Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1490 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Τραπεζική επιταγή, Δικαστηρίου σύνθεση.




Περίληψη:
Έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Δεν συνιστά κακή σύνθεση του Δικαστηρίου και δεν δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο η παράλειψη αναφοράς στη σύνθεση του Δικαστηρίου ότι η προεδρεύουσα πλημμελειοδίκης, λόγω κωλύματος του Προέδρου πρωτοδικών είναι και η αρχαιότερη των υπηρετούντων στο δικαστήριο δικαστών, ούτε όταν δεν μνημονεύεται η πράξη αναπλήρωσης του διευθύνοντος το Δικαστήριο. Υποχρέωση αιτιολογημένης απορρίψεως αυτοτελούς ισχυρισμού που υπέβαλε ο κατηγορούμενος, από το δικαστήριο υπάρχει, όταν ο ισχυρισμός αυτός αποβάλλεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, διαφορετικά δεν έχει υποχρέωση απαντήσεως. Το αιτιολογικό αλληλοσυμπληρώνεται με το διατακτικό και αποτελούν ενιαίο σύνολο. Αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι της αιτήσεως. Απορρίπτει αίτηση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1490/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Μαρτίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και την Γραμματέα Πελαγία Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαράλαμπο Παπουτσάκη, περί αναιρέσεως της 906/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης, και
με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., που δεν παραστάθηκε. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ξάνθης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Σεπτεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1287/2009.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του όπως ισχύει Ν. 5960/1933 "Περί επιταγής", εκείνος, που εκδίδει επιταγή, η οποία δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε αυτός διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο της έκδοσής της ή κατά τον χρόνο της πληρωμής αυτής, τιμωρείται με τις στην διάταξη αυτή προβλεπόμενε αθροιστικώς ποινές. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για την πραγμάτωση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, απαιτείται: α) έκδοση ακάλυπτης επιταγής, η οποία δεν πληρώθηκε από την πληρώτρια Τράπεζα κατά την εμπρόθεσμη, ήτοι, κατ' άρθρ. 29 παρ. 1 και 4 Ν. 5960/1933 εντός οκτώ (8) ημερών από την ημερομηνία έκδοσής της, εμφάνιση αυτής προς πληρωμή, β) έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων κατά τον χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής της επιταγής και γ) δόλος για την ύπαρξη του οποίου αρκεί η γνώση του εκδότη για την έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚποινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚποινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και οι ισχυρισμοί για αναγνώριση στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚποινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσια-στικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη 906/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος έκδοσης ακάλυπτης επιταγής και του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για μια τριετία καθώς και χρηματική ποινή χιλίων πεντακοσίων (1.500) ΕΥΡΩ. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, κατά λέξη τα εξής: "ο κατηγορούμενος στην ... στις 15-1-2005 εξέδωσε συνειδητά την υπ' αριθμ. ... επιταγή ποσού (25.500,00) €, που έπρεπε να πληρωθεί από την ALPHA BANK και η οποία όταν εμφανίστηκε εμπρόθεσμα για πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα δεν πληρώθηκε από έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων.
Συνεπώς, πρέπει να κηρυχθεί αυτός ένοχος της παραπάνω πράξης".
Στη συνέχεια, το δικάσαν Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα της προαναφερόμενης αξιόποινης πράξεως και ειδικότερα του ότι: "στην ... στις 15-1-2005 από πρόθεση εξέδωσε επιταγή, η οποία δεν πληρώθηκε, γιατί δεν είχε καταθέσει τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια Τράπεζα είτε κατά το χρόνο της εκδόσεως είτε κατά το χρόνο της πληρωμής της, και συγκεκριμένα εξέδωσε την υπ' αριθμό ... επιταγή της Τράπεζας ALPHA BANK για το ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων πεντακοσίων (25.500,00) €, που έπρεπε να πληρωθεί από την ALPHA BANK με την εμφάνισή της την 24-1-2005, χωρίς προηγουμένως να έχει καταθέσει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στην παραπάνω πληρώτρια Τράπεζα είτε κατά το χρόνο της εκδόσεως είτε κατά το χρόνο της πληρωμής της". Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απο-δείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλο-γισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ.β', 26 παρ.1α, 27 παρ.1 ΠΚ και 79 § 1 Ν. 5960/1933, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως 906/2009 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, εκπρ/κε ο κατηγορούμενος), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, Ψ και υπερασπίσεως, Δ. Σύμφωνα με τα άνω λεχθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, οδηγήθηκε στις προαναφερόμενες παραδοχές, που αποτελούν την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο αυτός καταδικάστηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντι-φάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν, οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα, ότι: 1) Πρέπει να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση λόγω απόλυτης ακυρότητας που επήλθε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (ΚΠΔ 510 § 1 στοιχ. Α') και συγκεκριμένα, λόγω κακής σύνθεσης του Τριμελούς Πλημ/κείου Ξάνθης που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 510 παρ. 1 στοιχ. Α' σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 Α του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως ο οποίος λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη σε κάθε στάση της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο, συνιστά και η απόλυτη ακυρότητα που έλαβε χώρα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο ένεκα μη τηρήσεως των διατάξεων οι οποίες καθορίζουν την σύνθεση του δικαστηρίου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 4 παρ. 1 γ' του ν. 1756/1988, όπως τροποποιηθείς ισχύει, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο συγκροτείται από Πρόεδρο Πρωτοδικών και δύο Πρωτοδίκες και κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, κατά τις συνεδριάσεις των πολυμελών δικαστηρίων προεδρεύει ο ανώτερος κατά βαθμόν ή, αν δεν υπάρχει ή κωλύεται, ο αρχαιότερος δικαστής. Εξ άλλου, με το άρθρο 5 του ίδιου Κώδικα, προβλέπεται η αναπλήρωση των δικαστών, αν δεν υπάρχουν, απουσιάζουν ή κωλύονται, η οποία γίνεται με πράξη του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, και δη αναπληρώνεται ο πρόεδρος πολυμελούς δικαστηρίου από άλλο δικαστή της ίδιας σύνθεσης ή του ίδιου δικαστηρίου (παρ. 1 Α'γ'). Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται ότι κατά τις συνεδριάσεις των πολυμελών, πολιτικών και ποινικών, δικαστηρίων, εάν οι συνθέσεις τους δεν ορίζονται με κλήρωση, οπότε έχει εφαρμογή το άρθρο 17 του ίδιου Κώδικα, ο πρόεδρος αναπληρώνεται από τον αρχαιότερο δικαστή και αυτός κωλυόμενος από το αμέσως νεώτερο, η αναπλήρωση δε αυτή είναι θέμα εσωτερικής υπηρεσίας του δικαστηρίου και γίνεται αμέσως μόλις εμφανισθεί το κώλυμα, χωρίς έκδοση σχετικής πράξεως και χωρίς να είναι αναγκαίο, για την εγκυρότητα των πράξεων του αναπληρωτή, να μνημονεύεται σε αυτές ότι ενεργεί λόγω κωλύματος εκείνου, που διευθύνει το δικαστήριο, καθόσον ο νόμος δεν αξιώνει κάτι τέτοιο. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ξάνθης, που την εξέδωσε συγκροτήθηκε από τους α) Ευαγγελία Μπάλλα, Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκη, λόγω κωλύματος των Προέδρων, β) Παντελεήμονα Ζήμνα, Πλημμελειοδίκη και γ) Κων/νο Κούκουλη, Πλημμελειοδίκη. Η σύνθεση αυτή καταρτίσθηκε νόμιμα, κατά τα προεκτεθέντα, και η προβαλλόμενη με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως αιτίαση για κακή σύνθεση του δικαστηρίου, καθόσον δεν μνημονεύεται στα πρακτικά αυτά ότι δεν υπήρχαν ή κωλύονταν ο Πρόεδρος Πρωτοδικών ή πρωτοδίκες, οι οποίοι ήσαν αρχαιότεροι της Προεδρεύουσας, ούτε μνημονεύεται η πράξη αναπλήρωσης της διευθύνουσας το Πρωτοδικείο Προέδρου, είναι αβάσιμη και απορριπτέα. 2) Δεν υπάρχει η επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι το ως Εφετείο δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ξάνθης, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κηρύσσοντας αυτόν ένοχο για έκδοση ακάλυπτης επιταγής, ουδόλως απάντησε επί του προβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού του περί αναγνωρίσεως ελαφρυντικών περιστάσεων στο πρόσωπό του, απορρίπτοντας σιγή αυτόν, χωρίς να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στήριξε την κρίσιν του αυτήν, ούτε καν για ποιους λόγους δεν αναγνωρίζει σε αυτόν ελαφρυντική περίπτωση (2ος λόγος της αιτήσεως). Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, κατά τη δίκη στο άνω Δικαστήριο, ο πληρεξούσιος και εκπροσωπών τον κατηγορούμενο δικηγόρος του, "πήρε το λόγο και αφού ανέπτυξε την υπεράσπιση ζήτησε την αθώωση του πελάτη του και επικουρικά την αναγνώριση ελαφρυντικών στο πρόσωπό του", όπως ακριβώς σε αυτά αναφέρεται. Το δικάσαν Δικαστήριο, όπως προκύπτει από τα αυτά πρακτικά, απέρριψε σιγή τον άνω ισχυρισμό, για χορήγηση ελαφρυντικών. Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 83 και 84 του ΠΚ, το δικαστήριο της ουσίας κατά τον ακροαματικό έλεγχο κάθε υποθέσεως, ερευνά μεν αυτεπαγγέλτως αν συντρέχουν οι προβλεπόμενες από το δεύτερο ως άνω άρθρο ελαφρυντικές περιστάσεις, οι οποίες επιφέρουν μείωση της ποινής, δεν όμως υποχρεωμένο να προβεί οίκοθεν στην αιτιολόγηση της μη συνδρομής τέτοιας περίστασης. Εφόσον όμως υποβληθεί από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του, τέτοιος ισχυρισμός, περί αναγνωρίσεως σ' αυτόν μιας ή περισσοτέρων από τις ελαφρυντικές αυτές περιστάσεις, το Δικαστήριο έχει υποχρέωση να τον ερευνήσει και, αν τον απορρίψει, να αιτιολογήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα την κρίση του. Προϋπόθεση, όμως, της εξετάσεως της ουσιαστικής βασιμότητας τέτοιου αυτοτελούς ισχυρισμού αποτελεί η προβολή αυτού κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση της επικαλούμενης ελαφρυντικής περιστάσεως. Μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως που προβλέπει την ελαφρυντική περίσταση ή τον χαρακτηρισμό με τον οποίον είναι αυτή γνωστή στη νομική ορολογία, καθιστά το σχετικό ισχυρισμό αόριστο, στον οποίο, ως τέτοιο, δεν έχει υποχρέωση το Δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει ή να δικαιολογήσει ειδικά τη σιωπηρή ή ρητή απόρριψή του. Με βάση τα παραπάνω, το δικάσαν Δικαστήριο είχε υποχρέωση αιτιο-λογημένης απόρριψης, μόνο στην περίπτωση που ο αυτοτελής παραπάνω ισχυρισμός, είχε υποβληθεί κατά τρόπο ορισμένο, δηλαδή, με ην επίκληση των πραγματικών περιστατικών που τον θεμελιώνουν, πράγμα που δεν συνέβη στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατά τα άνω, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενη απόφαση. 3) Η ίδια απόφαση στερείται της κατά νόμο απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς τη σιγή απόρριψη και άλλου αυτοτελούς ισχυρισμού του και συγκεκριμένα, "όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης είχε υποβληθεί από αυτόν (αναιρεσείοντα) ο αυτοτελής ισχυρισμός ότι η ανωτέρω επιταγή είχε εκδοθεί λευκή ως προς τη χρονολογία εκδόσεως ως εγγύηση σύμβασης δανείου και ότι η επιταγή συμπληρώθηκε, ως προς τη χρονολογία εκδόσεώς της, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων, ως εκ τούτου δε δεν είναι έγκυρη. Όπως, όμως, προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το εκδόσαν ταύτην δικαστήριο απέρριψε τον εν λόγω ισχυρισμό χωρίς να απαντήσει επ' αυτού και ούτε παρέθεσε σ' αυτήν περιστατικό προς αιτιολόγηση της απορριπτικής του κρίσης. Έτσι, υπέπεσε στην προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 εδαφ. Δ' του ΚΠΔ πλημμέλεια" (τρίτος λόγος αναιρέσεως), όπως κατά λέξη αναφέρεται στην αίτηση. Όμως, από την επιτρεπτή επισκόπηση των άνω πρακτικών, δεν προκύπτει ότι από τον εκπροσωπηθέντα δια του συνηγόρου του κατηγορούμενο, υποβλήθηκε τέτοιος ισχυρισμός και μάλιστα κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ώστε να είχε υπο-χρέωση το Δικαστήριο να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένα, παρά μόνο ο μάρτυρας υπεράσπισης κατέθεσε ότι η επίδικη επιταγή είχε δοθεί λευκή, προφανώς λόγω δανείου, πράγμα όμως που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου και 4) ότι υπάρχει έλλειψη της κατά νόμο απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς και εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, διότι "ούτε στο αιτιολογικό ούτε στο διατακτικό, που παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνουν την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, διαλαμβάνεται η ακριβής ημέρα εμφανίσεως της ως άνω επιταγής στην πληρώτρια Τράπεζα, η αόριστη δε αναφορά στο σκεπτικό ότι η επιταγή εμφανίστηκε εμπρόθεσμα για πληρωμή της, δεν αναπληρώνει την έλλειψη της ακριβούς ημέρας εμφανίσεώς της, για να κριθεί η παρέλευση ή μη του οκταημέρου, που σχετίζεται με την εγκυρότητα του τίτλου της επιταγής", όπως ακριβώς αναφέρεται στην αίτηση (4ος λόγος). Αβάσιμα όμως, διότι όπως αναγράφεται στο διατακτικό της αποφάσεως, που με το σκεπτικό της αλληλοσυμπληρώνονται, η επίδικη επιταγή εμφανίστηκε προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα στις 24-1-2005, δηλαδή μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την έκδοσή της στις 15-1-2005. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α', Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναι-ρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολο της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 9 Σεπτεμβρίου 2009 (υπ' αριθμ. πρωτ. 2/2009 ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Ξάνθης) ασκηθείσα αίτηση του X, για αναίρεση της με αριθμό 906/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ΕΥΡΩ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Ιουνίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 7 Σεπτεμβρίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή