Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2381 / 2007    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Πολιτικός ενάγων, Ανθρωποκτονία από αμέλεια.




Αριθμός 2381/2007

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1) Χ1, 2) Χ2 και 3) Χ3, που εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Μάρκο Παπαζήση και Ηλία Δημάκη, για αναίρεση της με αριθμό 849/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Με πολιτικώς ενάγουσα τη Ψ1 που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Πατούνα. Το Τριμελές Εφετείο Θράκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή τους, καθώς και στο από 2 Νοεμβρίου 2007 δικόγραφο των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1540/2007.

Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε
Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, ο οποίος πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 90 του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού ΟΣΕ, που κυρώθηκε με το άρθρο 13 του Ν.2671/1998 (ΦΕΚ 289/τευχ. Α728-12-1998) "περί ρυθμίσεως θεμάτων του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος (ΟΣΕ) και άλλες διατάξεις", "ο ΟΣΕ είναι αποκλειστικά υπεύθυνος απέναντι των τρίτων για υλικές ζημίες, σωματικές βλάβες και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, που προξενήθηκαν σ' αυτούς από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις του προσωπικού του κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του. Το προσωπικό καμία αστική ευθύνη δεν έχει έναντι τρίτων, αλλά μόνο έναντι του ΟΣΕ". Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 64 παρ.2 ΚΠΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 3 παρ.1 του ν. 2145/1993, με την επιφύλαξη της διατάξεως του άρθρου 89 παρ.1, όταν από διάταξη νόμου η υποχρέωση για την αποκατάσταση της ζημίας ή την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης, περιορίζεται αποκλειστικά σε τρίτο αστικώς υπεύθυνο, ο, κατά το άρθρο 63, νομιμοποιούμενος σε άσκηση πολιτικής αγωγής μπορεί να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων κατά του κατηγορουμένου προς υποστήριξη της κατηγορίας μόνο. Η σχετική δήλωση μπορεί να γίνει τόσο κατά την προδικασία όσο και στο ακροατήριο, σύμφωνα με το άρθρο 84. Εξάλλου, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 171 του ΚΠΔ, η παρά το νόμο παράσταση στο ακροατήριο του πολιτικώς ενάγοντος δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, η οποία ιδρύει το λόγο αναίρεσης του άρθρου 510 παρ.1 στ. Α' του ΚΠΔ. Έτσι στην περίπτωση κατά την οποία επιτρέπεται κατά το νόμο στον πολιτικώς ενάγοντα η παράσταση στο ακροατήριο μόνο προς υποστήριξη της κατηγορίας, όχι όμως και η επιδίκαση σ' αυτόν χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, το δικαστήριο υποπίπτει στην πιο πάνω πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α΄, ΚΠΔ, καθώς και σε υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από το ίδιο άρθρο στοιχ. Η του ΚΠΔ, αναιρετικό λόγο, όταν κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος επιδικάσει στον πολιτικώς ενάγοντα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει, ότι εκείνος που ζημιώθηκε αμέσως από το έγκλημα που διέπραξε υπάλληλος του ΟΣΕ κατά την άσκηση των καθηκόντων του, δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στο ακροατήριο προς υποστήριξη και μόνο της κατά του κατηγορουμένου υπαλλήλου του ΟΣΕ κατηγορίας και δεν είναι επιτρεπτή η παράστασή του και η επιδίκαση σ' αυτόν χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, διαφορετικά το δικαστήριο, δεχόμενο την κατά τον τρόπο αυτόν παράσταση και επιδικάζοντας αποζημίωση, υποπίπτει στην πιο πάνω πλημμέλεια. Στην υπό κρίση υπόθεση, οι καταδικασθέντες κατηγορούμενοι - αναιρεσείοντες, ήταν, κατά την αποδιδόμενη σε αυτούς κατηγορία και κατά τα γενόμενα δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση πραγματικά περαστικά, υπάλληλοι του ΟΣΕ και κρίθηκαν ένοχοι του ότι, με συγκλίνουσα αμέλεια, που επέδειξαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ως υπαλλήλων του ΟΣΕ, επέφεραν τον θάνατο του Θ1. Κατά την διαδικασία ενώπιον του Εφετείου Θράκης, δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής η Ψ1 σύζυγος του θανόντος, όχι μόνο προς υποστήριξη της κατηγορίας , αλλά και για την επιδίκαση σε αυτήν χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης. Επομένως, το Τριμελές Εφετείο, με το να δεχθεί την κατ' αυτόν τον τρόπο παράσταση της πολιτικής αγωγής και τελικά να επιδικάσει σε βάρος των κατηγορουμένων την αιτηθείσα αποζημίωση (ένα ευρώ με επιφύλαξη) ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που αυτή υπέστη από το αδίκημα, υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α΄ και Η΄ του ΚΠΔ, κατά το βάσιμο πρώτο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως για απόλυτη ακυρότητα, που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και για υπέρβαση εξουσίας.
ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ. 1 του Π.Κ., ''όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών'', και κατά τη διάταξη του άρθρου 28 του Π.Κ., ''από αμέλεια πράττει όποιος, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν''. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει, ότι, για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξεως της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, απαιτείται η διαπίστωση, αφενός μεν, ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη κατά αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και αφετέρου, ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψη. Η παράλειψη ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται, στην μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. ΄Οταν όμως η αμέλεια συνίσταται σε σύνολο συμπεριφοράς, που προηγήθηκε του αποτελέσματος, για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 του Π.Κ. Κατά τη διάταξη αυτή, όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης, απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του, τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης, είχε ιδιαίτερη (δηλαδή ειδική και όχι γενική) νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση (προς ενέργεια τείνουσα στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος), μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου ή από σύμβαση ή από ορισμένη προηγούμενη συμπεριφορά του, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 28 Π.Κ., η αμέλεια διακρίνεται σε μη συνειδητή, κατά την οποία ο δράστης από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του και σε ενσυνείδητη, κατά την οποίαν προέβλεψε μεν ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να επέλθει το αποτέλεσμα αυτό, πίστευε όμως ότι θα το απέφευγε. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ΄ του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικά δε επί εγκλήματος εξ αμελείας, που συνίσταται σε παράλειψη, πρέπει να προσδιορίζεται στην αιτιολογία της απόφασης και από πού πηγάζει η ιδιαίτερη υποχρέωση του υπαίτιου προς ενέργεια (αποτρεπτική του αποτελέσματος) και, αν πρόκειται για επιτακτικό κανόνα δικαίου και ο κανόνας αυτός. Επίσης, ενόψει της πιο πάνω διάκρισης της αμέλειας σε μη συνειδητή και σε ενσυνείδητη, το δικαστήριο της ουσίας, όταν απαγγέλλει καταδίκη για έγκλημα από αμέλεια, πρέπει να εκθέτει στην απόφασή του με σαφήνεια ποιο από τα δύο είδη της αμέλειας αυτής συνέτρεξε στην συγκεκριμένη περίπτωση, διότι, αν δεν εκθέτει αυτό με σαφήνεια ή δέχεται και τα δύο είδη, δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση, η οποία καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της σχετικής ουσιαστικής ποινικής διάταξης και ιδρύεται εντεύθεν λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ ΚΠΔ. Τέλος, η αιτιολογία της απόφασης παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Λόγο αναιρέσεως της απόφασης αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε΄ του Κ.Π.Δ. και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία, όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια, από εκείνη που πραγματικά έχει. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της απόφασης που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
IIΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 849/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι σε δεύτερο βαθμό, για τις πράξεις της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, δια παραλείψεως, (αρθ. 302 ,15 του Π.Κ) σε συνολική ποινή φυλάκισης δύο ετών ο καθένας, η οποία ανεστάλη επί τριετία. Στην αιτιολογία της απόφασης αυτής, προκύπτουσα από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, αναφέρεται ότι, από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης που εξετάσθηκαν στο Δικαστήριο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά ως αναγνωσθέντα και τις απολογίες των κατηγορουμένων, το Τριμελές Εφετείο δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Κατά τον εις το διατακτικό τόπο και χρόνο (δηλαδή στο 246 + 200 χιλιομετρικό σημείο της σιδηροδρομικής γραμμής ....., στις ....) ο πρώτος κατηγορούμενος Χ3, τεχνικός του ΟΣΕ (επισκέπτης) που ήλεγξε στα .... την υπ' αριθμ. .... αμαξοστοιχία .... πριν την αναχώρηση της, ο δεύτερος Χ2 συνοδός της αμαξοστοιχίας και συγκεκριμένα των δύο πρώτων βαγονιών και τον κλινοθέσιο .... από ... έως ...., αρμόδιος για τη μετά την αποβίβαση -επιβίβαση των επιβατών ασφάλιση των θυρών και έλεγχο της λειτουργίας αυτών και ο τρίτος Χ1 προϊστάμενος της αμαξοστοιχίας από τα .... και τη ...., που στα καθήκοντα του ανάγονται επίσης και ο έλεγχος των θυρών, οι οποίοι εκτελούσαν κατά τον ως άνω χρόνο υπηρεσία, επέτρεψαν την αναχώρηση και τη συνέχιση του ταξιδιού της αμαξοστοιχίας, μολονότι γνώριζαν ότι δεν ασφάλιζαν πλήρως οι θύρες του κλινοθέσιου και ειδικότερα η πίσω δεξιά θύρα, λόγω φθοράς των κλείθρων τους και δεν ειδοποίησαν τους υπεύθυνους συντήρησης των αμαξοστοιχιών του ΟΣΕ και τους προϊσταμένους αυτών για την ύπαρξη του προβλήματος, εξ αιτίας του οποίου ήταν υπαρκτός ο κίνδυνος για τη ζωή των επιβατών. Πιο συγκεκριμένα, η ανωτέρω πόρτα δεν ασφάλιζε σε καμία από τις θέσεις, διότι η γλώσσα ήταν καταφανώς κοντή και δεν εφάρμοζε καλά στην υποδοχή, κατάσταση την οποία γνώριζαν οι κατηγορούμενοι, καθόσον ήταν εμφανής με απλό έλεγχο. Παρά ταύτα, ο πρώτος κατηγορούμενος, ο οποίος είχε επαρκή χρόνο για τον έλεγχο της αμαξοστοιχίας και των θυρών, καθ' όσον χρόνο αυτή βρισκόταν στην αφετηρία (....), μετά από πλημμελή έλεγχο, όχι μόνον επέτρεψε την αναχώρηση της, αλλά υπέγραψε και το φύλλο πορείας χωρίς να διατυπώσει καμία παρατήρηση, ο δε δεύτερος, ενώ όφειλε μετά από κάθε επιβίβαση-αποβίβαση των επιβατών να ασφαλίζει τις θύρες γυρίζοντας το χειρομοχλό στη δεύτερη θέση (ασφαλείας), δεν έπραξε αυτό. Τέλος, ο τρίτος δεν πραγματοποίησε με επιμέλεια τον αναγόμενο στα καθήκοντα του οπτικό έλεγχο για να διαπιστώσει ότι ο χειρομοχλός σε όλες τις θύρες είναι στη θέση του και ότι αυτές είναι ασφαλισμένες, ούτε και διετύπωσε παρατήρηση στο φύλλο πορείας, όταν παρέδωσε την αμαξοστοιχία στον επόμενο προϊστάμενο. Αποτέλεσμα της αμελούς αυτής συμπεριφοράς τους ήταν, στο 246+200 χιλιομετρικό σημείο της σιδηροδρομικής γραμμής ...., σε μία αριστερή στροφή για τους συρμούς που κατευθύνονται προς ...., ο επιβάτης του κλινοθέσιου Θ1 στις ..... και περί ώρα 1.30', με την πίεση της φυγοκέντρου δύναμης που ασκήθηκε τη στιγμή που περνούσε από το σημείο του προθαλάμου που συνδέεται με το διαμπερή διάδρομο εξυπηρέτησης των θαλάμων ύπνου του βαγονιού, κατευθυνόμενος προς το δικό του θάλαμο, έχασε το βηματισμό του και επέπεσε επί της οπίσθιας δεξιάς, σε σχέση με την πορεία του τρένου, θύρας που προαναφέρθηκε, η οποία, λόγω του φθαρμένου μηχανισμού του κλείθρου, άνοιξε με συνέπεια να πέσει αυτός στο έδαφος και να υποστεί βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, που ως μόνη ενεργός αιτία επέφερε μετά ώρες το θάνατο του. Τα ανωτέρω προκύπτουν από τις αναγνωσθείσες δύο εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, που συντάχθηκαν με επιμέλεια της πολιτικώς ενάγουσας και την κατάθεση του πρωτοδίκως εξετασθέντος πραγματογνώμονος, που περιέχεται στα αναγνωσθέντα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και σύμφωνα με τις οποίες το κλείθρο της συγκεκριμένης θύρας και συγκεκριμένα η γλώσσα ήταν αρκετά κοντή ώστε δεν εισήρχετο ασφαλώς στην υποδοχή με αποτέλεσμα να μη ασφαλίζει αυτή σε καμία από τις θέσεις- σκάλες και να είναι εύκολο να ανοίξει από λάθος, όπως συνέβη στην προκειμένη περίπτωση, όταν από πίεση της φυγοκέντρου δύναμης το σώμα του πιο πάνω επιβάτη επέπεσε στη θύρα. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από τις καταθέσεις του μάρτυρος κατηγορίας ..... και αυτών της υπεράσπισης ούτε από τις απολογίες των κατηγορουμένων, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι η θύρα δεν παρουσίαζε πρόβλημα, πλην όμως οι ίδιοι καταθέτουν ότι όταν οι θύρες είναι ασφαλισμένες για να ανοίξουν χρειάζονται μυϊκή δύναμη για να κάνει ο χειρομοχλός ολόκληρη περιστροφή, πράγμα όμως το οποίο δεν είχε λόγο να το κάνει ο θανών. Ο 2ος κατηγορούμενος, εξάλλου, απολογούμενος, καταθέτει ότι τη συγκεκριμένη πόρτα, αν και ήταν στα καθήκοντά του, δεν την έκλεισε ο ίδιος, αλλά ο υπεύθυνος των κρεβατιών, γεγονός που μαρτυρεί την έλλειψη επιμέλειας για τον έλεγχο της ασφάλειας των θυρών, ενόψει μάλιστα του ότι επρόκειτο για παλαιά αμαξοστοιχία (έτους 1960) και οι φθορές ήταν γνωστές στους κατηγορουμένους. Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς του πρώτου κατηγορουμένου και του επελθόντος αποτελέσματος, λόγω των πραγματοποιηθέντων ελέγχων στους επόμενους σταθμούς , αφού η ευθύνη όλων είναι παράλληλη". Ακολούθως, με τις σκέψεις αυτές, το Τριμελές Εφετείο κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους και ήδη αναιρεσείοντες του ότι "Στο 246 + 200 χιλιομετρικό σημείο της σιδηροδρομικής γραμμής .... στην περιοχή ..... στις ...... , επέφεραν από αμέλεια τους τον θάνατο άλλου και δη του Θ1 κατοίκου στη ζωή .... , ετών 70, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής που όφειλαν από τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν, δεν προείδαν το αξιόποινο αποτέλεσμα που προήλθε από την πράξη τους, αν και μπορούσαν να το προβλέψουν. Συγκεκριμένα, ο Χ3 τεχνίτης του ΟΣΕ, που έλεγξε για τεχνικές βλάβες στις ..... στα ..... την υπ αριθμ.... αμαξοστοιχία ...... και οι Χ1 Προϊστάμενος, Χ2 συνοδός της παραπάνω αμαξοστοιχίας του ΟΣΕ που εκτελούσε δρομολόγιο από .... προς ..... , επέτρεψαν την αναχώρησή της και την συνέχιση του ταξιδιού της, όταν ο καθένας τους ανέλαβε υπηρεσία στις ..... και δεν ειδοποίησαν τους υπεύθυνους συντήρησης των αμαξοστασίων του ΟΣΕ και τους Προϊσταμένους τους για την μη αναχώρησή της, ενώ ήταν εμφανές σ' αυτούς ότι δεν έκλειναν οι τέσσερις θύρες του υπ' αριθμ. ... κλινοθεσίου βαγονιού της και δεν ασφάλιζαν πλήρως, λόγω φθοράς του μηχανισμού των κλείθρων των θυρών, αποτελώντας πηγή κινδύνου για τη ζωή των επιβατών, δηλαδή δεν επέδειξαν την προσοχή που θα επιδείκνυε κάτω από τις ίδια συνθήκες ο μέσος συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος του ιδίου με αυτούς επαγγέλματος. Επιπλέον ο Χ1 και ο Χ2 δεν είχαν τεταμένη την προσοχή τους ώστε να αποφεύγεται η προσέγγιση των επιβατών στις θύρες του άνω βαγονιού. Αποτέλεσμα της αμελούς συμπεριφοράς τους ήταν, στο 246+200 χιλιομετρικό σημείο της σιδηροδρομικής γραμμής ..... , όπου παρουσιάζεται στροφή προς τα αριστερά για τους συρμούς που κατευθύνονται προς ....., ο επιβάτης του .... κλινοθεσίου βαγονιού ..... στις ...... και περί ώρα 01.30΄ βγαίνοντας από τον χώρο της τουαλέτας που βρίσκεται στον προθάλαμο του βαγονιού, με την πίεση της φυγοκέντρου δύναμης που του ασκήθηκε την στιγμή που περνούσε από το σημείο του προθαλάμου που συνδέεται με τον διαμήκη διάδρομο εξυπηρέτησης των θαλάμων ύπνου του βαγονιού, κατευθυνόμενος προς τον δικό του θάλαμο, έχασε τον βηματισμό του και επέπεσε επί της θύρας με τον φθαρμένο μηχανισμό κλείθρου, της οποίας η εσωτερική χειρολαβή δεν έπαιρνε θέση ασφάλισης προς το εξωτερικό της και, καθώς στηρίχτηκε επάνω της, αυτή άνοιξε και βρέθηκε στο κενό. Από την πτώση του αυτή στο έδαφος υπέστη βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, η οποία ως μόνη ενεργός αιτία επέφερε μετά από μερικές ώρες τον θάνατό του".
IV. Με αυτά που δέχτηκε το Εφετείο, το οποίο καταδίκασε τους τρεις αναιρεσείοντες, για ανθρωποκτονία από αμέλεια, που τελέστηκε, με τις συγκλίνουσες παραλείψεις αυτών, αφενός, δεν διέλαβε στην απόφασή του, την, κατά τα αναπτυσσόμενα στη νομική σκέψη, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφετέρου, παραβίασε εκ πλαγίου την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 15 του Ποινικού Κώδικα και εστέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ο κατά τα ανωτέρω τραυματισμός του Θ1 και ο εξ αυτού θάνατος αυτού είναι απότοκος συγκλινούσης αμελείας των κατηγορουμένων υπαλλήλων του ΟΣΕ, οι οποίοι, λόγω του επαγγέλματος τους και των ειδικότερων υπηρεσιακών τους καθηκόντων, ήταν υπόχρεωμένοι να καταβάλουν ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή. Στη συνέχεια, ενώ το Εφετείο ερευνά τον κύκλο των παραλείψεων ενός εκάστου των κατηγορουμένων - αναιρεσειόντων, ως εχόντων άμεση υποχρέωση προς ενέργεια, εντούτοις, με την προσβαλλομένη απόφασή του, ουδόλως προσδιορίζει τις νομικές διατάξεις του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος, του οποίου ήσαν υπάλληλοι και βάσει των οποίων όφειλαν αυτοί να ενεργήσουν εντός του κύκλου της αρμοδιότητός των, η δε παράλειψη της οφειλόμενης αυτής ενέργειας συντέλεσε στην επέλευση του θανατηφόρου αποτελέσματος. Έτσι, όμως, αφενός το Εφετείο δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφετέρου δε, παραβίασε εκ πλαγίου την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 15 του Ποινικού Κώδικα και στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, κατά τους βάσιμους περί τούτου, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ ΚΠΔ, δεύτερο λόγο και συναφή πρώτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης. Επίσης, με τις πιο πάνω παραδοχές του, το δικάσαν Δικαστήριο, δέχεται ως προς τα επελθόντα αποτελέσματα από την αμελή συμπεριφορά των αναιρεσειόντων και τα δύο είδη αμέλειας. Ειδικότερα δέχεται ότι, αφενός ότι οι κατηγορούμενοι - αναιρεσείοντες "επέτρεψαν την αναχώρηση και τη συνέχιση του ταξιδιού της αμαξοστοιχίας, μολονότι γνώριζαν ότι δεν ασφάλιζαν πλήρως οι θύρες του κλινοθέσιου και ειδικότερα η πίσω δεξιά θύρα λόγω φθοράς των κλείθρων τους και δεν ειδοποίησαν τους υπεύθυνους συντήρησης των αμαξοστοιχιών του ΟΣΕ και τους προϊσταμένους αυτών για την ύπαρξη του προβλήματος, εξ αιτίας του οποίου ήταν υπαρκτός ο κίνδυνος για τη ζωή των επιβατών", δηλαδή δέχεται περιστατικά που προσιδιάζουν στην ενσυνείδητη αμέλεια, αφετέρου δε, συνεχίζοντας, εκθέτει ότι ο μεν δεύτερος αναιρεσείων (Χ2) ενώ όφειλε μετά από κάθε επιβίβαση-αποβίβαση των επιβατών να ασφαλίζει τις θύρες, γυρίζοντας το χειρομοχλό στη δεύτερη θέση (ασφαλείας), δεν έπραξε αυτό, ο δε τρίτος (Χ1), ότι δεν πραγματοποίησε με επιμέλεια τον αναγόμενο στα καθήκοντα του οπτικό έλεγχο για να διαπιστώσει ότι ο χειρομοχλός σε όλες τις θύρες είναι στη θέση του και ότι αυτές είναι ασφαλισμένες. Δηλαδή δέχεται περιστατικά που προσιδιάζουν στην άνευ συνειδήσεως αμέλεια. Παράλληλα, στο διατακτικό, δέχεται ότι οι κατηγορούμενοι επέφεραν από αμέλειά τους τον θάνατο του Θ1 του, δηλαδή "από έλλειψη της προσοχής που όφειλαν από τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν, δεν προείδαν το αξιόποινο αποτέλεσμα που προήλθε από την πράξη τους, αν και μπορούσαν να το προβλέψουν". Δηλαδή δέχεται άνευ συνειδήσεως αμέλεια των αναιρεσειόντων. Έτσι, όμως, δεν καθίσταται φανερό ποιό από τα δύο είδη αμέλειας δέχθηκε το Δικαστήριο στη συγκεκριμένη περίπτωση, με αποτέλεσμα, από την ασάφεια και την αντίφαση αυτή να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 28, και 302 ΠΚ και να ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ ΚΠΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης. Επομένως, ο από τη διάταξη αυτή συναφής τρίτος λόγος της αίτησης, όπως εκτιμάται, πρέπει να γίνει δεκτός, ως βάσιμος. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι πρέπει να γίνουν δεκτοί, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς τους αναιρεσείοντες - κατηγορουμένους, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρ. 519 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 849/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, ως προς τους αναιρεσείοντες- κατηγορουμένους. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Δεκεμβρίου 2007.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή