Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Κατηγορούμενος, Μάρτυρες.
Περίληψη:
Λόγος αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα. Παράβαση ΕΣΔΑ, διότι λήφθηκαν υπόψη προανακριτικές καταθέσεις του κρατουμένου. Αυτοενοχοποίηση. Αρ. 211 εδ. α ΚΠΔ. Δεν εξετάζονται ως μάρτυρες όσοι άσκησαν προανακριτικά και ανακριτικά καθήκοντα. Η απαγόρευση εκτείνεται και στους ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους. Εξαίρεση, κατά τη διάταξη του άρθρου 174 του Ν. 2960/2001 περί Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, για Οικονομικούς Υπαλλήλους. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται ανάλογα (30 παρ. 23 του Ν. 3296/2004) και στο ΣΔΟΕ (ΥΕΕ). Απορρίπτει αναίρεση.
Αριθμός 568/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Αναγνωστόπουλο, περί αναιρέσεως της 2731/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντα το Ελληνικό Δημόσιο που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον Πάρεδρο Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Παναγιώτη Πανάγου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Ιουνίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1188/07.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 31, 105 και 223 παρ.4 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι απαγορεύεται η ανάγνωση και η αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του κατηγορουμένου της κατάθεσής του που έγινε κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξετάσεως ή της ένορκης ή χωρίς όρκο κατάθεσης που έδωσε κατά τη διενέργεια της αυτεπάγγελτης προανάκρισης και πριν στραφούν οι υπόνοιες εναντίον του. Η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του Δικαστηρίου των μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες δόθηκαν πριν ο εξετασθείς αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 72 Κ.Π.Δ., δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, κατά τα άρθρα 171 παρ. 1 περιπτ. δ', η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, διότι αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματός του για "δίκαιη δίκη", που του εξασφαλίζει το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., καθώς και το δικαίωμά του από το άρθρο 223 παρ. 4 Κ.Π.Δ. να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Η θεμελιώδης αυτή αρχή της μη αυτοενοχοποιήσεως διακηρύσσεται ήδη στο άρθρο 14 παρ. 3 εδ. ζ' του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει σε πλήρη ισότητα μεταξύ των άλλων και την εγγύηση να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του. Το αυτό δε αποτέλεσμα με τον εξαναγκασμό του κατηγορουμένου να καταθέσει εναντίον του επάγεται και η μετά την κτήση της ιδιότητας του κατηγορουμένου λήψη υπόψη, χωρίς τη συναίνεσή του, όσων επιβαρυντικών για τον ίδιο είχε αυτός καταθέσει σε χρόνο προγενέστερο της κτήσεως της ιδιότητας αυτής. Παραβίαση όμως της πιο πάνω αρχής της μη αυτοενοχοποιήσεως του κατηγορουμένου επέρχεται μόνο με την κατά τον προαναφερόμενο τρόπο αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του Δικαστηρίου των πιο πάνω μαρτυρικών αυτού καταθέσεων , και όχι με την αξιοποίηση όσων ό ίδιος, μη εξεταζόμενος κατά την προδικασία, αποκάλυψε εκουσίως, σε τρίτους, οι οποίοι και δεν κωλύονται να καταθέσουν, εξεταζόμενοι ως μάρτυρες, ό,τι γνωρίζουν σχετικώς. Παραβίαση της πιο πάνω αρχής δύναται να επέλθει και όταν εξετάζονται ως μάρτυρες πρόσωπα, τα οποία μεταφέρουν στο Δικαστήριο το περιεχόμενο της προανακριτικής καταθέσεως του κατηγορουμένου, όχι όμως και όταν τα πρόσωπα αυτά απλώς έλαβαν γνώση της εν λόγω καταθέσεως και καταθέτουν περιστατικά, τα οποία δεν έχουν την κατάθεση αυτήν ως αποκλειστική πηγή γνώσεως .Περαιτέρω, κατά το άρθρο 211 εδ.α ΚΠΔ, με ποινή ακυρότητας της επ' ακροατηρίου διαδικασίας, δεν εξετάζονται ως μάρτυρες κατά την αποδεικτική διαδικασία όσοι άσκησαν και ανακριτικά καθήκοντα ή έργα γραμματέα της ανάκρισης στην ίδια υπόθεση. Η ακυρότητα που επέρχεται από την παράβαση αυτή είναι σχετική (άρθρα 170 παρ.2 και 171 παρ.1 ΚΠΔ) , καλυπτόμενη, επομένως, αν δεν προταθεί ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας , σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 174 του ΚΠΔ, διαφορετικά, ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως. Λόγω της γενικότητας της πιο πάνω διατάξεως του άρθρου 211, αυτή συμπεριλαμβάνει όλους όσους άσκησαν ανακριτικά καθήκοντα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα προανακριτικά, ο λόγος δε της εξαιρέσεως των προσώπων αυτών στηρίζεται στην προκατάληψη την οποία θεωρεί ο νομοθέτης ότι μπορεί να έχουν υπέρ ή κατά του κατηγορουμένου, ως εκ της ασκήσεως των καθηκόντων τους. Ο λόγος για τον οποίο έχει επιβληθεί η απαγόρευση εκτείνεται και στους ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους, κατά το άρθρο 34 ΚΠΔ, εφόσον ενήργησαν προς βεβαίωση πράξεων από εκείνες που είναι αρμόδιοι. Κατ' εξαίρεση, κατά τη διάταξη του άρθρου 174 του Ν. 2960/2001 περί Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, "οποιοσδήποτε Οικονομικός Υπάλληλος (Οικονομικός Επιθεωρητής, Υπάλληλος Τελωνείου, Δημοσίων Οικονομικών Υπηρεσιών, Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος), όταν ενεργεί ανακριτικές πράξεις για λαθρεμπορία ή συμμετέχει σε αυτές, δεν αποκλείεται να εξεταστεί ως μάρτυρας, κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο", ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 23 του Ν. 3296/2004, η προαναφερθείσα διάταξη εφαρμόζεται ανάλογα κατά περίπτωση και για το σύνολο των υποθέσεων και του προσωπικού της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων (ΥΕΕ), η οποία αντικατέστησε το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ), ανεξάρτητα από τον κλάδο στον οποίο ανήκουν. Στην προκειμένη υπόθεση, ο αναιρεσείων, με το μοναδικό λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, προβάλλει την αιτίαση, ότι, δια της επ' ακροατηρίου εξετάσεως ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης των μαρτύρων Ζ1 και Ζ2, υπαλλήλων του ΣΔΟΕ, έγινε αποδεικτική αξιοποίηση παρανόμου αποδεικτικού μέσου και ειδικότερα των από 19-3-2003 και 10-11-2003 δύο ενόρκων εξετάσεων του ίδιου, ως μάρτυρα, πριν αυτός αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, αξιοποίηση η οποία επιτεύχθηκε, διότι ο πρώτος των ανωτέρω μαρτύρων άσκησε κατά την λήψη αυτών καθήκοντα ανακριτικού υπαλλήλου και η δεύτερη καθήκοντα γραμματέως και διότι ο μάρτυρας Ζ1, σχετικώς με το πώς περιήλθαν σε γνώση του τα υπ' αυτού κατατιθέμενα επ' ακροατηρίου, κατέθεσε ότι : "Αυτά τα ξέρω από την ένορκη κατάθεση", ενώ η μάρτυρας Ζ2 καταθέτοντας ανέφερε ότι "Ο Χ1 τα παραδέχθηκε". Περαιτέρω δε, όπως αναφέρει ο αναιρεσείων, οι ίδιοι μάρτυρες, ήσαν οι συντάκτες της από ....... εκθέσεως ελέγχου της Περιφερειακής Διεύθυνσης Κεντρικής Μακεδονίας του ΣΔΟΕ, η οποία έκθεση περιλαμβάνει και αξιοποιεί για το τελικό της συμπέρασμα μαρτυρικές καταθέσεις αυτού, που δόθηκαν προανακριτικά και πριν αυτός λάβει την ιδιότητα του κατηγορουμένου και έτσι, με το να εξετάσει το Δικαστήριο τα παραπάνω πρόσωπα, παρά την ρητή εναντίωση του συνηγόρου του, αξιοποίησε παράνομα αποδεικτικά μέσα και, επομένως, εχώρησε απόλυτη ακεραιότητα της διαδικασίας .
Οι αιτιάσεις αυτές του αναιρεσείοντος , σύμφωνα και με τις πιο πάνω σκέψεις, είναι αβάσιμες. Ειδικότερα α) δεν προκύπτει απαράδεκτο από την εξέταση , στο ακροατήριο, των μαρτύρων του κατηγορητηρίου - υπαλλήλων του ΣΔΟΕ (ήδη ΥΕΕ), ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι αυτοί άσκησαν καθήκοντα προανακριτικού υπαλλήλου στην εξεταζόμενη υπόθεση, αφού οι κατά τα άνω διατάξεις του Τελωνειακού Κώδικα και του Ν. 3296/2004, ως ειδικότερες, υπερισχύουν της γενικής τοιαύτης του άρθρου 211 του ΚΠΔ και β) δεν έλαβε χώρα, με την εξέταση των πιο πάνω μαρτύρων, αποδεικτική αξιοποίηση των πιο πάνω από 19-3-2003 και 10-11-2003 δύο ενόρκων εξετάσεων του ήδη αναιρεσείοντος, ως μάρτυρα, από το γεγονός ότι αυτοί ήταν συντάκτες της από ....... εκθέσεως ελέγχου του ΣΔΟΕ, ούτε από το περιεχόμενο των καταθέσεων αυτών προκύπτει κάτι τέτοιο. Η αναφορά του μάρτυρα Ζ1 ότι "αυτά τα ξέρω από την ένορκη κατάθεση", δεν υπονοεί, κατ' ανάγκη, ότι αναφέρεται στις επίμαχες δύο ένορκες καταθέσεις, ούτε η αναφορά της Ζ2 ότι "ο Χ1 τα παραδέχθηκε", υποδηλώνει, κατ' ανάγκη, ότι η μάρτυρας πληροφορήθηκε αυτό αποκλειστικά από τις ένορκες αυτές καταθέσεις και όχι ότι ο αναιρεσείων δεν δέχθηκε, όσα αυτή κατέθεσε, και κατ' άλλον τρόπο. Η κρίση, άλλωστε, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν προέβη σε αξιοποίηση των από 19-3-2003 και 10-11-2003 δύο ενόρκων εξετάσεων, λαμβάνοντας υπόψη τις καταθέσεις των δύο πιο πάνω μαρτύρων, ως συντακτών της από ..... εκθέσεως ελέγχου του ΣΔΟΕ, ενισχύεται και από το ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, το Δικαστήριο έκανε δεκτή ένσταση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για μη ανάγνωση της από .... έκθεσης ελέγχου, που συνέταξαν οι πιο άνω μάρτυρες, διότι η ως άνω έκθεση ελέγχου προς συναγωγή των διαπιστώσεών της, έλαβε υπ' όψη τις προαναφερόμενες από 19/3/2003 και 10/11/2003 δύο εκθέσεις ένορκης εξέτασης ως μάρτυρα του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντος. Ειδικότερα στο αιτιολογικό της σχετικής παρεμπίπτουσας απόφασής του το Δικαστήριο διέλαβε ότι η πιο πάνω έκθεση ελέγχου "περιλαμβάνει και αξιοποιεί για το τελικό της συμπέρασμα μαρτυρικές καταθέσεις του κατηγορουμένου, που δόθηκαν προανακριτικά και πριν αυτός λάβει την ιδιότητα αυτή (του κατηγορουμένου). Εν όψει τούτων και όσων ανωτέρω σχετικώς αναφέρονται, πρόδηλο είναι ότι πρέπει από τούδε να γίνει δεκτό, κατά παραδοχή της συναφούς ενστάσεως του κατηγορουμένου, προβληθείσης δια του συνηγόρου του, ότι η έκθεση αυτή δεν μπορεί ν' αναγνωσθεί...". Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Α του ΚΠΔ μοναδικός λόγος αναίρεσης, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα ( άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ ) και η δικαστική δαπάνη τoυ πολιτικώς εν;aγoντος Ελληνικού Δημοσίου, που παραστάθηκε.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12-6-2007 αίτηση ( δήλωση) αναιρέσεως του Χ1, κατά της 2731/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στην δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, που παραστάθηκε, την οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων ενενήκοντα (290) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 6 Μαρτίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ