Θέμα
Αποδοχές μισθωτού.
Περίληψη:
Καθορισμός των αποδοχών διδασκάλισσας γαλλικών του ΥΠΕΠΘ, προερχόμενης από το καταργηθέν ΚΕΜΕΔΙ και υπηρετούσας με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, εκ μέρους του δικαστηρίου κατά δικαία κρίση. Δικαιούται τις αποδοχές του ειδικού παρέδρου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου του ΥΠΕΠΘ. Ορθή εφαρμογή των σχετικών διατάξεων και επαρκής αιτιολογία. Απορρίπτει την αίτηση.
Αριθμός 875/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2 Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 25η Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νομίμως από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της Αικατερίνης Γαλάνη, Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Δ. Μ. (D. B.) του Ε., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Λάμπρου Μακρυγιάννη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-5-2004 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 8/2007 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 5304/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 27-10-2010 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσίβλητος, όπως σημειώθηκε.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 13-2-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.
Επειδή, με το π.δ. 314/1990 ρυθμίσθηκε η υπηρεσιακή κατάσταση του επιστημονικού προσωπικού του Κέντρου Μετάφρασης και Διερμηνείας (ΚΕΜΕΔΙ) του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΥΠΕΠΘ), το οποίο είχε καταργηθεί μετά τη δημιουργία αναλόγου τμήματος στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Στο άρθρο 2 παρ.1 του εν λόγω π.δ. ορίσθηκε ότι το υπηρετούν, μη μόνιμο επιστημονικό προσωπικό του ΚΕΜΕΔΙ εντάσσεται αυτοδικαίως, με διαπιστωτική πράξη του αρμόδιου υπουργού, σε προσωρινές θέσεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, που συνιστώνται στην κεντρική υπηρεσία του ΥΠΕΠΘ. Και με τις παρ.2, 3 και 5 του ίδιου άρθρου ορίσθηκε ότι η μισθοδοσία του εν λόγω προσωπικού καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 1198/1972 (για τον τρόπο ρύθμισης των όρων αμοιβής και εργασίας του προσωπικού του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου) και βαρύνει τον προϋπολογισμό της κεντρικής υπηρεσίας του ΥΠΕΠΘ, μέχρι δε την έκδοση της σχετικής απόφασης καθορισμού των αποδοχών ισχύουν οι διατάξεις της 208176/7864/0022/2-10-1989 ΚΥΑ Οικονομικών και ΥΠΕΠΘ (ΦΕΚ Β' 743). Τέλος, στο άρθρο 3 του π.δ. 314/1990 ορίσθηκε ότι το προσωπικό του εν λόγω διατάγματος μπορεί, μετά από αίτησή του και απόφαση του αρμόδιου υπουργού, να μετακινείται, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, σε υπηρεσίες ή ιδρύματα αρμοδιότητας ΥΠΕΠΘ, για την προσφορά διδακτικού ή ερευνητικού έργου.
2.
Επειδή, οι διατάξεις του ν.δ. 1198/1972, στις οποίες παρέπεμπε το άρθρο 2 παρ.2 του π.δ. 314/1990 για τον καθορισμό των αποδοχών του εντασσόμενου στην κεντρική υπηρεσία του ΥΠΕΠΘ μη μονίμου επιστημονικού προσωπικού του ΚΕΜΕΔΙ, είχαν ήδη καταργηθεί κατά την έναρξη της ισχύος του εν λόγω π.δ. (27-9-1990), με το άρθρο 23 του ν. 1876/1990 (για τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις), που είχε αρχίσει να ισχύει από 8-3-1990 και ρύθμιζε τα ίδια ζητήματα. Στη θέση των καταργημένων διατάξεων, ίσχυαν πλέον αυτές των άρθρων 19 αρ.2 και 20 παρ.1 του ν. 1876/1990, σύμφωνα με τις οποίες, εφ' όσον πρόκειται για εργαζόμενους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, σε περίπτωση αδυναμίας υπογραφής συλλογικής σύμβασης εργασίας λόγω έλλειψης συνδικαλιστικής οργάνωσης, γενικώς μεν, οι όροι εργασίας καθορίζονται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του αρμόδιου υπουργού, ειδικότερα δε, σε ιδιαίτερα εξαιρετικές περιπτώσεις, η αμοιβή μπορεί να καθορίζεται με κοινή απόφαση των ίδιων υπουργών σε ύψος ανώτερο από το προκύπτον με τη διαδικασία του ν. 1876/1990. Κατ' εξουσιοδότηση των εν λόγω διατάξεων, εκδόθηκε η 2004718/ 301/0022/3/23-3-1992 ΚΥΑ Οικονομικών και ΥΠΕΠΘ (ΦΕΚ Β' 195), με την οποία τροποποιήθηκε η 2034398/3058/0022/4/25-7-1991 ΚΥΑ των ίδιων υπουργών (ΦΕΚ Β' 596), με την οποία είχε προστεθεί παράγραφος 6 στην 2009024/724/0022/4/30-4-1991 ΚΥΑ των ίδιων υπουργών (ΦΕΚ Β' 274), για τον καθορισμό των αποδοχών του μη μονίμου επιστημονικού προσωπικού του πρώην ΚΕΜΕΔΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή και κατ' εξαίρεση, το μη μόνιμο επιστημονικό προσωπικό που μετακινείται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του π.δ. 314/1990 σε Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα για την προσφορά διδακτικού έργου, λαμβάνει τις αποδοχές του επίκουρου καθηγητή ΑΕΙ με έδρα το νομό Αττικής.
3.
Επειδή, επακολούθησε η έκδοση του ν. 2530/1997 (για την αναμόρφωση του μισθολογίου του διδακτικού, ερευνητικού και εκπαιδευτικού προσωπικού των Ιδρυμάτων της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης), στο άρθρο 16 παρ.2 του οποίου ορίσθηκε ότι οι διατάξεις, που παραπέμπουν ως προς τον καθορισμό αποδοχών και παροχών εν γένει σε αποδοχές βαθμίδων μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ και μελών ΕΠ των ΤΕΙ, παύουν να ισχύουν. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, έπαυσε η ισχύς της ως άνω παραγράφου 6 της 2009024/ 724/0022/4/30-4-1991 ΚΥΑ ως προς τις αποδοχές του μη μονίμου επιστημονικού προσωπικού του πρώην ΚΕΜΕΔΙ. Λόγω δε του ότι δεν υφίστατο συμφωνημένος ή συνηθισμένος μισθός (ΑΚ 653) για τους υπαλλήλους της εν λόγω κατηγορίας, των οποίων ο αριθμός ήταν περιορισμένος και οι θέσεις προσωποπαγείς, ανέκυψε υποχρέωση των αρμοδίων υπηρεσιακών οργάνων, ως αντιπροσωπευόντων τον εργοδότη (το Ελληνικό Δημόσιο), να προσδιορίσουν εκ νέου τις καταβλητέες αποδοχές κατά δίκαιη κρίση (ΑΚ 371 εδ. α'), με την έκδοση κοινής απόφασης των συναρμόδιων υπουργών, κατ' εφαρμογή των ως άνω διατάξεων του ν. 1876/1990. Και, εφ' όσον τα όργανα αυτά καθυστερούσαν, ανέκυπτε ζήτημα προσδιορισμού των αποδοχών εκ μέρους του δικαστηρίου (ΑΚ 371 εδ. β').
4.
Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, δέχθηκε τα εξής ουσιώδη: Ότι η ενάγουσα (ήδη αναιρεσίβλητη) είχε διορισθεί ως καθηγήτρια γαλλικής γλώσσας στο ΚΕΜΕΔΙ, στην Κέρκυρα, με την ιδιότητα του μη μονίμου επιστημονικού προσωπικού αυτού. Ότι, μετά την ίδρυση του Ιονίου Πανεπιστημίου και την κατάργηση του ΚΕΜΕΔΙ, η ενάγουσα, που δεν είχε τα τυπικά προσόντα για την κατάληψη θέσεως ΔΕΠ στο πανεπιστήμιο αυτό, μεταφέρθηκε σε θέση διοικητικού υπαλλήλου, στην Κεντρική Υπηρεσία του ΥΠΕΠΘ. Ότι, μετά την ένταξή της στην υπηρεσία αυτή, στην αρχή μισθοδοτείτο ως διοικητικός υπάλληλος και, στη συνέχεια, μετά την έκδοση της 2004718/301/0022/3/23-3-1992 ΚΥΑ, έπαιρνε τις αποδοχές του επίκουρου καθηγητή ΑΕΙ με έδρα το νομό Αττικής. Ότι σ' αυτό συνηγορούσε το γεγονός ότι ήδη είχε αποσπασθεί, πρώτα, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και, έπειτα, στο τμήμα γαλλικής γλώσσας και φιλολογίας του ΕΚΠΑ, για να διδάσκει γαλλικά. Ότι μετά την έκδοση του ν. 2530/1997, οι αποδοχές της δεν ακολούθησαν το μισθολόγιο των καθηγητών ΑΕΙ κλπ, αλλά καθηλώθηκαν στο ύψος εκείνων που λάμβανε μέχρι τότε. Ότι, αν και κατ' επανάληψη η ενάγουσα επιδίωξε την έκδοση νέας ΚΥΑ προσδιορισμού των αποδοχών της (ήταν πλέον η μόνη εν ενεργεία υπάλληλος της κατηγορίας της), αυτό δεν συνέβη, λόγω διαφωνίας των συναρμόδιων υπηρεσιακών παραγόντων. Ότι, τελικώς, από την 1-1-2004, με την 2/35785/0022/28-7-2004 ΚΥΑ Οικονομικών και ΥΠΕΠΘ (που επακολούθησε την άσκηση της ένδικης αγωγής), η αμοιβή της ενάγουσας εξισώθηκε προς τις νόμιμες αποδοχές του ειδικού παρέδρου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου του ΥΠΕΠΘ. Ότι παρά ταύτα, για το ένδικο χρονικό διάστημα από 1-5-2002 μέχρι 31-12-2003 (του οποίου οι αξιώσεις δεν είχαν καταληφθεί από την παραγραφή), οι αποδοχές της ενάγουσας παρέμειναν αρρύθμιστες. Ότι το χρονικό διάστημα από την κατάργηση του προηγούμενου μισθολογικού καθεστώτος (1997) μέχρι τον επανακαθορισμό αυτού (2004) ενείχε βραδύτητα του εναγομένου (ήδη αναιρεσείοντος) Ελληνικού Δημοσίου και δημιούργησε δικαίωμα της ενάγουσας να επιδιώξει τον κατά δικαία κρίση προσδιορισμό των αποδοχών της εκ μέρους του δικαστηρίου (ΑΚ 371). Κατόπιν αυτών, το δικαστήριο της ουσίας έκρινε ότι η δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής, με την οποία επιδιωκόταν ο προσδιορισμός με τον εν λόγω τρόπο, ήταν επαρκώς ορισμένη και νόμιμη και, ως εκ τούτου, αφού εξαφάνισε την τότε εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοδικείου, που είχε κρίνει διαφορετικά, έκρινε, περαιτέρω, ότι οι αποδοχές, που θα έπρεπε να έχει λάβει η ενάγουσα και κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, είναι αυτές που το ίδιο το εναγόμενο καθόρισε από 1-1-2004, ήτοι αυτές του ειδικού παρέδρου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου του ΥΠΕΠΘ. Γι' αυτό και, αφού αναζήτησε το κατά νόμο ύψος τους εντός του ενδίκου χρονικού διαστήματος (περί αυτού δεν διατυπώνεται συγκεκριμένη αμφισβήτηση από το εναγόμενο), επιδίκασε στην ενάγουσα τη διαφορά μεταξύ αυτών και εκείνων που πράγματι είχε λάβει σύμφωνα με το παλιό, υπό αναπροσδιορισμό, μισθολογικό καθεστώς.
5.
Επειδή, με την κρίση αυτή, το Εφετείο εφάρμοσε σωστά τις διατάξεις που αναφέρονται στις προηγούμενες σκέψεις της παρούσας και με επαρκείς, χωρίς αντιφάσεις, αιτιολογίες υπήγαγε σ' αυτές τα πραγματικά περιστατικά, που ανελέγκτως δέχθηκε ως αποδεδειγμένα. Ειδικότερα, είναι μεν αληθές ότι η αναιρεσίβλητη, καθ' όλο το ένδικο χρονικό διάστημα, λάμβανε αμοιβή για την παροχή της εργασίας της. Η αμοιβή αυτή, όμως, ήταν η αμοιβή του 1997, η οποία έχρηζε επανακαθορισμού μετά την κατάργηση της σύνδεσής της με τις αποδοχές του επίκουρου καθηγητή ΑΕΙ περιοχής Αττικής, την εξέλιξη των οποίων, πλέον, δεν μπορούσε να ακολουθήσει. Το αναιρεσείον, που είχε την υποχρέωση του μονομερούς επανακαθορισμού των αποδοχών της αναιρεσίβλητης κατά δικαία κρίση, ως εκ της ελλείψεως συνδικαλιστικής αντιπροσώπευσης υπέρ αυτής, βράδυνε στην εκπλήρωση της υποχρέωσής του. Γι' αυτό και δημιουργήθηκε δικαίωμα της αναιρεσίβλητης να επιδιώξει τον επανακαθορισμό με απόφαση του δικαστηρίου. Το τελευταίο προέβη στον επανακαθορισμό στην έκταση στην οποία και το ίδιο το αναιρεσείον τον έκανε για μεταγενέστερο χρονικό διάστημα. Επομένως, αμφότεροι οι λόγοι της αιτήσεως, με τους οποίους υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι.
6.
Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 27-10-2010 αίτηση περί αναιρέσεως της 5304/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. -Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το αναιρεσείον στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσιβλήτου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 8η Απριλίου 2014. -Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 22α Απριλίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ