Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1517 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ποινής μετατροπή.




Περίληψη:
Απάτη με ιδιαίτερα μεγάλη ζημία. Απόρριψη αίτησης αναίρεσης κατά καταδικαστικής απόφασης για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου. Πότε λαμβάνεται υπόψη το ποινικό μητρώο. Πότε αναστέλλεται και μετατρέπεται η ποινή φυλάκισης των 2 έως 3 ετών.




Αριθμός 1517/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Φεβρουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κων/νο Δημόπουλο, περί αναιρέσεως της 1109/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λαρίσης.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1 κάτοικο ... που δεν παρέστη.

Το Τριμελές Εφετείο Λαρίσης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17.3.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 649/2008.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1 εδ. γ του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους, με κλήση που επιδίδεται σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166 του ιδίου Κώδικα, στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 515 παρ. 2 του ίδιου ως άνω Κώδικα, αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμα και αν κάποιος από αυτούς δεν εμφανίστηκε. Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία ... αποδεικτικό επίδοσης του αστυνομικού του Α.Τ. ...., κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα για να εμφανισθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο πολιτικώς ενάγων Ψ1 κατά την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας συνεδρίασή του. Ο ως άνω όμως δεν εμφανίστηκε προσηκόντως (δια ή μετά πληρεξουσίου δικηγόρου) κατ' αυτή και την εκφώνηση και τη συζήτηση της κρινομένης υπόθεσης. Κατά συνέπεια, αφού εμφανίστηκε και παρέστη νόμιμα ο αναιρεσείων, το Δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι.
Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, το έγκλημα της απάτης θεμελιώνεται αντικειμενικώς με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, συνεπεία των οποίων παραπλανάται άλλος και προβαίνει με πράξη, παράλειψη ή ανοχή σε περιουσιακή διάθεση, η οποία έχει ως άμεσο και αναγκαίο αποτέλεσμα περιουσιακή βλάβη στον παραπλανηθέντα ή άλλον, προς τον σκοπό να αποκομίσει ο δράστης ή άλλος αντίστοιχο παράνομο όφελος, είναι δε αδιάφορο αν πραγματοποιήθηκε ή όχι ο σκοπός αυτός. Δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται το πρόσωπο εκείνου που εξαπατήθηκε με εκείνον που ζημιώθηκε. Περαιτέρω, το ποσό της ζημίας του παθόντος συναρτάται κατά το εδάφιο της παρ. 1 του ίδιου ως άνω άρθρου του ΠΚ προς το ύψος της ποινής, αφού ορίζεται ότι ο δράστης τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι "ιδιαίτερα μεγάλη", κατά την ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο απαιτείται επιπλέον να προσδιορίζει και το μέγεθος αυτής (ζημίας).
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 1109/2007 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Λάρισας δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος, ήδη εκκαλών, τέλεσε την αξιόποινη πράξη που του αποδίδεται, δηλαδή της απάτης, με την οποία η ζημία που προκλήθηκε ήταν μεγάλη. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι στο .... τον Φεβρουάριο 2002, ο Χ1 κατηγορούμενος (1ος) ήδη εκκαλών, παρέστησε ψευδώς στον Ψ1 που ήταν νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της εγκαλούσας ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "... ΟΕ", με έδρα το ... και με σκοπό την παραγωγή και εμπορία τυροκομικών προϊόντων, και επιπλέον στο ... στον αδελφό του ανωτέρω Ψ2, μέλος της ως άνω εταιρείας, ότι ο ίδιος δραστηριοποιείται στον τομέα Γενικού Εμπορίου και Αντιπροσωπείας, έχοντας την έδρα του στη Θεσσαλονίκη, στην οδό ..., ότι εκμεταλλευόμενος τις πολύ καλές του γνωριμίες θα αυξήσει τις πωλήσεις των προϊόντων της εγκαλούσας ομόρρυθμης εταιρείας στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες πόλεις της Βόρειας Ελλάδας, ότι έχει πολύ καλή φήμη στην αγορά, είναι φερέγγυος, αξιόχρεος με μεγάλη οικονομική επιφάνεια και ακίνητη περιουσία στη Θεσσαλονίκη, στη Χαλκιδική, στην Κατερίνη και σε άλλες πόλεις και τους έπεισε να του πουλήσουν με πίστωση και να του παραδώσουν τμηματικά τις ακόλουθες ποσότητες φέτας παραγωγής τους και συγκεκριμένα: α) την 19.2.2002, 1616 κιλά φέτας, αξίας 7.170 ευρώ, β) την 3.3.2002, 2.400 κιλά φέτας, αξίας 10.653,12 ευρώ, γ) την 4.4.2002, 2.912 κιλά φέτας, αξίας 12.925,78 ευρώ, δ) την 12.4.2002, 3152 κιλά φέτας, αξίας 13.990 ευρώ και ε) την 27.4.2002, 5760 κιλά φέτας, αξίας 25.567,48 ευρώ, ήτοι συνολικής αξίας 70.306,38 ευρώ. Έναντι του ως άνω τιμήματος κατέβαλε το ποσό των 14.706 ευρώ και έμεινε υπόλοιπο τιμήματος ποσού 55.600,38 ευρώ. Όμως, τα ως άνω πραγματικά περιστατικά ήταν ψευδή, διότι ο κατηγορούμενος δεν ήταν επιχειρηματίας, στερείτο προσωπικού γραφείου, ενώ το "γραφείο", στην οδό ... ήταν κατάστημα καλλυντικών της συζύγου του, δεν είχε καλή φήμη στην αγορά, ούτε φερέγγυος, αφού είχε εκδώσει πολλές ακάλυπτες επιταγές, ήδη έχει εκδοθεί σε βάρος του το υπ' αριθ. 380/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, με το οποίο κατηγορείται για πλαστογραφίες με χρήση κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, καθώς και για απάτες κατ' εξακολούθηση από πρόσωπο που διαπράττει καθ' υποτροπή απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με προκληθείσα ζημία άνω των 15.000 ευρώ (βλ. το σχ. Βούλευμα) έχει κηρυχθεί στο παρελθόν σε πτώχευση (βλ. την 392/12.2.1985 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης) και στερείται περιουσίας, περιστατικό που αν γνώριζαν οι εγκαλούντες δεν θα προέβαιναν στις ως άνω αγορές (πρόδηλα εννοείται πωλήσεις για τους εγκαλούντες και αγορές για τον αναιρεσείοντα). Περί της εξαπατήσεώς τους καταθέτουν με σαφήνεια και τα δύο αδέλφια Ψ1 και Ψ2 ομόρρυθμα μέλη της εγκαλούσας ... Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος". Στην συνέχεια, το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ένοχο της άνω απάτης, από την οποία προκλήθηκε ζημία ιδιαίτερα μεγάλη, και του επέβαλε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 και 386 παρ. 1 εδ. α' και β' του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Ειδικότερα, η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι δεν λήφθηκε υπόψη το περιεχόμενο της υπ' αριθ. 392/1985 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης, που αναγνώσθηκε στο ακροατήριο του δικαστηρίου της ουσίας, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, καθόσον στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης γίνεται μνεία της εν λόγω (392/1985) απόφασης, με την επισήμανση ότι απ' αυτή προέκυπτε ότι ο αναιρεσείων είχε στο παρελθόν κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως, που ήρθη με την εν λόγω απόφαση λόγω της εξαφάνισης της αντίστοιχης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, χωρίς τούτο να επιδρά καθ' οιονδήποτε τρόπο στην ύπαρξη των υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων της αξιόποινης πράξης της απάτης, για την οποία αυτός καταδικάσθηκε. Άλλωστε, ούτε και ο ίδιος ο αναιρεσείων επικαλείται με τον δεύτερο λόγο της κρινόμενης αιτήσεώς του τέτοια, ευνοϊκή γι' αυτόν, έννομη επιρροή.
Συνεπώς, οι προβαλλόμενοι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης από τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 1 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο ως αποδεικτικού στοιχείου εγγράφου το οποίο δεν αναγνώσθηκε κατά τη δημόσια και προφορική συζήτηση στο ακροατήριο, παραβιάζει την άσκηση του δικαιώματος του κατηγορουμένου από το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα να προβαίνει σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό στοιχείο και συνιστά απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. Δ), η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως. Η ακυρότητα αυτή αποτρέπεται, αν το περιεχόμενο των εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο προκύπτει από άλλο αποδεικτικό στοιχείο και τα έγγραφα αναφέρονται απλώς ιστορικώς στο αιτιολογικό της αποφάσεως, χωρίς να έχουν ληφθεί αμέσως υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας για τον σχηματισμό δικανικής πεποιθήσεως σε σχέση με τη συνδρομή των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο. Ειδικότερα ως προς το ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου, η ανάγνωσή του κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο είναι αναγκαία μόνο στην περίπτωση, κατά την οποία το δικαστήριο το λαμβάνει υπόψη, κατά νόμιμη υποχρέωση (άρθρο 577 παρ. 2 ΚΠΔ), στο στάδιο της διαδικασίας που ακολουθεί την περί ενοχής απόφαση και δη κατά την επιβολή της ποινής, και τη χορήγηση ή μη στον καταδικασθέντα αναστολής της ποινής (άρθρο 99 ΠΚ, όπως ήδη ισχύει).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας πρακτικά, αναγνώσθηκαν δημόσια στο ακροατήριο και λήφθηκαν υπόψη για τον σχηματισμό της περί ενοχής του κατηγορουμένου κρίσης του τα υπ' αριθ. 1 έως 21 αναφερόμενα έγγραφα (σελ. 44 σελίδα των πρακτικών), στα οποία δεν περιλαμβάνεται το δελτίο του ποινικού μητρώου του κατηγορουμένου. Τα πρακτικά αυτά, αφού δεν προσβλήθηκαν για πλαστότητα από τον κατηγορούμενο, αποδεικνύουν όλα όσα αναμένονται σ' αυτά σύμφωνα με τα άρθρα 140 και 141 ΚΠΔ (παρ. 3 του τελευταίου των άρθρων αυτών). Ακόμη, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι τα μέλη του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τη διάσκεψη αυτών ανέγνωσαν το δελτίο ποινικού μητρώου του κατηγορουμένου και ότι επηρεάσθηκε από το περιεχόμενο αυτού η κρίση τους για την ενοχή του. Ενόψει τούτων, εφόσον δεν προκύπτει ότι το εκδόσαν την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστήριο, προκειμένου να μορφώσει την περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις και το αντίγραφο του ποινικού του μητρώου, καίτοι δεν αναγνώσθηκε, δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ τρίτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Έτι περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 82 παρ. 1 και 2 του ΠΚ, όπως έχει αντικατασταθεί, ορίζεται ότι: "1. Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που δεν υπερβαίνει το ένα έτος, μετατρέπεται σε χρηματική ή πρόστιμο. 2. Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από ένα έτος και δεν υπερβαίνει τα δύο, μετατρέπεται σε χρηματική, εκτός αν ο δράστης είναι υπότροπος και το δικαστήριο με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του κρίνει ότι απαιτείται η μη μετατροπή της, για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιοποίνων πράξεων..... Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα τρία, μπορεί με απόφαση του δικαστηρίου ειδικά αιτιολογημένη να μετατραπεί σε χρηματική, αν το δικαστήριο κρίνει ότι η μετατροπή αρκεί, για να αποτρέψει τον δράστη από την τέλεση άλλων αξιοποίνων πράξεων". Από τις διατάξεις αυτές, που είναι ουσιαστικού δικαίου, προκύπτει ότι το δικαστήριο έχει υποχρέωση, ανεξαρτήτως αιτήματος του καταδικασθέντος, να μετατρέψει τη στερητική της ελευθερίας ποινή, μόνον αν η χρονική αυτής διάρκεια είναι μικρότερη από ένα έτος. Την ίδια υποχρέωση έχει το δικαστήριο, επίσης ανεξαρτήτως αιτήματος, και αν η χρονική διάρκεια της ποινής είναι μεγαλύτερη από ένα και δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, εκτός αν ο δράστης είναι υπότροπος και το δικαστήριο με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του κρίνει ότι, για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιοποίνων πράξεων, είναι αναγκαία η μη μετατροπή της ποινής. Στις περιπτώσεις αυτές, αν το δικαστήριο παραλείψει να προχωρήσει στη μετατροπή της ποινής, αυτός που καταδικάσθηκε μπορεί, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 13 του ίδιου άρθρου του Κώδικα, να ζητήσει με αίτησή του από το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, τη μετατροπή της ποινής. Αν η ποινή είναι μεγαλύτερη από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα τρία, αυτή είναι αμετάτρεπτη και το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να διαλάβει στην απόφασή του διάταξη για τη μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής, μπορεί όμως το δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση του καταδικασθέντος, με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του, να μετατρέψει την ποινή αυτή σε χρηματική, αν κρίνει ότι η μετατροπή αρκεί για να αποτρέψει τον δράστη, από την τέλεση άλλων αξιοποίνων πράξεων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση υποβολής αιτήσεως του καταδικασθέντος για τη μετατροπή της ποινής, η διάταξη του δικαστηρίου, με την οποία απορρίπτεται η αίτηση αυτή (για τη μετατροπή της ποινής), πρέπει να είναι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, αιτιολογημένη ειδικά και εμπεριστατωμένα. Διαφορετικά, αν δηλαδή η αιτιολογία είναι ελλιπής ή δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, για ελλιπή αιτιολογία. Αν δε, το δικαστήριο, παραλείψει να απαντήσει σε μία τέτοια αίτηση, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠΔ, για έλλειψη ακρόασης. Αν, τέλος, δεν υποβληθεί τέτοια αίτηση, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει σχετικά, ούτε βέβαια να διαλάβει στην απόφασή του σχετική αιτιολογία και η ποινή παραμένει αμετάτρεπτη. Εξάλλου, στη διάταξη του άρθρου 100 παρ. 1 του Π.Κ., όπως έχει αντικατασταθεί, ορίζεται ότι, "Αν κάποιος καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης μεγαλύτερη των δύο και μέχρι τριών ετών και συντρέχει η προϋπόθεση του άρθρου 99 (μη αμετάκλητη καταδίκη σε ποινή στερητική της ελευθερίας μεγαλύτερη των έξι μηνών), το δικαστήριο μπορεί με την απόφασή του να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη ......", υπό περαιτέρω προϋποθέσεις. Και από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, αν η ποινή είναι μεγαλύτερη από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα τρία, αυτή δεν αναστέλλεται και το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να διαλάβει στην απόφασή του διάταξη για την αναστολή της ποινής, μπορεί όμως το δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση του καταδικασθέντος, με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του, να αναστείλει την εκτέλεση της ποινής, εφόσον συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις που αναφέρονται στο νόμο (άρθρο 100 παρ. 1 εδ. β' και γ') και πρέπει, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου του Κώδικα, να μνημονεύονται στην απόφαση. Στην τελευταία αυτή περίπτωση υποβολής αιτήσεως του καταδικασθέντος για την αναστολή της ποινής, η διάταξη του δικαστηρίου, με την οποία απορρίπτεται η αίτηση αυτή (για αναστολή της ποινής), πρέπει να είναι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, αιτιολογημένη ειδικά και εμπεριστατωμένα. Διαφορετικά, αν δηλαδή η αιτιολογία είναι ελλιπής ή δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., για ελλιπή αιτιολογία και αν το δικαστήριο παραλείψει να απαντήσει σε μία τέτοια αίτηση, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του Κ.Π.Δ., για έλλειψη ακρόασης. Αν τέλος, δεν υποβληθεί τέτοια αίτηση, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει σχετικά, ούτε βέβαια να διαλάβει στην απόφασή του σχετική αιτιολογία και η ποινή δεν αναστέλλεται.
Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 1109/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος σε δεύτερο βαθμό, για την πράξη της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας, σε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών. Στην απόφαση δεν διαλαμβάνεται διάταξη για τη μετατροπή ή αναστολή της ποινής. Από τα πρακτικά δε της απόφασης αυτής προκύπτει, ότι ο συνήγορος του κατηγορουμένου, που τον εκπροσώπησε στη δίκη, δεν προέβαλε αίτημα, για τη μετατροπή της ποινής αυτής σε χρηματική, ούτε για την αναστολή της. Επομένως, το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει σχετικά, ούτε βέβαια να διαλάβει στην απόφασή του αιτιολογία επί αιτήματος που δεν είχε υποβληθεί και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τον τέταρτο, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του Κ.Π.Δ., λόγο αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η υπέρβαση εξουσίας εκ της μη απαντήσεως στο αίτημα του αναιρεσείοντος για τη μετατροπή της ποινής σε χρηματική ή την αναστολή της καθώς και ανυπαρξία σχετικά αιτιολογίας, στηριζόμενα σε εσφαλμένη προϋπόθεση, είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
Μετά από αυτά, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17 Μαρτίου 2008 αίτηση του Χ1 κατοίκου ... για αναίρεση της υπ' αριθ. 1109/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λαρίσης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Ιουνίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή