Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Δυσφήμηση συκοφαντική, Απόφαση αθωωτική.
Περίληψη:
Αθωωτική απόφαση για συκοφαντική δυσφήμηση. Δεκτή αναίρεση του Εισαγγελέα Αρείου Πάγου για ελλιπή αιτιολογία και εκ πλαγίου παράβαση.
Αριθμός 1839/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο (που ορίστηκε προς συμπλήρωση της συνθέσεως με τη με αριθμό 54/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 23 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου περί αναιρέσεως της με αριθμό 67.205/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με κατηγορούμενο το Χ1 που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Σκιαδόπουλο. Με πολιτικώς ενάγουσα τη Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Ασημακόπουλο.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό "14" και ημερομηνία "7 Μαρτίου 2008" έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίας Στεφανοπούλου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 445/2008.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του Π.Κ. προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου σ' αυτές εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλον, ''γεγονότος'' που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του και είναι ψευδές, ο δε υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Στην έννοια του ''γεγονότος'' εντάσσεται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, εμπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, η οποία προσάπτεται σε ορισμένο πρόσωπο, με συνέπεια να επέρχεται εμφανής υποτίμηση της τιμής ή της υπόληψής του. Για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος, απαιτείται άμεσος δόλος συνιστάμενος, στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διάδοσης ενώπιον τρίτου, του ψευδούς γεγονότος, εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου. Δεν αρκεί δηλαδή ο απλός ή ο ενδεχόμενος δόλος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ιδιαίτερη αιτιολόγηση για την ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαία. Όταν όμως για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν κατά νόμο την έννοια αυτής και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η γνώση ορισμένων περιστατικών, στο έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, η ύπαρξη δηλαδή άμεσου δόλου η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή, με παράθεση των περιστατικών που την δικαιολογούν. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Τέλος, η αιτιολογία της αποφάσεως παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε' του ΚΠοινΔ και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη, διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, εν σχέσει με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 67.205/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ο κατηγορούμενος Χ1 κηρύχθηκε αθώος της πράξεως της συκοφαντικής δυσφημήσεως για την οποία είχε διωχθεί. Για να καταλήξει στην απαλλακτική κρίση του, το εκδόν την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστήριο, με μνεία των κατ' είδος αναφερόμενων αποδεικτικών μέσων δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "...Η πολιτικώς ενάγουσα, συνταξιούχος τραπεζικός υπάλληλος και ο κατηγορούμενος γνωρίζονται από πολλά χρόνια. Ο κατηγορούμενος ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας "Ναβες ΑΕ", η οποία είχε αντικείμενο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας τις ναυτιλιακές εργασίες, ήταν ευκατάστατος οικονομικά και λόγω των φιλικών σχέσεων με την πολιτικώς ενάγουσα είχε μεταβιβάσει εικονικά θαλαμηγό για φορολογικούς λόγους στο σύζυγο της πολιτικώς ενάγουσας. Ο Γ1 είχε διαλυτήριο πλοίων, συνεργάζετο με τον κατηγορούμενο, από το έτος 1995 αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και ο κατηγορούμενος του συνέστησε την πολιτικώς ενάγουσα για να δανεισθεί χρήματα. Το έτος 1998 η πολιτικώς ενάγουσα δάνεισε στον Γ1, το ποσό των 5.000.000 δρχ. από το οποίο εξόφλησε ποσό 900.000 δρχ. παραμένοντος υπολοίπου 4.100.000 δρχ. Για την εξασφάλιση του χρέους αυτού εκδόθηκαν πέντε συναλλαγματικές ποσών 1.000.000, 1.000.000, 1.000.000, 500.000, 590.000 δρχ. και με ημερομηνίες λήξεως αντίστοιχα 25-1-2000, 25-2- 2000, 28-3-2000, 30-4-2000 και 30-5-2000 αποδοχής του Γ1, εκδόσεως του κατηγορουμένου. Τις συναλλαγματικές αυτές εξέδωσε ο κατηγορούμενος ως εγγυητής στη σχέση δανείου μεταξύ ενάγουσας και Γ1, αφού εγγυήθηκε την επιστροφή του δανείου από τον τελευταίο. Η πέμπτη συναλλαγματική, ποσού 590.000 δρχ., έκδοσης 20-12-1999 και λήξης 30-5-2000, εκδόθηκε από την ίδια την πολιτικώς ενάγουσα σε διαταγή της και την αποδέχθηκε την ίδια ημέρα ο Γ1 στα πλαίσια της μεταξύ τους σύμβασης δανείου. Όλες οι συναλλαγματικές αυτές παραδόθηκαν, στη συνέχεια, από την πολιτικώς ενάγουσα στην ομόρρυθμη εταιρεία "..... Ο.Ε.", η οποία έχει αντικείμενο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας την πώληση επίπλων, με την οποία η πολιτικώς ενάγουσα, ισχυρίζεται ότι είχε εμπορική συναλλαγή. Ουδέν όμως αποδεικτικό οποιοσδήποτε συναλλαγής προσκομίζει (όπως π.χ. τιμολόγιο, δελτίο αποστολής ή κάποια έγγραφη απόδειξη). Η κρίση του Δικαστηρίου ενισχύεται ιδιαίτερα α) από τη σαφή κατάθεση του Γ1 ο οποίος ρητά καταθέτει ότι δανείσθηκε με τόκο μεγαλύτερο του δικαιοπρακτικού από την πολιτικώς ενάγουσα και ότι η αναγραφή του ονόματος του κατηγορουμένου στις συναλλαγματικές ήταν εγγυητική, β) από το ότι η πολιτικώς ενάγουσα ουδέν αποδεικτικό μέσο προσκομίζει για συναλλαγές 5.000.000 δραχμών για αγορά επίπλων. Περαιτέρω σαφής είναι η κατάθεση του Γ1 και ότι ελάμβανε τα χρήματα από την πολιτικώς ενάγουσα από την τράπεζα στην οποία εργαζόταν. Για το αναφερθέν από τον κατηγορούμενο ότι η πολιτικώς ενάγουσα δάνειζε με τόκο 4% μηνιαίως και ότι η πολιτικώς ενάγουσα έφερνε προσκόμματα στο νόμιμο τραπεζικό δανεισμό, καταλείπονται αμφιβολίαι στο Δικαστήριο για την αλήθεια ή αναλήθεια αυτών. Δεδομένης όμως της πληροφόρησης που είχε ο κατηγορούμενος από τον Γ1 και για τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία δεναποδείχθηκε η αλήθεια ή αναλήθεια τους, δεν προέκυψε πρόθεση συκοφαντικής δυσφήμησης εκ μέρους του κατηγορουμένου. Αλλά και ούτε πρόθεση απλής δυσφήμησης προέκυψε, ούτε πρόθεση εξύβρισης εκ μέρους του κατηγορουμένου επομένως πρέπει να κηρυχθεί αθώος και συνακόλουθα το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχει λόγος αναβολής της υπόθεσης για κρείσσονες αποδείξεις". Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία στην προκείμενη περίπτωση είναι ασαφής και αντιφατική. Ειδικότερα για το γεγονός το οποίο φέρεται ότι διέδωσε εις βάρος της πολιτικώς εναγούσης ο κατηγορούμενος ότι δηλαδή αυτή δάνειζε με τόκο 4% μηνιαίως και ότι έφερνε προσκόμματα στο νόμιμο τραπεζικό δανεισμό, δέχεται το δικαστήριο ότι υπάρχουν αμφιβολίες για την αλήθεια ή αναλήθεια των γεγονότων αυτών και κατ' ακολουθία δεν προέκυψε πρόθεση του κατηγορουμένου για συκοφαντική δυσφήμηση. Εφόσον όμως δέχεται ισχυρισμό-διάδοση των γεγονότων από τον κατηγορούμενο, η άνω κρίση του περί της αμφιβολίας ως προς την αλήθεια ή μη των γεγονότων αυτών είναι κρίση ενδοιαστική, με αποτέλεσμα, ενώ με τις παραδοχές αυτές αποκλείει την εφαρμογή των διατάξεων περί απλής δυσφήμησης και της εξύβρισης, στη συνέχεια αντιφάσκει δεχόμενο ανυπαρξία πρόθεσης για τα τελευταία αυτά αδικήματα, την έλλειψη της οποίας μάλιστα ουδόλως αιτιολογεί.
Με τα δεδομένα αυτά, οι λόγοι αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, με την έννοια της εκ πλαγίου παραβάσεως της διατάξεως του άρθρου 363 του Π.Κ που καθιστά ανέφικτο τον έλεγχο του δικαστηρίου για την ορθή εφαρμογή του νόμου (ως εκτιμώνται), είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί, αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλους δικαστές (άρθρ. 519 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ. 67.205/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Ιουνίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουλίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ