης, η προαναφερθείσα ομόρρυθμη εταιρεία (ως εκπρόσωπος της οποίας εμφανίστηκε ο κατηγορούμενος στον εγκαλούντα) συνεστήθη μεν με το από .... ιδιωτικό συμφωνητικό, που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό....., μεταξύ του κατηγορουμένου και του ....., πλην όμως στην πραγματικότητα η εν λόγω εταιρεία ουδέποτε λειτούργησε ούτε τέλεσε από της συστάσεώς της εμπορικές πράξεις, δεν θεώρησε βιβλία στην αρμόδια ΔΟΥ και γενικά δεν έπραξε τίποτε για την πραγματοποίηση του σκοπού της, γι' αυτό, οι ως συμβληθέντες και ομόρρυθμοι εταίροι, με το από ..... ιδιωτικό συμφωνητικό τους, που καταχωρήθηκε στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Αθηνών, έλυσαν και τυπικά τη μεταξύ τους εταιρεία. Ο κατηγορούμενος ψευδώς παρέστησε στον εγκαλούντα ότι ενεργεί με την ιδιότητα του εκπροσώπου της άνω εταιρείας, ενώ στην πραγματικότητα ενεργούσε για δικό του λογαριασμό και τούτο έπραξε, προκειμένου να τον εμπιστευθεί ο εγκαλών, ο οποίος του έδωσε δικαιώματα και πρωτοβουλίες να διαχειρίζεται τα χρήματά του και συγκεκριμένα να τα επενδύει σε αμοιβαία κεφάλαια και μετοχές εταιρειών, εισηγμένων ή μη στο χρηματιστήριο, κατά την απόλυτα ελεύθερη και ανέλεγκτη κρίση του. Επομένως, το ως άνω ποσό ο εγκαλών το εμπιστεύθηκε στον κατηγορούμενο ως εντολοδόχο διαχειριστή και ο τελευταίος δεν του παρέδωσε ούτε τις μετοχές ούτε και το ως άνω ποσό, το οποίο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και το οποίο παράνομα ιδιοποιήθηκε ο κατηγορούμενος. Χρόνος δε τελέσεως της παραπάνω πράξεως είναι η 30.11.1995, οπότε ο κατηγορούμενος αρνήθηκε να επιστρέψει το ως άνω ποσό, εκδηλώνοντας έτσι εμφανώς την πρόθεσή του να ιδιοποιηθεί τούτο. Ενόψει, συνεπώς, των παραπάνω πραγματικών περιστατικών, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος κακουργηματικής υπεξαίρεσης, που τέλεσε την 30.11.1995, δεδομένου ότι ιδιοποιήθηκε παράνομα το ποσό των 17.000.000 δραχμών, που είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και το οποίο του εμπιστεύθηκε ο εγκαλών, λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου - διαχειριστή ξένης περιουσίας. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ο οποίος υπεβλήθη υπό του συνηγόρου του κατά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, περί πλημμεληματικού χαρακτήρα της ως άνω πράξεως και παύσεως ως εκ τούτου της ποινικής δίωξης (αφού η πράξη τελέστηκε την 30.11.1995 και έκτοτε παρήλθε μέχρι σήμερα χρονικό διάστημα πλέον της οκταετίας), είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, κατ' ουσίαν, διότι όπως και ο κατηγορούμενος παραδέχεται, η πράξη της υπεξαίρεσης τελέστηκε απ' αυτόν υπό διττήν ιδιότητα, ήτοι αυτήν του εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, και όχι με μόνη την ιδιότητα του εντολοδόχου και ως εκ τούτου η υπεξαίρεση του κατηγορουμένου έχει κακουργηματικό χαρακτήρα, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 375 Π.Κ., όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 9 του Ν. 3408/1996. Άλλωστε, κατά την έννοια της παλαιάς διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. (πριν την ως άνω αντικατάστασή της) και η ιδιότητα του εντολοδόχου περιλαμβανόταν στις περιπτώσεις καταχρήσεως , αφού η απαρίθμηση ήταν ενδεικτική, ενώ με τον ως άνω νόμο, η ιδιότητα αυτή περιλαμβάνεται ρητά, μεταξύ άλλων περιοριστικά αναφερομένων περιπτώσεων (βλ. Α.Π. 237/1997)". Οι παραπάνω παραδοχές περιέχουν την απαιτούμενη, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη, ειδική και εμπεριστατωμένη, αιτιολογία που απαιτούν τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 129 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αφού κατά τρόπο σαφή και πλήρη αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από εντολοδόχο και διαχειριστή ξένης περιουσίας, για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις, από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις, με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, που σωστά ερμηνεύθηκαν και εφαρμόσθηκαν, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες ή να στερηθεί η απόφαση νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, με το να γίνει δεκτό ότι ο αναιρεσείων εισέπραξε, για λογαριασμό του εγκαλούντος, τα προμνημονευθέντα χρηματικά ποσά, τα οποία όμως, παρανόμως ιδιοποιήθηκε, διότι δεν τα απέδωσε στον ανωτέρω δικαιούχο εγκαλούντα, ως διαχειριστής της περιουσίας του και εντολοδόχος με εντολή και ρητή συμφωνία για την τοποθέτηση των ποσών αυτών σε επωφελείς για τον εγκαλούντα επενδύσεις (αγορά μετοχών και αμοιβαίων κεφαλαίων), κατά την απόλυτα ελεύθερη και ανέλεγκτη κρίση του αναιρεσείοντος, ως εκπροσώπου της εταιρείας του, δεν χώρησε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 375 του Ποινικού Κώδικα, όπως αυτή ίσχυε πριν από τον Νόμο 2408/1996 ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, ορθώς δε έγινε δεκτό από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι εφαρμόζεται εν προκειμένω η παραπάνω διάταξη, αφού η πράξη της υπεξαιρέσεως τελέστηκε από τον αναιρεσείοντα υπό διττήν ιδιότητα, δηλαδή εκείνη του εντολοδόχου και εκείνη του διαχειριστή ξένης περιουσίας, αφού η ύπαρξη της τελευταίας αρκεί για τη θεμελίωση της ευθύνης από κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης. Κατόπιν αυτών, πρέπει, ως αβάσιμοι να απορριφθούν οι περί του αντιθέτου σχετικοί από το άρθρο 510 περ. Ε' Κ.Π.Δ. λόγοι αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου και εκείνου των προσθέτων. ΕΠΕΙΔΗ, η σύμφωνα με τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Ως αυτοτελείς ισχυρισμοί θεωρούνται όσοι τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως, της ικανότητας προς καταλογισμό, τη μείωση της ικανότητας αυτής, την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Πρέπει όμως, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός να είναι ορισμένος, δηλαδή, κατά περίπτωση, να αναφέρονται κατά τρόπο αναλυτικό τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμο για τη συγκρότηση της νομικής εννοίας του συγκεκριμένου ισχυρισμού, έτσι, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα αξιολογήσεως, και σε περίπτωση αποδοχής, να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει στους αόριστους αυτούς ισχυρισμούς, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος "ζήτησε την επιείκεια του Δικαστηρίου και να του αναγνωρισθούν (του αναιρεσείοντος) τα ελαφρυντικά των άρθρων 84 παρ. 2α' Π.Κ. και 84 παρ. δ Π.Κ. και κατέθεσε γραπτώς τον παρακάτω αυτοτελή ισχυρισμό, που έχει ως εξής: <<.....μέχρι το χρόνο τελέσεως (30.11.1995) της αποδιδόμενης σε μένα πράξεως έζησα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και κοινωνική ζωή. Ειδικότερα, μέχρι τότε δεν είχα διαπράξει άλλη αξιόποινη πράξη, είχα συγκροτημένη οικογένεια (ήμουν παντρεμένος με την .... και είχα αποκτήσει ένα τέκνο τον ......, ηλικίας σήμερα πέντε (5) ετών, εργαζόμουν έντιμα ως ασφαλιστικός πράκτορας στις εταιρείες .... και ...., χωρίς ποτέ να δημιουργηθεί το παραμικρό πρόβλημα στην εργασία μου και γενικά συμπεριφέρθηκα κατά τον τρόπο που θεωρείται ως ορθός, σύμφωνα με τα αξιολογικά κριτήρια του κοινωνικού συνόλου (βλ. προσαγόμενο με αριθμ. πρωτ. ..... πιστοποιητικό οικογενειακής καταστάσεως και την κατάθεση της επ' ακροατηρίω εξετασθείσης μάρτυρος μητέρας μου) και Β) επέδειξα ειλικρινή μετάνοια, καθόσον προσπάθησα να μειώσω τις συνέπειες της αποδιδόμενης σε μένα πράξεως. Ειδικότερα προσπάθησα να επιστρέψω στον μηνυτή το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων του, γι' αυτό άλλωστε υπέγραψα και το από .... ιδιωτικό συμφωνητικό και ήδη του έχω καταβάλει το ποσό των 13.205 €, αλλ' όμως η οικονομική μου καταστροφή, η οποία οδήγησε και στην πτώχευσή μου (βλ. σχετ. ..... πιστοποιητικό του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών) και πολύ περισσότερο το σημαντικό πρόβλημα υγείας (ανίατος ασθένεια που μου έχει προκαλέσει εγκεφαλικό) που μου παρουσιάσθηκε (βλ. τις προσαγόμενες βεβαιώσεις νοσηλείας), το οποίο με κατέστησε ανίκανο προς εργασία με ποσοστό αναπηρίας 67% (βλ. σχετικά την με αριθμ. πρωτ. ..... γνωμάτευση Νομαρχίας Αθηνών), δεν μου επιτρέπουν πλέον να άρω ακόμη περισσότερο τις συνέπειες της αποδιδόμενης σε μένα πράξεως...>>. Όμως, τους αυτοτελείς αυτούς ισχυρισμούς δεν ανέπτυξε ο συνήγορος του αναιρεσείοντος προφορικά στο ακροατήριο, αρκεσθείς μόνο στην αριθμητική αναφορά των άρθρων του Ποινικού Κώδικα, που προβλέπουν τις ως άνω ελαφρυντικές περιστάσεις. Επομένως το Δικαστήριο, αν και δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει στους ως άνω ισχυρισμούς, η αοριστία των οποίων, έτσι όπως προφορικώς διατυπώθηκαν, δεν θεραπεύθηκε από την γραπτή και μόνο ανάπτυξή τους, αφού δεν καλύφθηκε η προφορικότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο (Ολ. ΑΠ 2/2005), εν τούτοις, αιτιολογημένα απάντησε και στους ως άνω ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, δεχόμενο την ελαφρυντική περίσταση της ειλικρινούς μετανοίας και απορρίπτοντας την ελαφρυντική περίσταση του προηγούμενου έντιμου βίου, ως ακολούθως: "Τέλος, πρέπει να αναγνωριστεί ότι συντρέχει εν προκειμένω η ελαφρυντική περίσταση της ειλικρινούς μετάνοιας (άρθρ. 84 παρ. 2 δ' Π.Κ.), διότι ο κατηγορούμενος έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του, δεδομένου ότι έχει καταβάλει στον εγκαλούντα, όπως και ο τελευταίος παραδέχεται, το ποσό των 2.000.000 δραχμών, έναντι του υπεξαιρεθέντος ποσού, ενώ λόγοι ασθενείας τον εμπόδισαν να εξοφλήσει ολοσχερώς το υπεξαιρεθέν ποσό. Ο έτερος ισχυρισμός του κατηγορουμένου, να του αναγνωριστεί και το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ' ουσίαν, διότι από το αντίγραφο ποινικού μητρώου του κατηγορουμένου (που αναγνώσθηκε μετά την περί ενοχής απαγγελία της απόφασης του δικαστηρίου), προκύπτει ότι αυτός έχει καταδικαστεί αμετάκλητα επανειλημμένα για σοβαρά εγκλήματα (έκδοση ακάλυπτων επιταγών, υπεξαίρεση, ψευδή καταμήνυση, συκοφαντική δυσφήμηση)". Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλονται αιτιάσεις για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ως προς την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών - αιτημάτων του αναιρεσείοντος, για την αναγνώριση υπέρ αυτού των ως άνω ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει, να απορριφθεί ως αβάσιμος. Μετά από αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την με αριθμό 34/3.3.2006 αίτηση του Χ1 και τους από 31.1.2007 πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της 424/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 7 Ιουλίου 2008.


Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή