Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Καθυστέρηση καταβολής αποδοχών εργαζομένου.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση διότι με την ιδιότητα της διαχειρίστριας της εργοδότριας ΕΠΕ, δεν κατέβαλλε τις νόμιμες αποδοχές στον εργαζόμενο στην εταιρεία. Λόγος της αιτήσεως η έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Αιτίαση ότι ήταν μόνο τυπικά διαχειρίστρια της εταιρίας και ότι ουσιαστικός διαχειριστής ήταν άλλο πρόσωπο. Πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Απορρίπτει αίτηση.
Αριθμός 1088/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., που παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο της Σοφία Κομνά, περί αναιρέσεως της 39071/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ, κάτοικο ..., που δεν παραστάθηκε. Το Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Σεπτεμβρίου 2009 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1344/2009.
Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚποινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ίδιου Κώδικα Λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλο-συμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Ε' ΚποινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη 39.071/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, η αναιρεσείουσα κηρύχθηκε ένοχος της παραβάσεως του άρθρου μόνου του ΑΝ 690/1945 και της επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως ενός (1) μηνός, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για μία (1) τριετία, καθώς και χρηματική ποινή πεντακοσίων (500) ευρώ. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημ/κείο μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, κατά λέξη τα εξής: "η κατηγορουμένη έχει τελέσει την πράξη που της αποδίδει το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχη διότι στην ... κατά το χρονικό διάστημα από 24-3-2004 μέχρι 6-5-04 με πρόθεση παρέβη τις διατάξεις του Α.Ν. 690/1945 και ειδικότερα εκείνη, που ήταν μαζί με τον Ζ, νόμιμη εκπρόσωπος της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, με την επωνυμία "D.H.I. - FRANCE Ε.Π.Ε." που αποτελεί μέλος του Ομίλου εταιριών DHI, με αντικείμενο την αντιμετώπιση προβλημάτων του τριχωτού της κεφαλής με τεχνικές και ιατρικές μεθόδους, συνεβλήθη στην από 24,3.2004 έγγραφη σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας μεταξύ αυτής ως υπό την ανωτέρω ιδιότητά της και της Ψ (εγκαλούσα) την οποία προσέλαβε έτσι προκειμένου να εργασθεί ως υπάλληλος γραφείου. Η αμοιβή της καθορίστηκε με την ίδια σύμβαση σε 1500 ευρώ (μικτά) μηνιαίως, επί πλέον δε συμφώνησαν να της καταβάλλει ποσοστό (μικτό) από 2% επί του μισθού για κάθε πώληση στη .... Για το χρονικό διάστημα από 24.3.2004 μέχρι 6.5.2004 η εγκαλούσα δικαιούνταν να λάβει χρηματικό ποσό 1.860 (1500 : 25 ημ. = 60 € Χ 31 ημ. =) 1.860 €, ως δεδουλευμένες αποδοχές, τις οποίες η κατηγορουμένη ουδέποτε της κατέβαλε, κατά παράβαση της έγγραφης συμφωνίας τους. Αντίθετα, ενώ η εγκαλούσα προσέφερε ανελλιπώς τις υπηρεσίες της στην εταιρία η κατηγορουμένη και ο Ζ, έπαυσαν αιφνιδίως να της χορηγούν το αναγκαίο υλικό για την εργασία της και χωρίς να την ενημερώσουν κατήργησαν τον κωδικό πρόσβασης της. Οι ισχυρισμοί της κατηγορουμένης ότι στην πραγματικότητα δεν αναμειγνυόταν εκείνη στην εκπρο-σώπηση της εταιρίας και ότι τις σχετικές πράξεις ενεργούσε αποκλειστικά ο Ζ και εκείνη τυπικά μόνο έφερε την ιδιότητα της εκπροσώπου και της διαχειρίστριας της εταιρίας, δεν αποδείχθηκαν αφενός, και αφετέρου ουδόλως αναιρείται η ποινική της ευθύνη, διότι εκείνη γνώριζε ότι η σύμβαση που είχε υπογράψει ήταν σύμβαση εργασίας και, όπως και η ίδια δήλωσε κατά την απολογία της, γνώριζε ότι η εγκαλούσα είχε κάποια "θέματα...", όπως χαρακτηριστικά είπε, "..όταν έφυγε από την εταιρία.." και ότι ο Ζ είχε δημιουργήσει προβλήματα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Εξάλλου, αυτή είχε ειδοποιηθεί για την εκκρεμότητα και από την Επιθεώρηση Εργασίας στην οποία η εγκαλούσα προσέφυγε στις 1.6.2004. Δηλαδή, είναι προφανές ση είχε ενημερωθεί για την οικονομική υποχρέωση της εταιρίας έναντι της εγκαλούσας και παρά ταύτα δεν μερίμνησε καθόλου, όπως εύλογα όφειλε να πράξει για την επίλυση της οικονομικής εκκρεμότητας, ούτε έλαβε κάποιο μέτρο για να απαλλαχθεί από την νομική της υποχρέωση ούτε εξάλλου φρόνησε μετά την αποχώρηση της από την εταιρία να άρει τις έννομες συνέπειες που απέρρεαν από την ιδιότητά της, της εκπροσώπου, αφού ο νομικός σύμβουλος της εταιρίας που την είχε διαβεβαιώσει δήθεν πως είχαν τακτοποιηθεί όλες οι υποθέσεις, ήταν εντολοδόχος του Ζ και όχι δικός της και, όπως είναι αυτονόητο, αυτός ενεργούσε προς υποστήριξη των συμφερόντων του εντολέα του. Δεν αποδείχθηκε έτσι κανένα περιστατικό που να γεννά αμφιβολίες σχετικά με την αποδιδόμενη σε βάρος της κατηγορία, ήτοι την πρόθεσή της να μην ικανοποιήσει ως εκπρόσωπος της εργοδότριας εταιρίας της εγκαλούσας τις οφειλόμενες στην τελευταία αποδοχές, η δε πρόθεση ενυπάρχει στη θέληση της κατηγορουμένης να πραγματώσει τα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, και, επομένως, εξυπακούεται ότι υπάρχει από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών αντίθετα από τα προεκτεθέντα αποδείχθηκαν πλήρως τα πραγματικά περιστατικά της υποκειμενικής και της αντικειμενικής υπόστασης της παράβασης του άρθρου μόνου του α. ν. 690/1945, το οποίο ως γνήσιο έγκλημα παράλειψης, συντελείται ευθύς ως υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στον δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες σ' αυτόν αποδοχές ή άλλης φύσεως χορηγίες μέσα στην οριζόμενη εκ του νόμου προθεσμία, όπως συνέβη εν προκειμένω".
Στη συνέχεια, το άνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχο την κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα της παραπάνω αξιόποινης πράξεως, και ειδικότερα, του ότι: "Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 24-3-2004 μέχρι 6-5-2004 με πρόθεση, παρέβηκε τις διατάξεις του άρθρου μόνο του Α.Ν. 690/1945 κατά τις οποίες "Κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε εγχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται έπε από τη σύμβαση εργασίας είτε από το νόμο ή έθιμο είτε σύμφωνα, με το άρθρο 10 του Ν. 3198/1995, συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας, τιμωρείται κατόπιν μηνύσεως των ενδιαφερομένων ή των οργάνων του Υπουργείου Εργασίας ή των οργάνων της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης που είναι εντεταλμένα για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας ή της οικείας Αστυνομικής Αρχής ή της οικείας επαγγελματικής οργάνωσης των εργαζομένων, με φυλάκιση μέχρι έξι (6) μήνες και χρηματική ποινή, της οποίας το ποσό δεν μπορεί να ορίζεται κάτω του 25% ούτε πάνω του 50% του καθυστερούμενου χρηματικού ποσού, για την εξεύρεση του οποίου οι τυχόν σε είδος οφειλόμενες αποδοχές πρέπει να αποτιμώνται, με τη σχετική απόφαση, σε χρήμα Η εκδίκαση των παραπάνω υποθέσεων γίνεται με τη διαδικασία του αυτοφώρου, όπως προβλέπεται από τα άρθρα 417 επ. του Κ.Π.Δ.". Συγκεκριμένα με την ιδιότητα του νόμιμου εκπροσώπου της επιχ/σης DHI FRANCE Ε.Π.Ε. αν και απασχόλησε στην επιχείρηση αυτή της Ψ ως ιδιωτικό υπάλληλο από 24-3-2004 μέχρι 6-5-2004 δεν κατέβαλε μέχρι της 11-5-2004 το χρηματικό ποσό των 1860 ευρώ ως δεδουλευμένες αποδοχές αν και της τα όφειλε, συνεπεία της σύμβασης και της σχέσης εργασίας ως αποδοχές της προαναφερθείσας κατηγορίας".
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση τα άνω εγκλήματα για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ.β', 26 παρ.1α, 27 παρ.1 του άρθρου μόνο του ΑΝ 690/1945 (όπως ίσχυε), τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως 39.071/2009 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένης), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα υπερασπίσεως, ..., καθώς και τη χωρίς όρκο εξέταση της πολιτικώς ενάγουσας, Ψ.
Σύμφωνα με τα άνω λεχθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, οδηγήθηκε στις προαναφερόμενες παραδοχές, που αποτελούν την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο αυτή καταδικάστηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν, οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας και συγκεκριμένα, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της απαιτούμενης κατά το Σύνταγμα και του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι στην αναιρεσιβαλλόμενη το Δικαστήριο παραλείπει να προβεί στην συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων, ώστε να καθίσταται σαφές πως αυτά κατατείνουν στην διαμόρφωση της κρίσης στην οποία αυτό κατέληξε. Όμως, με την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό, προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί στο σύνολό τους όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι ορισμένα μόνο από αυτά και, για τη βεβαιότητα αυτή, αρκεί μόνο η μνημόνευση αυτών κατά το είδος τους, χωρίς να παρίσταται ανάγκη, στην παρούσα περίπτωση, ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας τους τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά και χωρίς να γίνεται αξιολογική συσχέτιση των αποδεικτικών στοιχείων μεταξύ τους, η παράλειψη της οποίας δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως. Η αιτίασή της ότι τα αναφερόμενα στην αρχή του σκεπτικού της αποφάσεως, αποδεικτικά μέσα αποδεικνύουν ότι εν τοις πράγμασι αυτή δεν άσκησε τη διαχειριστική της εταιρείας ουδέποτε, αλλά την ασκούσε ο Ζ, πλήττει την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, αλλά απαραδέκτως. Για τον αυτό λόγο είναι αβάσιμη η αιτίασή της ότι δεν διέθετε ποτέ την εξουσία διενέργειας πληρωμών, αλλά αποδεικνύετο ότι ήταν απλή υπάλληλος της εταιρίας και είχε μόνο τυπικά την ιδιότητα της διαχειρίστριας αυτής, όπως κατ' εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, δέχθηκε το Δικάσαν Δικαστήριο. Για τον ίδιο λόγο είναι αβάσιμη και η αιτίασή της, ότι "όπως ισχυρίστηκε και απέδειξε, η ίδια στερείτο οποιασδήποτε πληροφόρησης και πρόσβασης στη διοίκηση και τη διαχείριση των οικονομικών της εργοδότριας, εταιρίας και συνεπώς, ήταν αδύνατο για την αναιρεσείουσα να καταβάλλει τις δεδουλευμένες αποδοχές της πολιτικώς ενάγουσας", όπως ακριβώς αυτή ισχυρίζεται. Όμως, αυτά έγιναν δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση με πλήρη αιτιολογία και πλήττεται απαραδέκτως η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικάσαντος Δικαστηρίου. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αλλά και ο κατ' άρθρο 511 ΚΠΔ αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενος, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως κρίθηκε παραδεκτή και εμφανίστηκε εκείνη που την άσκησε, λόγος του άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του αυτού Κώδικα της εσφαλμένης ερμηνείας της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τον πρώτο από τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων των πραγματικών περιστατικών. Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ. 1).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 14 Σεπτεμβρίου 2009 (υπ' αριθμ. πρωτ. 7188/17-9-2009 ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αίτηση της Χ για αναίρεση της με αριθμό 39.071/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαΐου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Μαΐου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ