Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Υπεξαίρεση στην υπηρεσία.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για υπεξαίρεση στη υπηρεσία και πλαστογραφία με χρήση. Απόρριψη λόφων αναίρεσης για: α) έλλειψη ειδικής αιτιολογίας λόγω μη λήψης υπόψη εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης και β) εκ πλαγίου παράβαση της διάταξης του άρθρου 216 παρ. 1α ΠΚ.
Αριθμός 1113/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα- Εισηγήτρια, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 27 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Οικονόμου, περί αναιρέσεως της 206/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Ανδρέου. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1η Σεπτεμβρίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1510/2008.
Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.Η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ'αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα από την απόφαση, ότι έχουν ληφθεί υπόψη στο σύνολο τους τα αποδεικτικά μέσα και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Μεταξύ των αποδεικτικών μέσων περιλαμβάνεται, κατά το άρθρο 178 περ. γ' ΚΠΔ, και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 ΚΠΔ, υπό προϋποθέσεις, από τον ανακριτικό υπάλληλο ή από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού μέσου η πραγματογνωμοσύνη πρέπει να μνημονεύεται ειδικώς στην αιτιολογία μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, προκειμένου να υπάρχει βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, που την εξέδωσε καταδίκασε τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο σε συνολική ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών, για τα αδικήματα της πλαστογραφίας με χρήση κατ'εξακολούθηση και της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία κατ'εξακολούθηση την οποία ανέστειλε επί τριετία. Για να στηρίξει την καταδικαστική του κρίση το ως άνω Δικαστήριο διέλαβε στην αρχή του σκεπτικού της προσβαλλομένης απόφασης ότι "από την ανωμοτί κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, τα πρακτικά 2ης πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και από όλη την αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Από τα πρακτικά της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι αναγνώσθηκαν οι α) από 16-10-2005 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της ..., β) η από 15-5-2008 έκθεση γραφολογιικής πραγματογνωμοσύνης της ... και γ) η από 22-8-2007 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του .... Από την γενόμενη δε παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων για τον έλεγχο της δικογραφίας για τον έλεγχο του παραδεκτού λόγου αναίρεσης προκύπτει ότι μόνο η πρώτη από αυτές διενεργήθηκε κατά το άρθρο 183 του ΚΠΔ.Και ναι μεν ούτε στην αρχή της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, όπου προσδιορίζονται γενικά και κατ'είδος τα ληφθέντα αποδεικτικά μέσα, ούτε στη συνέχεια στο κείμενο αυτής όπου παρατίθενται οι σκέψεις και τα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν το Εφετείο στη καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του, γίνεται ρητή μνεία της παραπάνω έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, από το περιεχόμενο όμως του κειμένου του σκεπτικού και συγκεκριμένα από το διαλαμβανόμενο σ'αυτό ότι από τα παραπάνω αποδειχθέντα στοιχεία αποδείχθηκε ότι οι φερόμενες ως υπογραφές της εγκαλούσας, στις με αριθμ. 3/31853160 και 4/31853160 αποδείξεις δεν έχουν τεθεί από αυτή και αποτελούν απομίμηση της υπογραφής της, προκύπτει αδιστάκτως ότι το ως άνω δικαστήριο έλαβε υπόψη του την με το αυτό περιεχόμενο ως άνω έκθεση πραγματογμωνοσύνης. Επίσης έλαβε υπόψη του τις άλλες δύο "γραφολογικές πραγματογνωμοσύνες" οι οποίες αποτελούν έγγραφα με την αναφορά και "των εγγράφων" στα κατ'είδος μνημονευόμενα στην αρχή του σκεπτικού αποδεικτικά μέσα. Συνακόλουθα ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
ΙΙ. Κατά το άρθρο 258 περ. α' του ΠΚ, υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητάς του και αν ακόμα δεν ήταν αρμόδιος γι' αυτό, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου από αυτήν εγκλήματος της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, το οποίο περιλαμβάνει τη αντικειμενική υπόσταση της κατά το άρθρο 375 παρ. 1 υπεξαίρεσης με επαύξηση της ποινής, απαιτείται: α) παράνομη ιδιοποίηση ξένων (ολικά ή εν μέρει) κινητών πραγμάτων ή χρημάτων, τέτοια δε θεωρούνται και εκείνα τα οποία βρίσκονται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, με την έννοια κατά την οποία αυτή εκλαμβάνεται στο αστικό δίκαιο, β) ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια του αρ. 13 στοιχ. α' ΠΚ, όπως αυτή διευρύνεται με το αρ. 263 α' του ίδιου Κώδικα και γ) ο υπάλληλος να έλαβε ή να κατέχει τα κινητά πράγματα ή τα χρήματα υπό την υπαλληλική ιδιότητα, αδιάφορα αν ήταν αρμόδιος ή όχι γι' αυτό. Ιδιοποίηση δε αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέλησή του να εξουσιάζει και διαθέτει το πράγμα σαν να ήταν κύριος. Υποκειμενικά απαιτείται η ύπαρξη δόλου, ο οποίος ενέχει τη γνώση του δράστη ότι το πράγμα ή τα χρήματα είναι ξένα (ολικά ή εν μέρει) ως προς αυτόν και τα έλαβε ή τα κατέχει υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, καθώς και τη θέληση να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, δηλαδή χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη.Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 216 τταρ.1 και 2 του Π Κ, όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλου σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση (παρ.1). Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο (παρ.2). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι καθιερώνονται δύο αυτοτελή εγκλήματα. Δηλαδή ένα της πλαστογραφίας και άλλο της χρήσεως πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, ότι η χρήση του πλαστού εγγράφου, όταν τελείται από τον πλαστογράφο παύει να είναι αυτοτελές έγκλημα και καθίσταται επιβαρυντική περίπτωση του εγκλήματος της πλαστογραφίας από το οποίο και απορροφάται και ότι αυτοτέλεια υπάρχει είτε αυτή έγινε από τρίτο είτε από τον πλαστογράφο, όταν όμως για οποιονδήποτε λόγο η πλαστογραφία μένει ατιμώρητη. Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι το έγκλημα της πλαστογραφίας θεσπίζεται ως σωρευτικώς μικτό, υπό την έννοια ότι οι περισσότεροι τρόποι πραγματώσεώς του, που αναφέρονται στο νόμο, δηλαδή, 1) η κατάρτιση πλαστού εγγράφου και 2) η νόθευση γνήσιου, δεν μπορούν να εναλλαχθούν μεταξύ τους και κάθε τρόπος συνιστά αυτοτελή μορφή τελέσεως της πράξεως. Κατάρτιση πλαστού εγγράφου, κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ' του ΠΚ, υπάρχει όταν εξ υπαρχής συντίθεται έγγραφο, το οποίο το πρώτον διατυπώνεται από το ενεργητικό υποκείμενο και εμφανίζεται ότι προέρχεται από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα νόθευση συνιστά η αλλοίωση της έννοιας καταρτισμένου εγγράφου, του οποίου μεταβάλλεται το περιεχόμενο σε ορισμένα σημεία. Κάθε μια μορφή είναι ξεχωριστή και ιδιαίτερη, ανεξαρτήτως του ότι αφορούν και οι δύο έγγραφο. Η αντικειμενική υπόσταση των δύο μορφών δεν ταυτίζεται, τα δε δύο εγκλήματα διακρίνονται κατά την φύση και το είδος τους, δεδομένου ότι η νόθευση σε αντίθεση με την κατάρτιση, προϋποθέτει επέμβαση σε υφιστάμενο ήδη έγγραφο. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος του δράστη, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση (έστω και με την έννοια της αμφιβολίας) των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας και τη θέληση ή αποδοχή να συντελέσει με την ενέργεια του στην πραγμάτωση των περιστατικών αυτών και επιπροσθέτως σκοπός του υπαιτίου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει άλλον με την χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή που είναι σημαντικό για τη δημιουργία κατάργηση ή μεταβίβαση δικαιώματος που προστατεύεται από το νόμο. Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει επίσης ότι το στοιχείο της παραπλανήσεως άλλου για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες είναι αναγκαίο για την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας και πρέπει όχι μόνο στο διατακτικό της αποφάσεως τα περιλαμβάνεται, αλλά και στο αιτιολογικό να διαλαμβάνονται τα πραγματικά εκείνα περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η δυνατότητα της παραπλανήσεως για το γεγονός που έχει έννομες συνέπειες, είναι δε αδιάφορο αν επήλθε το αποτέλεσμα αυτό ή όχι. Ως χρήση πλαστού εγγράφου νοείται κάθε ενέργεια που καθιστά τούτο προσιτό στο πρόσωπο, το οποίο επιδιώκει να παραπλανήσει ο χρήστης, με την παροχή σ' αυτόν ως δυνατότητας να λάβει γνώση του περιεχομένου του. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΚΠοινΔ λόγον αναιρέσεως, όταν σ' αυτήν περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή. Όταν όμως για το αξιόποινο της πράξεως, απαιτείται επί πλέον και ορισμένος σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση) όπως στο έγκλημα της πλαστογραφίας, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στο σκοπό αυτό, στα μικτά δε εγκλήματα, όπως και η πλαστογραφία, πρέπει να αναφέρεται στην αιτιολογία και ο συγκεκριμένος τρόπος (ένας εκ των δύο), με τον οποίο τελέσθηκε η πράξη. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Η αιτιολογία τέλος της απόφασης, παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά τη διάταξη του άρθρου510 παρ.1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε τέτοιας εφαρμογής, που ιδρύει τον αμέσως ανωτέρω λόγον αναιρέσεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη 206/2008 απόφασή του που εξέδωσε δέχθηκε με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό ότι από τα κατ'είδος τους μνημονευόμενα σε αυτή αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος είναι υπάλληλος της Τραπεζικής ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και εργάζεται ως Προϊστάμενος και Διαχειριστής Ταμιευτηρίου στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο .... Στις 18.7.2001 στην με αριθμό ... απόδειξη ανάληψης που έφερε την υπογραφή της εγκαλούσας Ψ, έθεσε στη θέση του ποσού ανάληψης το ποσό των 950.000 δραχμών που αντιστοιχεί με το ποσό των 2.787,90 ευρώ, χωρίς να το γνωρίζει η εγκαλούσα, στις δε 19.7.2001 στη με αριθμό ... απόδειξη ανάληψης ποσού 800.000 δραχμών, που αντιστοιχεί με 2.347,76 ευρώ και στη με αριθμό ... απόδειξη κατάθεσης ποσού 200.000 δραχμών που αντιστοιχεί σε 586,94 ευρώ έθεσε, κατ' απομίμηση στη θέση του "λαβόντος" στην ανωτέρω απόδειξη ανάληψης και στη θέση του καταθέτη στην ανωτέρω απόδειξη κατάθεσης, την υπογραφή της εγκαλούσας Ψ, χωρίς να το γνωρίζει η ανωτέρω εγκαλούσα και βέβαια χωρίς την έγκριση ή συγκατάθεσή της. Ο κατηγορούμενος έθεσε και τα λοιπά χειρόγραφα στοιχεία των ανωτέρω αποδείξεων γεγονός που δεν το αρνείται υποστηρίζει όμως ότι η εγκαλούσα πραγματοποίησε τις αναφερόμενες στις πράξεις αυτές συναλλαγές και δεν το θυμάται. Από τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι οι φερόμενες ως υπογραφές της εγκαλούσας, στις με αριθμό ... και ... δεν έχουν τεθεί από αυτή και αποτελούν απομίμηση της υπογραφής της. Οι ανωτέρω υπογραφές τέθηκαν από τον κατηγορούμενο ο οποίος συμπλήρωσε και τα υπόλοιπα στοιχεία των προαναφερομένων εγγράφων μόνο δε ο κατηγορούμενος θα μπορούσε να συμπληρώσει την ελλείπουσα υπογραφή της εγκαλούσας αφού μονάχα αυτός μεσολάβησε και ήρθε σε επαφή με την εγκαλούσα στην οποία δόθηκε το συγκεκριμένο βιβλιάριο καταθέσεων με τον ανωτέρω αριθμό λογαριασμού λόγω του ότι είχε απωλέσει κατά το χρονικό αυτό διάστημα το προηγούμενο βιβλιάριο καταθέσεων. Πρέπει επομένως ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί αθώος για τη μερικότερη πράξη της πλαστογραφίας που αφορά τη με αριθμό ... απόδειξη ανάληψης ποσού 950.000 δραχμών και ένοχος για την κατηγορία της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση και δη όσον αφορά τις με αριθμούς ... και ... αποδείξεις ανάληψης ποσού 800.000 δραχμών και κατάθεσης ποσού 20000 δραχμών αντίστοιχα. Περαιτέρω ο κατηγορούμενος με την προαναφερόμενη ιδιότητά του, στις 18-7-2001 στην με αριθμό ... απόδειξη ανάληψης που έφερε την υπογραφή της εγκαλούσας Ψ, έθεσε στη θέση του ποσού ανάληψης το ποσό των 950.000 δραχμών που αντιστοιχεί με το ποσό των 2.787,90 ευρώ, χωρίς να το γνωρίζει η εγκαλούσα, στις δε 19.7.2001 στη με αριθμό ... απόδειξη ανάληψης ποσού 800.000 δραχμών, που αντιστοιχεί με 2.347,76 ευρώ και στην με αριθμό ... απόδειξη κατάθεσης ποσού 200.000 δραχμών που αντιστοιχεί σε 586,94 ευρώ έθεσε κατ' απομίμηση και χωρίς την έγκριση ή συγκατάθεση της εγκαλούσας στη θέση του "λαβόντος" στην ανωτέρω απόδειξη ανάληψης και στη θέση του καταθέτη στην ανωτέρω απόδειξη κατάθεσης, την υπογραφή της εγκαλούσας Ψ και στη συνέχεια κάνοντας χρήση των ανωτέρω νοθευμένων εγγράφων ενεργώντας παράνομα ιδιοποιήθηκε για λογαριασμό του στις 18.7.2001 το ποσό των 950.000 που αντιστοιχεί με το ποσό των 2.787,90 ευρώ, στις δε 19.7.2001 600.000 δραχμές ή το αντίστοιχο των 1.753,53 ευρώ που προκύπτει από τη διαφορά των 800.000 δραχμών, που αντιστοιχεί με 2.347,76 ευρώ και στην εγγραφή κατάθεσης ποσού 200.000 δραχμών που αντιστοιχεί σε 586,94 ευρώ. Τα παραπάνω ποσά ο κατηγορούμενος τα ιδιοποιήθηκε χωρίς νόμιμη αιτία από την εγκαλούσα και τα κατείχε λόγω της ιδιότητάς του ως υπάλληλος της Τραπεζικής ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και δη ως Προϊστάμενος και Διαχειριστής Ταμιευτηρίου στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο ....
Με τις παραδοχές του αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις υπό τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 258 παρ. 1α' και 216 παρ.1 και 2 του ΠΚ, τις οποίες ερμήνευσε και εφάρμοσε σωστά και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, αφού το πόρισμα της απόφασης ως συνδυασμός του αιτιολογικού και του διατακτικού δεν έχει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά που να καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο.Ειδικότερα: Α) όσον αφορά την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση, με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις δέχεται ότι αυτή τελέσθηκε με την μορφή της κατάρτισης των με αριθμούς ... και ... αποδείξεων, ανάληψης και κατάθεσης στις οποίες έθεσε στη θέση του "λαβόντος και του καταθέτη" αντίστοιχα, την υπογραφή της εγκαλούσας ως και τα λοιπά χειρόγραφα στοιχεία των ανωτέρω αποδείξεων. Το στο σκεπτικό διαλαμβανόμενο ότι "στις πράξεις του δ'αυτές ο κατηγορούμενος προέβη με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση των νοθευμένων εγγράφων", δεν δημιουργεί ασάφεια μεταξύ των παραδοχών του σκεπτικού και διατακτικού ως προς το ποία μορφή τέλεσης της πράξης της πλαστογραφίας δέχθηκε το δικαστήριο, αφού τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό ταυτίζονται οι παραδοχές ότι στις ως άνω δύο αποδείξεις έθεσε ο αναιρεσείων κατ'απομίμηση την υπογραφή της εγκαλούσας χωρίς την θέλησή της, και με βεβαιότητα συνάγεται ότι η παραπάνω φράση οφείλεται σε από προφανή παραδρομή αντιγραφή της από το κατηγορητήριο, για την πράξη της νόθευσης της με αριθμ. ... απόδειξης ανάληψης για την οποία κηρύχθηκε ο αναιρεσείων αθώος. Συνακόλουθα ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναίρεσης με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της εκ πλαγίου παράβασης της διάταξης του άρθρου 216 παρ.1 α του ΠΚ είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Β) Ως προς την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία για την πληρότητα της αιτιολογίας όσον αφορά το σκέλος της υπεξαίρεσης αρκούσε η παραδοχή ότι "κάνοντας χρήση των ανωτέρω "νοθευμένων" εγγράφων ιδιοποιήθηκε για λογαριασμό του τα παραπάνω ποσά των 950.000, 600.000 δραχμών που αντιστοιχούν σε 2.787,90,, 1.753,3 ευρώ", αφού με την παραδοχή αυτή σηματοδοτείται η εξωτερίκευση της βούλησης του να ιδιοποιηθεί τα παραπάνω ποσά και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ περί του αντιθέτου τρίτος λόγος της αναίρεσης.
Τέλος από τις παραδοχές του σκεπτικού και του διατακτικού, ως ενιαίο σύνολο λαμβανόμενες και αλληλοσυμπληρούμενες προκύπτει με σαφήνεια ότι το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του της αξιούμενης από το Σύνταγμα ειδικής αιτιολογίας, όσον αφορά την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία που φέρεται ότι τέλεσε στις 18-7-2001, ιδιοποιούμενος το στην κατοχή του με την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας περιελθόν ποσό των 950.000 δρχ. αφού για τα περιστατικά που θεμελιώνουν αυτή γίνεται μνεία στο σκεπτικό αυτής. Επομένως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' τέταρτος λόγος της αναίρεσης με τον οποίο υποστηρίζονται τ'αντίθετα.
Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης πρέπει ν'απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος ... και στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 1-9-2008 αίτηση του Χ, για αναίρεση της 206/2008 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του στο σκεπτικό πολιτικώς ενάγοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ καις τα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Μαρτίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Μαΐου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ