Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Καθυστέρηση καταβολής αποδοχών εργαζομένου.
Περίληψη:
Πότε υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τι πρέπει να περιέχει η αιτιολόγηση της καταδικαστικής απόφασης για παράβαση του ΑΝ690/1945. Αναιρείται η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για παράβαση του ΑΝ690/1945 λόγω έλλειψης αιτιολογίας, διότι δεν εκτίθενται σ’ αυτήν το ύψος των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του εργαζομένου, το αν αυτές οφείλονταν βάσει συμβάσεως, διοικητικής πράξης, συλλογικής σύμβασης εργασίας, νόμου ή εθίμου, καθώς και κατά το σύνολο των πράγματι καταβληθεισών αποδοχών.
Αριθμός 1962/2007
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ΄ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης x1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Σίνο, περί αναιρέσεως της 61717/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Μαρτίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 620/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου μόνου παρ. 1 του αν. ν. 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2336/1995, τιμωρείται με τις αναφερόμενες σ'αυτό ποινές, κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας είτε από το νόμο ή έθιμο, είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 3198/1995, συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το προβλεπόμενο από αυτή ως άνω πλημμέλημα τιμωρείται ως γνήσιο έγκλημα παράλειψης, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στο δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες σ'αυτόν αποδοχές ή άλλης φύσεως χορηγίες, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται είτε από τη σύμβαση είτε από το νόμο ή το έθιμο είτε από διοικητικές πράξεις. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ'αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα, η καταδικαστική απόφαση για παράβαση της ως άνω διατάξεως του α.ν. 690/1945, για να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να εκτίθενται σ'αυτή με πληρότητα και σαφήνεια, πλην των προαναφερομένων, η ιδιότητα του κατηγορουμένου (εργοδότης, διευθυντής κλπ), ο χρόνος κατά τον οποίο διήρκεσε η σύμβαση εργασίας, οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές και οι έκτακτες, το σύνολο αυτών, το ποσό που καταβλήθηκε στον εργαζόμενο έναντι αυτών, ώστε με την αφαίρεση αυτού από το σύνολο των δικαιουμένων να προκύπτει το οφειλόμενο υπόλοιπο, ο χρόνος που έπρεπε να καταβληθούν οι οφειλόμενες από τον κατηγορούμενο εργοδότη αποδοχές στον εργαζόμενο, αν το ύψος των αποδοχών και ο χρόνος καταβολής τους είχε ορισθεί από ατομική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση ή από το νόμο ή από το έθιμο. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 61717/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο), η αναιρεσείουσα καταδικάστηκε για παράβαση του πιο πάνω α. ν. 690/1945 σε φυλάκιση τριών (3) μηνών, η οποία ανεστάλη επί τριετία και χρηματική ποινή τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. Το Δικαστήριο δέχθηκε κατά πλειοψηφία, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που επιτρεπτώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα εξής, τα οποία περιέχονται στο σκεπτικό της προσβαλλομένης, που παραδεκτώς συμπληρώνεται με το διατακτικό της. Η κατηγορουμένη διατηρούσε ατομική επιχείρηση γενικού τουρισμού με το διακριτικό τίτλο "........ - ΓΡΑΦΕΙΟ ΓΕΝΙΚΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ". Στην επιχείρησή της αυτή προσέβαλε και απασχόλησε ως εργοδότρια το μηνυτή ψ1, με την ειδικότητα του οδηγού τουριστικού λεωφορείου κατά το χρονικό διάστημα από 4-7-2003 έως 5-7-2004. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα ο μηνυτής εργάστηκε με πλήρες ωράριο, πέραν του οποίου όμως πραγματοποίησε και υπερωριακή εργασία 1850 ωρών περίπου, ενώ επιπλέον εργάσθηκε και 44 Κυριακές χωρίς η κατηγορουμένη να του καταβάλει το σύνολο των νομίμων αποδοχών του, που εδικαιούτο, αλλά ένα μέρος αυτών. Ειδικότερα, η τελευταία του οφείλει για όλο το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα της εργασίας του το ποσό των: α) 9.966,32 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές, β) 679,68 ευρώ για αποδοχές άδειας και γ) 354 ευρώ για επίδομα άδειας, το οποίο αν και γνώριζε ότι όφειλε να του το καταβάλει, λόγω της παραπάνω συμβάσεως εργασίας και της ιδιότητάς της ως εργοδότριάς του, δεν του το κατέβαλε. Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας και κήρυξε στη συνέχεια ένοχη κατά πλειοψηφία την κατηγορουμένη για παράβαση του πιο πάνω ν. 690/1945, δεν παρέθεσε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, την οποία απαιτούν τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ. Ειδικότερα, δεν εκτίθενται σ'αυτή, ούτε στο σκεπτικό, αλλά ούτε και στο διατακτικό ποιες ήταν οι τακτικές μηνιαίες ή επί άλλης βάσεως υπολογιζόμενες αποδοχές του πιο πάνω εργαζομένου και αν αυτές οφείλονται βάσει νόμου, σύμβασης, διοικητικής πράξης, συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητικής αποφάσεως ή εθίμου. Ακόμη, δεν καθορίζεται ενόψει της αναφερόμενης στην απόφαση συνολικής διάρκειας απασχόλησης του εργαζομένου, ο χρόνος κατά τον οποίο τα μερικότερα κονδύλια έπρεπε να καταβληθούν και αν ο χρόνος καταβολής τους καθορίζεται από τη σύμβαση, νόμο, συλλογική σύμβαση κ.λ.π. Εξαιτίας των προαναφερομένων ελλείψεων στερείται η προσβαλλόμενη απόφαση της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και πρέπει, κατά παραδοχή ως βασίμου του σχετικού από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ του ΚΠοινΔ δεύτερου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως, ενώ παρέλκει η έρευνα του άλλου λόγου, να αναιρεθεί αυτή και να παραπεμφθεί η υπόθεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 ΚΠοινΔ, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ. 61717/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 31 Οκτωβρίου 2007.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 1η Νοεμβρίου 2007.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ