Θέμα
Δικαιοδοσία πολιτικών δικαστηρίων, Έγγραφα, Πραγματογνωμοσύνη, Διαθήκης ακύρωση.
Περίληψη:
αρ. 8, 9 και 12 αριθ. 559 Κ.Πολ.Δ. «Πράγματα» έννοια πραγμ/νη. Αποδεικτική δύναμη. Δικαιοδοσίας υπερβασή της αρ. 10 . Αποδοχή πραγμάτων χωρίς απόδειξη αριθμ. 17 άρθρου 559. Αντιφατικές διατάξεις στο διατακτικό της ιδίας απόφασης. Διδάγματα κοινής πείρας. Δεν ιδρύουν το λόγο του αριθμού 1 εδ. β ότι χρησιμοποιούνται για έμμεση απόδειξη και για εκτίμηση αξίας αποδεικτικών μέσων, αλλά ΜΟΝΟ για ερμηνεία κανόνων δικαίου, ήταν υπαγωγή σ΄ αυτούς πραγματικών γεγονότων της διαφοράς. Οι συνέπειες της άνοιας δεν αποτελούν δίδαγμα κοινής πείρας, ούτε η μητρική αγάπη. Ο λόγος του αριθμού 19 του άρθρου 559 δεν ιδρύεται επί παραβάσεως δικονομικών διατάξεων όπως είναι εκείνες των άρθρων είναι εκείνες των άρθρων 387 και 390 Κ.Πολ.Δ.
Αριθμός 87/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Οκτωβρίου 2012, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ι. Σ. του Σ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γρηγόριο Παπαδογιάννη.
Της αναιρεσίβλητης: Β. Σ. του Σ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Ζεμπετάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6/7/2006 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2840/2008 του ιδίου Δικαστηρίου, 1699/2009 μη οριστική και 122/2011 οριστική του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 5/4/2011 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. H Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 15/10/2012 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση των διατάξεων των αριθμών 8, 11 και 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του "πράγματα", που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ότι δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν και ότι παραβίασε τους ορισμούς το νόμου, σχετικά με την δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Η αποδιδομένη πλημμέλεια συνίσταται στο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τη δικαστική πραγματογνωμοσύνη, την οποία το ίδιο διέταξε και της οποίας τα πορίσματα θα έπρεπε να ακολουθήσει και αντί γι' αυτήν προέταξε την έκθεση του τεχνικού συμβούλου της αναιρεσίβλητης - εναγομένης, χωρίς να αιτιολογεί ειδικά και εμπεριστατωμένα την εξαχθείσα κρίση του και χωρίς μάλιστα να διατάξει την διεξαγωγή νέας ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, που θα γνωμοδοτούσε για το ποιά από τις διατυπούμενες ιατρικές απόψεις, στις προαναφερθείσες εκθέσεις, του πραγματογνώμονα και του τεχνικού συμβούλου, είναι η ορθή. Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 περ.β' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ ιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη του πράγματα, που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο και συνακόλουθα στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου εφέσεως όχι δε και οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί του αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει (Ολ.ΑΠ 14/2004, ΑΠ 180/2011). Ακόμη "πράγμα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής είναι κάθε περιστατικό, που αφηρημένως λαμβανόμενο, οδηγεί, κατά νόμο, στη γέννηση ή κατάλυση του ασκουμένου με την αγωγή ή την ένσταση δικαιώματος, ανεξάρτητα από τη βασιμότητά του, η οποία είναι ζητούμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι προϋπόθεση αυτοτέλειας του ισχυρισμού (ΑΠ 1795/2008). Ενόψει τούτων δεν αποτελούν "πράγματα" με την παραπάνω έννοια τα οριζόμενα, περιοριστικά, στο άρθρο 339 ΚΠολΔικ αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων είναι και η πραγματογνωμοσύνη, η μη λήψη υπόψη της οποίας δεν ιδρύει τον ερευνώμενο εκ της διατάξεως του αριθμό 8 εδ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγο (ΑΠ 10/2008, 625/2008, 2019/2007, 2031/2007, 2104/2007). Ενόψει τούτων ο κρινόμενος λόγος αναίρεσης, κατά το σκέλος που αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια, ότι δεν έλαβε υπόψη τη δικαστική πραγματογνωμοσύνη, ως λόγος από την παραπάνω διάταξη 559 αρ. 8 εδ.β είναι απαράδεκτος, αφού αυτή είναι αποδεικτικό μέσο και δεν συνιστά "πράγμα" κατά την έννοια που προεκτέθηκε. Περαιτέρω κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ.γ του ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματήσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο (Ολ.ΑΠ 23/2008, ΑΠ 258/2010). Καμμία ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, που λήφθηκαν υπόψη, ενώ ως αποτελούντα ξεχωριστά, από τα έγγραφα αποδεικτικά μέσα πρέπει να μνημονεύονται η έκθεση ή το πρακτικό αυτοψίας (359), η γνωμοδότηση των πραγ/ων (383), τα πρακτικά εξέτασης των μαρτύρων (410) και οι ένορκες βεβαιώσεις (270 παρ.2, 339). Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ.ΑΠ 2/2008), ή κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ.ΑΠ 14/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (ΑΠ 240/2011, ΑΠ 251/2011).
Στην προκειμένη περίπτωση η αποδιδόμενη με το δεύτερο σκέλος του αναιρετικού λόγου, εκ της προεκτεθείσας διάταξης του αρ. 11γ του άρθρου 559 πλημμέλεια, δεν αφορά στο ότι δεν λήφθηκε υπόψη η έκθεση πραγματογνωμοσύνης, αλλά στο ότι δεν έγινε δεκτό το πόρισμά της και ως εκ τούτου είναι αλυσιτελής και δεν ιδρύει τον επικαλούμενο λόγο. Ο αναιρεσείων υπολαμβάνει ότι το δικαστήριο ήταν υποχρεωμένο, εφόσον διέταξε την πραγματογνωμοσύνη να δεχθεί και το πόρισμά της, πράγμα το οποίο είναι αβάσιμο, αφού κατά τη διάταξη του άρθρου 387 ΚΠολΔικ, που επαναλαμβάνει τον ορισμό του άρθρου 340 του ίδιου κώδικα η πραγματογνωμοσύνη εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο, ακόμη και όταν διατάχθηκε υποχρεωτικά κατ' άρθρο 386 και δεν έχει αυξημένη δύναμη, σε σχέση με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, που να δεσμεύει το δικαστήριο να δεχθεί την απόδειξη που προκύπτει από αυτή και συνεπώς η συνεκτίμησή της με τα άλλα αποδεικτικά μέσα μπορεί να οδηγήσει το δικαστήριο σε σχηματισμό δικανικής πεποίθησης που να είναι και αντίθετη με το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης, η δε σχετική ως προς την εκτίμηση της πραγματογνωμοσύνης κρίση του δικαστηρίου δεν είναι ανάγκη να αιτιολογείται και είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 ΚΠολΔικ, ως αναγομένη στην εκτίμηση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδείξεων (ΑΠ 879/2009, ΑΠ 1225/2009, ΑΠ 2017/2009). Ακόμη ο ισχυρισμός κατά τον οποίο το Εφετείο έπρεπε να στηριχθεί και σε νέα πραγματογνωμοσύνη, την οποία όφειλε να διατάξει είναι απαράδεκτος, καθόσον, από τις διατάξεις των άρθρων 368, 386 και 388 ΚΠολΔικ, προκύπτει ότι η διάταξη πραγματογνωμοσύνης επί συγκεκριμένου ζητήματος ή η διάταξη νέας ή η συμπλήρωση της γενομένης, από τους ίδιους ή άλλους πραγματογνώμονες ανήκει στην διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1013/2010, ΑΠ 552/2009). Τέλος ο αναιρετικός λόγος της διατάξεως του αριθμού 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Στον ΚΠολΔικ, κατά κανόνα ισχύει το σύστημα της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων (340 ΚΠολΔικ) και εξαιρετικά μόνο προσδίδεται σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα αυξημένη αποδεικτική δύναμη, όπως η δικαστική ομολογία (άρθ. 352) και τα έγγραφα, που παράγουν πλήρη απόδειξη (άρθρ. 438 επ., 441, 445). Για τα αποδεικτικά μέσα, που κατά το νόμο είναι ισοδύναμα, εναπόκειται στο δικαστήριο να κρίνει την αποδεικτική βαρύτητα του καθενός, αφού αυτά, κατ' άρθρο 340, εκτιμηθούν "ελεύθερα". Ο παραπάνω λόγος ιδρύεται μόνο αν το δικαστήριο προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο αυξημένη αποδεικτική δύναμη, που δεν την είχε κατά το νόμο και όχι αν απέδωσε μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα ή αξιοπιστία σε ένα από τα ισοδύναμα αυτά αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 233/2011, ΑΠ 479/2010, ΑΠ 1311/2010).
Στην προκειμένη περίπτωση ο κρινόμενος αναιρετικός λόγος κατά το τρίτο, από την παραπάνω διάταξη του αρ. 12 του άρθρου 559, σκέλος του, κατά το οποίο η προσβαλλομένη απόφαση δεν δέχθηκε, όπως "θα έπρεπε" στο πόρισμα της δικαστικής πραγματογνωμοσύνης είναι απαράδεκτος, μη δυνάμενος να θεμελιωθεί στην εν λόγω διάταξη, αφού το αποδεικτικό αυτό μέσο, δεν έχει αυξημένη αποδεικτική δύναμη έναντι των λοιπών και το πόρισμά του, όπως έχει ήδη αναφερθεί δεν είναι δεσμευτικό για το δικαστήριο, αλλά συνεκτιμάται, με τις λοιπές αποδείξεις, όπως έγινε και με την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία ανέλεγκτα προσέδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα στην έκθεση του τεχνικού συμβούλου από ότι στην δικαστική πραγματογνωμοσύνη.
Επειδή, κατά τη διάταξη του αριθμού 4 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Τα πλαίσια της δικαιοδοσίας αυτής ήτοι της από το νόμο οριοθετημένης εξουσίας της Πολιτείας προς άσκηση της δικαστικής λειτουργίας, καθορίζονται από τα άρθρα 1 ΚΠολΔικ και 94 παρ.3 του Συντάγματος, υπάγονται δε σ' αυτήν όλες οι ιδιωτικού διαφορές και συνακόλουθα το αντικείμενο της δίκης στα πολιτικά δικαστήρια είναι μόνο έννομες σχέσεις του ιδιωτικού δικαίου, δηλαδή αμφισβητήσεως ή έριδες των διαδίκων περί την ύπαρξη, την έκταση, το περιεχόμενο ή τα υποκείμενα βιοτικής σχέσης προς άλλο πρόσωπο ή πράγμα (ΑΠ 316/2011). Υπέρβαση της δικαιοδοσίας αυτής υπάρχει στις περιπτώσεις που τακτικό πολιτικό δικαστήριο, επιλήφθηκε υποθέσεως, που κατά νόμο ανήκει στη δικαιοδοσία άλλου δικαιοδοτικού οργάνου (ποινικού ή διοικητικού) ή των διοικητικών αρχών (Ολ.ΑΠ 5/1995, ΑΠ 31/2004), ή στη διεθνή δικαιοδοσία αλλοδαπού δικαστηρίου (ΑΠ 140/2008), ή για την οποία συνέτρεχε προνόμιο ετεροδικίας (ΑΕΔ 6/2002, Ολ.ΑΠ 11/2000), ή όταν η υπόθεση είχε υπαχθεί έγκυρα στη διαιτησία (Ολ.ΑΠ 16/2002, ΑΠ 1038/2009). Περαιτέρω ο λόγος αυτός αναίρεσης αφορά τη δημόσια τάξη και γι' αυτό, κατ' άρθρο 562 παρ.2γ ΚΠολΔικ, μπορεί να προταθεί για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο (Ολ.ΑΠ 20/2008, ΑΠ 1983/2009), ενώ κατ' άρθρο 562 παρ.4 του ίδιου κώδικα, μπορεί να ληφθεί υπόψη και αυτεπαγγέλτως, ύστερα από πρόταση του Εισηγητή (Ολ.ΑΠ 5/1995, ΑΠ 1450/2007).
Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 4 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, το πρώτον στον Άρειο Πάγο, η αιτίαση ότι το Εφετείο ενεργώντας ως "ιατρός" και όχι ως "νομικός" και υπερβαίνοντας τη δικαιοδοσία του προς ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων, έκρινε αξιόπιστη την έκθεση του τεχνικού συμβούλου και όχι του πραγματογνώμονα και ότι εφόσον, ενόψει της αντίθετης ιατρικής άποψης πραγ/να και τεχνικού συμβούλου, δεν διέταξε νέα πραγ/νη περί της ορθής ιατρικής απόψεως, μετεβλήθη αυτό "δικαιοδοτικό όργανο" σε "ιατρικό" και "υπερέβη τη δικαιοδοσία του προς ελεύθερη εκτίμηση της πραγ/νης". Ο λόγος αυτός, που όπως αναφέρεται στη νομική σκέψη, μπορεί το πρώτο να προταθεί στον Άρειο Πάγο, είναι αλυσιτελής, αφού οι αποδιδόμενες στην προσβαλλομένη απόφαση αιτιάσεις δεν έχουν σχέση με τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και την υπέρβασή τους, όπως αυτή αναλύεται στη νομική σκέψη. Οι επικαλούμενες αιτιάσεις, που αναφέρονται και στον πρώτο αναιρετικό λόγο, πλήττουν, όπως και στον πρώτο λόγο αναφέρεται, την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την στάθμιση και αξιολόγηση της δικαστικής πραγ/νης και την συνεκτίμησή της με την έκθεση του τεχνικού συμβούλου, στην οποία (έκθεση τεχνικού συμβούλου), κατά ανέλεγκτη κρίση, δόθηκε μεγαλύτερη βαρύτητα, όπως και την αναιρετικά ανέλεγκτη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου για τη διεξαγωγή ή μη νέας πραγματογνωμοσύνης (ΑΠ 879/2009, ΑΠ 1013/2010). Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ. 10 ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο, δέχθηκε πράγματα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως αληθινά, χωρίς απόδειξη ή δεν διέταξε απόδειξη γι' αυτά. Ο λόγος αυτός στηρίζεται στην παράβαση του καθιερωμένου με το άρθρο 106 ΚΠολΔικ συστήματος συζητήσεως, κατά το οποίο ο δικαστής αποφασίζει με βάση εκείνα που έχουν προταθεί και αποδεχθεί. Ο όρος "πράγματα" στην παρούσα περίπτωση του αριθμού 10 του άρθρου 559, είναι ταυτόσημος με τον αντίστοιχο όρο του αριθμού 8 του ίδιου άρθρου, όπως αυτός αναλύθηκε παραπάνω στον πρώτο αναιρετικό λόγο. Η πρώτη περίπτωση του παρόντος άρθρου ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχθηκε πράγματα, ήτοι αυτοτελείς ισχυρισμούς που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει, έστω και γενικά, από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη αυτή (ΑΠ 273/2011, ΑΠ 1700/2009). Δεν απαιτείται να αξιολογεί τα επί μέρους αποδεικτικά μέσα ή να εξατομικεύει τα έγγραφα, ούτε να αναφέρει ποια έγγραφα λαμβάνονται υπόψη για άμεση και ποια για έμμεση απόδειξη (ΑΠ 292/2011). Η δεύτερη περίπτωση του παρόντος λόγου ιδρύεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο παρέλειψε να διατάξει τακτική απόδειξη ... . Η χρησιμότητα του λόγου αυτού κατά το παρόν σκέλος του εκμηδενίστηκε μετά την κατάργηση της προδικαστικής από το ν. 2915/2001, αφού ήδη η οριστική απόφαση, κατ' άρθρο 270, εκδίδεται με βάση τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι, έχουν προσκομίσει και τις αποδείξεις που έχουν διεξαχθεί (ΑΠ 636/2011, ΑΠ 925/2011, ΑΠ 1198/2009).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δέχθηκε, σύμφωνα και με την έκθεση του τεχνικού συμβούλου της αναιρεσίβλητης ότι υπήρξε αποσπασματική λήψη από τη διαθέτιδα των χορηγουμένων για την άνοια φαρμάκων ARICEPT και SEROQUEL και ότι από το γεγονός αυτό συμπεραίνει ότι αυτή (διαθέτης μητέρα των διαδίκων) δεν είχε άνοια κατά το χρονικό διάστημα 2001-2004, που συνέταξε τα ένδικα συμβολαιογραφικά έγγραφα και τις διαθήκες. Ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν αιτιολογεί με ποιά απόδειξη δέχεται το περιστατικό αυτό, για το οποίο θα έπρεπε να διατάξει τακτική απόδειξη, εφόσον το θεωρούσε τέτοιας σπουδαιότητας. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και αυτοαναιρείται αφού αναφέρεται σ' αυτόν ότι το δικαστήριο στηρίχθηκε στην έκθεση του τεχνικού συμβούλου, η οποία είναι αποδεικτικό μέσο και δη έγγραφο με ειδική ρύθμιση από το νόμο, που εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο (ως δικαστικό τεκμήριο) -άρθρ. 390 ΚΠολΔικ- χωρίς μάλιστα να απαιτείται στην απόφαση η αντιδιαστολή του από τα άλλα έγγραφα και η ειδική του μνεία (ΑΠ 107/2010, ΑΠ 769/2008). Πέραν τούτου από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 562 παρ.2 ΚΠολΔικ) προκύπτει ότι αφού αυτή αναφέρεται σε όλες τις προσκομισθείσες αποδείξεις, χωρίς όπως αναφέρεται στη νομική σκέψη να είναι απαραίτητο να εξειδικεύει και να αξιολογεί τα επί μέρους αποδεικτικά στοιχεία, από τα οποία διαμόρφωσε την παραπάνω κρίση του, περί της πνευματικής κατάστασης της μητέρας των διαδίκων και της αποσπασματικής λήψης του αντινοϊκού φαρμάκου aricept (το seroquel δεν αναφέρεται στην απόφαση). Η προσβαλλομένη λοιπόν απόφαση αναφέρεται ειδικά στο ατομικό βιβλιάριο ασθενείας της διαθέτιδος, από το οποίο, όπως λεπτομερώς αναφέρει, προκύπτει ότι αυτή έλαβε για πρώτη φορά φαρμακευτική αγωγή για γεροντική άνοια στις 19.3.2003 με συνταγή του νευρολόγου ιατρού του ΙΚΑ Ε. Τ. και της χορηγήθηκε το σκεύασμα Aricept, το οποίο συνήθως χορηγείται στα αρχικά στάδια της νόσου, όπου οι ασθενείς είναι διανοητικά ικανοί και λειτουργικοί, κάτι το οποίο επιβεβαιώνεται, όπως αναλύει η απόφαση, από το προσκομιζόμενο αντίγραφο οδηγών του εν λόγω φαρμάκου. Επίσης στη συνέχεια η απόφαση αναφέρει ότι στο εν λόγω βιβλιάριο δεν υπάρχει διαφοροποίηση της φαρμακευτικής αγωγής με ισχυρότερο φάρμακο και ότι αντίθετα από τις σχετικές εγγραφές προκύπτει ότι αυτό της δόθηκε ξανά στις 23.11.2004 και 18.1.2005 με συνταγή της ιατρού του ΙΚΑ Β. Γ. και τέλος στις 28.4.2005 με συνταγή της ιατρού του ΙΚΑ Κ. Ο.. Ακόμη το Εφετείο συνεκτιμώντας τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία με την από 15.2.2007 κατάθεση του θεράποντα ιατρού της διαθέτιδος Ε. Τ. στον πταισματοδίκη του Β' τμήματος Θεσσαλονίκης και την κατάθεση στο ακροατήριο του θεράποντα ιατρού της από το 2001 μέχρι το χρόνο του θανάτου της, Β. Π., καθώς και το από 22.10.2004 φύλλο νοσηλείας του Νοσοκομείου "Άγιος Δημήτριος" στο οποίο αναφέρεται " ... άνοια χωρίς υπολειμματικά" καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η χορήγηση του εν λόγω αντινοϊκού φαρμάκου δεν ήταν συστηματική. Ενόψει των προεκτεθέντων η προσβαλλομένη απόφαση εκθέτει και μάλιστα, χωρίς να είναι απαραίτητο, εξειδικεύει τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία κατέληξε στο παραπάνω πόρισμά της και ο κρινόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενώ η αιτίαση περί παραλείψεως διεξαγωγής νέων αποδείξεων είναι απαράδεκτη, καθόσον ναι μεν κατά διάταξη του άρθρου 107 ΚΠολΔικ "το δικαστήριο διατάζει και αυτεπαγγέλτως τη διεξαγωγή απόδειξης, με οποιαδήποτε κατάλληλα αποδεικτικά μέσα, που επιτρέπει ο νόμος και αν δεν τα επικαλέσθηκαν οι διάδικοι'' πλην όμως μετά την κατάργηση με το Ν. 2915/2001 της προδικαστικής αποφάσεως, το δικαστήριο δεν υποχρεούται, αλλά κυριαρχικά και ανέλεγκτα μπορεί να διατάξει συμπληρωματικές αποδείξεις (ΑΠ 866/2005, ΑΠ 552/2009).
Επειδή, κατά τη διάταξη του αριθμού 17 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται αν η ίδια η απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις. Η αντίφαση μεταξύ των διατάξεων πρέπει να εντοπίζεται στο διατακτικό της ίδιας απόφασης και δεν αρκεί η ύπαρξη αντιφάσεως στο αιτιολογικό της αποφάσεως αυτής ή μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού. Ειδικότερα η αντίφαση στο διατακτικό δημιουργεί τον προαναφερόμενο λόγο αναιρέσεως όταν προκαλείται τέτοια αοριστία, ώστε να εμποδίζεται η δημιουργία εκτελεστότητας της αποφάσεως ή η πρόκληση της σκοπούμενης διάπλασης ή η ύπαρξη βεβαιότητας στις σχέσεις των διαδίκων με το δεδικασμένο (Ολ.ΑΠ 13/1995, ΑΠ 570/2010, ΑΠ 117/2009, ΑΠ 1124/2008, ΑΠ 89/2008, ΑΠ 372/2008, ΑΠ 553/2008). Η πλημμέλεια αυτή του δικαστηρίου της ουσίας προτείνεται για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο, αφού πρόκειται για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση (άρθρο 562 παρ.2β ΚΠολΔικ), ενώ μπορεί μετά από πρόταση του Εισηγητή να ληφθεί υπόψη και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 562 παρ.4 ΚΠολΔικ).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 17 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, παραδεκτά το πρώτον στον Άρειο Πάγο, η αιτίαση ότι έχει αντιφατικές διατάξεις, καθόσον ενώ η αναιρεσίβλητη, καθώς και η συντάξασα τις ένδικες διαθήκες, συμβολαιογράφος, παραπέμπονται με το υπ' αριθμ. 1231/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, για να δικασθούν για ηθική αυτουργία σε κακουργηματική ψευδή βεβαίωση και για κακουργηματική ψευδή βεβαίωση, αντίστοιχα η προσβαλλομένη απόφαση αποφαίνεται ότι "οι διαθήκες και τα συμβολαιογραφικά έγγραφα είναι εντάξει" και ότι η διαθέτης "είχε σώας τας φρένας" όταν συνέτασσε τις πράξεις, με την αιτιολογία ότι το Αστικό Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από το Ποινικό, η δε αντίφαση ειδικότερα εντοπίζεται στο ότι το ίδιο δικαστήριο, ήτοι το Εφετείο Θεσσαλονίκης ως ποινικό μεν δικαστήριο παραπέμπει την αναιρεσίβλητη για κακούργημα, ενώ ως αστικό αποφαίνεται ότι "όλα ήταν νόμιμα και καλά". Ο λόγος αυτός πρέπει προεχόντως να απορριφθεί ως απαράδεκτος γιατί οι επικαλούμενες πλημμέλειες - αντιφάσεις, αναφέρονται στο αιτιολογικό της προσβαλλομένης απόφασης, και στο διατακτικό απόφασης άλλου δικαστηρίου, διαφορετικά από εκείνο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, η δε αιτίαση αυτή δεν ιδρύει κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, τον προβαλλόμενο λόγο αναίρεσης, που προϋποθέτει αντίφαση στο διατακτικό και μόνο της προσβαλλομένης απόφασης, η οποία, όπως προκύπτει από την επισκόπησή της (άρθρο 562 παρ.2) στο διατακτικό της έχει μία και μόνο διάταξη και ως εκ τούτου δεν νοείται η ύπαρξη αντίφασης (ΑΠ 1022/04) και δη έχει διάταξη απορριπτική της ασκηθείσας εφέσεως, κατά της πρωτόδικης υπ' αριθμ. 2840/2008 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία έχει μία επίσης διάταξη απορριπτική της αγωγής, μη συντρεχούσης ως εκ τούτου περιπτώσεως του άρθρου 562 παρ.4 ΚΠολΔικ. Επειδή ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται οι γενικές αρχές που συνάγονται επαγωγικά από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την ανεύρεση, με βάση αυτά της αληθινής έννοιας κανόνα δικαίου, ιδίως όταν αυτός περιέχει νομικές έννοιες δηλ. για την εξειδίκευση των αορίστων νομικών εννοιών ή για την υπαγωγή ή όχι στον κανόνα αυτό των πραγματικών γεγονότων της διαφοράς (ΑΠ 1622/2010, ΑΠ 1239/2009 σχετ. Ολ.ΑΠ 8/2005) ή ακόμη για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν (ΑΠ 208/2011). Όμως η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας τα οποία πρέπει να καθορίζονται ιδρύει λόγο αναίρεσης, ΜΟΝΟ αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς (ΑΠ 1652/2009). Ειδικότερα η παραβίαση ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει εσφαλμένα να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, προκειμένου να εξειδικεύσει τις αόριστες νομικές έννοιες ή για να υπαγάγει ή όχι τα πραγματικά γεγονότα της διαφοράς στον κανόνα αυτό, όχι όμως όταν τα διδάγματα αυτά χρησίμευσαν προς έμμεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ή για την εκτίμηση αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται από τους διαδίκους (Ολ.ΑΠ 9-13/2005, ΑΠ 208/2011, ΑΠ 1662/2010).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο της αναίρεσης και κατ' εκτίμηση των όσων αναφέρονται σ' αυτόν, με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 1εδ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι εσφαλμένα και αντίθετα με το πόρισμα της δικαστικής πραγ/νης, δέχθηκε ότι η διαθέτις και μητέρα των διαδίκων δεν είχε άνοια και ότι ήταν ικανή για τη σύνταξη διαθήκης, ενώ είναι διδάγματα της κοινής πείρας α) ότι αυτοί που πάσχουν από άνοια δεν έχουν τέτοια δυνατότητα και β) ότι η μητέρα αγαπάει τα παιδιά της και ιδιαίτερα το μοναχογυιό της, και εφόσον έχει αντίληψη των πραγμάτων, δεν θέλει στο τέλος της ζωής της, όταν ετοιμάζεται να συναντήσει τον Ουράνιο Κριτή να τα πικράνει, με διαθήκη που ευνοεί το ένα από αυτά και αδικεί τα υπόλοιπα. Ότι είναι γνωστό από τα πορίσματα της ιατρικής επιστήμης, που έχουν γίνει κοινό κτήμα, ότι οι αγγειακές βλάβες του εγκεφάλου, που προκαλούνται από την υπέρταση, τον διαβήτη και την κολπική μαρμαρυγή, επιφέρουν αγγειακή εγκεφαλική νόσο και τελικά εγκεφαλική άνοια, η οποία επιφέρει εκφυλισμό των εγκεφαλικών κυττάρων και απώλεια των διανοητικών ικανοτήτων και ότι η διαθέτης είχε υποστεί εγκεφαλικές βλάβες που της είχαν προκαλέσει τις προαναφερθείσες παθήσεις (υπέρταση, διαβήτη, κολπική μαρμαρυγή) και τελικά είχε υποστεί εγκεφαλική άνοια, πράγμα το οποίο "δεν μπορούν να αλλάξουν" η αναιρεσιβαλλομένη, η αναιρεσίβλητος και η έκθεση του τεχνικού συμβούλου, χωρίς τις εγγυήσεις του δικαστικού πραγματογνώμονα που διόρισε το Εφετείο". Ότι η ασθένεια αυτή είχε ως αποτέλεσμα η διαθέτις λόγω της συνεχούς επιδεινούμενης απώλειας των διανοητικών ικανοτήτων της να μην είναι σε θέση να αντιληφθεί ότι με αυτά που υπέγραφε εναντιωνόταν στον ακατάλυτο νόμο της φύσης περί αγάπης της μητέρας προς τα παιδιά της. Ο λόγος αυτός είναι προεχόντως απαράδεκτος γιατί πλήττει την ανέλεγκτη περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου και καθόλου δεν αναφέρεται σε ερμηνεία κανόνα δικαίου με βάση τα επικαλούμενα διδάγματα κοινής πείρας ή την υπαγωγή στον κανόνα αυτό των πραγματικών περιστατικών που έχουν γίνει δεκτά. Γίνεται επίκληση των κατά την γνώμη του αναιρεσείοντος διδαγμάτων κοινής πείρας για τη διαπίστωση της βασιμότητας πραγματικών περιστατικών, που κατά ανέλεγκτη κρίση δεν έχουν γίνει δεκτά. Δηλαδή δεν έχει γίνει δεκτό ότι η διαθέτις είχε άνοια. Τούτο ανεξάρτητα από το ότι δεν αποτελούν διδάγματα της κοινής πείρας οι συνέπειες της ασθένειας αυτής, αφού κάθε κλινική περίπτωση είναι ιδιαίτερη και εμφανίζει τις δικές της διαβαθμίσεις και στάδια πνευματικής έκπτωσης, ως ασθένεια προϊούσας εγκεφαλικής πάθησης (σχετ. ΑΠ 2345/2009). Ενόψει τούτων ο κρινόμενος λόγος, που ενάριθμα δεν επικαλείται κανόνα δικαίου και τελεί υπό την εσφαλμένη προϋπόθεση ότι η διαθέτις, παρά τα αντιθέτως και ανελέγκτως κριθέντα είχε άνοια, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Επειδή ο αναιρετικός λόγος της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ ιδρύεται επί παραβιάσεως κανόνων ουσιαστικού δικαίου και όχι δικονομικού. Οι παραβιάσεις δικονομικού χαρακτήρα κανόνων, ήτοι κανόνων που καθορίζουν τον τρόπο, τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας, μπορεί να θεμελιώσουν κάποιο από τους λόγους των αριθμών 2-18 και 20 (ΑΠ 608/2008, ΑΠ 692/2009, ΑΠ 1483/2009). Εξάλλου θεωρούνται κανόνες ουσιαστικού δικαίου και οι δικονομικοί εφόσον ρυθμίζουν όχι τη διαδικασία, αλλά το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλ. την κριθείσα έννομη συνέπεια. Είναι δηλ. αδιάφορο, για τη φύση των κανόνων ως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, αν περιέχονται στον ΑΚ ή τον ΚΠολΔικ (ΑΠ 862/2011, ΑΠ 856/2010). Έτσι, είναι κανόνες ουσιαστικού δικαίου, μεταξύ άλλων, οι διατάξεις του ΚΠολΔικ των άρθρων 70 (ΑΠ 862/2011), των περί δικαστικής δαπάνης (ΑΠ 187/2011), των περί ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης (ΑΠ 1601/2009), των περί εξώδικης επίλυσης της διαφοράς (214Α-ΑΠ 1768/2006) καθώς και διατάξεις της αναγκαστικής εκτελέσεως (ΑΠ 1525/2010). Ως διατάξεις δικονομικού δικαίου έχουν κριθεί, μεταξύ άλλων και οι διατάξεις των άρθρων 368 (ΑΠ 1089/2007), 391 παρ.1 (ΑΠ 451/2002), 387 και 391 (ΑΠ 682/2011). Περαιτέρω η έκθεση πραγματογνωμοσύνης, κατά το άρθρο 387 ΚΠολΔικ, που επαναλαμβάνει τον ορισμό του άρθρου 340 του ίδιου κώδικα έχει την αναφερομένη παραπάνω στο τρίτο σκέλος του πρώτου αναιρετικού λόγου αποδεικτική δύναμη. Η κρίση του δικαστηρίου για την εκτίμηση της πραγματογνωμοσύνης δεν είναι ανάγκη να αιτιολογείται και δεν ελέγχεται αναιρετικά με τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, γιατί είναι διάταξη δικονομικού δικαίου, αλλά ούτε και με τη διάταξη του αριθμού 12 του ίδιου άρθρου, αφού δεν έχει ιδιαίτερη αποδεικτική δύναμη έναντι των λοιπών αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 682/2011). Τα ίδια ισχύουν, και ως προς την εκτίμηση των κατά το άρθρο 390 γνωμοδοτήσε προσώπων με ειδικές γνώσεις, όπως είναι οι τεχνικοί σύμβουλοι και οι ενεργούντες, κατ' εντολή των διαδίκων ιδιώτες, με ιδιάζουσες γνώσεις και σχετικά πάντοτε με την ένδικη υπόθεση.
Στην προκειμένη περίπτωση με τον έκτο λόγο της αναίρεσης, ο οποίος συμπληρώνεται με τα αναφερόμενα στον πρώτο και τρίτο λόγο, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αιτίαση, ότι δεν αιτιολογεί γιατί υιοθέτησε την έκθεση του τεχνικού συμβούλου αντί της εκθέσεως του πραγ/να, τον οποίο το ίδιο το δικαστήριο διόρισε και γιατί χωρίς αιτιολογία δέχθηκε το αναφερόμενο στην έκθεση του τεχνικού συμβούλου περιστατικό, ότι η χορήγηση στη διαθέτιδα αντινοϊκών και αντιψυχωτικών φαρμάκων ήταν αποσπασματική. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, αφού οι αιτιάσεις του αφορούν στην έλλειψη αιτιολογίας ως προς την παραδοχή ή μη των εκθέσεων, της δικαστικής πραγ/νης και του τεχνικού συμβούλου, ήτοι αφορούν σε παραβίαση των δικονομικών διατάξεων των άρθρων 387 και 390 ΚΠολΔικ και ως εκ τούτου δεν επιδέχονται μομφή από την ερευνώμενη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ίδιου κώδικα, που, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, αφορά σε παραβιάσεις κανόνων ουσιαστικού και μόνο δικαίου, ενώ, σε κάθε περίπτωση, το δικαστήριο κατά τις εν λόγω διατάξεις (387 και 390), που όπως αναφέρεται στη νομική σκέψη, αποτελούν επανάληψη της διατάξεως του άρθρου 340, εκτιμά ελεύθερα τις εκθέσεις αυτές (γνωματεύσεις) και είναι η κρίση του αναιρετικά ανέλεγκτη, ως αναγομένη στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδείξεων σύμφωνα με το άρθρο 561 ΚΠολΔικ (ΑΠ 879/2009, ΑΠ 1225/2009, ΑΠ 2017/2009). Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί και συνακόλουθα η αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της. Ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔικ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5-4-2011 αίτηση του Ι. Σ. του Σ., περί αναιρέσεως της υπ' αριθμό 122/2011 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ