Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Δυσφήμηση συκοφαντική, Έγκληση.
Περίληψη:
Λόγοι αναιρέσεως: 1) Υπέρβαση εξουσίας, συνισταμένη στο ότι ενώ η διωκόμενη πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως έλαβε χώρα στις 1452002 και η έγκληση υποβλήθηκε στις 10102002 το δικαστήριο αντί να κηρύξει την δίωξη απαράδεκτη προχώρησε στην κατ' ουσία έρευνα και καταδίκασε τον αναιρεσείοντα. 2) Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, συνισταμένη στο ότι: α) Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τις καταθέσεις της πολιτικώς ενάγουσας, έγγραφα, πρακτικά της πρωτόδικης αποφάσεως και τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, χωρίς να αναφέρεται στην απόφαση ότι έλαβε υπόψη του και τους μάρτυρες υπερασπίσεως, β) Αναφέρεται στο αιτιολογικό ότι ο αναιρεσείων "ισχυρίσθηκε ενώπιον τρίτων", χωρίς να προσδιορίζονται οι τρίτοι, γ) Στο αιτιολογικό αναφέρεται "μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας" και στο διατακτικό "είχε σκοπό να βλάψει την τιμή και την υπόληψη της". Απορρίπτεται η αίτηση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2053/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση και σύμφωνα με την 101/21.7.10 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέας Τσόλιας, Νικόλαος Κωνσταντόπουλος, Παναγιώτης Ρουμπής και Ιωάννης Γιαννακόπουλος - Εισηγητής, σύμφωνα με την 104/21.7.10 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέα Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων, 1. Β. Μ. του Κ., κάτοικο … ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στυλιανό Κατσέλη και 2. Ε. Λ. του Ε., κάτοικο …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξιο Αθανασόπουλο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. ΑΤ8032/2009 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, με πολιτικώς ενάγοντα τον Γ. Β. κάτοικο … που δεν παρέστη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και των αναιρεσειόντων - κατηγορούμενων ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 1 Σεπτεμβρίου 2010 και 3 Σεπτεμβρίου 2010 αιτήσεις τους περί αναιρέσεως, καθώς και στους από 15 Νοεμβρίου 2010 πρόσθετους λόγους της Ε. Λ., οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1207/2010.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες αιτήσεις, ήτοι, 1) η από 1.9.2010 (με αριθ. πρωτ. 7027/2010) του Β. Μ. του Κ. και 2) η από 3.9.2010 (με αριθ. πρωτ. 7200/2010) της Ε. Λ. του Ε. μετά του από 15.11.2010 δικογράφου προσθέτων λόγων, που κατατέθηκε εμπρόθεσμα (την 19.11.2010) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 509 παρ. 2 του ΚΠοινΔ), για αναίρεση της υπ` αριθ. ΑΤ 8032/2009 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς. Ο νόμος 2472/1997 "Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", όπως υπογραμμίζεται στην εισηγητική έκθεσή του, θεσπίστηκε σε εκπλήρωση υποχρεώσεως του κοινού νομοθέτη, η οποία απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1,9 και 19 του Συντάγματος, που ανάγουν την προστασία της αξίας του ανθρώπου σε πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας, προστατεύουν την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και διασφαλίζουν την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, καθώς και το απόρρητο των επικοινωνιών του. Παράλληλα, όμως, η θέσπιση των ρυθμίσεων του νόμου τούτου ήταν επιβεβλημένη και ενόψει των προβλεπόμενων στην οδηγία 95/46/ΕΚ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24 Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών. Η οδηγία αυτή, όπως προκύπτει από το προοίμιό της, αποβλέπει στην εναρμόνιση των κρατών μελών, ώστε με την εγκαθίδρυση και λειτουργία της κοινοτικής εσωτερικής αγοράς να κατοχυρώνεται όχι μόνο η δυνατότητα κυκλοφορίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αλλά και η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου. Το κεφάλαιο Α του εν λόγω νόμου 2472/1997, όπως αυτός ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του με το άρθρο 8 του Ν. 2819/2000 και το άρθρο 34 του Ν. 2915/2001, (άρθρα 1-3) επιγράφεται ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ οι οποίες αναφέρονται στο αντικείμενο του νόμου, τους σχετικούς ορισμούς και το πεδίο εφαρμογής του. Έτσι, κατά το άρθρο 1 του νόμου τούτου, αντικείμενο αυτού είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στο άρθρο 2 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι: "Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως:.....ε) Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ("αρχείο"), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια". Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ίδιου άρθρου, οι διατάξεις του παρόντος νόμου, εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο. Στο δε άρθρο 5§§1 και 2 καθορίζονται οι προϋποθέσεις επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων, η οποία επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του. Κατ` εξαίρεση, επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου, εκτός άλλων περιπτώσεων, και όταν αυτή είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων, στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα, και δεν θίγονται θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών. Το άρθρο 22 προβλέπει ποινικές κυρώσεις για τις αναφερόμενες σ' αυτό κατηγορίες συμπεριφορών που κρίνονται αξιόποινες. Ειδικότερα, όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιοδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις. Οι ποινικές κυρώσεις, όπως άλλωστε είναι φυσικό, ενόψει της ιδιάζουσας βαρύτητάς τους, προβλέπονται όχι γενικώς και αορίστως για κάθε παράβαση των διατάξεών του, αλλά μόνο για συγκεκριμένες ειδικά περιγραφόμενες σοβαρές παραβάσεις. Με εξαίρεση δε τις περιπτώσεις του άρθρου 22 παρ. 5, το οποίο ποινικοποιεί τις παραβάσεις συγκεκριμένων αποφάσεων της Αρχής προσωπικών δεδομένων, το κοινό συνδετικό γνώρισμα των ειδικών ποινικών προβλέψεων του άρθρου 22 του Ν. 2472/1997 και εκείνο που προσδίδει βαρύτητα στις σχετικές πράξεις είναι η αναφορά τους στην τήρηση "Αρχείων προσωπικών δεδομένων". Έτσι, κατά την παράγρ. 1 του άρθρου 22 γίνεται αξιόποινη η χωρίς γνωστοποίηση στην Αρχή σύσταση και λειτουργία Αρχείου προσωπικών δεδομένων, κατά την παρ. 2 η διατήρηση "Αρχείου" χωρίς άδεια ή κατά παράβαση των όρων και προϋποθέσεων της άδειας της αρχής, κατά την παρ. 3 η χωρίς γνωστοποίηση στην Αρχή και άδεια από αυτήν διασύνδεση αρχείων. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι, για την αντικειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος, απαιτείται α) ύπαρξη δεδομένων που περιλαμβάνονται σε "Αρχείο", ως τέτοιο δε θεωρείται κατ' άρθρο 2 περ. ε, το σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελούν αντικείμενο "επεξεργασίας" και τηρούνται ή από το Δημόσιο ή από ενώσεις προσώπων ή φυσικά πρόσωπα, β) υποκείμενο των δεδομένων είναι το φυσικό πρόσωπο, στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ενώ ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θεωρούνται κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων και ευαίσθητα δεδομένα είναι αυτά που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε ένωση, σωματείο και συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την ερωτική ζωή. Από το συνδυασμό, λοιπόν, των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι δεν θεωρούνται δεδομένα οι πληροφορίες των οποίων κάνει κάποιος χρήση και οι οποίες περιήλθαν εις γνώση του, χωρίς να ερευνήσει αυτός κάποιο αρχείο ή χωρίς να τους τις έχει μεταδώσει τρίτος που επενέβη σε αρχείο, γιατί εκλείπει η προϋπόθεση του αρχείου ως στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης. Τούτο συνάγεται ευθέως και από τη διατύπωση του άρθρου 22 παρ. 4, 5 και 6 του ως άνω νόμου, με το οποίο απειλούνται ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παράνομης επεμβάσεως σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή αυθαίρετης χρησιμοποιήσεως του προϊόντος τέτοιας επεμβάσεως, όχι, όμως, και στην περίπτωση που δεν έχει γίνει τέτοια επέμβαση και ο φερόμενος ως δράστης γνωρίζει τα διαδιδόμενα από μόνος του, αφού στην περίπτωση αυτή δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικώς το εν λόγω έγκλημα.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες παραβάσεως των διατάξεων των άρθρων 2§2 εδ. α και 22§4 του ανωτέρω ν. 2472/1997 σε βάρος των Κ. Π. και Γ. Β., πράξη που τέλεσαν με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, και τους καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, ανασταλείσα, τον καθένα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "...αποδείχθηκαν τα εξής: Η εταιρία με την επωνυμία "ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑ ΦΑΛΗΡΕΑ ΑΕ", της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος τυγχάνει η 1η κατηγορουμένη Ε. Λ. ασχολείται...Το έτος 2002 η εν λόγω εταιρία, δυνάμει συμβάσεων που κατήρτισε με το Πανεπιστήμιο Πειραιώς, ανέλαβε τις υπηρεσίες στέγασης 120 απόρων φοιτητών και διέθεσε προς τούτο 94 κλίνες στο ξενοδοχείο "Φαληρέας" και 26 κλίνες στο ξενοδοχείο "Τζέρρυ`ς", έναντι μηνιαίου μισθώματος 400.000 δρχ. μηνιαίως, το οποίο κατέβαλλε το Πανεπιστήμιο. Το δεύτερο δεκαήμερο του μηνός Οκτωβρίου του έτους 2002 οι φοιτητές που διέμεναν στα μισθωμένα δωμάτια των ως άνω ξενοδοχείων κυκλοφόρησα φέι βολάν, όπου έξαναν λόγο για άθλιους όρους διαβίωσής τους σ` αυτά. Κατόπιν τούτου η εταιρία "ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑ ΦΑΛΗΡΕΑ ΑΕ" κατέθεσε στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Πειραιώς την από 6.11.2002 μήνυσή της, την οποία απηύθυνε κατά "αγνώστων δραστών, αυτουργών, συναυτουργών και ηθικών αυτουργών, αμέσων ή και απλών συνεργών". Στη συνέχεια δε μα τα από 9.12.2002 και 20.1.2003 συμπληρωματικά υπομνήματά της η εταιρία αναφερόταν και στους καθηγητές Κ. Π. και Γ. Β., ήδη μηνυτές, αφήνοντας σαφείς υπόνοιες ότι αυτοί, υποκινώντας τους φοιτητές σε δυσφημιστικές για την εταιρία εκδηλώσεις, ήταν οι ηθικοί αυτουργοί της εναντίον της συκοφαντικής δυσφήμησης από τους συγκεκριμένους πια φοιτητές. Με βάση τα υπομνήματα αυτά ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά τριών φοιτητών και κατά των μηνυτών καθηγητών Κ. Π. και Γ. Β.υ, ως ηθικών αυτουργών της συκοφαντικής δυσφήμησης....η ασκηθείσα...ποινική δίωξη...έπαυσε οριστικά με βούλευμα του Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, μετά την ανάκληση της υποβληθείσης εγκλήσεως. ...Κατόπιν αυτού η σχετική δικογραφία ετέθη στο Αρχείο της Εισαγγελίας...Ακόμη αποδείχθηκε ότι η εταιρία "ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑ ΦΑΛΗΡΕΑ ΑΕ" στις 31.7.2003, κατόπιν συνεννοήσεως με το 2ο κατηγορούμενο, τότε Πρύτανη του Πανεπιστημίου, παρέδωσε δια του νομικού της συμβούλου Γ. Λ. (συζύγου της νομίμου εκπροσώπου της) σ` αυτόν (πρύτανη) έναν κλειστό φάκελο με διαβιβαστικό έγγραφο, υπογεγραμμένο από την1η κατηγορουμένη Ε. Λ., προκειμένου να πρωτοκολληθεί κατά τα συμφωνηθέντα στο πρωτόκολλο του Πανεπιστημίου. Ειδικότερα τα διαβιβασθέντα έγγραφα ήταν: 1) μια επιστολή απευθυνομένη προς τον Πρύτανη, με την οποία η ως άνω εταιρία ενημέρωνε αυτόν για την εξέλιξη της υπόθεσης, την ανάκληση της έγκλησης για συκοφαντική δυσφήμηση και την παύση των ποινικών διώξεων που ασκήθηκαν κατά των φοιτητών αι των καθηγητών - μηνυτών και 2) τα σχετικά έγγραφα (αντίγραφα της σχετικής μηνύσεως και των συμπληρωματικών της υπομνημάτων), στα οποία αναφερόταν η ανάκληση και τα οποία αποτελούσαν το περιεχόμενο της τεθείσας, μετά τη γενομένη ανάκληση, στο Αρχείο της Εισαγγελίας δικογραφίας. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι καθ` υπόδειξη του Πρύτανη πρωτοκολλήθηκε από τους αρμόδιους υπαλλήλους την 1.8.2003 με αριθμό … το διαβιβασθέν από 31.7.2003 έγγραφο, στο Γενικό και όχι στο Εμπιστευτικό Πρωτόκολλο του ίδιου του Πρύτανη, μολονότι τα σχετικά έγγραφα αποτελούσαν προσωπικά δεδομένα των μηνυτών....Στην προκειμένη περίπτωση από όλα όσα παραπάνω εκτέθηκαν προκύπτει η τέλεση της αποδιδόμενης στην1η κατηγορουμένη 2ης πράξης καθώς και της αποδιδόμενης στο δεύτερο κατηγορούμενο πράξης. Πιο συγκεκριμένα η 1η κατηγορουμένη, ως νόμιμη εκπρόσωπος της εταιρίας "ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑ ΦΑΛΗΡΕΑ ΑΕ", αφού ήλθε σε συνεννόηση με το 2ο κατηγορούμενο, τότε Πρύτανη του Πανεπιστημίου Πειραιώς, παρέδωσε σ` αυτόν αντίγραφα της από 6.11.2002 μηνύσεώς της κατ` αγνώστων δραστών και των από 9.12.2002 και 20.1.2003 συμπληρωματικών αυτής υπομνημάτων, στα οποία η εταιρία αναφερόταν και στους καθηγητές του Πανεπιστημίου Κ. Π. και Γ. Β. αφήνοντας σαφείς υπόνοιες ότι αυτοί ήταν οι ηθικοί αυτουργοί της σε βάρος της συκοφαντικής δυσφήμησης, και τα οποία αποτελούσαν περιεχόμενο της, τεθείσας, μετά την προαναφερόμενη ανάκληση, της μηνύσεως στο Αρχείο της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Πειραιώς. Ακολούθως ο 2ος κατηγορούμενος τα παραδοθέντα σ` αυτόν έγγραφα, που αποτελούσαν προσωπικά δεδομένα των ως άνω καθηγητών, τα παρέδωσε στους αρμοδίους υπαλλήλους της Γραμματείας, οι οποίοι έλαβαν γνώση αυτών και καθ` υπόδειξή του τα καταχώρησαν στο Γενικό Πρωτόκολλο, που λειτουργεί ως Αρχείο του Πανεπιστημίου, επιτρέποντας έτσι στους τρίτους την ελεύθερη πρόσβαση σ` αυτά, δεδομένου ότι επρόκειτο για το χώρο εργασίας τους, όπου ήταν γνωστή η συναλλαγή μεταξύ του Πανεπιστημίου και της ξενοδοχειακής εταιρίας με το όνομα της οποίας θα ανευρίσκονταν τα ως άνω έγγραφα. Οι προαναφερόμενες πράξεις αμφοτέρων των κατηγορουμένων αποτελούν παράνομα κατά τα άρθρα 4 και 5 του Ν. 2472/1997 επεξεργασία προσωπικών δεδομένων των ως άνω καθηγητών, αφού έγινε χωρίς τη συγκατάθεσή τους και χωρίς να συντρέχει καμία από τις εξαιρέσεις του άρθρου 5 παρ. 2 του Ν. 2472/1997 για την κοινοποίησή τους από τον υπεύθυνο επεξεργασίας (εταιρία ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑ ΦΑΛΗΡΕΑ ΑΕ) στον Πρύτανη του Πανεπιστημίου και την εν συνεχεία από αυτόν (Πρύτανη) καταχώρησή τους στο Αρχείο του Πανεπιστημίου. Ειδικότερα για πρώτη φορά έμαθαν τα υποκείμενα της επεξεργασίας για την γνωστοποίηση και πρωτοκόλληση των εγγράφων αυτών τον 5ο του 2004, όταν κοινοποιήθηκαν αυτά ανωνύμως, τόσο στους ίδιους όσο και σε άλλους παράγοντες του Πανεπιστημίου, ενώ δεν δικαιολογείται οποιοδήποτε έννομο συμφέρον αυτών για την ως άνω παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων των καθηγητών. Ο προβαλλόμενος δε από την 1η κατηγορουμένη ισχυρισμός ότι παρέδωσε τα επίδικα έγγραφα στον Πρύτανη του Πανεπιστημίου, προκειμένου να τον ενημερώσει για την γενομένη ανάκληση της μηνύσεως της εταιρίας της, ώστε να της καταβληθεί το οφειλόμενο ποσό μισθωμάτων, δεν είναι αξιολογήσιμος, καθόσον, εφόσον υφίστατο αθέτηση συμβατικής υποχρεώσεως εκ μέρους του Πανεπιστημίου μπορούσε άνευ ετέρου να ασκήσει κατ` αυτού τα νόμιμα δικαιώματά της, πράγμα που άλλωστε και έπραξε, καταθέτοντας εναντίον του σχετική αγωγή. Ούτε βέβαια από την πλευρά του Πρύτανη δικαιολογείται με βάση τα προεκτεθέντα κάποιο έννομο συμφέρον του Πανεπιστημίου, το οποίο εκπροσωπούσε, αφού η τυχόν οφειλή του προς την εκμισθώτρια ξενοδοχειακή εταιρία δεν μπορεί να συνδεθεί με την υποβληθείσα στην Εισαγγελία δήλωση ανακλήσεως της από 6.11.2002 μηνύσεως, που αφορά άσχετα θέματα. Αντίθετα, από όλα όσα παραπάνω εκτέθηκαν προκύπτει ότι ο μόνος λόγος των ως άνω παράνομων ενεργειών των κατηγορουμένων ήταν η προσβολή της υπολήψεως των μηνυτών - καθηγητών....".
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της λήψεως γνώσεως και ανακοινώσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε μη δικαιούμενα πρόσωπα, για τα οποία καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που αναφέρθηκαν παραπάνω, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, παρατίθεται στην απόφαση ότι η αναιρεσείουσα Ε. Λ. παρέδωσε στον αναιρεσείοντα Β. Μ., καθ` υπόδειξη αυτού, αντίγραφα της ειρημένης μηνύσεως και των υπομνημάτων, τα οποία περιείχαν προσωπικά δεδομένα των καθηγητών Κ. Π. και Γ. Β., που αφορούσαν την αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε συκοφαντική δυσφήμηση, ο τελευταίος δε τα παρέδωσε για πρωτοκόλληση όχι στο Εμπιστευτικό Πρωτόκολλο του ιδίου, αλλά στο Γενικό Πρωτόκολλο, το οποίο αποτελούσε Αρχείο του Πανεπιστημίου, όπου υπήρχε ελεύθερη πρόσβαση από τρίτους, οι οποίοι, έτσι, θα μπορούσαν να λάβουν γνώση του περιεχομένου της μηνύσεως και των υπομνημάτων, παρά το ότι είχε γίνει ανάκληση της μηνύσεως και είχε τεθεί αυτή στο Αρχείο της Εισαγγελίας. Εκτίθεται, ακόμη, ότι η ενέργεια αυτή των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων συνιστά επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (αφού οι πληροφορίες που περιέχονταν στα ως άνω έγγραφα είχαν ή επρόκειτο να περιληφθούν σε αρχείο, το οποίο συνιστά το Αρχείο της Εισαγγελίας και το Γενικό Πρωτόκολλο του Πανεπιστημίου), για την οποία δεν δικαιολογείτο έννομο συμφέρον αυτών, αλλά σκοπός τους ήταν η προσβολή της υπολήψεως των παραπάνω καθηγητών, έγινε δε χωρίς τη συγκατάθεση των παθόντων καθηγητών και χωρίς να συντρέχει κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 5§2 του ν. 2472/1997. Προς επίρρωση δε των ανωτέρω, αναφέρεται και ο τρόπος, κατά τον οποίο περιήλθε σε γνώση των παθόντων το γεγονός της επεξεργασίας, ήτοι ότι τα ως άνω έγγραφα κοινοποιήθηκαν ανωνύμως τόσο στους ιδίους όσο και σε άλλους παράγοντες του Πανεπιστημίου. Επομένως, οι, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠοινΔ, μοναδικοί πρώτος και δεύτερος λόγοι της αιτήσεως του αναιρεσείοντος Β. Μ. και ο μοναδικός πρόσθετος λόγος της αιτήσεως της αναιρεσείουσας Ε. Λ., με τους οποίους οι αναιρεσείοντες, επικαλούμενοι και την υπ` αριθ. 147/2001 απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, υποστηρίζουν τα αντίθετα, συνοψιζόμενα στο ότι οι ως άνω πληροφορίες δεν θεωρούνται δεδομένα, γιατί περιήλθαν σε γνώση τους χωρίς να ερευνήσουν κάποιο αρχείο, το οποίο, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί το ανακριτικό ή προανακριτικό υλικό που περιέχεται στο φάκελο δικογραφίας εκκρεμούς δίκης, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος Β. Μ. ότι απορρίφθηκε, χωρίς αιτιολογία, ο αυτοτελής ισχυρισμός του ότι η Υπηρεσία Πρωτοκόλλου, ενεργώντας σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 2960/1999, καταχώρησε το έγγραφο στο πρωτόκολλο, χορήγησε τη βεβαίωση για την καταχώρηση του εγγράφου και παρέδωσε αυτά μέσω της Διεύθυνσης Διοικητικού στο αρμόδιο Διοικούν Όργανο προς το οποίο απευθυνόταν το έγγραφο, δηλαδή τον Πρύτανη, είναι αβάσιμη, γιατί ο ισχυρισμός αυτός είναι αρνητικός της κατηγορίας και όχι αυτοτελής και το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει. Παρά ταύτα, από το σύνολο των παραδοχών του και δη από την παραδοχή του σκοπού, για τον οποίο τελέστηκε η πράξη, ο οποίος συνάγεται και από το ότι τα ως άνω έγγραφα δεν καταχωρήθηκαν στο Εμπιστευτικό Πρωτόκολλο του ίδιου του Πρύτανη, προκύπτει ότι το Δικαστήριο αξιολόγησε και τον ισχυρισμό αυτόν και τον απέρριψε.
Η διάταξη του άρθρου 30§1 του ΠΚ ορίζει ότι η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν αυτός κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης αγνοεί τα περιστατικά που την συνιστούν. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι η πραγματική πλάνη, που είναι άγνοια (πλάνη σε ευρεία έννοια), με την οποία ταυτίζεται και η εσφαλμένη αντίληψη (πλάνη σε στενή έννοια) του πράττοντος για κάποιο ουσιαστικό όρο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, αποκλείει τον καταλογισμό. Επί πραγματικής πλάνης ο δράστης αγνοεί ή εσφαλμένα αντιλαμβάνεται τι πράττει, αναφέρεται δε αυτή σε περιστατικά της εγκληματικής πράξεως και δη όχι μόνο σε γεγονότα ή πραγματικές καταστάσεις, αλλά και σε νομικές ιδιότητες ή σχέσεις ή άλλα αξιολογικά στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και είναι αδιάφορο ποια υπήρξε η πηγή της πλάνης. Περαιτέρω, η παρ. 2 του άρθρου 31 ΠΚ με τον τίτλο "νομική πλάνη" ορίζει ότι "η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη αν αυτός πίστεψε λόγω πλάνης ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη και η πλάνη του αυτή είναι συγγνωστή". Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι πλάνη υπάρχει όταν ο δράστης γνωρίζει μεν τι πράττει, αλλά είτε αγνοεί ότι η πράξη του είναι κατ' αρχήν άδικη, είτε πιστεύει πεπλανημένως ότι δικαιούται να προβεί σε αυτήν και η πλάνη συνίσταται σε εσφαλμένη αντίληψη κανόνα δικαίου και υπό τα ειδικώς αναφερόμενα περιστατικά συντρέχει περίπτωση που αποκλείει το αξιόποινο. Επιβάλλεται, όμως, να είναι συγγνωστή η πλάνη για μη καταλογισμό του αξιόποινου, με την έννοια ότι οποιαδήποτε επιμέλεια και αν κατέβαλλε ο αυτουργός δεν μπορούσε να διαγνώσει το άδικο της πράξεως. Το αρμόδιο δικαστήριο συνεκτιμά τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως που αναφέρονται στην ατομικότητα του δράστη. Εξάλλου, η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Τέτοιος ισχυρισμός είναι και αυτός περί πραγματικής ή συγγνωστής νομικής πλάνης, αφού η παραδοχή του οδηγεί στον μη καταλογισμό της πράξεως στο δράστη και, κατά συνέπειαν, στην απαλλαγή του.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη Ε. Λ. πρότεινε, δια της συνηγόρου της, εγγράφως, ανέπτυξε δε και προφορικά τον ισχυρισμό ότι η πράξη που της αποδίδεται δεν πρέπει να της καταλογισθεί, γιατί η οποιαδήποτε ενέργειά της ήταν αποτέλεσμα πραγματικής, άλλως συγγνωστής νομικής πλάνης, η οποία συνίστατο στο ότι: "Δεν έστειλε την επιστολή με τα συνημμένα έγγραφα στο πρωτόκολλο του Πανεπιστημίου, αλλά προσωπικώς και εμπιστευτικώς στον Πρύτανη του Πανεπιστημίου, σε κλειστό φάκελο, για προσωπική και μόνο ενημέρωσή του, μετά από αίτημά του. Στα πλαίσια της δικαστικής διένεξης αυτής και εφόσον τα στοιχεία αυτά είχαν ήδη δημοσιοποιηθεί - κατατεθεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, είχε την πεποίθηση ότι μπορούσε να ενημερώσει τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου, ως προς την τύχη μήνυσης, που είχε ασκήσει κατ' αγνώστων και η οποία οδήγησε στην άσκηση ποινική δίωξης κατά. τριών φοιτητών, όχι για να ανακοινώσει σε τρίτους προσωπικά δεδομένα, αλλά προκειμένου να προστατεύσει τα συμφέροντα της εταιρίας της. Από εκεί και ύστερα, ούτε γνώριζε, ούτε είχε φυσικά πρόθεση να ανακοινώσει τα εν λόγω έγγραφα σε όλο το Πανεπιστήμιο. Ενόψει δε του γεγονότος ότι, όπως παραδέχονται αμφότεροι οι μάρτυρες κατηγορίας, αυτή δεν είχε την παραμικρή ουσιαστική ανάμειξη στη διακίνηση των εν λόγω εγγράφων, ενώ δεν είναι και νομικός, η οποιαδήποτε ενέργειά της είναι αποτέλεσμα πλάνης, πραγματικής (αφού αγνοούσε τα περιστατικά της πράξεως, που της αποδίδεται), διαφορετικά νομικής, που είναι και συγγνωστή (αφού, ό,τι έγινε, έγινε, ουσιαστικώς, από τον σύζυγό της, δικηγόρο Γ. Λ. και κατά συμβουλή του), ώστε, για αμφότερους τους δυο αυτούς λόγους, η πράξη δεν πρέπει να της καταλογισθεί". Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός, όπως προβλήθηκε, ήταν αόριστος, καθόσον η αναιρεσείουσα δεν ισχυρίστηκε ότι δεν γνώριζε ή ότι δεν αντιλήφθηκε ότι, πράττοντας, όπως, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, έπραξε, παραβίασε τις διατάξεις του ως άνω ν. 2472/1997 ούτε ότι η πλάνη της συνίστατο σε εσφαλμένη αντίληψη κανόνα δικαίου και ότι, οποιαδήποτε επιμέλεια και αν κατέβαλλε, δεν μπορούσε να διαγνώσει το άδικο της πράξεως, δεν ασκεί δε επιρροή, από μόνο του, το γεγονός ότι η πράξη έγινε κατόπιν συμβουλής του δικηγόρου συζύγου της. Επομένως, το Δικαστήριο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και, πολύ περισσότερο, να αιτιολογήσει την απορριπτική επ` αυτού κρίση του και ο, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ, τέταρτος λόγος της αιτήσεως της αναιρεσείουσας Ε. Λ., κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ανωτέρω ισχυρισμού, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Από τις διατάξεις των άρθρων 333 παρ. 2 και 358 ΚΠοινΔ δεν προκύπτει υποχρέωση του διευθύνοντος τη συζήτηση να δίδει το λόγο στους διαδίκους, χωρίς αίτησή τους, για να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα που εξετάσθηκαν. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος της αιτήσεως της αναιρεσείουσας Ε. Λ., με τον οποίο προβάλλεται ακυρότητα της διαδικασίας, γιατί δεν δόθηκε ο λόγος στην αναιρεσείουσα ή στη συνήγορό της, μετά την εξέταση των μαρτύρων και την ανάγνωση των στα πρακτικά της αποφάσεως αναφερομένων εγγράφων, για να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τα αποδεικτικά αυτά μέσα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον από τα πρακτικά της αποφάσεως δεν προκύπτει ότι ζητήθηκε η άσκηση του εκ του άρθρου 358 ΚΠοινΔ δικαιώματος.
Κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδάφ. δ' του ΚΠοινΔ ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, επιφέρει η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η άσκηση των προσηκόντων στον κατηγορούμενο δικαιωμάτων αναφέρεται σε εκείνες μόνο τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες υφίσταται από το νόμο υποχρέωση του δικαστή να δημιουργήσει οίκοθεν τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων, χωρίς δηλαδή να απαιτείται και προηγούμενη σχετική αίτηση του κατηγορουμένου. Έτσι, από τις διατάξεις των άρθρων 333 και 366 παρ.1 εδ. γ' του ΚΠοινΔ, κατά την τελευταία από τις οποίες "οι υπόλοιποι διάδικοι καθώς και οι συνήγοροί τους επιτρέπεται, να υποβάλλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο μόνο με τη μεσολάβηση εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση", δεν υφίσταται τέτοια ειδική υποχρέωση του δικαστή όπως επί πλειόνων κατηγορουμένων, μετά την απολογία ενός εξ αυτών, να δώσει, χωρίς αίτηση των λοιπών κατηγορουμένων ή του συνηγόρου τους, το λόγο σε αυτούς για να υποβάλλουν ερωτήσεις στον απολογηθέντα. Η ρύθμιση αυτή δεν προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 6§3 στοιχ. δ της ΕΣΔΑ και 14§ στοιχ. ε του προσθέτου αυτής πρωτοκόλλου (Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, Προαιρετικού Πρωτοκόλλου στο Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και Δευτέρου Προαιρετικού Πρωτοκόλλου στο Διεθνές σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997), εφόσον ο κατηγορούμενος δεν αποστερείται του δικαιώματος να υποβάλει ερωτήσεις στο συγκατηγορούμενό του και, συνεπώς, δεν παραβιάζονται τα υπερασπιστικά του δικαιώματα. Επομένως, δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα από την μη παροχή από την διευθύνουσα τη συζήτηση, αυτεπαγγέλτως, χωρίς αίτηση της αυτής ως άνω αναιρεσείουσας ή της συνηγόρου της, του λόγου σε αυτήν μετά την απολογία του συγκατηγορουμένου της Β. Μ., προκειμένου να υποβάλλει ερωτήσεις σ' αυτόν και ο, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2 358, 364 και 369 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η συνεκτίμηση από το δικαστήριο, ως αποδεικτικού μέσου, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να προβεί σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Το περιεχόμενο, εξάλλου, του εγγράφου δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκ των οποίων προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητα του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώσθηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενό του (κατά το άρθρο 358 ΚΠοινΔ). Διαφορετικά, αν, δηλαδή, η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται επαρκώς, υπάρχει η ίδια ακυρότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της, μεταξύ των εγγράφων που μνημονεύονται ως αναγνωσθέντα στο ακροατήριο, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής των αναιρεσειόντων, περιλαμβάνεται και το αριθμούμενο με στοιχ. 5 έγγραφο και προσδιοριζόμενο ως "το με αρ. πρωτ. 4380/1-8-2003 έγγραφο της εταιρίας ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑ ΦΑΛΗΡΕΑ Α.Ε. και τα συνημμένα σ` αυτό έγγραφα". Με την πιο πάνω αναφορά του εγγράφου αυτού, ενόψει και τη αριθμήσεώς του, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά του και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού του εγγράφου αυτού καθώς και των εγγράφων, τα οποία επισυνάπτονται σε αυτό, αφού με την ανάγνωση των κειμένων τους κατέστησαν όλα γνωστά και κατά το περιεχόμενό τους στην αναιρεσείουσα Ε. Λ., οπότε αυτή, η οποία, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, δεν πρόβαλε καμιά αντίρρηση για την ανάγνωση των εγγράφων αυτών, είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο αυτών, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης. Ως εκ τούτου, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο ορθώς έλαβε υπόψη του και τα πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠοινΔ, τρίτος λόγος της αιτήσεως της ιδίας, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, συνισταμένη στο ότι δεν προσδιορίζεται η ταυτότητα των συνημμένων στο ως άνω έγγραφο εγγράφων, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Από τη διάταξη του άρθρου 170§2 του ΚΠοινΔ, κατά την οποία ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επέρχεται επίσης και στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ή ο εισαγγελέας ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο τούς το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171§ 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, που ορίζει ότι ακυρότητα λαμβανομένη υπόψη και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο προκαλείται, εκτός των άλλων, και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος, συνάγεται ότι την έλλειψη ακροάσεως του εισαγγελέα δεν δικαιούται να προτείνει ο κατηγορούμενος ως λόγο αναιρέσεως. Περαιτέρω, όταν ένας ισχυρισμός έχει προβληθεί όχι κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας, αλλά μετά την λήξη αυτής και μάλιστα μετά την αγόρευση του εισαγγελέα επί της ενοχής του κατηγορουμένου, δεν είναι αναγκαίο να δοθεί ο λόγος πάλι στον εισαγγελέα εάν αυτός δεν τον ζητήσει. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη Ε. Λ. πρόβαλε, δια της συνηγόρου της, τον προαναφερθέντα αυτοτελή ισχυρισμό περί πραγματικής, άλλως συγγνωστής νομικής πλάνης μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και την περί της ενοχής των αναιρεσειόντων αγόρευση του Εισαγγελέα και συγκεκριμένα κατά το στάδιο της αγορεύσεως των συνηγόρων της υπερασπίσεως αυτών, οπότε δεν ήταν αναγκαίο να δοθεί ο λόγος επί του ζητήματος της βασιμότητας των ισχυρισμών αυτών στον Εισαγγελέα, αφού αυτός δεν υπέβαλε τέτοιο αίτημα. Επομένως, ο, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Α ΚΠοινΔ, τέταρτος (τελευταίος), κατά το πρώτο σκέλος του, λόγος της αιτήσεως της αυτής αναιρεσείουσας, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, συνισταμένη στο ότι απορρίφθηκαν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί της περί πραγματικής και συγγνωστής νομικής πλάνης, χωρίς, προηγουμένως, να δοθεί ο λόγος στον εισαγγελέα, ο οποίος δεν πρότεινε επ` αυτών, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους οι κρινόμενες αιτήσεις μετά των προσθέτων λόγων της δεύτερης και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις από 1.9.2010 (με αριθ. πρωτ. 7027/2010) και 3.9.2010 (με αριθ. πρωτ. 7200/2010) αιτήσεις των Β. Μ. του Κ. και Ε. Λ. του Ε. αντιστοίχως μετά του από 15/19.11.2010 δικογράφου προσθέτων λόγων της δεύτερης, για αναίρεση της υπ` αριθ. ΑΤ 8032/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Δεκεμβρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Δεκεμβρίου 2010.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ