Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 393 / 2015    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη.




Περίληψη:
Έκδοση ακάλυπτης δίγραμμης επιταγής- 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933.
1. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου.
2. Είναι αδιάφορη η αιτία έκδοσης της επιταγής και το τυχόν παράνομο αυτής, είναι αδιάφορες για τη θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος.
3. Ο ισχυρισμός ότι η επιταγή που εκδόθηκε καλύπτει τοκογλυφικούς τόκους, ανάγεται στην αιτία έκδοσης και μεταβίβασης της επιταγής, γεγονός που δεν επηρεάζει το αξιόποινο της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής.
4. Η παράλειψη υπογραφής της εκθέσεως εγχειρίσεως της εγκλήσεως από την εισαγγελέα, οφείλεται προφανώς σε παραδρομή, η δε παραδρομή αυτή οργάνου της πολιτείας, δεν επισύρει σε βάρος της εγκαλούσας εταιρείας ως κύρωση το απαράδεκτο της κατά τα άλλα νομότυπα υποβληθείσας εγκλήσεως, που υπογράφεται από την καταθέσασα και από τον αρμόδιο γραμματέα της εν λόγω εισαγγελίας και επομένως είναι έγκυρη.

5. Η συμμετοχή ενός δικαστή στη σύνθεση πολιτικού δικαστηρίου επί αστικής διαφοράς δύο πολιτών, δε συνιστά λόγο αποκλεισμού συμμετοχής του στην επακολουθούσα συναφή ποινική δίκη των ιδίων διαδίκων, αλλά ενδεχομένως λόγο, που μπορεί ο δικάσας δικαστής, να υποβάλει δήλωση αποχής, για λόγους ευπρέπειας και ευθιξίας, ώστε να μην κλονιστεί η εμπιστοσύνη των δικαζομένων πολιτών για την ευθυκρισία και το αμερόληπτο …..




Αριθμός 393/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Αγγελική Αλειφεροπούλου (σύμφωνα με την υπ'αριθμό 48/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Ο. Π. - Κ. του Ν., κατοίκου ..., που παρέστη με τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Αικατερίνη Πίντζου και Παύλο Κεσόγλου, για αναίρεση της υπ'αριθ.787/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καβάλας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Ιουλίου 2014 αίτησή της αναιρέσεως μετά των από 5 Φεβρουαρίου 2015 προσθέτων λόγων, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 65/2015.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους της αναιρεσείουσας, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ'αυτής πρόσθετοι λόγοι.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.Κατά το άρθρο 15 του ΚΠΔ, όλα τα δικαστικά πρόσωπα του προηγούμενου άρθρου είναι εξαιρετέα αν συντρέχουν οι λόγοι αποκλεισμού του άρθρου αυτού ή αν προκάλεσαν ή προκαλούν υπόνοιες μεροληψίας, δηλαδή αν υπάρχουν γεγονότα, που μπορούν να δικαιολογήσουν δυσπιστία για την αμεροληψία τους. Η τυχόν συνδρομή μόνο της τελευταίας περιπτώσεως δεν αποτελεί λόγο κακής συνθέσεως του δικαστηρίου, όπως αποτελεί η συμμετοχή σε αυτό δικαστικών προσώπων, που στο πρόσωπό τους συντρέχει λόγος αποκλεισμού, κατά το άρθρο 14 του ΚΠΔ, από την άσκηση των καθηκόντων τους, αλλά λόγο εξαιρέσεως του δικαστικού προσώπου που προκάλεσε ή προκαλεί υπόνοιες μεροληψίας. Ο λόγος αυτός όμως πρέπει να προταθεί, σύμφωνα με τα άρθρα 16 επ. ΚΠΔ, πριν αρχίσει η συζήτηση, και μόνο αν γίνει αυτός δεκτός και παρά ταύτα συμμετάσχει ο δικαστής στη σύνθεση του δικαστηρίου, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. α' του ΚΠΔ, που ιδρύει τον λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα. Η παραπάνω διάταξη του άρθρου 16, καθορίζει το χρόνο πρότασης της αίτησης εξαίρεσης, ΅ε ποινή το απαράδεκτο αυτής, όταν γίνεται επίκληση ό΅ως, ως λόγου, υπονοιών ΅εροληψίας, όχι δε και όταν γίνεται επίκληση ως λόγου εξαίρεσης κάποιου λόγου αποκλεισ΅ού του άρθρου 14 ΚΠΔ, διότι οι τελευταίοι, ως κωλύ΅ατα, προκαλούν απόλυτη ακυρότητα (άρ. 171 παρ. 1 α' ΚΠΔ) και λα΅βάνονται υπόψη και αυτεπάγγελτα και άρα προτείνονται οποτεδήποτε σε κάθε στάση της διαδικασίας της δίκης και ενώπιον του Αρείου Πάγου. Ήτοι αυτεπάγγελτα λα΅βάνεται υπόψη ΅όνο αν είναι συγχρόνως και λόγος αποκλεισ΅ού. Με τη διάταξη του άρθρου 23 ΚΠΔ, για την προστασία του κύρους και της αξιοπιστίας της δικαιοσύνης και των λειτουργών αυτής, καθιερώνεται στους δικαστικούς λειτουργούς το καθήκον να δηλώνουν οι ίδιοι α΅έσως και αν είναι δυνατόν πριν υποβληθεί κατ' αυτών αίτηση από τους διαδίκους, αποχή από τα καθήκοντά τους σε συγκεκρι΅ένη υπόθεση, αν συντρέχει κάποιος λόγος αποκλεισ΅ού ή εξαίρεσης, κατά τα άρθρα 14 και 15 , όπως και αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι ευπρεπείας. Λόγοι ευπρέπειας και ευθιξίας, σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 14 παρ.1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και τα Πολιτικά Δικαιώματα, με την οποία καθιερώνεται "το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη", μπορεί να θεωρηθούν και εκείνοι που μπορεί να κλονίσουν την εμπιστοσύνη των διαδίκων για το απολύτως αντικειμενικό, απροκατάληπτο και αδιάβλητο της κρίσεως τους. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η συμμετοχή ενός δικαστή στη σύνθεση πολιτικού δικαστηρίου επί αστικής διαφοράς δύο πολιτών, δε συνιστά λόγο αποκλεισμού συμμετοχής του στην επακολουθούσα συναφή ποινική δίκη των ιδίων διαδίκων, αλλά ενδεχομένως λόγο, που μπορεί ο δικάσας δικαστής, να υποβάλει δήλωση αποχής, για λόγους ευπρέπειας και ευθιξίας, ώστε να μην κλονιστεί η εμπιστοσύνη των δικαζομένων πολιτών για την ευθυκρισία και το αμερόληπτο, αφού με την έκδοση της πρώτης αποφάσεως, έχουν ήδη εκφράσει κάποια σχετική θέση επί της επίδικης διαφοράς, η οποία όμως και δεν ταυτίζεται πάντοτε ως προς τους όρους και τη διαδικασία.
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης προβάλλεται η πλημμέλεια της κακής σύνθεσης του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη με αρ. 787/2014 απόφαση, δηλαδή του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας, λόγω του ότι, συμμετέσχε σε αυτό, ως μέλος, ο Πρωτοδίκης Ηρακλής Μέτσκας, ο οποίος είχε συμμετάσχει στη σύνθεση του πολιτικού Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καβάλας και στην έκδοση της υπ' αριθμ. 84/2013 απόφασης, η οποία αφορούσε αγωγές της Μονοπρόσωπης ΕΠΕ "Καπνεμπορικές Επιχειρήσεις Μονοπρόσωπη ΕΠΕ", της Β. Κ. και της εταιρείας "ΠΑΓΟΠΟΙΕΙΟΝ ΚΑΙ ΨΥΓΕΙΟΝ ΚΑΒΑΛΑΣ ΑΕ" και της νυν κατηγορουμένης, κατά της εναγομένης και νυν εγκαλούσας εταιρείας "GENNET. . AE", με αντικείμενο την αναγνώριση ακυρότητας λόγω εικονικότητας επτά συμβάσεων πώλησης καπνών και ακυρότητας συναφών συμβάσεων εγγυήσεως και ανυπαρξίας αξίωσης και από την ένδικη τραπεζική επιταγή, που έγιναν δεκτές, πλην με παρεισύφρασες κρίσεις βλαπτικές για την εξέλιξη των ποινικών δικών και για την νυν κατηγορουμένη, αστική διαφορά απορρέουσα από το ίδιο βιοτικό συμβάν, και ως εκ τούτου συνέτρεχαν στο πρόσωπο του Πρωτοδίκη αυτού λόγοι που θάπρεπε να δηλώσει αποχή για διαφύλαξη της αμεροληψίας του, γι'αυτό και η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη υπέβαλε στο δικαστήριο δήλωση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και ανέφερε τα παραπάνω στο δικαστήριο και ότι έπρεπε ο άνω δικαστής να απόσχει από τη σύνθεση του ποινικού αυτού δικαστηρίου, ώστε να δικαστεί από αμερόληπτο δικαστήριο. Στο αιτητικό δε της καταχωρηθείσας ως παραπάνω δηλώσεως του συνηγόρου της κατηγορουμένης, που σημειωτέον υποβλήθηκε μετά την καταδίκη της κατηγορουμένης και την επιβολή σε αυτήν ποινής, (βλ. σελ. 87 πρακτικών), ζητείται απλώς η καταχώρηση της άνω δήλωσης στα πρακτικά και ουδόλως ζητείται η εξαίρεση του παραπάνω δικαστή, που θάπρεπε και να προβληθεί στην αρχή της συνεδρίασης προ της έναρξης της αποδεικτικής διαδικασίας, ο οποίος Πρωτοδίκης και στη συνέχεια, από τα πρακτικά προκύπτει ότι δεν προέβη σε καμία δήλωση αποχής. Ο λόγος όμως αυτός αναιρέσεως για κακή σύνθεση του δικαστηρίου και ότι δεν έτυχε η κατηγορουμένη δίκαιης δίκης από αμερόληπτους δικαστές, ο οποίος προβάλλεται από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, 6 της ΕΣΔΑ και 14 παρ.1 του ΔΣ/ΑΠΔ, είναι αβάσιμος, γιατί η συνδρομή ενός τέτοιου επικληθέντος στο ποινικό δικαστήριο γεγονότος, δηλαδή της συμμετοχής του παραπάνω ποινικού δικαστή στην σύνθεση του προδικάσαντος πολιτικού δικαστηρίου Καβάλας, που είχε επιληφθεί σχετικών τακτικών αγωγών των αντιδίκων από το ίδιο βιοτικό συμβάν, δεν αποτελεί λόγο κακής σύνθεσης του ποινικού δικαστηρίου που δίκασε, αφού κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, δεν υπάγεται στους λόγους αποκλεισμού του δικάσαντος ποινικού δικαστή (άρθρο 14 ΚΠΔ), που λαμβάνονται αυτεπάγγελτα υπόψη, αλλά λόγο αποχής ή και εξαίρεσης του δικαστή, ώστε να κριθεί η συνδρομή τέτοιου λόγου από το αρμόδιο δικαστήριο, ο οποίος όμως λόγος εξαίρεσης προκύπτει σαφώς από τα πρακτικά του δικαστηρίου ότι δεν υποβλήθηκε με αίτηση και δη με την άνω καταχωρηθείσα δήλωση της κατηγορουμένης, σύμφωνα με το άρθρο 16 ΚΠΔ και επομένως, από την παραπάνω συμμετοχή του Πρωτοδίκη στο ποινικό δικαστήριο δεν επήλθε καμία απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας.
2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972, ορίζεται ότι, "εκείνος που εκδίδει επιταγή μη πληρωθείσα επί πληρωτή παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά τον χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής αυτής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών". Κατά το ίδιο άρθρο 79 παρ. 1 του άνω ν. 5960/1933, μετά και την προσθήκη παραγράφου 5 σε αυτό με το άρθρο 4 παρ.1 περ. α του ν.2408/1996, ορίζεται πλέον ότι "εκείνος ο οποίος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από πληρωτή γιατί δεν είχε διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της , τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Από τη διάταξη αυτή, από την οποία απαλείφθηκε το "εν γνώσει" της προηγούμενης ρυθμίσεως, προκύπτει ότι, το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται αντικειμενικά μεν, α) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, β) υπογραφή του εκδότη, στη θέση υπογραφής του εκδότη, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου και εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρίας, γ) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και δ) έλλειψη αντίστοιχων διαθεσίμων κεφαλαίων στον πληρωτή, τόσο κατά το χρόνο έκδοσης, όσο και κατά το χρόνο εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή, υποκειμενικά δε, δόλος, η ύπαρξη του οποίου δεν απαιτείται να αιτιολογείται ιδιαιτέρως , για δε την ύπαρξή του αρκεί η γνώση του εκδότη για την έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων. Με την νέα δηλαδή ρύθμιση, αρκεί ο απλός (ή ενδεχόμενος) δόλος και δεν απαιτείται άμεσος δόλος, με την έννοια της εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεσης της πράξεως. ’ρα, για να είναι, δηλαδή, αξιόποινη η πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, αρκεί ο εκδότης αυτής σε επίπεδο γνωστικό να γνωρίζει ακόμη και ως ενδεχόμενο και σε επίπεδο βουλητικό να επιδιώκει ή απλά να αποδέχεται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος, μεταξύ των οποίων είναι και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων. Όταν, συνεπώς, στην καταδικαστική απόφαση για έκδοση ακάλυπτης επιταγής διαλαμβάνεται ότι ο δράστης ενήργησε εκ προθέσεως (εκ δόλου), σημαίνει ότι αυτός γνωρίζει και αποδέχεται όλα τα στοιχεία που κατά νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933, μεταξύ των οποίων είναι και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια Τράπεζα. Ήτοι, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως για το παραπάνω έγκλημα δεν είναι απαραίτητο να γίνεται σ' αυτή και ειδική αναφορά σε "γνώση" του εκδότη της επιταγής για την ανυπαρξία διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια τράπεζα, όπως απαιτούσε η προαναφερόμενη διάταξη πριν από την τροποποίησή της από το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972. Το αξιόποινο του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής δεν επηρεάζεται από την έλλειψη κάθε αιτίας ή οφειλής του εκδότη ή από το τυχόν παράνομο της αιτίας εκδόσεως της επιταγής, γιατί το έγκλημα αυτό, ενόψει της φύσεως της επιταγής ως χρηματικού μέσου πληρωμής και της ανάγκης προστασίας των συναλλαγών, πραγματώνεται με μόνη την έκδοση και τη μη πληρωμή της ακάλυπτης επιταγής χωρίς να ασκεί επιρροή η εσωτερική σχέση μεταξύ εκδότη και λήπτη της επιταγής, δεδομένου ότι στο πεδίο του ποινικού δικαίου δεν ερευνάται η αιτία εκδόσεως. Ο ισχυρισμός ότι η επιταγή που εκδόθηκε καλύπτει τοκογλυφικούς τόκους, ανάγεται στην αιτία έκδοσης και μεταβίβασης της επιταγής, γεγονός που δεν επηρεάζει το αξιόποινο της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής (ΑΠ 938/2014). Ούτε αίρεται το άδικο της πράξεως αν η ενσωματωμένη στην επιταγή απαίτηση είναι μη αγώγιμη ή δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά του εκδότη, λόγω του ανυπάρκτου ή παρανόμου της αιτίας. Αρκεί η επιταγή ως αξιόγραφο να έχει τα τυπικά στοιχεία της εγκυρότητας(ΑΠ 207/2014). Με βάση τις παραπάνω προϋποθέσεις, και του σκοπού της διάταξης του άνω άρθρου, προκύπτει κατά τρόπο σαφή ότι δράστης (αυτουργός) του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής μπορεί να είναι μόνο ο "εκδίδων" επιταγή, χωρίς αντίκρισμα, δηλαδή αυτός που πραγματοποιεί την επί του τίτλου δήλωση βουλήσεως (υπογράφει το έγγραφο της επιταγής) και θέτει αυτό σε κυκλοφορία, ανεξάρτητα από το πρόσωπο για το οποίο επέρχονται οι έννομες συνέπειες που απορρέουν από αυτή(ΑΠ 360/2012).
Περαιτέρω, ναι μεν η ανάληψη υποχρεώσεως από επιταγή μπορεί να γίνει και με εκπρόσωπο (άρθρο 11 του ν. 5960/1933), ο οποίος μπορεί να υπογράψει είτε με το δικό του όνομα, για λογαριασμό όμως του αντιπροσωπευόμενου (εκδότη), οπότε πρόκειται για έμμεση αντιπροσώπευση (άρθρο 6 εδ. β του ν. 5960/1933), επί της οποίας υποκείμενο της δημιουργούμενης σχέσεως είναι αυτός ο ίδιος ο αντιπρόσωπος, είτε να υπογράψει και με το όνομα του αντιπροσωπευόμενου μόνο ή με το δικό του όνομα και τη δήλωση ότι ενεργεί στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου (εκδότη), οπότε πρόκειται για άμεση αντιπροσώπευση (άρθρο 10 και 11 του ν. 5960/1933), επί της οποίας υποκείμενο της ιδρυόμενης σχέσεως δεν είναι ο δικαιοπρακτών αντιπρόσωπος, αλλά ο αντιπροσωπευόμενος. Όμως, η ύπαρξη πληρεξουσιότητας προς ενέργεια από τον πληρεξούσιο εμπορικών πράξεων στο όνομα των νομίμων εκπροσώπων εταιρίας, που παρεχώρησαν την πληρεξουσιότητα αυτή, στις οποίες πράξεις περιλαμβάνεται και η έκδοση επιταγής, δεν καλύπτει την παράνομη πράξη της εκδόσεως επιταγής χωρίς αντίκρυσμα, γιατί αντιπροσώπευση στην αδικοπραξία δεν είναι δυνατή. Στην περίπτωση δε που ο φερόμενος ως αντιπρόσωπος εξέδωσε ακάλυπτη επιταγή, ενέχεται ο ίδιος ως αυτουργός της παράνομης αυτής πράξεως, ο δε εντολέας του ενέχεται ως ηθικός αυτουργός ή συνεργός, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 46 ή 47 του ΠΚ. Κατά την έννοια δε των διατάξεων του άρθρου 37 εδ α-δ'του ιδίου ν. 5960/1933, ο εκδότης ή ο κομιστής της επιταγής μπορεί να την διαγραμμίσει. Η διαγράμμιση γίνεται με δύο παράλληλες γραμμές που τίθενται στο εμπρόσθιο μέρος της επιταγής και μπορεί να είναι γενική ή ειδική. Η διαγράμμιση είναι γενική, αν δεν φέρει οποιαδήποτε σημείωση ή αν φέρει τη μνεία τραπεζίτης ή ισοδύναμο όρο και ειδική, αν μέσα στις δύο γραμμές αναγράφεται το όνομα τραπεζίτη. Επίσης κατά την έννοια του άρθρου 38 του ιδίου ν. 5960/1933, επιταγή με γενική διαγράμμιση μπορεί να πληρωθεί από την πληρώτρια τράπεζα μόνο σε τραπεζίτη ή σε πελάτη αυτής. Για να αποκτήσει κάποιος την ιδιότητα πελάτη τράπεζας αρκεί το άνοιγμα λογαριασμού, εφόσον η τράπεζα προβεί στις απαιτούμενες προηγούμενες επαληθεύσεις. Κατά δε την παρ. 5 του ιδίου άρθρου 38, ο πληρωτής ή ο τραπεζίτης που δεν τηρεί τις ανωτέρω διατάξεις, ευθύνεται για την εντεύθεν ζημία μέχρι το ποσό της επιταγής. Ήτοι, επί επιταγής με γενική διαγράμμιση, αν αυτή πληρωθεί σε μη τραπεζίτη ή σε μη πελάτη του πληρωτή, δεν επέρχεται από την παραβίαση αυτή ακυρότητα της σφραγίσεως ή της ίδιας της επιταγής, αλλά μόνο γεννάται υποχρέωση του πληρωτή ή του τραπεζίτη σε αποζημίωση, εφόσον προκλήθηκε ζημία από την παραβίαση αυτή. Κατά τα λοιπά η δίγραμμη επιταγή κυκλοφορεί όπως και η κοινή επιταγή, δεν απαιτείται δε για τη μεταβίβασή της, η τήρηση οιασδήποτε άλλης ειδικής διατύπωσης, ενώ η ποινική ευθύνη του εκδότη αυτής είναι όμοια με αυτήν του εκδότη της κοινής τραπεζικής επιταγής, η δε πληρώτρια τράπεζα μπορεί να δεχθεί δίγραμμη επιταγή από πελάτη της. Δικαιούχος της εγκλήσεως είναι ο κομιστής της επιταγής, όσο και ο εξ αναγωγής υπόχρεος, ο οποίος την πλήρωσε και έγινε κομιστής αυτής, αφού αυτός υφίσταται τελικά τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής εξ αιτίας της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη, καθώς και ο κομιστής της επιταγής, στον οποίο μεταβιβάσθηκε, με οπισθογράφηση, ο οποίος έχει δικαίωμα να εμφανίσει την επιταγή προς πληρωμή, ασκώντας ίδιο εκ του τίτλου, σύμφωνα με το άρθρο 1255 του ΑΚ, δικαίωμα (ΟλΑΠ 23, 24/2007), αφού εξακολουθεί να είναι ο δικαιούχος των επιταγών, τις οποίες δεν έχει εξοφλήσει ο εκδότης.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα.
Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον ’ρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη με αριθμό 787/2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας, καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, σε δεύτερο βαθμό, για τη πράξη της υπ'αυτής εκδόσεως ακάλυπτης δίγραμμης επιταγής, ποσού 8.076.000 ευρώ(παράβαση του άρθρου 79 του ν. 5960/1933), μη πληρωθείσας λόγω έλλειψης επαρκούς διαθεσίμου υπολοίπου στην πληρώτρια τράπεζα, με την αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ.2 β ΠΚ, σε ποινή φυλακίσεως τριών ετών, μετατραπείσα επί πέντε ευρώ την ημέρα και σε χρηματική ποινή δώδεκα χιλιάδων ευρώ. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής δέχθηκε ομόφωνα το άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ότι από τα μνημονευόμενα κατ' είδος, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά το ουσιαστικό του μέρος, κατά πιστή αντιγραφή: "Στην προκειμένη περίπτωση, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και των μαρτύρων υπεράσπισης, από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν δημόσια, καθώς και από την απολογία της κατηγορουμένης, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εταιρεία με την επωνυμία "Ο. Ν. ΠΕΤΡΙΔΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" από τη σύσταση της το έτος 1983 είχε αναπτύξει σημαντική επιχειρηματική δραστηριότητα με αποκλειστικό αντικείμενο την αγορά ανεπεξέργαστων καπνών από παραγωγούς της Μακεδονίας και της Θράκης, την επεξεργασία τους στις οργανωμένες εγκαταστάσεις της στον Αμυγδαλεώνα του Ν. Καβάλας και την μεταπώληση και εξαγωγή των επεξεργασμένων καπνών σε εταιρίες που εδρεύουν στο εξωτερικό. Ήταν πιστοποιημένη επιχείρηση εμπορίας και πρώτης μεταποίησης καπνού, σύμφωνα με τις απαιτήσεις των διατάξεων της Κοινοτικής και εθνικής νομοθεσίας και είχε διαμορφώσει ένα οργανωμένο εμπορικό δίκτυο προμηθευτών και πελατών. Κατά τα έτη 2002 έως 2005, όμως, δεν διέθετε οικονομικά κεφάλαια για να συνεχίσει την εμπορική της δραστηριότητα και για το λόγο αυτό αναζήτησε επανειλημμένα εξωτραπεζικό δανεισμό. Μετά από αλλεπάλληλες διαπραγματεύσεις, η "Ο.Ν.Π. Α.Ε." και η εγκαλούσα (αρχικά "ΝΑ.ΜΑ.ΚΟ. Α.Ε." και μετέπειτα "GENNET Ανώνυμη Εταιρία Παροχής Υπηρεσιών - Εμπορική -Τεχνική και Ναυτιλιακή") συνήψαν στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2002 έως το έτος 2005 επτά συμβάσεις, την πρώτη την 15η-7-2002, τη δεύτερη την 26η-5-2003, την τρίτη την 22η-12-2003, την τέταρτη την 27η-4-2004, την πέμπτη την 8η-6-2004, την έκτη την 19η-5-2005 και την έβδομη την 8η-10-2005, που είχαν ως αντικείμενο τη χορήγηση έντοκων δανείων από την εγκαλούσα προς την "Ο.Ν.Π. Α.Ε." και προέβλεπαν την εξόφληση του κάθε δανείου εντός ολίγων μηνών από τη χορήγηση του με την πληρωμή τόσο του κεφαλαίου όσο και των συμφωνηθέντων τόκων που υπερέβαιναν το ανώτατο επιτρεπόμενο από το νόμο όριο. Για τη σύναψη και την εκτέλεση των ανωτέρω επτά έντοκων δανειακών συμβάσεων με την "Ο.Ν.Π. Α.Ε." η εγκαλούσα απαίτησε, κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων, να συναφθούν ταυτόχρονα κατά το φαινόμενο συμβάσεις πώλησης καπνού και να εκδοθούν τα προβλεπόμενα φορολογικά στοιχεία, με σκοπό να αποκρύψει την τοκογλυφική δραστηριότητα της, να λάβει εγγυήσεις και αξιόχρεες εμπράγματες εξασφαλίσεις και να διασφαλίσει την εξόφληση των κεφαλαίων και των τοκογλυφικών τόκων των δανείων με νομιμοφανείς διαδικασίες. Για το λόγο αυτό συντάχθηκαν και υπογράφηκαν οι από 15-7-2002, 26-5-2003, 22-12-2003 27-4-2004, 8-6-2004, 19-5-2005 και 8-10-2005 έγγραφες συμβάσεις πώλησης καπνών κατά το φαινόμενο από την "Ο.Ν.Π. Α.Ε." προς την εγκαλούσα και εκδόθηκαν σχετικά εικονικά φορολογικά στοιχεία (τιμολόγια και δελτία αποστολής) για την υποτιθέμενη εκτέλεση των εικονικών πωλήσεων που περιγράφονται σε αυτές. Στην πραγματικότητα, όμως, η "Ο.Ν.Π. Α.Ε." τα ανεπεξέργαστα καπνά ποικιλίας μπασμά εσοδειών 2001, 2002, 2003 και 2004 που αγόρασε από παραγωγούς της Μακεδονίας και της Θράκης τα διατήρησε στην κυριότητα της, τα επεξεργάστηκε για λογαριασμό της στις εγκαταστάσεις της στον Αμυγδαλεώνα Ν. Καβάλας και στη συνέχεια τα εξήγαγε η ίδια σε πελάτες της - αλλοδαπές εταιρίες του εξωτερικού, η δε εγκαλούσα, εκτός από τη σύναψη των ως άνω συμβάσεων, δεν είχε καμία ενεργό ανάμειξη στη διαδικασία της επεξεργασίας και γενικά στην εμπορία των καπνών αυτών. Ταυτόχρονα, κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη του πρώτου δανείου, μετά από σχετική προτροπή της εγκαλούσας, συστάθηκε η "ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Μ.Ε.Π.Ε." με μοναδική εταίρο και διαχειρίστρια την Β. Κ., θυγατέρα των μοναδικών μετόχων και νομίμων εκπροσώπων της "Ο.Ν.Π. Α.Ε.", που διέθετε αξιόλογη ακίνητη περιουσία, ελεύθερη από βάρη. Παράλληλα, το έτος 2005 εξέδωσε και πληρώθηκαν τα με αριθμούς 68 και 69/29-11-2005 τιμολόγια πώλησης καπνών, αξίας 696.192 ευρώ και 49.728 ευρώ, αντίστοιχα, προς την αλλοδαπή εταιρία "PHILIP MORRIS INTERNATIONAL MANAGEMENT S.A." και τα με αριθμούς 33, 34, 35, 36 και 37/2005 τιμολόγια πώλησης καπνών, αξίας 303.798,60 ευρώ, 624.474,90 ευρώ, 180.028,80 ευρώ, 124.894,98 ευρώ και 499.579,92 ευρώ, αντίστοιχα, προς την αλλοδαπή εταιρία "BRITISH AMERICAN TOBACCO". Εντούτοις, όμως, αποδείχθηκε ότι κατά τα έτη 2002 έως και 2006 η "ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Μ.Ε.Π.Ε." δεν είχε καμία άλλη εμπορική δραστηριότητα, εκτός από τη σύναψη των επίδικων συμβάσεων αγοράς επεξεργασμένων καπνών από την εγκαλούσα, δεν διέθετε κτιριακές εγκαταστάσεις ούτε απασχολούσε κάποιο προσωπικό και η μοναδική μέτοχος και διαχειρίστρια της, Β. Κ., ήταν παντελώς αμέτοχη ως προς τη λειτουργία και διαχείριση της, αφού απουσίαζε για σπουδές στο εξωτερικό. Όλες οι παραπάνω ενέργειες της Μ.Ε.Π.Ε. έγιναν με πρωτοβουλία και επιμέλεια της βασικής μετόχου και νόμιμης εκπροσώπου της "Ο.Ν.Π. Α.Ε." Ο. Π., που τυγχάνει μητέρα της μοναδικής μετόχου και διαχειρίστριας της "ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Μ.Ε.Π.Ε.", Β. Κ., και η οποία κατέβαλε τα χρήματα που απαιτήθηκαν για τη διαδοχική αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της "ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Μ.Ε.Π.Ε.". Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι τα προαναφερόμενα τιμολόγια πώλησης καπνών προς τις εταιρίες "PHILIP MORRIS INTERNATIONAL MANAGEMENT S.A." και "BRITISH AMERICAN TOBACCO" αφορούσαν συμβόλαια παραγγελίας που είχαν συνάψει για το έτος 2005 οι συγκεκριμένες εταιρίες με την "Ο.Ν.Π. Α.Ε." στο πλαίσιο της πολυετούς συνεργασίας τους, τις παραγγελίες δε αυτές και την εξαγωγή των καπνών στο εξωτερικό εκτέλεσε στην πραγματικότητα η "Ο.Ν.Π. Α.Ε.", αλλά τα τιμολόγια πώλησης εκδόθηκαν από την "ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Μ.Ε.Π.Ε." και πληρώθηκαν σε αυτήν, κατόπιν αποδοχής από τις αντισυμβαλλόμενες εταιρίες εξωτερικού σχετικού αιτήματος της "Ο.Ν.Π. Α.Ε." και συγκεκριμένα της νομίμου εκπροσώπου της, Ο. Π.. Οι καταβολές που πραγματοποίησε η "ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Μ.Ε.Π.Ε." προς την εγκαλούσα κατά τα έτη 2002 έως 2005 έγιναν είτε με τραπεζικά εμβάσματα είτε με την έκδοση και πληρωμή τραπεζικών επιταγών που υπέγραφε, δυνάμει συμβολαιογραφικών πληρεξουσίων, η Ο. Π., ως πληρεξούσια της διαχειρίστριας της Μ.Ε.Π.Ε., Β. Κ., και με χρηματικά κεφάλαια που αποκόμιζε από τις εξαγωγές των επεξεργασμένων καπνών η "Ο.Ν.Π. Α.Ε." και στη συνέχεια διοχέτευε προς την "ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Μ.Ε.Π.Ε.", η οποία υφίστατο, για να εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνο τις ανάγκες της "Ο.Ν.Π. Α.Ε.".
Συνεπώς, οι από 15-7-2002, 26-5-2003, 22-12-2003 27-4-2004, 8-6-2004, 19-5-2005 και 8-10-2005 συμβάσεις πώλησης καπνών από την "Ο.Ν.Π. Α.Ε." προς την εγκαλούσα έγιναν κατά το φαινόμενο και υπέκρυπταν μεταξύ τους συμβάσεις έντοκων δανείων με το περιεχόμενο που προαναφέρθηκε, από αυτές δε οι από 15-7-2002, 26-5-2003 και 22-12-2003 υποκρυπτόμενες δανειακές συμβάσεις εκτελέστηκαν ομαλά από τους συμβαλλομένους, καθώς η εγκαλούσα κατέβαλε στην "Ο.Ν.Π. Α.Ε." τα κεφάλαια των δανείων και η "Ο.Ν.Π. Α.Ε." τα αποπλήρωσε, όπως είχαν συμφωνήσει, καταβάλλοντος τόσο τα κεφάλαια όσο και τους συμφωνηθέντες (νόμιμους και τοκογλυφικούς) τόκους. Δεν συνέβη το ίδιο, όμως, με τις από 27-4-2004, 8-6-2004, 19-5-2005 και 8-10-2005 υποκρυπτόμενες δανειακές συμβάσεις, καθώς η "Ο.Ν.Π. Α.Ε." αδυνατούσε να ανταπεξέλθει στην εξόφληση των έντοκων δανείων, καθώς και των τοκογλυφικών τόκων. Αντίστοιχα, έγγραφες συμβάσεις πώλησης καπνών από την εγκαλούσα προς την "ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Μ.Ε.Π.Ε." έγιναν κατά το φαινόμενο μόνο, αφού, όπως προεκτέθηκε, η ως άνω Μ.Ε.Π.Ε. δεν εξυπηρετούσε δικά της συμφέροντα, αλλά υφίστατο για να εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνο τα συμφέροντα της Ο.Ν.Π., γεγονός που αποδεικνύεται, μεταξύ άλλων, από την ταυτόχρονη υπογραφή των συμβάσεων πώλησης καπνών από την "Ο.Ν.Π. Α.Ε." προς την εγκαλούσα και από την εγκαλούσα προς την "ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Μ.Ε.Π.Ε.", στις οποίες συμβάλλονται ως εγγυήτρια η Β. Κ. και ως εκ τρίτου συμβαλλόμενη στη μεν πρώτη η μετέπειτα αγοράστρια "ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Μ.Ε.Π.Ε.", στη δε δεύτερη η αρχική πωλήτρια "Ο.Ν.Π. Α.Ε." και μάλιστα σε δύο περιπτώσεις αμφότερες οι συμβάσεις αναφέρονται σε πώληση επεξεργασμένων καπνών που αποτυπώνει μια ασυνήθιστη εμπορική συναλλαγή ουσιαστικά μεταξύ δύο εταιριών ("Ο.Ν.Π. Α.Ε." και "ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Μ.Ε.Π.Ε.") που ανήκουν στα μέλη της ίδιας οικογένειας, η'οποία δεν δικαιολογείται με επάρκεια από άλλο λόγο, παρά μόνο από την έλλειψη και αναζήτηση οικονομικών κεφαλαίων για την χρηματοδότηση της "Ο.Ν.Π. Α.Ε.", καθώς τα καπνά της τελευταίας εμφανίζονται να μεταβιβάζονται την ίδια ημέρα (ή μέσα το πολύ σε 2 ημέρες) από τη μία εταιρία της οικογένειας Π.-Κ. στην άλλη με αυξημένο κόστος, με την εγκαλούσα να αποκομίζει σε ελάχιστο χρόνο σημαντικό κέρδος μόνο με την υπογραφή των συμβάσεων, χωρίς κανένα κίνδυνο και χωρίς καμία ανάμειξη στην εμπορία ή μεταποίηση των καπνών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε, επίσης, ότι στο πλαίσιο των ανωτέρω συμβάσεων, η κατηγορούμενη, εκπροσωπώντας την εταιρεία "Καπνεμπορικές Επιχειρήσεις Μ.Ε.Π.Ε.", δυνάμει του με αριθμό .../16-4-2004 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Καβάλας Γεωργίας Ζαχαριάδου, εξέδωσε στις 10 Ιουλίου 2006 στην Καβάλα τη με αριθμό 2501318-1 δίγραμμη επιταγή, ποσού 8.076.000 ευρώ, πληρωτέα από τον τηρούμενο στη Λαϊκή Τράπεζα (ακολούθως συγχωνευθείσα με την Τράπεζα "MARFIN ΕΓΝΑΤΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ") λογαριασμό της ως άνω εταιρείας, σε διαταγή της εγκαλούσας εταιρίας "GENNET ΑΕ". Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του αντιγράφου της επίδικης επιταγής, αυτή (κατηγορουμένη) υπέγραψε, ως εκδότης της επίδικης επιταγής, με το δικό της όνομα. Το γεγονός ότι άνω από την υπογραφή της τέθηκε η σφραγίδα της ανωτέρω εταιρίας, δεν μπορεί να οδηγήσει στην κρίση ότι πρόκειται για άμεση αντιπροσώπευση, αφού δεν υφίσταται επί του σώματος αυτής δήλωση της κατηγορουμένης ότι ενεργεί στο όνομα της αντιπροσωπευόμενης από αυτήν εταιρείας, ούτε υπάρχει κάποια άλλη ρήτρα περί αυτού (βλ. adhoc 1051/2011 δημ. ΝΟΜΟΣ).
Συνεπώς, αφού η κατηγορουμένη, ενεργώντας ως έμμεσος αντιπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία "Καπνεμπορικές Επιχειρήσεις Μ.Ε.Π.Ε.", εξέδωσε την επίδικη επιταγή αυτή είναι το ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτων επιταγών. Επειδή πρόκειται για έμμεση αντιπροσώπευση δεν χρειάζεται η σχέση αυτή της έμμεσης αντιπροσωπεύσεως να προκύπτει από το ίδιο το έγγραφο της επιταγής και η μη αναγραφή της δεν επάγεται ακυρότητα του τίτλου. Κατόπιν αυτών, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο ισχυρισμός της περί κηρύξεως απαραδέκτου της ποινικής δίωξης λόγω ακυρότητας της επιταγής εκ της μη αναφοράς στο σώμα της επιταγής ότι αυτή εκδίδεται για λογαριασμό της αντιπροσωπευόμενης και της πληρεξουσιότητας της. Περαιτέρω, το ΔΣ της λήπτριας εταιρείας, με σχετική απόφαση του, έδωσε εντολή και πληρεξουσιότητα προς τον Α. Μ., Αντιπρόεδρο του ΔΣ να προβεί στην εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και να την εισπράξει για λογαριασμό της και σε περίπτωση μη πληρωμής να επιδιώξει τη σφράγιση της. Για τον λόγο αυτόν, οπισθογράφησε δια του νομίμου εκπροσώπου της, λόγω συγκεκαλυμμένης πληρεξουσιότητας την επιταγή προς τον ανωτέρω. Ο τελευταίος, ενεργώντας κατ1 εντολή και για λογαριασμό της λήπτριας, την εμφάνισε εμπρόθεσμα την επιταγή στις 17-7-2006, προς είσπραξη στο κεντρικό κατάστημα της πληρώτριας Τράπεζας στην Αθήνα. Για να μην υπάρχει δε αμφισβήτηση ότι ενεργούσε για λογαριασμό της λήπτριας, κατόπιν συγκαλυμμένης πληρεξουσιότητας, σημειώθηκε επ'αυτής και κάτωθι του ονόματος του, ότι ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της. Ο αρμόδιος υπάλληλος της πληρώτριας Τράπεζας, αφού προέβη σε έλεγχο των τυπικών στοιχείων της επιταγής, βεβαίωσε στο εμπρόσθιο τμήμα αυτής την αυθεντικότητα της υπογραφής του εκδότη, θέτοντας τη στρογγυλή σφραγίδα της Τράπεζας, την ένδειξη SV (signature verified) και τη μονογραφή του άνωθεν της υπογραφής του εκδότη, καθώς και παραλληλόγραμμη σφραγίδα στο μέσον της επιταγής που έφερε την επωνυμία της Τράπεζας, την ένδειξη TELLER 2, την ημερομηνία (17-7-2006) και τον τόπο (Αθήνα). Η ένδειξη SV σημαίνει βεβαίωση του υπαλλήλου ότι ελέγχθηκε η φερόμενη στην επιταγή υπογραφή του εκδότη με το τηρούμενο στην τράπεζα δείγμα υπογραφής του και ότι είναι όμοιο με αυτό, ενώ η παραλληλόγραμμη σφραγίδα τίθεται κατά την εμφάνιση και την εμφάνιση και επεξεργασία της επιταγής. Ακολούθως, εν λόγω υπάλληλος (αμέσως μετά την παραπάνω εμφάνιση της και την αναγραφή των παραπάνω ενδείξεων) βεβαίωσε στο σώμα της επιταγής την πληρωμή της, λόγω ανεπαρκούς υπολοίπου, αφού πράγματι στον τηρούμενο λογαριασμό του εκδότη στην ανωτέρω Τράπεζα με αριθμό 031 025 019571 051, από τον οποίο σύρθηκε η εν λόγω επιταγή, δεν υπήρχε επαρκές υπόλοιπο, όπως προκύπτει από την από 17-7-2006 βεβαίωση περί μη πληρωμής, που υπάρχει στην οπίσθια όψη της επίδικης επιταγής. Η δε κατηγορούμενη, ενεργώντας κατά τα ανωτέρω, σαφώς γνώριζε κατά την έκδοση της εν λόγω επιταγής ότι η εταιρεία με την επωνυμία "Καπνεμπορικές Επιχειρήσεις Μ.Ε.Π.Ε.", δεν διέθετε τόσο κατά τον χρόνο της έκδοσης όσο και κατά τον χρόνο της πληρωμής τα απαιτούμενα κεφάλαια προς πληρωμή της επιταγής στον παραπάνω λογαριασμό που τηρούσε στην πληρώτρια τράπεζα. Περαιτέρω, στην οπίσθια όψη της επιταγής τέθηκε από τους αρμόδιους υπαλλήλους της πληρώτριας Τράπεζας ηλεκτρονική αποτύπωση με το εξής περιεχόμενο: "025-019571-051 KAPNEMPORIKES EPI/SEIS M.EPE EUR *8.076.000,00DR 013108 17JUL06 11.22 002 ΜΒ13Α 0140 TL32 MG 80 CSW". Η ένδειξη 025-019571-051 KAPNEMPORIKES EPI/SEIS M.EPE σημαίνει τον αριθμό του λογαριασμού της επιταγής και την επωνυμία του λογαριασμού του σύστημα της τράπεζας. Η ένδειξη EUR *8.076.000,00 αφορά το νόμισμα και το ποσό της επιταγής. Η ένδειξη 013108 αφορά τον αριθμό της επιταγής όπως διατηρείτο στο σύστημα της τράπεζας. Η ένδειξη 17JUL06 11.22 αφορά την ημερομηνία και την ώρα της συναλλαγής, και εν προκειμένω της εμφάνισης της επιταγής. Η ένδειξη 002 είναι ο αριθμός του καταστήματος της συναλλαγής, η ένδειξη ΜΒ13Α είναι ο αριθμός του τερματικού της συναλλαγής, η ένδειξη 0140 είναι ο αύξων αριθμός της συναλλαγής, η ένδειξη TL 32 είναι ο κωδικός του χρήστη που καταχώρησε την συναλλαγή και η ένδειξη MG 80 είναι ο κωδικός του χρήση που ενέκρινε τη συναλλαγή. Τέλος, η ένδειξη CSW σημαίνει την αρχική επεξεργασία της επιταγής από τον υπάλληλο του καταστήματος στο μηχανογραφικό σύστημα της τράπεζας, διαδικασία που ακολουθείτο από την ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ, ανεξαρτήτως από την ύπαρξη διαθέσιμων κεφαλαίων στον λογαριασμό του εκδότη, ήτοι είτε πρόκειται να πληρωθεί είτε να σφραγισθεί. Όπως, προαναφέρθηκε η επιταγή αυτή είναι δίγραμμη, καθώς επ' αυτής τέθηκαν δύο παράλληλες γραμμές στο εμπρόσθιο μέρος της και ειδικότερα η διαγράμμιση είναι γενική, αφού δεν φέρει οποιαδήποτε σημείωση μέσα στις δύο παράλληλες γραμμές. Η δίγραμμη επιταγή κυκλοφορεί όμως και η κοινή και ο εκδότης ευθύνεται για το αδίκημα του άρθρου 79 του ν. 5960/1933, όπως και ο εκδότης της κοινής επιταγής. Η μόνη της δε διαφορά με την κοινή επιταγή είναι ότι, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 38 παρ. 1 του νόμου 5960/1933, επιταγή με γενική διαγράμμιση μπορεί να πληρωθεί από τον πληρωτή μόνο σε τραπεζίτη ή σε πελάτη του πληρωτή, ενώ για την κτήση της ιδιότητας του πελάτη τραπέζης αρκεί το άνοιγμα λογαριασμού, εφόσον η τράπεζα προβεί στις απαιτούμενες προηγούμενες επαληθεύσεις. Η μόνη δε συνέπεια αυτής είναι ότι αν αυτή δεν πληρωθεί σε τραπεζίτη ή σε πελάτη του πληρωτή, γεννάται υποχρέωση του πληρωτή ή του τραπεζίτη προς αποζημίωση του εκδότη, εφόσον προκλήθηκε ζημία.
Συνεπώς αυτή μπορεί να εμφανισθεί προς πληρωμή και από πρόσωπο που δεν έχει τις παραπάνω ιδιότητες, ήτοι από μη τραπεζίτη ή από μη πελάτη της πληρώτριας τράπεζας, και η σφράγιση της ως ακάλυπτη, δεν συνεπάγεται αναίρεση της ευθύνης του εκδότη για το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Στην προκειμένη περίπτωση, η εγκαλούσα, για λογαριασμό της οποίας εμφάνισε ο Α. Μ. την επιταγή προς πληρωμή, δεν διέθετε κατά τον χρόνο της εμφάνισης της επιταγής τις παραπάνω προϋποθέσεις, πλην όμως τούτο την μόνη συνέπεια που θα μπορούσε να επιφέρει είναι ευθύνη της πληρώτριας τράπεζας για αποζημίωση της εκδότριας σε περίπτωση πληρωμής της.
Συνεπώς ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι, αφού η επιταγή έφερε γενική διαγράμμιση, δεν νομιμοποιούνταν η εγκαλούσα, ως μη τραπεζίτης και μη πελάτης της πληρώτριας τράπεζας, να την εμφανίσει προς πληρωμή είναι μη νόμιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω, η κατηγορούμενη ισχυρίζεται ότι η ως άνω επιταγή πληρώθηκε. Τον ισχυρισμό της αυτόν, που στηρίζεται στο γεγονός ότι το πρωτότυπο σώμα της επίδικης επιταγής, που επιδείχθηκε στην κατηγορούμενη κατά τη διαδικασία ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο εξέδωσε την εκκαλούμενη με αριθμό 963/2011 απόφαση, διαφέρει τόσο από το φωτοτυπικό αντίγραφο της επιταγής, που προσκομίσθηκε στο Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο οποίος εξέδωσε τη με αριθμό 305/2007 διαταγή πληρωμής, όσο και από το φωτοτυπικό αντίγραφο της επιταγής που επισυνάφθηκε στην από 12-10-2006 έγκληση της νυν εγκαλούσας εταιρίας κατά αυτής και της θυγατέρας της, Β. Κ. για το αδίκημα της έκδοσης της ανωτέρω φερόμενης ως ακάλυπτης επιταγής, επιχειρεί να θεμελιώσει, μεταξύ άλλων, στις προσκομιζόμενες από αυτές έγγραφες γραφολογικές εκθέσεις για την ερμηνεία των αποτυπώσεων στο σώμα της επιταγής και στα αποσπάσματα κίνησης των τραπεζικών λογαριασμών της εταιρίας "ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Μ.Ε.Π.Ε." των μηνών Ιουνίου και Ιουλίου 2006. Και είναι πράγματι αληθές ότι μεταξύ των επικυρωμένων αντιγράφων, που προσκομίσθηκαν συνημμένα στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και στην κρινόμενη έγκληση για το αδίκημα της ακάλυπτης επιταγής, καθώς και του επιδειχθέντος ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας πρωτοτύπου της επίδικης επιταγής υφίσταται σαφής διαφοροποίηση, καθόσον δεν υπάρχουν στα πρώτα οι έντυπες σφραγίδες και σημάνσεις των υπαλλήλων της πληρώτριας Τράπεζας, που υφίστανται στο δεύτερο. Όμως, η διαφοροποίηση αυτή, δεν επαρκεί για να οδηγήσει το Δικαστήριο σε κρίση διαφορετική από το ότι η επίμαχη επιταγή δεν πληρώθηκε, όπως σαφώς προκύπτει από τη σχετική δήλωση της πληρώτριας Τράπεζας, που χρονολογήθηκε και ανεγράφη στο σώμα της με σημείωση της ημέρας εμφάνισης (άρθρο 40 παρ. 2 Ν. 5960/1933), καθώς από και το γεγονός ότι η επιταγή επανήλθε μετά την 17-7-2006 στην κατοχή της λήπτριας - εγκαλούσας ανώνυμης εταιρίας, η οποία, μάλιστα -μέσω του πληρεξούσιου δικηγόρου της - την επέδειξε σε όλους τους παράγοντες της πρωτοβάθμιας δίκης, κατόπιν παρεμπίπτουσας απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Εξάλλου, η κατηγορούμενη κατά την απολογία της στο παρόν Δικαστήριο ισχυρίσθηκε μεν ότι η επιταγή πληρώθηκε, όχι όμως με χρήματα που τηρούνταν από την εταιρεία "ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ" στον υπ'αριθμ. 031-025-019571-051 λογαριασμό της, και περαιτέρω ισχυρίζεται ότι αυτή πληρώθηκε είτε από την εγκαλούσα είτε από την τράπεζα, προκειμένου να γίνει νομιμοποίηση παράνομων εσόδων. Επίσης και η μάρτυρας Ε. Π. ισχυρίσθηκε ότι κάποιος εισήγαγε στον λογαριασμό από τον οποίο σύρθηκε η επιταγή χρήματα με σκοπό να νομιμοποιήσει τα χρήματα αυτά, ενώ ο μάρτυρας Γ. Κ. κατέθεσε ότι ή εισπράχθηκε η επιταγή "ή η τράπεζα έβαλε τα χρήματα για να γίνει το ξέπλυμα", ενώ ο μάρτυρας Μ. Π. δεν μπορεί να εξηγήσει πως πληρώθηκε η επιταγή. Οι εν λόγω ισχυρισμοί κρίνονται αβάσιμοι, καθώς ουδόλως αποδείχθηκε πληρωμή της επιταγής αυτής είτε με χρήματα που τηρούνταν από την εταιρεία "ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ" στον υπ'αριθμ. 031-025-019571-051 λογαριασμό της είτε με υπερανάληψη είτε με χρήματα τρίτου. Ο δε ισχυρισμός της κατηγορουμένης δια των πληρεξουσίων δικηγόρων της, ότι η ένδειξη CSW συμβολίζει την έκφραση CASH WITHDRAWAL και σημαίνει "ανάληψη μετρητών" και ότι από αυτό συνάγεται η πληρωμή της επιταγής πριν την σφράγιση της, είναι αβάσιμος, αφού κατά την πρακτική που ακολουθούσε η πληρώτρια τράπεζα, η ένδειξη αυτή σημαίνει την αρχική επεξεργασία της επιταγής από τον υπάλληλο του καταστήματος στο μηχανογραφικό σύστημα της τράπεζας, διαδικασία που ακολουθείτο από την ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ, ανεξαρτήτως από την ύπαρξη διαθέσιμων κεφαλαίων στον λογαριασμό του εκδότη, ήτοι είτε πρόκειται να πληρωθεί είτε να σφραγισθεί και η ανωτέρω και ουδόλως έχει την έννοια που προσπαθεί η υπεράσπιση και η κατηγορουμένη να αποδώσουν. Επίσης, η κρίση του Δικαστηρίου ενισχύεται και από το γεγονός ότι οι καταθέσεις των μαρτύρων διαφοροποιούνται σαφώς από τις καταθέσεις τους στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο καθώς η μάρτυρας Ε. Π. κατέθεσε ότι την πλήρωσε η τράπεζα, με ανάληψη μετρητών είτε από πλαφόν "υπερανάληψης", ενώ ο Γ. Κ. κατέθεσε ότι πληρώθηκε η επιταγή, αλλά δεν ξέρει από ποιον και ειδικότερα δεν ξέρει εάν έχει πληρώσει η σύζυγος του (κατηγορουμένη), αλλά ενδεχομένως να έχει πληρωθεί με κάποιο πλαφόν διαμέσου των εγγυητικών. Περαιτέρω, δεν υφίσταται καμία δανειακή σύμβαση μεταξύ της εκδότριας εταιρίας και της πληρώτριας Τράπεζας, από την οποία να προκύπτει το δικαίωμα "υπερανάληψης". Μάλιστα, κατόπιν εγκλήσεων εκ μέρους της κατηγορουμένης κατά Α) των μελών της διοίκησης της εταιρίας "GENNET ΑΕ" και των δύο δικηγόρων που, αφού επικύρωσαν τα "νοθευμένα" - κατά τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων - αντίγραφα του πρωτοτύπου της επιταγής, τα προσκόμισαν συνημμένα στην από 5-10-2006 αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και στην από 12-10-2006 έγκληση για το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, για α) ψευδή βεβαίωση από υπαίτιο που είχε σκοπό να προσπορίσει σε άλλον αθέμιτο όφελος και να βλάψει παράνομα άλλον, το δε συνολικό όφελος και η συνολική βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, τελεσθείσα κατ' εξακολούθηση, β) ηθική αυτουργία στην προαναφερθείσα πράξη, γ) πλαστογραφία μετά χρήσεως από υπαίτιο που σκόπευε να προσπορίσει σε άλλον όφελος διά βλάβης τρίτου, το δε συνολικό όφελος και η συνολική βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ και δ) απάτη ενώπιον δικαστηρίου, εκ της οποίας το περιουσιακό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ, και Β) των μελών της διοίκησης της εταιρίας "GENNET AE" και της αρμόδιας υπαλλήλου του Κεντρικού Καταστήματος της πρώην Λαϊκής Τράπεζας, για α) πλαστογραφία μετά χρήσεως με σκοπούμενο όφελος ανώτερο των 120.000 ευρώ, β) απάτη στο δικαστήριο, τελεσθείσα με σκοπό προσπορίσεως παράνομου περιουσιακού οφέλους, με αντίστοιχη βλάβη τρίτου, που υπερβαίνουν έκαστο (όφελος και βλάβη) συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ, κατά συναυτουργία, γ) ψευδή βεβαίωση με σκοπό προσπορίσεως σε άλλον αθέμιτου οφέλους ανώτερου των 120.000 ευρώ, και δ) απλή συνεργεία στην ως άνω απάτη, εκδόθηκε διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε η έγκληση. Ο δε ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι το ποσό της επιταγής αποτελείται από παράνομους τόκους που είναι προϊόν τοκογλυφίας και ότι κατόπιν αυτού δεν στοιχειοθετείται το εν λόγω αδίκημα, πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος, αφού, όπως προαναφέρθηκε, το αξιόποινο του αδικήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής δεν επηρεάζεται από την εσωτερική σχέση μεταξύ του εκδότη και του λήπτη, δεδομένου ότι η αιτία εκδόσεως, εν όψει της φύσεως της επιταγής ως χρηματικού μέσου πληρωμής και της ανάγκης προστασίας των συναλλαγών, δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της ως αξιόγραφου και, το αξιόποινο του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι το ποσό αυτής είναι προϊόν τοκογλυφίας (adhoc ΑΠ 2123/2007 δημ. ΤΝΠΔΣΑ), εκτός αν αυτή συνοδεύεται από πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποκλείουν τη συγκρότηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, δηλαδή τον κατ' αρχήν άδικο χαρακτήρα της πράξεως, όπως, όταν η έκδοση της είναι προϊόν ακαταμάχητης σωματικής βίας (στην περίπτωση αυτή ο εκδότης της ακάλυπτης επιταγής δεν πράττει) ή συντρέχει κατά τον Ποινικό Κώδικα λόγος άρσεως του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή αποκλεισμού του καταλογισμού, τα οποία όμως η κατηγορουμένη δεν επικαλέστηκε, ώστε το τελευταίο να είναι υποχρεωμένο να αιτιολογήσει την απόρριψη του σχετικού ισχυρισμού. Για τον ίδιο λόγο απορριπτέος ως μη νόμιμος είναι ο ισχυρισμός ότι οι πωλήσεις καπνού για τις οποίες εκδόθηκε κατά τα φαινόμενα η εν λόγω επιταγή, ήταν εικονικές και περί ανυπαρξίας της αιτίας - αχρεωστήτου Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, ο Α. Μ., κατόπιν οπισθογράφησης της επίδικης επιταγής λόγω καλυμμένης πληρεξουσιότητας, ενεργώντας κατ' εντολή και για λογαριασμό της λήπτριας, εμφάνισε την επιταγή προς πληρωμή.
Συνεπώς η ανωτέρω λήπτρια εξακολουθεί να παραμένει δικαιούχος των από την επιταγή δικαιωμάτων και, επομένως, αυτή δικαιούτο να υποβάλλει την έγκληση για την από τον εκδότη έκδοση ακάλυπτης επιταγής- όπως και έπραξε εν προκειμένω- και ως εκ τούτου είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης λόγω υποβολής της έγκλησης από μη δικαιούμενο πρόσωπο. Επίσης αβάσιμος και απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός της περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης λόγω παράνομης αυτοσύμβασης, καθώς την επίδικη επιταγή δεν οπισθογράφησε ο Α. Μ. ως εκπρόσωπος της λήπτριας εταιρείας, προς τον εαυτό του ατομικά, ώστε να υπάρχει αυτοσύμβαση. Σε κάθε δε περίπτωση η ακυρότητα της επιταγής σε περίπτωση αυτοσύμβασης είναι σχετική και προτείνεται μόνο από το νομικό πρόσωπο προς απαλλαγή του εναντίον παντός (ακόμη και κατά του καλής πίστεως κομιστή), για το λόγο ότι η απαγόρευση του άρθρου 235 Α.Κ. έχει τεθεί προς το συμφέρον μόνο του αντιπροσωπευόμενου (ΑΠ 1689/2001 δημ. ΤΝΠΔΣΑ) και όχι από τον εκδότη της επιταγής προς απαλλαγή του από την εκ της επιταγής του ευθύνη ή την ποινική του ευθύνη. Επίσης, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης λόγω ακυρότητας της επιταγής λόγω οπισθογράφησης αυτής προς τον Α. Μ. για απαίτηση από σύμβαση δανείου που καταρτίσθηκε κατά παράβαση του άρθρου 23 α του ν. 2190/1920, αφού αποδείχθηκε ότι οπισθογραφήθηκε σε αυτόν, λόγω καλυμμένης πληρεξουσιότητας. Περαιτέρω, αναφορικά με την ένσταση πλαστότητας του από 22/09/2006 αντιγράφου της με ημερομηνία έκδοσης 10.07.2006 επιταγής της εταιρείας με την επωνυμία "ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ Ε.Π.Ε.", το οποίο επισυνάφθηκε από εγκαλούσα στην υποβληθείσα έγκληση, λεκτέα τα ακόλουθα: Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 338 του ΚΠΔ " 1. Αν κατά την ποινική δίκη προσβληθεί ως πλαστό κάποιο έγγραφο, το δικαστήριο ερευνά κατά το δυνατό τη γνησιότητα αυτού. 2. Αν κατά την κρίση του δικαστηρίου το έγγραφο είναι αναγκαίο για την απόφαση στην κύρια υπόθεση, το δικαστήριο ερευνά σε κάθε περίπτωση τη γνησιότητα αυτού και μόνο όταν κρίνει ότι υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι είναι πλαστό, αναβάλλει με ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση του τη δίκη, ωσότου περατωθεί η διαδικασία για την πλαστογραφία, ενώ το άρθρο 364 του ίδιου Κώδικα ορίζει ότι "1. Στο ακροατήριο διαβάζονται τα υπόλοιπα έγγραφα που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητα τους.". Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι τα έγγραφα που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας, αν προσβληθούν ως πλαστά σε κάθε περίπτωση δεν διαβάζονται και αν -κατά την κρίση του δικαστηρίου- είναι αναγκαία για την ουσιαστική κρίση του ενώ υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις πλαστότητας τους, η υπόθεση αναβάλλεται, προκειμένου στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα να κριθεί, από τα εκάστοτε αρμόδια όργανα (δηλαδή από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών σε επίπεδο ποινικής δίωξης, από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών σε επίπεδο ενδιάμεσης διαδικασίας και τέλος από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο σε επίπεδο κύριας εκδίκασης της υπόθεσης) αν είναι πράγματι πλαστά. Στην προκείμενη περίπτωση, η κατηγορούμενη προσβάλλει ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου ως πλαστό το φωτοαντίγραφο της από 10-7-2006 επιταγής που επισυνάφθηκε στην έγκληση της εγκαλούσας, το οποίο είχε αρχικώς αναγνωσθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Ωστόσο, εν προκειμένω δεν συντρέχει περίπτωση νόθευσης, αλλά μη πιστής μηχανικής αντιγραφής του πρωτοτύπου της επίδικης επιταγής, δεδομένου ότι οι κρίσιμες -κατά την άποψη της κατηγορουμένης- εγγραφές δεν ήταν έντονα αποτυπωμένες στο πρωτότυπο της επιταγής, με αποτέλεσμα να μην φαίνονται καθόλου στο επίμαχο φωτοαντίγραφο αυτής. Κατόπιν τούτου, ο σχετικός ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί με την έννοια ότι δεν συντρέχει περίπτωση να διαταχθούν όσα ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 338 ΚΠΔ.
Περαιτέρω, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, το έγγραφο αυτό, δηλαδή το φωτοαντίγραφο της κρίσιμης επιταγής, δεν είναι αναγκαίο για την έκδοση απόφασης ως προς την κύρια υπόθεση, δηλαδή για την ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου τούτου. Αυτό συμβαίνει διότι κατά διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επιδείχθηκε από την εγκαλούσα το πρωτότυπο της εν λόγω επιταγής και μάλιστα αναγνωρίσθηκε από τη δεύτερη τότε κατηγορούμενη ήδη εκκαλούσα η υπογραφή της, ενώ καθόλου δεν αμφισβητήθηκε από αυτήν η γνησιότητα των λοιπών εγγραφών που έγιναν στο εμπρόσθιο μέρος της καθώς και γενικά η επίδικη επιταγή στο σύνολο της. Κατόπιν των ανωτέρω, και λαμβανομένων υπόψη ότι το πρωτότυπο υλικό αντικείμενο του εγκλήματος που εν προκειμένω ερευνάται, δηλαδή το σώμα της επίδικης επιταγής (ΑΠ 1108/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 208/2009 ΠοινΔνη 2008.1309), προσκομίσθηκε από την πολιτικώς ενάγουσα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και επιδείχθηκε σε όλους τους παράγοντες της δίκης, ενώ κρίθηκε ως περιττή η ύπαρξη του επίμαχου φωτοαντίγραφου στην δικογραφία της κρινόμενης υπόθεσης και το εν λόγω έγγραφο διαγράφθηκε από τον κατάλογο των αναγνωστέων (σελ. 103 της με αριθμό 963/2011 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας), έκτοτε δε υφίσταται στη δικογραφία πιστό αντίγραφο της επίμαχης επιταγής, στο οποίο αποτυπώνονται αδιαμφισβήτητα όλες οι εγγραφές, το οποίο αναγνώσθηκε, η σχετική ένσταση πλαστογραφίας προβάλλεται αλυσιτελώς και όλως παρελκυστικώς. Ως προς το αίτημα αναστολής κατά τη διάταξη του άρθρου 59 ΚΠΔ, μέχρις ότου κριθεί το ζήτημα της περάτωσης της σχετικής αίτησης - μήνυσης της παρούσας κατηγορουμένης περί ανάσυρσης της Α2011/2145 μηνύσεως της για την πλαστογραφία του εν λόγω εγγράφου, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο κατ' ουσίαν, δεδομένου ότι η έκβαση της συγκεκριμένης υπόθεσης ουδεμία επιρροή ασκεί στην παρούσα δίκη κατά τα προαναφερθέντα. Συνακόλουθα, η εν λόγω κατηγορούμενη, τέλεσε το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, όχι όμως ως άμεσος συνεργός, αλλά κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό του τρόπου συμμετοχής της στην πράξη, ως φυσική αυτουργός, και για το λόγο αυτό, πρέπει να κηρυχθεί ένοχη του αδικήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, απορριπτόμενων, σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, των ισχυρισμών της κατηγορουμένης περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης λόγω πληρωμής της επιταγής προ της σφραγίσεώς της, περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης λόγω υποβολής της έγκλησης από μη δικαιούμενο, περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης λόγω παράνομης αυτοσύμβασης και λόγω ακυρότητας της επιταγής λόγω σύμβασης αντίθετης στη διάταξη του άρθρου 23α ν.2190/1920, περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης λόγω μη νόμιμης εμφάνισης της επιταγής συνεπεία της διγράμμισης, περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης λόγω ακυρότητας της επιταγής ως εκδοθείσας κατά φερόμενη πληρεξουσιότητα μη αναγραφομένης στο σώμα της επιταγής, περί πλαστότητας του από 22/09/2006 αντιγράφου της με ημερομηνία έκδοσης 10.07.2006 επιταγής της εταιρείας με την επωνυμία "ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ Ε.Π.Ε.", το οποίο επισυνάφθηκε από εγκαλούσα στην υποβληθείσα έγκληση, περί εικονικότητας της επιταγής - ανυπαρξίας της αιτίας - αχρεωστήτου, περί μη νόμιμης εμφάνισης της επιταγής για δεύτερη φορά, μετά την πληρωμή της". Με βάση τις παραδοχές του αυτές το δευτεροβάθμιο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καβάλας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αριθμό 787/2014 απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, και χωρίς επιλεκτική εκτίμηση, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, για το οποίο καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, ως φυσική αυτουργός- εκδότης της τυπικά έγκυρης αυτής δίγραμμης επιταγής, τις αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις αναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 , 53, 57, 61,63, 65, 79, 80, 83, 84 και 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933, όπως μεταγενέστερα τροποποιήθηκε και αντικαταστάθηκε, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και δε στερείται η απόφαση νόμιμης βάσης. Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως της κατηγορουμένης, στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, α) αναφέρεται ο χρόνος έκδοσης της ένδικης επιταγής (10-7-2006) και ο χρόνος εμφάνισης εντός του νομίμου οκταημέρου(17-7-2006), αναφέρεται ότι κατά το συγκεκριμένο αναγραφόμενο επ'αυτής άνω χρόνο εκδόσεως και κατά τον άνω χρόνο πληρωμής της εμπρόθεσμα εμφανισθείσας για πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα επιταγής, δεν υπήρχαν στην πληρώτρια τράπεζα επαρκή διαθέσιμα κεφάλαια για την πληρωμή της και αυτή σφραγίστηκε εμπρόθεσμα εντός του νομίμου οκταημέρου και δεν πληρώθηκε, όπως βεβαιώνει η πληρώτρια Λαϊκή Τράπεζα επί του σώματος της επιταγής αυτής "λόγω ανεπαρκούς υπολοίπου", αναφέρεται δε επαρκώς αιτιολογημένα ότι η επιταγή αυτή, προσκομισθείσα και αναγνωσθείσα σε πρωτότυπο, με εκδότρια υπογραφέα την κατηγορουμένη, δεν είχε πληρωθεί προ της σφράγισής της, αφού συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα και όλα τα επικληθέντα από την κατηγορουμένη και αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, β) αναφέρεται, κατά ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των συγκεκριμένων διατάξεων του άνω ν. 5960/1933, όπως έχει τροποποιηθεί, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες σκέψεις, ότι η εγκαλούσα εταιρεία, καίτοι δεν είχε την ιδιότητα του τραπεζίτη και του πελάτη της πληρώτριας τράπεζας, νομιμοποιείτο και είχε τη δυνατότητα να εμφανίσει την ένδικη δίγραμμη επιταγή προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα, δια του αναφερόμενου πληρεξουσίου της και νόμιμου εκπροσώπου της Α. Μ., αφού κατά τις παραδοχές έγινε σχετική οπισθογράφηση και επρόκειτο για γενική διαγράμμιση της επιταγής αυτής, αφού δεν φέρει οποιαδήποτε σημείωση μέσα στις δύο αυτές παράλληλες γραμμές και σύμφωνα με αυτά που προαναφέρθηκαν, σύννομα εμφανίστηκε από την εγκαλούσα προς πληρωμή και σύννομα σφραγίστηκε η εν λόγω έγκυρη δίγραμμη επιταγή, χωρίς εκ τούτων να επήλθε οποιαδήποτε ακυρότητα της σφράγισης ή της ίδιας της επιταγής και δεν ερμηνεύθηκαν εσφαλμένα τα άρθρα 37 και 38 του ν. 5960/1933, γ) ως προς το δόλο της κατηγορουμένης, δεν χρειαζόταν ειδική αιτιολόγηση, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, αφού για το παραπάνω έγκλημα δεν είναι απαραίτητο να γίνεται σ' αυτή και ειδική αναφορά σε "γνώση" της εκδότριας της επιταγής για την ανυπαρξία διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια τράπεζα, όπως απαιτούσε η προαναφερόμενη διάταξη πριν από την τροποποίησή της από το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972, διότι, κατά τα προαναφερθέντα, το αξιόποινο του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής δεν επηρεάζεται από την έλλειψη κάθε αιτίας ή οφειλής του εκδότη, γιατί το έγκλημα αυτό, ενόψει της φύσεως της επιταγής ως χρηματικού μέσου πληρωμής και της ανάγκης προστασίας των συναλλαγών, πραγματώνεται με μόνη την έκδοση και μη πληρωμή της ακάλυπτης επιταγής χωρίς να ασκεί επιρροή η εσωτερική σχέση μεταξύ εκδότη και λήπτη της επιταγής, δεδομένου ότι στο πεδίο του ποινικού δικαίου δεν ερευνάται καθόλου η αιτία εκδόσεως, μπορεί να είναι ακόμη και παράνομη, να υποκρύπτει τοκογλυφικούς τόκους, ούτε αίρεται το άδικο της πράξεως αν η ενσωματωμένη στην επιταγή απαίτηση είναι μη αγώγιμη ή δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά της εκδότριας, λόγω του τυχόν ανυπάρκτου ή παρανόμου της αιτίας, αφού κατά τις παραδοχές και κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, ορθά κρίθηκε ότι δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά του εκδότη, το ανύπαρκτο ή το παράνομο της αιτίας εκδόσεως της επιταγής, αρκεί η επιταγή, ως αξιόγραφο, να έχει τα τυπικά στοιχεία της εγκυρότητας, ενώ δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη παράνομης αυτοσύμβασης με τον Α. Μ., η δε σφραγισθείσα δίγραμμη επιταγή, με γενική διαγράμμιση, ως αξιόγραφο, έχει τα τυπικά στοιχεία της νομικής εγκυρότητας και δεν επηρεάζεται το κύρος της επιταγής αυτής από την υποκρυπτόμενη αιτία εκδόσεώς της, ακόμα και αν πρόκειται για κάλυψη παράνομων τόκων τοκογλυφικού δανείου, που ισχυρίστηκε η κατηγορουμένη, δ) η ύπαρξη ή μη ζημίας της εγκαλούσας εταιρείας- κομίστριας της ακάλυπτης επιταγής δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αυτού, ούτε αίρεται το άδικο της πράξεως αν η ενσωματωμένη στην επιταγή απαίτηση είναι μη αγώγιμη ή δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά της εκδότριας, λόγω του ανύπαρκτου ή παράνομου ως παραπάνω της αιτίας εκδόσεως της επιταγής αυτής, η οποία και δεν ερευνάται στο ποινικό δικαστήριο, ε) ο δυνάμει οπισθογράφησης, λόγω συγκεκαλυμμένης πληρεξουσιότητας, κομιστής Α. Μ. μπορούσε να ασκήσει τα από την επιταγή απορρέοντα δικαιώματά του στο όνομα και για λογαριασμό της οπισθογράφου, η οποία παραμένει νόμιμος κομιστής της επιταγής και δικαιούχος της εγκλήσεως, αν δεν πληρωθεί και σφραγιστεί η επιταγή, όπως εδώ η εγκαλούσα εταιρεία "GENNET - Α.Ε-ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και ο ανωτέρω κομιστής σύννομα εμφάνισε εμπρόθεσμα και σφράγισε την επιταγή αυτή στις 17-7-2006 στην πληρώτρια τράπεζα, κατ'εντολή και για λογαριασμό της εγκαλούσας, όπως ορθά έκρινε και δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας και απέρριψε προβληθέντα ισχυρισμό της κατηγορουμένης για μη νόμιμη υποβολή της από 9-10-2006 έγκλησης, υποβολή από μη δικαιούμενο και μη νομιμοποιούμενο πρόσωπο, στ) δεν ήταν αναγκαία η έρευνα της ύπαρξης ή μη ζημίας της εγκαλούσας εταιρείας εκ της εκδόσεως της επιταγής και η έρευνα της υποκειμένης αιτίας, για το υποστατό του εν λόγω εγκλήματος και το παραδεκτό της εγκλήσεως, και απαντήθηκαν και ορθά και με επαρκή εμπεριστατωμένη, και όχι ασαφή ή αντιφατική ή επιλεκτική αιτιολογία, απορρίφθηκαν όλοι οι προβληθέντες σχετικοί αυτοτελείς ισχυρισμοί της εκδότριας κατηγορουμένης, περί ελλείψεως παντελώς υποκειμένης αιτίας και έλλειψη ζημίας, περί ανύπαρκτου και αχρεωστήτου απαιτήσεως, περί υποκρυπτόμενων εικονικών δανειακών συμβάσεων και εικονικών συμβάσεων πωλήσεως καπνών, περί ανύπαρκτων συναλλαγών, περί τοκογλυφίας και εικονικότητας και ακυρότητας της αιτίας εκδόσεως της επιταγής, λόγω αντίθεσης στα χρηστά ήθη, περί νομιμοποίησης εσόδων δια της εν λόγω επιταγής, περί πληρωμής της επίδικης επιταγής προ της σφραγίσεώς της και περί μη νομιμότητας της σφραγίσεως, περί εξάλειψης του αξιοποίνου συνεπεία παρόδου τριμήνου από της σφραγίσεως χωρίς υποβολή νομότυπης εγκλήσεως και για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως της εγκαλούσας στην υποβολή της εγκλήσεως, ζ) σύννομα το δικαστήριο συνεκτίμησε και αξιολόγησε το σώμα της ένδικης ακάλυπτης επιταγής (βλ. σελ. 80-81 αιτιολογικού) και δε χρειαζόταν ειδική αναφορά της ανάγνωσης αυτής στα πρακτικά, ούτε άδεια και ακρόαση της κατηγορουμένης για την επισκόπηση αυτής, ενόψει προβληθέντων αυτοτελών ισχυρισμών της κατηγορουμένης για ακυρότητες του τίτλου αυτού και για έλεγχο των αμφισβητηθέντων τυπικών στοιχείων της επιταγής αυτής, η) επαρκώς εμπεριστατωμένα αιτιολογείται η απόρριψη του ισχυρισμού της κατηγορουμένης περί απαραδέκτου της ασκηθείσας ποινικής δίωξης, λόγω παράνομης αυτοσύμβασης της οπισθογράφησης προς και από τον Α. Μ., λόγω μη υποβολής της έγκλησης από δικαιούμενο πρόσωπο, την εταιρεία "GENNET - Α.Ε - ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", δεχθέντος του δικαστηρίου ότι υπάρχει πάνω στο αξιόγραφο νόμιμη πρώτη οπισθογράφηση της εταιρείας αυτής σε διαταγή της οποίας είχεν εκδοθεί και δεύτερη οπισθογράφηση του νομίμου εκπροσώπου της Α. Μ., λόγω συγκεκαλυμμένης πληρεξουσιότητας κομιστή, προς την πληρώτρια τράπεζα, εξακολουθούσας της άνω εταιρείας δικαιούχου των από την επιταγή αυτή δικαιωμάτων της, όπως της υποβολής εγκλήσεως κατά της κατηγορουμένης, θ) αναφέρεται ότι η κατηγορουμένη εξέδωσε την ένδικη επιταγή, ενεργώντας ως εκπρόσωπος, ήτοι έμμεσος αντιπρόσωπος της εταιρείας "Καπνεμπορικές Επιχειρήσεις ΜΕΠΕ", της οποίας η σφραγίδα τέθηκε επί του εκδοθέντος τίτλου δίπλα στην υπογραφή της κατηγορουμένης, η δε μη αναγραφή της ιδιότητας αυτής επί του τίτλου, δεν επάγεται ακυρότητα του τίτλου ή έλλειψη ποινικής ευθύνης αυτής ως υπογραφέως φυσικού αυτουργού, ι) παραδεκτά το δικαστήριο μετέτρεψε την κατηγορία από άμεση συνέργεια σε έκδοση ακάλυπτης επιταγής σε φυσική αυτουργία έκδοσης της ίδιας ακάλυπτης επιταγής, πρόκειται για την ίδια πράξη που ασκήθηκε η ποινική δίωξη, υπό τα ίδια πραγματικά περιστατικά, δεν πρόκειται για μεταβολή κατηγορίας και για καταδίκη για άλλη αξιόποινη πράξη και υπό άλλη ιδιότητα και από τη μεταβολή αυτή της συμμετοχής της κατηγορουμένης στο έγκλημα, δεν παραβιάστηκαν τα υπερασπιστικά δικαιώματα της κατηγορουμένης (άρθρα 6 παρ.1,2,3 ΕΣΔΑ, 14 παρ. 1,2,3 του ΔΣ/ΑΠΔ) και κ) η αναγραφή στο αιτιολογικό ως αριθμού 2501318-1 της ένδικης επιταγής, αντί του ορθού αριθμού 250131 0 8-1, που σημειώνεται σωστά στο διατακτικό, οφείλεται σε προφανή παραδρομή και δε συνάγεται καμία αντίφαση, όπως διατείνεται η αναιρεσείουσα, αφού αναφέρονται όλα τα λοιπά ορθά στοιχεία της και δε δημιουργείται ασάφεια για ποία επιταγή πρόκειται.
Επομένως όλα τα αντιθέτως υποστηριζόμενα, με τους εκ του άρθρου 171 παρ.1 και 510 παρ 1 στοιχ. Α', Β', Δ' ,Ε' και Η'του ΚΠΔ, συναφείς κύριους και πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, για έλλειψη ακροάσεως, για ελλιπή, ασαφή, αντιφατική, επιλεκτική αιτιολογία της αποφάσεως επί της ενοχής, για ελλιπή αιτιολογία απόρριψης και για μη απάντηση σε σχετικούς αυτοτελείς ισχυρισμούς της κατηγορουμένης και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων, του ν. 5960/1933, όπως τροποποιήθηκε με τους νεότερους νόμους 2408/1996, 3472/2006 και ν.δ. 1325/1972, του άρ. 14 παρ.1, 117 ΠΚ, του άρ. 68 παρ. 2, 174,180, 235 ΑΚ, του άρ. 18, 23, 23 α του ν. 2190/1920, του άρ. 38 της Διεθνούς Συμβάσεως της Γενεύης, του άρ. 7 του Συντάγματος για έλλειψη νόμιμης βάσης της προσβαλλόμενης αποφάσεως, για παραβίαση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων της αναιρεσείουσας, για παραβίαση του άρθρου 6 και 7 της ΕΣΔΑ και 14, 15 του ΔΣ/ΑΠΔ και για υπέρβαση εξουσίας λόγω καταδίκης χωρίς νόμιμη έγκληση του δικαιούχου και για έλλειψη δικαιοδοσίας, κατά παραβίαση της συνταγματικής αρχής της διακρίσεως εξουσιών, με την εμμονή της νομολογίας του ΑΠ για μη έρευνα της αιτίας έκδοσης της ακάλυπτης επιταγής στη ποινική διαδικασία, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. 3.Κατά την παρ. 5 εδ. α' του ίδιου άρθρου 79, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 3472/2006: "η ποινική δίωξη ασκείται με έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε ή του εξ αναγωγής υπόχρεου ο οποίος την εξόφλησε και έγινε κομιστής της". Σε σχέση με την υποβολή της έγκλησης επί της επιταγής, ισχύουν τα οριζόμενα στις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 42 ΚΠΔ, στις οποίες ρητά παραπέμπει το άρθρο 46 του ίδιου Κώδικα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των τεσσάρων πρώτων εδαφίων της παρ. 2 του εν λόγω άρθρου, η έγκληση γίνεται απ' ευθείας στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, αλλά και στους ανακριτικούς υπαλλήλους, είτε από τον ίδιο τον εγκαλούντα είτε από ειδικό πληρεξούσιο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η ύπαρξη της εγκλήσεως του άρθρου 117 παρ. 1 ΠΚ συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση για την έγκυρη γένεση της ποινικής δίκης και η εμπρόθεσμη εντός τριμήνου υποβολή της ή μη, για τα εγκλήματα που διώκονται κατ' έγκληση, εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, το οποίο, αν διαπιστώσει ότι η έγκληση δεν υποβλήθηκε νομίμως, οφείλει να κηρύξει την ποινική δίωξη απαράδεκτη, άλλως, εάν το δικαστήριο προχωρήσει στην κατ' ουσία έρευνα της υποθέσεως και στην καταδίκη του κατηγορουμένου, τότε υποπίπτει στην εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας. Όμως, από τις διατάξεις των άρθρων 42, 148, 149, 150 ,151 και 153 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η σύνταξη της εκθέσεως εγχειρίσεως επί της εγγράφως υποβληθείσας εγκλήσεως δεν αποτελεί συστατικό τύπο της ίδιας της εγκλήσεως και συνεπώς η μη σύνταξη και η τυχόν πλημμελής σύνταξη αυτής, δεν επιδρά επί του κύρους της εγκλήσεως, ούτε συνεπάγεται ακυρότητα αυτής. ’λλωστε, αν από παραδρομή οργάνων της πολιτείας δεν υπεγράφη η έκθεση καταθέσεως της εγκλήσεως, όπως από τον γραμματέα ή από τον αρμόδιο εισαγγελέα, δεν είναι επιτρεπτό η εν λόγω παράλειψη να επισύρει σε βάρος του εγκαλούντος ως κύρωση το απαράδεκτο της κατά τα άλλα νομότυπα υποβληθείσας εγκλήσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο κύριο λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, χωρίς ειδική αιτιολογία και καθ'υπέρβαση της εξουσίας του, απέρριψε τον προβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό της ότι η υποβολή της εναντίον της από 9-10-2006 έγκλησης για το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, για το οποίο και καταδικάστηκε, δεν είναι νόμιμη, για τον προβληθέντα λόγο ότι στην συνταχθείσα από 12-10-2006 έκθεση εγχειρίσεως αυτής, υπάρχει μόνο το ονοματεπώνυμο και η υπογραφή της καταθέσασας πληρεξουσίας του εγκαλούντος Α. Ρ. και του γραμματέα της παραλαβούσας εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών Ι. Φ., ενώ δεν υπάρχει το ονοματεπώνυμο, ούτε η αναγκαία υπογραφή του συμπράττοντος εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, με συνέπεια την ακυρότητα της εκθέσεως αυτής, που ισοδυναμεί με μη νομότυπη και μη εμπρόθεσμη υποβολή της εγκλήσεως και επομένως παρέλευση του νομίμου τριμήνου που οδηγεί σε εξάλειψη του αξιοποίνου της ένδικης πράξης της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, που διώκεται κατ'έγκληση και θάπρεπε να κηρυχθεί απαράδεκτη η ασκηθείσα ποινική δίωξη. Από την επισκόπηση δε της υπάρχουσας στη δικογραφία από 9-10-2006 έγκλησης για το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, για το οποίο και καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, προκύπτει ότι πάνω στο σώμα αυτής, στο τέλος, έχει συνταχθεί η από 12-10-2006 έκθεση κατάθεσης της έγκλησης αυτής ενώπιον της αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών Ελένης Σίσκου και του γραμματέως Ι. Φ. στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, στην οποία αναγράφονται τα άνω ονοματεπώνυμα και υπογράφεται η έκθεση εγχειρήσεως αυτή, από την καταθέσασα και τον άνω γραμματέα της εισαγγελίας, ενώ δεν φέρει την υπογραφή της εισαγγελέως. Η ανωτέρω παράλειψη υπογραφής της εκθέσεως από την εισαγγελέα, οφείλεται προφανώς σε παραδρομή, η δε παραδρομή αυτή οργάνου της πολιτείας, δεν επισύρει σε βάρος της εγκαλούσας εταιρείας ως κύρωση το απαράδεκτο της κατά τα άλλα νομότυπα υποβληθείσας εγκλήσεως, που υπογράφεται από την καταθέσασα και από τον αρμόδιο γραμματέα της εν λόγω εισαγγελίας και επομένως είναι έγκυρη, όπως ορθά και επαρκώς αιτιολογημένα έκρινε και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του. Η υπογραφή άλλωστε της παραπάνω εισαγγελέως υπάρχει στην πρώτη σελίδα της άνω υποβληθείσας εγκλήσεως, με την παραπεμπτική σημείωσή της προς τον εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Καβάλας, λόγω τοπικής αρμοδιότητας αυτού.
Συνεπώς, ο συναφής λόγος αναιρέσεως για αναιτιολόγητη απόρριψη του σχετικού ισχυρισμού ακυρότητας της εκθέσεως εγκλήσεως και για υπέρβαση εξουσίας, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'και Η'του ΚΠΔ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
4.Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2. 358, 364 παρ.1 και 369 του ΚΠΔ, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι με τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσεως του σχετικά με την ενοχή του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν κατά την προφορική στο ακροατήριο συζήτηση της υποθέσεως, δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, η οποία θεμελιώνει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, γιατί έτσι παραβιάζεται η άσκηση του από το άρθρο 358 του ΚΠΔ απορρέοντος δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα επικαλείται ότι προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και έλλειψη ακροάσεώς της, συνιστάμενη στο ότι δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις που καθορίζουν την άσκηση από μέρους της των δικαιωμάτων που της παρέχει ο νόμος και συγκεκριμένα επειδή στη σελίδα 81 του αιτιολογικού το δικαστήριο, προκειμένου να απορρίψει προβληθέντα ισχυρισμό της περί πληρωμής της ένδικης επιταγής συνεκτίμησε και αξιολόγησε τις ενδείξεις ηλεκτρονικής αποτύπωσης στην πίσω όψη της επιταγής, έγγραφα της Μαρφίν Τράπεζας, χωρίς να ερωτηθεί ή όχι την ανάγνωσή τους.
Από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως που επισκοπούνται προκύπτει ότι, με την σύμφωνη γνώμη των συνηγόρων υπεράσπισης και της κατηγορουμένης, μεταξύ άλλων εγγράφων, αναγνώσθηκε στο ακροατήριο και το σώμα της ένδικης επιταγής, και επομένως η κατηγορουμένη και οι συνήγοροί της, με την πλήρη ανάγνωση αυτής στο ακροατήριο, αντελήφθησαν επαρκώς το περιεχόμενό τους και είχαν οι συνήγοροι τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επ' αυτών και να προβούν, κατ' άρθρο 358 του ΚΠΔ, σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με τα αναγνωσθέντα έγγραφα αυτά και το περιεχόμενό τους, και όλων των στοιχείων και σημειώσεων της τράπεζας επί της επιταγής και μπορούσαν να προβούν σχετικά σε δηλώσεις και παρατηρήσεις και δεν προκύπτει από τα πρακτικά ότι αναγνώσθηκαν άλλα έγγραφα της Μαρφίν τράπεζας ή ότι αναγνώσθηκαν ιδιωτικώς και παρανόμως ή ότι οι συνήγοροι υπεράσπισης πρόβαλαν αντίρρηση για την ανάγνωση κάποιων από τα έγγραφα της αναιρεθείσας δίκης που αναγνώσθηκαν, ούτε ότι ζήτησαν σχετικά το λόγο και δεν τους δόθηκε.
Συνεπώς δεν επήλθε καμία ακυρότητα της διαδικασίας από την ανάγνωση των άνω εγγράφων στο ακροατήριο και ο από τα άρθρα 171 αρ. 1 στοιχ. δ' και 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Β'του ΚΠΔ προβαλλόμενος σχετικός για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και για έλλειψη ακροάσεως, συναφής λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
5.Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 του ΠΚ, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πέντε έτη ε και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται, για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και ωσότου να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όμως όχι πέραν των τριών ετών για πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδάφ. β', 370 στοιχ. β' και 511 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημοσίας τάξεως εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και από τον ’ρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας την συμπλήρωση της παραγραφής και μετά την άσκηση της αναιρέσεως, οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή, ως ασκηθείσα νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχεται σ' αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 474 παρ.2 και 509 ΚΠΔ, ένας τουλάχιστον παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, ο οποίος κρίθηκε όμως βάσιμος. (Ολ. ΑΠ 7/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, η αποδιδόμενη στην αναιρεσείουσα, σε βαθμό πλημμελήματος, αξιόποινη πράξη έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, φερόμενη ότι τελέσθηκε στις 10-7-2006, εκδικασθείσα σε δεύτερο βαθμό στις 6-6-2014, πριν συμπληρωθεί οκταετία δεν υπέκυψε σε παραγραφή, ως μη παρελθόντος μέχρι 6-6-2014 χρόνου υπερβαίνοντος την οκταετία από της ως άνω τελέσεώς της και επομένως, αφού δεν υπάρχει κατά τα παραπάνω ουδείς βάσιμος λόγος αναιρέσεως, δεν εξαλείφθηκε το αξιόποινο ενώπιον του Αρείου Πάγου σε επιδικία, όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα και ο συναφής περί παραγραφής πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως μετά των προσθέτων λόγων αυτής, στο σύνολό τους και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. 5/14-7-2014 αίτηση - της Ο. Π. - Κ., του Ν. και τους από 5-2-2015 προσθέτους λόγους αυτής, για αναίρεση της με αρ. 787/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Απριλίου 2015.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή