Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1038 / 2010    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Αναίρεση μερική, Ψευδής ιατρική πιστοποίηση.




Περίληψη:
Απάτη. Ως γεγονότα κατά το άρθρο 386 ΠΚ νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή οι συμβατικές υποχρεώσεις. Εάν όμως οι υποσχέσεις συνοδεύονται από άλλες παραστάσεις ψευδών γεγονότων κατά τρόπο που να δημιουργείται η εντύπωση μελλοντικής εκπλήρωσής τους με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή παράσταση, τότε οι υποσχέσεις αυτές αποτελούν απατηλή συμπεριφορά. Η περιουσιακή βλάβη επί απάτης θα πρέπει, ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος να είναι άμεσο αναγκαίο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της περιουσιακής διαθέσεως. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Περιστατικά. Αναιρεί και ΠΟΠΔ ως προς την πράξη της κατ' εξακολούθηση έκδοσης ψευδών πιστοποιητικών. Απορρίπτει κατά τα λοιπά.




Αριθμός 1038/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Δημάδη και Γεώργιο Αδαμόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 19 Μαρτίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.16/2009 βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου.
Με συγκατηγορούμενους τους:1) Ψ1, 2) Ψ2, 3) Ψ3 και 4) Ψ4.
Το Δικαστικό Συμβούλιο του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Σεπτεμβρίου 2009 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1391/09.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσαγγά, με αριθμό 42/29-11-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω κατ'άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ. την υπ'αριθμ. 86/9-9-2009 αίτηση αναιρέσεως του Χ, ιατρού, κατοίκου ..., κατά του υπ'αριθμ. 16/10-7-2009 βουλεύματος του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου και εκθέτω τα ακόλουθα: Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίφθηκε κατ'ουσία η υπ'αριθ. 1/21-4-2009 έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά του υπ'αριθμ. 11/1-4-2009 βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου του Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης, με το οποίο παραπέμπεται στο ακροατήριο του Πενταμελούς Στρατοδικείου Θεσσαλονίκη προκειμένου να δικασθεί για τις αξιόποινες πράξεις: α) της πλαστογραφίας και χρήσεως πλαστών εγγράφων κατ'εξακολούθηση πράξη η οποία τελέσθηκε κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια με σκοπό τον προσπορισμό παρανόμου περιουσιακού οφέλους από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ΕΥΡΩ, β) της κατ'εξακολούθηση εκδόσεως ψευδών ιατρικών πιστοποιήσεων, και, γ) της κατ'εξακολούθηση απάτης τετελεσμένης και σε απόπειρα η οποία τελέσθηκε κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια με σκοπό τον προσπορισμό παρανόμου περιουσιακού οφέλους από την οποία πράξη το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ΕΥΡΩ (άρθρα 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 2, 42 παρ. 1, 94 παρ. 1, 98, 216 παρ. 1-3, 221 παρ. 1α και 386 παρ. 1-3 του Π.Κ.). Η ως άνω αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση σύμφωνα με τα άρθρα 473 παρ. 1, 474 και 482 παρ. 1 και 3 Κ.Π.Δ., με δήλωση στη Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης ..., για την οποία έχει συνταχθεί η προαναφερόμενη έκθεση, το δε προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο την 1η Σεπτεμβρίου 2009. Είναι συνεπώς η εν λόγω αναίρεση τυπικά δεκτή. Με την κρινομένη αίτηση ο αναιρεσείων προβάλλει ως λόγους αναιρέσεως την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας καθώς και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρθρο 484 παρ. 1 εδάφ. β και δ του Κ.Π.Δ.). Έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα που απαιτείται κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και κατά το άρθρο 139 Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο για τις πράξεις για τις οποίες ασκήθηκε η ποινική δίωξη. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή όταν δεν υπαγάγει ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από τις αποδείξεις, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν έχουν εμφιλοχωρήσει στο βούλευμα κατά την έκθεση και ανάπτυξη των πραγματικών περιστατικών ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (Α.Π. 252/2004, Α.Π. 2200/2002 Π.Χρ. ΝΓ/762). Εξάλλου, εφόσον τα εκτιθέμενα στην αίτηση αναιρέσεως σχετικά με τον λόγο της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, ο λόγος αυτός της αιτήσεως είναι απαράδεκτος, διότι η εκτίμηση των εγγράφων και κάθε αποδεικτικού στοιχείου εν γένει απόκειται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του δικαστικού συμβουλίου ή δικαστηρίου (Α.Π. 1457/2000, Α.Π. 591/2001 Π.Χ. ΝΑ/537, ΝΒ/131.
Εν προκειμένω όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα το Δικαστικό Συμβούλιο του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα ειδική και εμπεριστατωμένη εισαγγελική πρόταση, η οποία μνημονεύει όλα κατ'είδος τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη, δέχθηκε ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Με τον τρόπο αυτό προσπάθησε να παραπλανήσει τα αρμόδια όργανα ελέγχου των δαπανών υγειονομικής περίθαλψης (9η ΤΑΞΥΠ/ΔΥΓ/ΕΔΥΠ) ως προς το ότι το περιεχόμενο των εντολών αυτών ήταν αληθές και ότι είχε ακολουθηθεί κανονικά η νόμιμη διαδικασία ελέγχου των εν λόγω εντολών, από τους αρμόδιους προς τούτο αξιωματικούς ιατρούς και έτσι να εγκρίνουν τις σχετικές δαπάνες ύψους 256,67 ευρώ και να εισπράξει τις ανάλογες αμοιβές ως θεράπων ιατρός, από το Κεντρικό Ταμείο Στρατού Θεσσαλονίκης αποτέλεσμα το οποίο τελικά δεν επήλθε γιατί δημιουργήθηκαν υπόνοιες και διατάχθηκε ο λεπτομερής έλεγχος των δαπανών υγειονομικής περίθαλψης. Ο κατηγορουμένου (αναιρεσείων Χ) δεν αποδέχεται την κατηγορία που του αποδίδεται, και αναφέρει -συνοπτικά- ότι παρέκαμπτε μια γραφειοκρατική - τυπική διαδικασία που δεν οδηγούσε σε κανένα ουσιαστικό έλεγχο, με σκοπό να εξυπηρετήσει τους στρατιωτικούς, την ευρύτερη οικογένεια του ελληνικού στρατού που υπηρετούσαν (Χ, Ψ3) ή ακολουθούσε ανορθόδοξη πρακτική αναζητώντας στο 424 ΓΣΝΕ τον ελεγκτή ιατρό για τον έλεγχο των εντολών υγειονομικής περίθαλψης, θεωρώντας ότι οι πράξεις του ήσαν διοικητικά παράτυπες, όχι όμως και αξιόποινες (Ψ2), αφού εντέλει εκτελούνταν έτσι κι αλλιώς οι ιατρικές πράξεις που καταγράφονταν στις εντολές, με διαφορετικά όμως ονόματα εξαιτίας απλώς παρατυπιών στην σύνταξή τους, ενώ, αντίθετα, η συμπεριφορά του αυτή δεν εντάσσονταν σε μεθοδευμένες ενέργειες, βλαπτικές της περιουσίας του (δημοσίου) ταμείου (...) ή για λόγους οικονομίας του χρόνου δεν καταχωρούνταν οι εξετάσεις αμέσως στις εντολές, αλλά σε χρόνο μεταγενέστερο, με αποτέλεσμα να μπερδεύονται τα αποκόμματα (βλ. εντολές περίθαλψης) και να εμφανίζονται άλλα ονόματα σε άλλες εντολές (Ψ4). Οι ισχυρισμοί του, κρίνονται όλως αβάσιμοι, αφού δεν ανατρέπουν την ουσία της κατηγορίας. Είναι σαφές ότι έμμεσα αποδέχεται τις πράξεις του και αναλαμβάνει το βάρος των συνεπειών τους, δηλώνοντας έτσι ότι εν γνώσει του προέβη σε αυτές τις συμπεριφορές. Οι θέσεις που προβάλλει οδηγούν σε παραδοχή του κατηγορητηρίου, αφού καταλογίζει στον εαυτό του υπαιτιότητα και επομένως ποινική ευθύνη. Προέκυψε λοιπόν πως ο κατηγορούμενος αφού συμπλήρωνε τα αποκόμματα των εντολών περίθαλψης ασθενών του, μελών οικογενειών στρατιωτικών, με τα στοιχεία και με τα ποσά αμοιβών, αντί να προσκομισθούν αυτά προς έλεγχο στον αρμόδιο ελεγκτή ιατρό προκειμένου να υπογράψει στην οικεία θέση, έθετε ο ίδιος σφραγίδα με στοιχεία αξιωματικού ιατρού, ανέγραφε ημερομηνία ελέγχου και υπέγραφε (με πράσινο στυλό διαρκείας) αντί γι' αυτόν. Στη συνέχεια υπέβαλε τα αποκόμματα των εντολών περίθαλψης για έλεγχο και καταλογισμό στην αρμόδια διεύθυνση υγειονομικού, οι αναγραφόμενοι όμως ως δικαιούχοι σε ορισμένες περιπτώσεις ήσαν ανύπαρκτα πρόσωπα και το ίδιο διαπιστώθηκε για κάποιους από τους αριθμούς βιβλιαρίων νοσηλείας, ενώ άλλοι αντιστοιχούσαν σε πραγματικούς δικαιούχους, άσχετους όμως με τους αναγραφόμενους στα αποκόμματα. Αποτέλεσμα ήταν να οδηγηθούν τα αρμόδια όργανα ελέγχου των δαπανών υγειονομικής περίθαλψης στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι είχε ακολουθηθεί κανονικά η διαδικασία ελέγχου των εντολών, από τους αρμόδιους αξιωματικούς ιατρούς ή να παρασυρθούν στο (εσφαλμένο) συμπέρασμα, ότι επρόκειτο για εντολές ασθενών τους, μελών οικογενειών στρατιωτικών, δικαιούχων υγειονομικής περίθαλψης, ώστε να εγκριθούν οι σχετικές δαπάνες. Σε άλλες περιπτώσεις υπέβαλε για έλεγχο και καταλογισμό στη ΔΥΓ τα αποκόμματα εντολών περίθαλψης ασθενών του, μελών οικογενειών στρατιωτικών, στα οποία βεβαίωνε πως έπασχαν από τα νοσήματα που ανέγραφε για καθεμιά στο σχετικό απόκομμα, ότι διενήργησε τις σχετικές εξετάσεις και τους παρείχε την ανάλογη περίθαλψη στο ιδιωτικό του ιατρείο, θέτοντας προς πιστοποίηση τούτων τη σφραγίδα και την υπογραφή τους στη θέση "Ο ΘΕΡΑΠΩΝ ΙΑΤΡΟΣ", γεγονός ψευδές, καθόσον οι αναγραφόμενοι ως δικαιούχοι διαπιστώθηκε ότι ήσαν ανύπαρκτα πρόσωπα, ενώ από τους αριθμούς βιβλιαρίων νοσηλείας, άλλοι αντιστοιχούσαν σε πραγματικούς δικαιούχους, άσχετους όμως με τους αναγραφόμενους στα εν λόγω αποκόμματα και άλλοι ήσαν ανύπαρκτοι. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου πως δεν είχαν συμπληρωθεί από τον ίδιο οι εντολές, προβάλλοντας την ανάγκη διενέργειας γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης στα πλαίσια της κύριας ανάκρισης για να αποδειχθεί τελικά ότι δεν ήταν αυτός που συνέταξε, υπέγραψε, και συμπλήρωσε τις επίμαχες εντολές-αποκόμματα, δεν είναι πειστικός και λυσιτελής, αφού δεν θα οδηγούσε σε τίποτα, δεδομένου ότι ο ίδιος (ή τουλάχιστον τρίτοι) κατέθεταν επ'ονόματί του ή για λογαριασμό του τα σχετικά δικαιολογητικά στις αρμόδιες ΔΥΓ προκειμένου να εγκριθούν οι σχετικές δαπάνες και να εισπράξει αυτός ως δικαιούχος πλέον την προβλεπόμενη αμοιβή. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΚΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 216§1 και §3 ΠΚ "1. Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. 3. Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παράγραφοι 1-2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών "εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των "εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ΕΥΡΩ" [25.000.000 δρχ.]. "Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των "δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ΕΥΡΩ" [5.000.000 δρχ.]. Με τις διατάξεις αυτές θεσμοθετείται το έγκλημα της πλαστογραφίας χάριν της προστασίας των υπομνημάτων τα οποία αποτελούν διακινούμενα έγγραφα με ουσιώδες περιεχόμενο και από τα οποία πηγάζουν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Έγγραφο είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία όπως και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει τέτοιο γεγονός. Πλαστό χαρακτηρίζεται το έγγραφο, το οποίο καταρτίστηκε εξαρχής από κάποιο πρόσωπο, ενώ εμφανίζεται ως προερχόμενο από άλλο πρόσωπο. Νόθευση (γνήσιου) εγγράφου συνιστά η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου αυτού. Η νόθευση μπορεί να γίνει με την προσθήκη ή εξάλειψη λέξεων, αριθμών ή σημείων. Χρήση είναι η ενέργεια με την οποία το έγγραφο καθίσταται προσιτό σε κάποιον, η δυνατότητα δηλαδή να λάβει αυτός γνώση του περιεχομένου του. Ως γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες είναι εκείνο το οποίο είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσεως ιδιωτικής ή δημόσιας φύσης. Η χρήση του εγγράφου από τον πλαστογράφο δεν αποτελεί στοιχείο της πλαστογραφίας αλλά λαμβάνεται υπόψη μόνο για την επιμέτρηση της ποινής. Για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος απαιτείται: 1. δόλος που περιέχει τη γνώση του υπαιτίου ότι καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει γνήσιο έγγραφο και τη θέληση του να καταρτίσει ή να νοθεύσει τέτοιο έγγραφο και 2. Σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, χωρίς να ενδιαφέρει αν το πέτυχε. 3. Επιπλέον στην κακουργηματική περίπτωση της παραγράφου 3 απαιτείται ακόμη και σκοπός του δράστη για την επίτευξη οικονομικού - περιουσιακού οφέλους είτε για το εαυτό του είτε για άλλο πρόσωπο, με βλάβη τρίτου χωρίς να ενδιαφέρει αν το πέτυχε. (ΑΠ 501/88 ΠοινΧρ ΛΗ 648, ΑΠ 117/82 ΠοινΧρ ΔΒ 799, ΑΠ 220/71 ΠοινΧρ ΚΑ 533, ΑΠ 1559/87 ΠοινΧρ ΛΗ 236, Α.Π 468/91 Ποιν. Χρ. ΜΑ (1991) σελ. 1005, ΑΠ 1814/93 ΠοινΧρ ΜΔ' σελ. 176, ΑΠ 1463/93 ΠοινΧρ ΜΔ ' σελ. 153, ΑΠ 297/94 ΠοινΧρ ΜΔ ' σελ. 481, ΑΠ 259/1997 (Συμβ.) Υπεράσπιση 1997, σελ. 1218, ΣυμβΠλημΘεσ 1654/1995, Υπεράσπιση 1997 σελ. 73, βλ. και Αγγέλου Ι. Κωνσταντινίδη: Σκέψεις και παρατηρήσεις στο έγκλημα της πλαστογραφίας: Μνήμη Ν. Χωραφά, Η. Γάφου, Κ. Γαρδίκα- Τόμος Πρώτος, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα 1986, σελ. 265επ.). Για τη διάπραξη του εγκλήματος κατ' επάγγελμα, θα πρέπει να προκύπτει η σταθερή και συστηματική επανάληψη των εγκληματικών πράξεων για κάποιο χρονικό διάστημα, προκειμένου να επιτευχθεί η διαρκής ικανοποίηση των χρηματικών αναγκών του δράστη (άρθρο 13 στ' ΠΚ), ενώ κατά συνήθεια όταν από την επανειλημμένη διάπραξη του εγκλήματος προκύπτει ροπή του δράστη προς αυτό. Για την κακουργηματική μορφή της πλαστογραφίας απαιτούνται τα εξής: (α) το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνουν το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000), ή (β) στην περίπτωση που ο υπαίτιος διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, συνολικό όφελος ή τη συνολική ζημία που πρέπει να υπερβαίνει το ποσό των 15.000 €. Η έλλειψη των ποσών αυτών καθιστά την πλαστογραφία πλημμέλημα. Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 98 ΠΚ προκύπτει ότι το κατ' εξακολούθηση έγκλημα αποτελείται από περισσότερες αυτοτελείς πράξεις, χρονικά χωρισμένες μεταξύ τους, από τις οποίες η κάθε μία περιέχει πλήρως τα στοιχεία του εγκλήματος, αλλά όλες μαζί συνδέονται μεταξύ τους με την ταυτότητα της απόφασης για την εκτέλεση τους. Το κατ' εξακολούθηση έγκλημα αποτελεί ιδιαίτερη μορφή πραγματικής συρροής εγκλημάτων, για το οποίο το δικαστήριο αντί να εφαρμόσει το άρθρο 94 ΠΚ, μπορεί να επιβάλει ενιαία ποινή. Θα πρέπει δηλαδή να συντρέχουν οι εξής όροι για να χαρακτηρισθεί μια αληθινή πραγματική συρροή ως κατ' εξακολούθηση έγκλημα: (α) οι επιμέρους πράξεις να προσβάλουν έννομα αγαθά σε περισσότερες από μία μονάδες τους. Αν η προσβολή αφορά προσωποπαγή έννομα αγαθά, ο φορέας τους πρέπει να είναι πάντα ο ίδιος, ενώ αν αφορά περιουσιακά έννομα αγαθά οι φορείς μπορεί να είναι διαφορετικά πρόσωπα αλλά οι επιμέρους πράξεις πρέπει να παρουσιάζουν φυσική ομοιότητα, (β) οι επιμέρους πράξεις να είναι ομοειδείς, δηλαδή να πραγματώνουν την ίδια αντικειμενική υπόσταση, (γ) οι επιμέρους πράξεις να απέχουν χρονικά μεταξύ τους τόσο, ώστε και η ιστορική τους συνέχεια να μην χάνεται και περισσότερες (όσες και οι πράξεις) μονάδες του έννομου αγαθού να προσβάλλονται, (δ) να υπάρχει ενιαίος δόλος του δράστη για εξακολούθηση της αυτής συμπεριφοράς, ή αλλιώς κοινή αρχική απόφαση ή κοινή ψυχολογικής προέλευση με την έννοια ότι κάθε μεταγενέστερη απόφαση για την τέλεση ενός νέου εγκλήματος εμφανίζεται ως συνέχεια της προηγούμενης (ε) να συνεκδικασθούν οι περισσότερες αυτές πράξεις (βλ. σχετ. ΑΠ 440/1963, Ποιν.Χρ. ΑΠ1821/84 Ποινικά Χρονικά ΛΕ' σελ. 564, 1343/93 και 1391/93 Ποινικά Χρονικά ΜΓ' σελ. 1150 επ, 1153, Ι. Μανωλεδάκη, Γενική θεωρία ποινικού δικαίου, ΒΙ, 1978 σελ. 96 επ. 172 επ., Ν. Ανδρουλάκη Περί συρροής εγκλημάτων Α 1996, Ν. Ανδρουλάκη Περί συρροής εγκλημάτων Β, 1968 σελ.151-221, σελ.16επ.). Επίσης, κατά το άρθρο 221§1α ΠΚ "1. Γιατροί, οδοντίατροι, κτηνίατροι, φαρμακοποιοί, χημικοί και μαίες που εν γνώσει εκδίδουν ψευδείς πιστοποιήσεις, οι οποίες προορίζονται να παρέχουν πίστη σε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου ή σε μια ασφαλιστική επιχείρηση ή που μπορούν να ζημιώσουν έννομα και ουσιώδη συμφέροντα άλλου προσώπου τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή". Από την ερμηνεία της παραπάνω διάταξης συνάγεται, ότι για την θεμελίωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της ψευδούς ιατρικής πιστοποίησης απαιτούνται: (α) κατάρτιση αναληθούς κατά περιεχόμενο ιατρικού πιστοποιητικού από γιατρό, (β) το περιεχόμενο του να ανάγεται στον κύκλο του έργου του ιατρού και (γ) να προορίζεται να παράσχει πίστη σε δημόσια αρχή προς απόδειξη του γεγονότος που πιστοποιεί. Όσον αφορά την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος απαιτείται δόλος που συνίσταται στη γνώση και θέληση πραγμάτωσης των περιστατικών που συνιστούν την πράξη αυτή. Δεν αρκεί όμως ενδεχόμενος δόλος αφού ρητά η πιο πάνω διάταξη απαιτεί την εν γνώσει της αναληθείας του περιεχομένου έκδοση της ψευδούς πιστοποίησης (βλ και ΣυμβΠλημΘεσ 1654/1995, Υπεράσπιση 1997 σελ. 73). Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 386 §§1 και 3 ΠΚ "1. Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. "3. Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: ο) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των "δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ΕΥΡΩ" [5.000.000 δρχ.]. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος συνίσταται στην: (α) παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, (β) παραπλάνηση άλλου ("πείθοντας κάποιον") για να προβεί σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, που συνεπάγεται περιουσιακή διάθεση και (γ) βλάβη της ξένης περιουσίας, η οποία αιτιωδώς εμφανίζεται ως επακόλουθο τόσο της πράξης εξαπάτησης, όσο και της περιουσιακής διάθεσης. Ως γεγονότα νοούνται τα συμβάντα ή οι καταστάσεις του εξωτερικού κόσμου που αναφέρονται στο παρελθόν ή στο παρόν. Περιουσιακή βλάβη συνιστά κάθε μείωση της συνολικής αξίας της περιουσίας καθώς και η απειλή κατ' αυτής, όταν δημιουργεί χειροτέρευση της παρούσας περιουσιακής κατάστασης του βλαπτομένου. Για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης απαιτείται δόλος άμεσος β' βαθμού για τα στοιχεία που ψευδώς παρίστανται ως αληθινά (εν γνώσει), ενώ για τα υπόλοιπα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης αρκεί και ενδεχόμενος δόλος. Επιπλέον απαιτείται και σκοπός παράνομου περιουσιακού οφέλους (άμεσος δόλος α' βαθμού), χωρίς να είναι απαραίτητη και η επίτευξη του για να ολοκληρωθεί αντικειμενικά το έγκλημα (ΑΠ 1002/1987 ΠΧ ΛΖ 614, ΑΠ 1287/1984 ΠΧ ΛΕ 326, Πλημ. Θεσσαλονίκης 1223/1984, ΠΧ ΛΕ 518, ΑΠ1660/85 και 2107/1985 με πρόταση Αντεισαγγελέα Σπ. Κανίνια, ΠΧ ΛΣΤ 334 και 389 αντιστοίχως, βλ και Ν. Χωραφά, Ποιν. Δικ. έκδοση ένατη, 268 σημ.4, ΑΠ 725/1986 ΠΧ ΛΣΤ 729, ΑΠ 1102/1986 ΠΧ ΛΣΤ 939, ΑΠ ΠΧ ΛΕ 683, ΑΠ 324/85 ΠΧ ΛΕ 713, ΑΠ 419/85 ΠΧ ΛΕ 791, ΣυμβΠλημΘεσ 1654/1995 Υπεράσπιση 1997 σελ. 73, ΑΠ1328/1996, Υπεράσπιση 1997 σελ 570). Η έννοια των όρων κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια αναπτύχθηκε πιο πάνω, όπως το περιεχόμενο της έννοιας του κατ" εξακολούθηση εγκλήματος. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 42 παρ.1 ΠΚ, απόπειρα είναι η μετά από απόφαση του δράστη προς εκτέλεση ορισμένου κακουργήματος ή πλημμελήματος ενέργεια του προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος που αποφάσισε, αλλά από οποιοδήποτε λόγο (είτε από την ίδια θέληση του δράστη, είτε από περιστατικά ανεξάρτητα της θελήσεως του, είτε από τύχη), δεν έφθασε στην τελείωση του. Συστατικά στοιχεία συνεπώς της απόπειρας είναι τα εξής: α) απόφαση προς εκτέλεση κακουργήματος ή πλημμελήματος δηλαδή δόλος τελέσεως του εγκλήματος β) πράξη (ενέργεια) που περιέχει αρχή εκτέλεσης της πραγμάτωσης αυτού και γ) μη πλήρης πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. (Βλέπ. Γ. Α Μαγκάκη, Ποινικό Δίκαιο, 1981, σελ.386). Ουσιώδες πρόβλημα απετέλεσε ο καθορισμός επακριβώς του πιο πάνω β' στοιχείου και συγκεκριμένα της αρχής εκτελέσεως της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος. Ως "αρχή εκτέλεσης" του εγκλήματος θεωρείται κατά την εκδοχή που επικρατεί στη θεωρία, η πράξη εκείνη που υπάγεται εννοιολογικά σ' ένα μέρος έστω της περιγραφής που κάνει ο νόμος καθορίζοντας την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος και που γι' αυτό οδηγεί άμεσα, σε περίπτωση που έχει επιτυχή έκβαση, στην ολοκλήρωση του εγκλήματος (Βλέπ. Ν. Ανδρουλάκη, Ποινικόν Δίκαιον, Γενικόν Μέρος Γ1 (Πανεπιστημιακοί παραδόσεις), Αθήνα- Κομοτηνή, 1986, σελ. 139 επ. (146), του ιδίου, Ο λόγος της τιμωρήσεως της απόπειρας και η "αρχή εκτελέσεως" ως ουσιώδες συστατικόν αυτής, Ποιν Χρον. KB' (1972) σελ. 1 επ., Ηλ. Γάφου, Ποινικόν Δίκαιον, Γεν. Μέρος, τομ. Β1, Αθήνα 1975, σελ.348, Γ. Α. Μαγκάκη, ο.π, Ι. Μανωλεδάκη, Γενική Θεωρία του Ποινικού Δικαίου, β2, 1979, σελ.285-314, Α. Χαραλαμπάκη, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1299/1992, Ποιν. Χρον. MB' (1992) σελ. 936 και Ν. Χωραφά, ποινικόν δίκαιον, 1978 ( επιμ. Κ. Σταμάτη) σελ. 311). Εξάλλου σε σχέση με τον προσδιορισμό της αρχής εκτέλεσης, πάγια η νομολογία του Αρείου Πάγου δέχεται ότι αρχή εκτέλεσης νοείται κάθε ενέργεια του δράστη, η οποία, αποτελούσα τμήμα εν όλω ή εν μέρει της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού, οδηγεί ευθέως και αναμφισβητήτως στην πραγμάτωση του ή τελεί προς αυτή σε άμεση και αναγκαία σχέση συνάφειας, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται τμήμα αυτής, στην οποία οδηγεί κατά τρόπο άμεσο αν δεν ανακοπεί από οποιονδήποτε λόγο. (Βλέπ. ΑΠ 1446/1993 Ποιν. Χρον. ΜΓ' (1993) σελ. 1164, ΑΠ 739/1993 Ποιν. Χρον. ΜΓ1 (1993) σελ. 525, ΑΠ 1299/1992 Ποιν. Χρον. MB' (1992) σελ. 936, ΑΠ 1155/1989 Ποιν. Χρον. Μ' (1990) σελ. 435, ΑΠ 1603/1981 Ποιν. Χρον. ΛΒ (1982) σελ. 386). Έτσι, ως απόπειρα απάτης θα πρέπει να θεωρηθεί κάθε πράξη, η οποία οδηγεί αιτιακά και άμεσα στην ολοκλήρωση της από πλάνη πράξης, παράλειψης ή ανοχής από την οποία επέρχεται η περιουσιακή βλάβη. Διαφορετικά θα λέγαμε ότι υπάρχει απόπειρα απάτης, όταν άρχισε η πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού, με σκοπό την αθέμιτη ωφέλεια του υπαιτίου ή άλλου, η οποία μπορούσε να έχει ως επακόλουθο τη βλάβη ξένης περιουσίας. Είναι σαφές ότι αρχή εκτελέσεως υπάρχει από τη στιγμή που ο δράστης έχει αρχίσει την προσπάθεια του να πείσει συγκεκριμένο πρόσωπο με ψευδή παράσταση, απόκρυψη ή παρασιώπηση. Θα πρέπει να διαπιστωθεί ότι ο δράστης επενέργησε στις παραστάσεις που έχει ο παθών για συγκεκριμένα γεγονότα, είτε διαμέσου συγκεκριμένης σχέσης επικοινωνίας μεταξύ τους, είτε με οποιονδήποτε άλλο αντικειμενικά πρόσφορο προς τούτο τρόπο. Για την κακουργηματική μορφή της απάτης (άρθρο 386§3 ΠΚ), δεν αρκεί πλέον ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, αλλά απαιτείται και πρόσθετο στοιχείο, που αναφέρεται στο συνολικό όφελος ή τη συνολική ζημία που πρέπει να υπερβαίνει το ποσό των 15.000 € ή 5.000.000 δρχ., η έλλειψη του οποίου καθιστά την απάτη πλημμέλημα. Τέλος μεταξύ της απάτης και της πλαστογραφίας, είτε έχουν κακουργηματικό είτε πλημμεληματικό χαρακτήρα, υπάρχει αληθής συρροή και δεν απορροφάται το ένα έγκλημα από το άλλο, δεδομένου ότι το καθένα έχει αυτοτέλεια, εφόσον η αντικειμενική τους υπόσταση στοιχειοθετείται από ιδιαίτερα περιστατικά και δεν αποτελεί η μία πράξη συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση της άλλης (ΑΠ 218/1997 Υπεράσπιση 1997, σελ. 1027). Εκτός των όσων έχουν ήδη εκτεθεί εν προκειμένω σχετικά με την αληθινή ή μη συρροή μεταξύ απάτης και πλαστογραφίας, περαιτέρω πρέπει να λεχθούν και τα ακόλουθα: με την απάτη συρρέει αληθινά η πλαστογραφία ή η χρήση πλαστού εγγράφου, διότι κάθε μία πράξη είναι αυτοτελής και στοιχειοθετείται από ιδιαίτερα περιστατικά, χωρίς η μία να αποτελεί στοιχείο ή επιβαρυντική περίσταση της άλλης ή να αποτελεί αναγκαίο μέσο για την τέλεσή της (Α.Π. 1855/2002 Π.Χρ. ΝΒ 697, Α.Π. 164/2001 Π.Χρ. ΝΑ 905, Α.Π. 238/2000 Π.Χρ. 695, Α.Π. 75/1999 Π.Χρ. ΜΘ 319, Α.Π. 1144/1998 Π.Χρ. ΜΘ 662, Α.Π. 329/1998 Π.Χρ. ΜΗ 975, Α.Π. 1300/1997 Π.Χρ. ΜΗ 468). Απορροφάται όμως η απόπειρα απάτης από την χρήση πλαστού, αν δεν υπάρχουν και άλλες επί πλέον περιστάσεις, εκτός του ότι το έγγραφο είναι γνήσιο (Α.Π. 238/2000 Π.Χρ. Ν. 695, Α.Π. 406/1996 Π.Χρ. ΜΖ 250, Α.Π. 1068/1995 Π.Χρ. ΜΣΤ' 191, Α.Π. 1123/1991 Π.Χρ. ΜΒ 53). Υπάρχει όμως αληθινή συρροή όταν συντρέχουν και άλλες ψευδείς παραστάσεις όταν όπως εν προκειμένω ιατρός πλαστογραφεί ιατρικές εντολές περίθαλψης ασφαλισμένων και εν συνεχεία τις υποβάλλει αρμοδίως προς είσπραξη ή όπως όταν φαρμακοποιός επικολλά πλαστά κουπόνια φαρμάκων και εν συνεχεία υποβάλλει δικαιολογητικά στο ΙΚΑ για την είσπραξη φαρμάκων που δεν είχε ποτέ χορηγήσει (Α.Π. 1068/1995 Π.Χρ. ΜΣΤ/191, Α.Π. 98/1995 Π.Χρ. ΜΕ 424) (ερμηνεία άρθρου 216 σε συνδ. με το άρθρο 386 ΠΚ από Μιχαήλ Μαργαρίτη). Με τις παραδοχές αυτές το Δικαστικό Συμβούλιο του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτό με σαφήνεια και πληρότητα χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία κρίθηκε ότι πρέπει να παραπεμφθεί στο ακροατήριο ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους τα υπήγαγε στις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και επομένως οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος για λόγους αναιρέσεως ερειδόμενους στο άρθρο 484 παρ. 1 στοιχεία β και δ είναι αβάσιμες.
Επομένως το Δικαστικό Συμβούλιο του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου με το προσβαλλόμενο βούλευμα που εξέδωσε, αλλά και το Δικαστικό Συμβούλιο του Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης με το παραπεμπτικό βούλευμα, ορθώς ερμήνευσαν και ορθώς εφάρμοσαν τις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία διέλαβαν και ως εκ τούτου είναι αβάσιμες οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος.
Με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως και τα δικαστικά έξοδα να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Π Ρ Ο Τ Ε Ι Ν Ω
1) Να απορριφθεί η υπ'αριθμ. 86/9-9-2009 αίτηση αναιρέσεως του Χ, ιατρού, κατοίκου ..., κατά του υπ'αριθμ. 16/10-7-2009 βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου.
2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήνα 14 Δεκεμβρίου 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Τσάγγας"
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ, όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίσταση. Από τη διάταξη αυτή, που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και περαιτέρω σκοπός του υπαιτίου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης δημοσίας ή ιδιωτικής φύσης. Κατά δε την παρ. 3 εδ. β' του ιδίου άρθρου αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών εάν διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Εξ άλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 221 παρ. 1α του ίδιου Κώδικα, γιατροί...που εν γνώσει εκδίδουν ψευδείς πιστοποιήσεις, οι οποίες προορίζονται να παρέχουν πίστη σε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή...τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι στοιχεία του εγκλήματος της απάτης είναι α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή η παρασιώπηση αληθινών γεγονότων από την οποία παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την απατηλή συμπεριφορά (παραπλανητική ενέργεια ή παράλειψη του δράστη) και την συνεπεία αυτής πλάνη εκείνου που προέβη στην περιουσιακή διάθεση. Η διάταξη της παρ.3 του ανωτέρου άρθρου αντικαταστάθηκε αρχικά από το άρθρο 1 παρ. 11 του ν.2408/1996 που καθόριζε ότι επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και ακολούθως από το άρθρο 14 παρ.4 του ν.2721/2999 που ορίζει ότι επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) εάν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 25 εκ. δραχμών ή 73.000 ευρώ. Ως γεγονότα κατά την έννοια του άνω άρθρου νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή οι συμβατικές υποχρεώσεις. Εάν όμως, οι υποσχέσεις συνοδεύονται από άλλες παραστάσεις ψευδών γεγονότων κατά τρόπο που να δημιουργείται η εντύπωση μελλοντικής εκπλήρωσής τους με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή παράσταση τότε οι υποσχέσεις αυτές αποτελούν απατηλή συμπεριφορά. Περαιτέρω, η περιουσιακή βλάβη που υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, θα πρέπει, ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απάτης να είναι άμεσο, αναγκαίο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της περιουσιακής διαθέσεως, ήτοι της πράξεως, παραλείψεως ή ανοχής στην οποία προέβη εκείνος που πλανήθηκε από την απατηλή συμπεριφορά του δράστη. Θα πρέπει να υπάρχει δηλαδή αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς και της πλάνης που προκλήθηκε από αυτή ως και μεταξύ της πλάνης αυτής και της περιουσιακής βλάβης, η οποία πρέπει να είναι το άμεσο, αναγκαίο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της πλάνης και της εξ αυτής πράξεως, παραλείψεως ή ανοχής του πλανηθέντος. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως όταν αναφέρονται σε αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωθείσα στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση στην οποία εκτίθενται τα ανωτέρω στοιχεία με τα οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου αυτού. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο αποδίδει σε αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή τέτοιας διάταξης που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει όχι μόνο όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση στις διατάξεις που εφάρμοσε αλλά και όταν οι διατάξεις αυτές παραβιάστηκαν εκ πλαγίου, ήτοι όταν έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό, το οποίο ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση από το σκεπτικό του προσβαλλόμενου 16/ 2009 βουλεύματος του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου στο οποίο έχει ενσωματωθεί η σχετική εισαγγελική πρόταση και στην οποία τούτο αναφέρεται, το άνω Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος κατά του 11/2009 βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου του Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης με το οποίο ο αναιρεσείων παραπέμφθηκε ενώπιον του Πενταμελούς Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης για να δικαστεί για πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με σκοπό τον πορισμό παρανόμου περιουσιακού οφέλους και αντίστοιχη συνολική ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, για έκδοση ψευδών ιατρικών πιστοποιήσεων κατ' εξακολούθηση και για απάτη τετελεσμένη και σε απόπειρα κατ' εξακολούθηση, η οποία τελέστηκε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με σκοπό τον πορισμό παρανόμου περιουσιακού οφέλους από την οποία πράξη το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, από την εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος προσδιορίζονται δέχτηκε ανελέγκτως όσα διαλαμβάνονται στην ενσωματωμένη στο βούλευμα αυτό πρόταση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, μετά της οποίας το παρόν βούλευμα αποτελεί ενιαίο σύνολο και ως εκ τούτου, προς αποφυγή ασκόπων επαναλήψεων, παρέλκει η εκ νέου παράθεση των όσων επί της ουσίας δέχθηκε το προσβαλλόμενη βούλευμα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Με τις παραδοχές αυτές το Αναθεωρητικό Δικαστήριο διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία καθόσον σε αυτή αναφέρονται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία των εγκλημάτων τούτων, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Δικαστήριο τούτο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άνω άρθρων που εφάρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου κρίνοντας με πλήρη αιτιολογία ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικότερα, στις παραδοχές του βουλεύματος εκτίθενται α) τα πλαστά έγγραφα που κατάρτισε ο αναιρεσείων β) ο σκοπός για τον οποίο τα κατάρτισε γ) το παράνομο όφελος που επεδίωκε και επέτυχε καθώς και η ζημία την οποία επιδίωκε, που υπερβαίνουν συνολικά τις 15.000 ευρώ και δ) η συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως των εγκλημάτων της κακουργηματικής πλαστογραφίας και απάτης ως και η συνδρομή στο πρόσωπό του του υποκειμενικού στοιχείου. Η αιτίαση ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν διαλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς τις αποδείξεις και δη διότι δεν αναφέρεται από ποιο αποδεικτικό μέσο προέκυψε ότι ο αναιρεσείων δεν είχε τη συναίνεση του ελεγκτή γιατρού για να υπογράψει την πράξη έγκρισης των αποκομμάτων των εντολών περίθαλψης των στρατιωτικών ασθενών είναι απορριπτέα καθόσον το βούλευμα στήριξε την κρίση του σε όλα τα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα. Περαιτέρω, ως προς τις επιβαρυντικές περιστάσεις πλήρως αιτιολογείται η κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση των εγκλημάτων της πλαστογραφίας και απάτης αφού αναφέρεται ότι η τέλεση αυτών έγινε κατ' εξακολούθηση και η περί του αντιθέτου αιτίαση είναι αβάσιμη. Εξάλλου μεταξύ της πλαστογραφίας και της απάτης υπάρχει αληθής συρροή και δεν απορροφάται το ένα έγκλημα από το άλλο καθόσον η αντικειμενική υπόσταση εκατέρου, ως εν προκειμένω, στοιχειοθετείται από ιδιαίτερα περιστατικά και δεν αποτελεί η μία πράξη συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση της άλλης. Τέλος, όσον αφορά το έγκλημα της κατ' εξακολούθηση εκδόσεως ψευδών ιατρικών πιστοποιήσεων δια του προσβαλλόμενου βουλεύματος έχει παυθεί οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής για τις τρεις μερικότερες πράξεις που φέρονται ότι τελέστηκαν από τον αναιρεσείοντα στη ... την 2-3-2004 και την 1-4-2004. Όμως και για τις υπόλοιπες μερικότερες 15 πράξεις εκδόσεως ψευδών ιατρικών πιστοποιήσεων που φέρονται ότι τελέστηκαν από τον αναιρεσείοντα στη Θεσσαλονίκη κατά το από 6-12-2004 μέχρι 1-3-2005 ήδη έχει χωρήσει παραγραφή ως παρελθούσης μέχρι της εκδόσεως του βουλεύματος πενταετίας και συνεπώς πρέπει αναιρουμένου του βουλεύματος για την πράξη αυτή να παύσει οριστικά η κατά του αναιρεσείοντος ποινική δίωξη (άρθρο 111 παρ. 3, 113 ΠΚ και 370 ΚΠΔ). Όθεν όσον αφορά τις κακουργηματικές πράξεις της πλαστογραφίας και απάτης (τετελεσμένης και σε απόπειρα) οι περί του αντιθέτου εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης είναι αβάσιμοι και η αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί το προσβαλλόμενο 16/2009 βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου ως προς την πράξη της κατ' εξακολούθηση έκδοσης ψευδών πιστοποιητικών που φέρεται ότι τελέστηκε από τον αναιρεσείοντα στη Θεσσαλονίκη κατά το από 6-12-2004 μέχρι 1-3-2005 χρονικό διάστημα. Και

Παύει οριστικώς την ασκηθείσα κατά του αναιρεσείοντος ποινική δίωξη δια το άνω έγκλημα και απαλείφει την περί τούτου παραπεμπτική διάταξή του.

Απορρίπτει κατά τα λοιπά την υπ'αριθ. 86/9-9-2009 αίτηση του αναιρεσείοντος Χ για αναίρεση του 16/2009 βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Μαΐου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2010

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή