Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1228 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Ισχυρισμός αυτοτελής, Κλοπή.




Περίληψη:
Κλοπή κακουργηματική (κατ’ επάγγελμα και συνήθεια) κατ’ εξακολούθηση. Αιτιολογία. Αυτοτελής ισχυρισμός. Πότε είναι ορισμένος. Ισχυρισμός για μεταβολή της κατηγορίας. Από τον διευθύνοντα τη συζήτηση δίδεται, μετά την απολογία του κατηγορουμένου, προς τον οποίο υποβλήθηκαν ερωτήσεις από τον εισαγγελέα κ.λ.π., ο λόγος στο συνήγορό του, προκειμένου να υποβάλλει και αυτός (δια του διευθύνοντος τη συζήτηση) στον κατηγορούμενο ερωτήσεις, μόνον, όμως, εφόσον το ζητήσει. Αν δεν ζητήσει το λόγο, ουδεμία ακυρότητα δημιουργείται. Προσδιορισμός ταυτότητας εγγράφων. Απόρριψη λόγων αναίρεσης.





Αριθμός 1228/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμό 57/01.04.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου x1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Μαλεβίτη, περί αναιρέσεως της 1017/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγον το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟ, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Ευγενιά Βελώνη. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1593/2007.

Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 372 παρ. 1 ΠΚ, όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία προστατεύει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κλοπής απαιτείται να αφαιρέσει ο δράστης με θετική ενέργεια από την κατοχή άλλου ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Η αξία του αντικειμένου της κλοπής δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασής της. Επίσης, κατά το άρθρο 374 περ. ε του ίδιου Κώδικα, που αναφέρεται στις διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπής, "η κλοπή τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.........δ) αν η πράξη τελέστηκε από πρόσωπο που διαπράττει κλοπές ή ληστείες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια...". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ του ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξης συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από τη επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε την έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 1017/2007 απόφασής του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Ο κατηγορούμενος είναι υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών και υπηρετεί στη Δ.Ο.Υ. Ενσήμων και Δικαστικών Εισπράξεων ως ταμίας και με την ιδιότητα αυτή εργαζόταν στο τμήμα εκκαθάρισης του Πρωτοδικείου Αθηνών, που στεγάζεται στο κτίριο 12 της πρώην Σχολής Ευελπίδων. Στο προαναφερόμενο Τμήμα εκκαθάρισης του Πρωτοδικείου Αθηνών εργάζονται επτά συνολικά υπάλληλοι της ανωτέρω υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομικών, μεταξύ των οποίων ήσαν και οι Γ1, Γ2 και Γ3. Οι ανωτέρω υπάλληλοι, όταν υπήρχε φόρτος εργασίας, ζητούσαν τη βοήθεια του κατηγορουμένου κατά την καταμέτρηση και την τακτοποίηση των χρημάτων που εισπράττονταν από τις εξαγορές των ποινών. Ο κατηγορούμενος όμως, κατά την καταμέτρηση των χρημάτων που έκανε βοηθώντας τις συναδέλφους του, αφαιρούσε τεχνηέντως και χωρίς να γίνει αντιληπτός διαφορά ποσά. Συγκεκριμένα κατά το Μάρτιο 1999 βοηθώντας τη συνάδελφο του Γ1 αφαίρεσε το ποσό των 60.000 δραχμών και το ταμείο παρουσίασε ισόποσο έλλειμμα. Από το Μάρτιο τους έτους 1999 μέχρι την 24-10-1999 αφαίρεσε από το ταμείο της ίδιας υπαλλήλου, κατά την καταμέτρηση που έκανε βοηθώντας την, σταδιακά το συνολικό ποσό των 3.740.000 δραχμών, το οποίο και ιδιοποιήθηκε παράνομα. Με τον ίδιο τρόπο αφαίρεσε από το ταμείο της ίδιας υπαλλήλου 150.000 δραχμές κατά το μήνα Μάρτιο του έτους 2000 και από το μήνα Μάρτιο 2000 μέχρι τον Ιούλιο του 2000 αφαίρεσε σταδιακά το ποσό των 1.400.000 δραχμών, ενώ κατά τους επόμενους μήνες μέχρι το Νοέμβριο 2000 αφαίρεσε τμηματικά το ποσό των 570.000 δραχμών. Επίσης ο κατηγορούμενος με τον ίδιο τρόπο αφαίρεσε από το ταμείο της συναδέλφου του Γ2 στις 11-10-1999 150.000 δραχμές, περί τα τέλη Μαρτίου του έτους 2000 αφαίρεσε από το ταμείο της ίδιας συναδέλφου του το ποσό των 140.000 δραχμών. Περαιτέρω, από το ταμείο της ίδιας συναδέλφου του αφαιρούσε κάθε μήνα 50.000 έως 80.000 δραχμές, στις 29-10-2000 αφαίρεσε 150.000 δραχμές και την 14-11-2000 αφαίρεσε το ποσό των 30.000 δραχμών, τα οποία ποσά ιδιοποιήθηκε παράνομα. Με το ίδιο τρόπο ο κατηγορούμενος αφαίρεσε από το ταμείο της συναδέλφου του Γ3 κατά το χρονικό διάστημα από το Μάρτιο 2000 μέχρι την 23-11-2000 το συνολικό ποσό των 140.000 δραχμών, το οποίο και ιδιοποιήθηκε παράνομα. Η συνάδελφος του κατηγορουμένου Γ1, είχε υποψιαστεί τον κατηγορούμενο, επειδή είχε δει μία ύποπτη κίνηση, αλλά και επειδή ήταν ο μόνος που δεν παρουσίασε έλλειμμα και γι' αυτό στις 23-11-2000 μέτρησε και προσημείωσε 118 χαρτονομίσματα των 10.000 δραχμών και στη συνέχεια ζήτησε από τον κατηγορούμενο δήθεν να τη βοηθήσει. Ο κατηγορούμενος, αφού τα μέτρησε της είπε ότι ήταν συνολικά 110 χαρτονομίσματα και όχι 118 που είχε μετρήσει και προσημειώσει αυτή. Στη συνέχεια κάλεσε τον αστυνομικό ........ που εκτελούσε υπηρεσία στο τμήμα εκκαθάρισης του Πρωτοδικείου Αθηνών και του κατήγγειλε ότι ο κατηγορούμενος αφαίρεσε 8 χαρτονομίσματα των 10.000 δραχμών και του παρέδωσε την κατάσταση των χαρτονομισμάτων που είχε σημειώσει. Ο αστυνομικός ζήτησε από τον κατηγορούμενο να αποδώσει τα χρήματα, αυτός αρνήθηκε ότι έπραξε οτιδήποτε και γι' αυτό ο αστυνομικός τον παρέλαβε για να τον οδηγήσει στον Εισαγγελέα Ποινικής Δίωξης, συνοδευόμενος και από τη συνάδελφο του Γ1. Κατά τη διαδρομή προς το γραφείο του Εισαγγελέα ο κατηγορούμενος απέρριψε τα έξι (6) από τα οκτώ χαρτονομίσματα, έγινε όμως το περιστατικό αντιληπτό από έναν πολίτη, ο οποίος ενημέρωσε τον αστυνομικό που περισυνέλεξε τα χαρτονομίσματα. Στο γραφείο του Εισαγγελέα διαπιστώθηκε ότι οι αριθμοί των χαρτονομισμάτων που απορρίφθηκαν ήταν μέσα στη λίστα που είχε καταγράψει η συνάδελφος του κατηγορουμένου, βρέθηκαν δε στην κατοχή αυτού και άλλα δύο χαρτονομίσματα που περιέχονταν και αυτά στη λίστα. Έτσι αποκαλύφθηκε η δράση του κατηγορουμένου, ο οποίος τελούσε την πράξη αυτή επί μακρό χρόνο κατ' εξακολούθηση με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, είναι δε πρόσωπο που διαπράττει κλοπές κατά συνήθεια, διότι προκύπτει σταθερή ροπή στην τέλεση του συγκεκριμένου εγκλήματος της κλοπής, ως στοιχείο της προσωπικότητας του. Κατ' ακολουθίαν ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος κλοπής κατ' εξακολούθηση, τελεσθείσα από πρόσωπο που διαπράττει κλοπές κατ' επάγγελμα".
Με τις παραδοχές αυτές το Πενταμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα άνω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον αφορά την καταδίκη του αναιρεσείοντος για τον αδίκημα της διακεκριμένης κλοπής κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα, εκθέτει δε σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για την κήρυξη του αναιρεσείοντος ενόχου του ως άνω εγκλήματος, τόσον όσον αφορά την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της εξακολουθητικής κλοπής, όσον και για τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της πράξεως αυτής. Ειδική αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία προέκυψε κάθε επί μέρους παραδοχή της αποφάσεως, όπως προαναφέρθηκε, δεν απαιτείται. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ προβαλλόμενος τέταρτος λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας της καταδικαστικής για τον αναιρεσείοντα αποφάσεως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
ΙΙ. H ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής. Πρέπει, όμως, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός να είναι ορισμένος, δηλαδή, κατά περίπτωση, να αναφέρονται κατά τρόπο αναλυτικό τα πραγματικά περιστατικά, που, κατά νόμο, απαιτούνται για τη συγκρότηση της νομικής έννοιας του συγκεκριμένου ισχυρισμού, έτσι ώστε να παρέχεται η δυνατότητα αξιολόγησης και, σε περίπτωση αποδοχής, να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί επί των ισχυρισμών αυτών (αορίστων) με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ισχυρισμός, όμως, ο οποίος αποτελεί άρνηση αντικειμενικού και υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς, της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, δεν είναι αυτοτελής με την πιο πάνω έννοια, γι' αυτό το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, προβάλλει την αιτίαση ότι το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε χωρίς αιτιολογία τον προβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό του, περί μετατροπής της πράξης σε απλή κλοπή ή σε υπεξαίρεση, "διότι δεν απεδείχθη, πέραν της Γ1, ότι ετελέσθη η φερόμενη πράξη και για τους άλλους παθόντες". Από τα πρακτικά της δίκης προκύπτει ότι ο συνήγορος του κατηγορουμένου ζήτησε "να μετατραπεί η πράξη σε κλοπή ή υπεξαίρεση και να κηρυχθεί ένοχος μόνο για την πράξη που αφορά την Γ1". Το αίτημα αυτό, έτσι όπως υποβλήθηκε, δεν συνιστά σαφή και ορισμένο αυτοτελή ισχυρισμό στον οποίο το Δικαστήριο είχε την υποχρέωση να απαντήσει με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αλλά, συνιστά, απλή (μερική) άρνηση της κατηγορίας. Ανεξαρτήτως αυτού, το Πενταμελές Εφετείο, με την πιο πάνω πλήρως αιτιολογημένη απόφασή του, εξέθεσε τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της διακεκριμένης κλοπής, για την οποία κρίθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος αναιρεσείων. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠΔ προβαλλόμενοι πρώτος και πέμπτος λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας της απορριπτικής αποφάσεως του πιο πάνω ισχυρισμού του και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων (372 παρ. 1, 374 περ. 3 ΠΚ, όπως εκτιμάται), είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. IIΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 366 παρ. 1 εδ. γ' και δ' του Κ.Π.Δ., ''... Αφού τελειώσει η απολογία, μπορούν να γίνουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο, από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση, τον εισαγγελέα ή τον δημόσιο κατήγορο και τους δικαστές. Οι υπόλοιποι διάδικοι, καθώς και οι συνήγοροί τους, επιτρέπεται να υποβάλλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο, μόνο με τη μεσολάβηση εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση''. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 368 του Κ.Π.Δ., ''Αφού απολογηθεί ο κατηγορούμενος και εξετασθεί ο αστικώς υπεύθυνος, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση ρωτάει τον Εισαγγελέα και τους διαδίκους σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 333, αν έχουν ανάγκη από κάποια συμπληρωματική εξέταση ή διευκρίνιση ...''. Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες με εκείνη του άρθρου 333 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, κατά την οποία ''όταν λάβει το λόγο ο εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος ή ένας από τους διαδίκους, έχουν δικαίωμα να λάβουν το λόγο και οι υπόλοιποι διάδικοι, του κατηγορούμενου ή του συνηγόρου του εχόντων το δικαίωμα να μιλούν πάντοτε τελευταίοι'', προκύπτει με σαφήνεια, ότι από τον διευθύνοντα τη συζήτηση δίδεται, μετά την απολογία του κατηγορούμενου, προς τον οποίο υποβλήθηκαν ερωτήσεις από τον εισαγγελέα κ.λ.π., ο λόγος στο συνήγορό του, προκειμένου να υποβάλλει και αυτός (δια του διευθύνοντος τη συζήτηση) στον κατηγορούμενο ερωτήσεις, μόνον, όμως, εφόσον το ζητήσει. Και αν μεν ζητήσει αυτός το λόγο και δεν του δοθεί, δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα, εκ του άρθρου 171 παρ. 1 περ. δ' του Κ.Π.Δ., ιδρύουσα λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Α' του ίδιου Κώδικα. Αν όμως δεν ζητήσει αυτός το λόγο, ουδεμία ακυρότητα δημιουργείται, μάλιστα ανάλογη εκείνης του άρθρου 369 του Κ.Π.Δ., αν δεν του δοθεί ο λόγος, έστω και αν δόθηκε ο λόγος και υπέβαλαν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο, άλλοι παράγοντες της δίκης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ενσωματωμένα στην προσβαλλομένη απόφαση πρακτικά, μετά το τέλος της απολογίας του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντος δόθηκε ο λόγος στον Εισαγγελέα και στους Δικαστές, για να του απευθύνουν ερωτήσεις και στη συνέχεια δόθηκε ο λόγος στους διαδίκους και τους συνηγόρους τους, για να απευθύνουν μέσω του Προέδρου, αν είχαν ερωτήσεις, προς τον κατηγορούμενο, επακολούθησε δε η υποβολή τέτοιων ερωτήσεων, στις οποίες ο κατηγορούμενος απάντησε. Στη συνέχεια δε, αφού ρωτήθηκαν ο Εισαγγελέας και οι διάδικοι, ''αν χρειάζονται συμπληρωματική εξέταση ή διασάφηση'' και απάντησαν αρνητικά, κηρύχθηκε η λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, χωρίς όμως να δοθεί ο λόγος στο συνήγορο του αναιρεσείοντος - κατηγορούμενου, για να του υποβάλει ερωτήσεις. Εφόσον, όμως, δεν προκύπτει από τα πρακτικά, ότι ζητήθηκε ο λόγος από το συνήγορο του κατηγορούμενου, για να υποβάλει σ' αυτόν ερωτήσεις, ουδεμία ακυρότητα δημιουργήθηκε, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν, εκ του ότι δεν του δόθηκε σχετικά ο λόγος, έστω και αν δόθηκε ο λόγος και υπέβαλαν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο ο εισαγγελέας ή άλλοι παράγοντες της δίκης. Επομένως ο δεύτερος, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Α' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, με τον προβάλλεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, εκ του ότι δεν δόθηκε ο λόγος στο συνήγορο του κατηγορούμενου για να του υποβάλλει ερωτήσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. IV. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 331, 333 και 364 παρ. 1 ΚΠΔ προκύπτει, ότι, η συνεκτίμηση από το δικαστήριο εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε ως αποδεικτικό μέσο κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του από το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβεί σε δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στα συντασσόμενα πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως δεν είναι απαραίτητο να καταχωρείται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε ούτε ακόμη και ως στοιχείο προσδιοριστικό της ταυτότητας αυτού, αλλά αρκεί να μνημονεύονται τα όποια άλλα στοιχεία εξατομικεύουν αυτό, ώστε να μπορεί να διαγνωσθεί αν τα έγγραφα εκείνα στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου έχουν πραγματικά αναγνωσθεί. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα ενσωματωμένα σ' αυτήν πρακτικά, το Δικαστήριο κατέληξε στην καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του, αφού συνεκτίμησε, εκτός από τα άλλα αποδεικτικά μέσα και ".... τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά.....". Τα αναγνωσθέντα αυτά έγγραφα προσδιορίζονται ως εξής: "-Φωτοαντίγραφα προσημειωμένων χαρτονομισμάτων των 10.000 δραχμών - Χειρόγραφη κατάσταση προσημειωμένων χαρτονομισμάτων. - Η από ...... έκθεση παραδόσεως και κατασχέσεως του Ανθ/μου Ζ1. - Οι δύο από ...... εκθέσεις αποδόσεως κατασχεθέντων του Ανθ. Ζ1. - Η με αριθ. πρωτ. ....... διενέργεια προκαταρκτική έρευνα της Γεν. Δ/νσης Οικονομ. Επιθεώρησης Δυτ. Αττικής". Η κατ' αυτόν τον τρόπο περιγραφή στα πρακτικά της ταυτότητας των εγγράφων εκείνων, που σε σχέση με αυτά δεν αμφισβητείται και που, όπως βεβαιώνεται, αναγνώσθηκαν, δεν δημιουργείται αμφιβολία για το αν πράγματι αυτά, αναγνώσθηκαν, με συνέπεια να μη νοείται εξ αυτής της αιτίας στέρηση από τον κατηγορούμενο του δικαιώματός του να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικές με αυτά. Ενόψει των ανωτέρω, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ τρίτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι, εξαιτίας της αόριστης περιγραφής της ταυτότητας των εγγράφων εκείνων, δεν αποδεικνύεται ότι αυτά έχουν αναγνωσθεί και, εφόσον, παρά ταύτα το δικαστήριο τα συνεκτίμησε για να καταλήξει στην κρίση του, επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
V. Μετά από αυτά, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα και η δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου (άρθρα 583 παρ. 1 ΚΠΔ, άρθρ. 22 του ν. 3693/1957).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4-9-2007 αίτηση αναιρέσεως (με αριθμό πρωτ. 7863/5-9-07) του x1, κατά της 1017/20-4-2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στην δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Μαΐου 2008.


Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή