Θέμα
Αποδεικτικά μέσα, Δεδικασμένο, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου.
Περίληψη:
Αναίρεση – Λόγος εκ του άρθρου 559 αρ. 11γ Κ.Πολ.Δ. Πότε ορισμένοι οι εκ του άρθρου 559 αρ. 13 και 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ. λόγοι αναίρεσης. Ο εκ του άρθρου 559 αρ. 16 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης πότε και πώς προτείνεται.
Αριθμός 305/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Μαρία Βαρελά, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Δεκεμβρίου 2012, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Θ. Α. του Ε., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Παπαστεργίου.
Του αναιρεσιβλήτου: Γ. Π. του Π., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με την πληρεξουσία δικηγόρο του Αντιγόνη Κίσσα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5/11/2005 αγωγή της αρχικής διαδίκου Ι. Τ., χήρας Σ., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5258/2006 μη οριστική, 3036/2008 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 5926/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 11/7/2011 αίτησή του και τους από 1/11/2012 προσθέτους λόγους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Μαρία Βαρελά ανέγνωσε την από 20/11/2012 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, η πληρεξουσία του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11γ' ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 341 ΚΠΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας είναι υποχρεωμένο να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται νομίμως τα οποία είναι χρήσιμα προς άμεση ή έμμεση απόδειξη γεγονότων που συγκροτούν ισχυρισμό λυσιτελή δηλαδή που επιδρούν στο διατακτικό, παραδεκτό και νόμω βάσιμο ή ισχυρισμό περί αρχής έγγραφης απόδειξης. Και έχει μεν την υποχρέωση το Δικαστήριο σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις και εκείνες του άρθρου 93§3 Συντάγματος, να αιτιολογήσει την απόφασή του να αναφέρει δηλ. τους λόγους που το οδήγησαν στο σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως, όχι όμως και να κάνει ειδική μνεία και αξιολόγηση εκάστου αποδεικτικού μέσου, αρκεί ότι γίνεται αδιστάκτως βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως ότι προς σχηματισμό του αποδεικτικού πορίσματος έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που νομίμως προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν οι διάδικοι.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τις προτάσεις του αναιρεσείοντος ενώπιον του Εφετείου κατά τη συζήτηση της εφέσεώς του, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, στα πλαίσια της ανταποδείξεως του ισχυρισμού του ότι το επίδικο ακίνητο δεν περιλαμβάνεται στον τίτλο του απώτερου δικαιοπαρόχου του ενάγοντος-αναιρεσιβλήτου και αποδείξεως του ισχυρισμού του ότι έχει καταστεί αυτός κύριος του επιδίκου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, επικαλέσθηκε και προσκόμισε τα ακόλουθα έγγραφα: 1) την από 1-2-2008 "έκθεση πραγματογνωμοσύνης" μαζί με το συνοδεύον αυτήν από Φεβρουαρίου 2008 τοπογραφικό διάγραμμα του Μηχανικού Κ. Α., 2) το από 26-9-1984 δημοσίευμα της Εφημερίδας "ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ", 3) την από 21-11-2005 "έκθεση αυτοψίας" της Π. Γ., 4) την από 28-11-2005 "έκθεση αυτοψίας" της Σ.-Σ. Κ., 5) την αρ. πρωτ. 879/29-11-1989 αίτηση της Β. Μ. προς το 5ο Δημοτικό Διαμέρισμα του Δήμου Αθηναίων, 6) την απόφαση της 29ης συνεδρίασης 5-12-1989 του πιο πάνω Διαμερίσματος του Δήμου Αθηναίων, 7) έγγραφο κατάθεσης τίτλων του στο Δήμο Αθηναίων, 8) την ΑΧΚ 3620/97 "Καταλογιστική Πράξη του Δήμου Αθηναίων", 9) το από 26-9-2005 και με το αριθ. πρωτ. 1020/2/2861α "απόσπασμα" της Άμεσης Δράσης, 10) το από 15-2-2005 "δελτίο αποστολής-τιμολόγιο", 11) το αρ. πρωτ. 1020/4/478-α/3-10-2005 απόσπασμα ημερησίου δελτίου οχήματος Α.Τ. Πατησίων, 12) το από Μαρτίου 2005 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου Μηχανικού Α. Γ., 13) το με αριθ. .../15-4-2005 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών, Γ.Γ., 14) την από 21-11-2005 μήνυσή του κατά Ι. Τ.,15) το από 20-7-2006 κατηγορητήριο, 16) την από 7-3-2006 μήνυσή του κατά του αναιρεσιβλήτου και της Ι. Τ., 17) το από 7-3-2008 κατηγορητήριο, 18) την από 31-10-2005 μήνυσή του κατά των αναιρεσιβλήτων, Ι. Τ. κλπ, 19) την υπ' αριθμ. 777/2009 διάταξη Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και 20) την με αριθμό 1844/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Από το σύνολο των αιτιολογιών της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι όλα τα ως άνω αποδεικτικά μέσα ελήφθησαν υπόψη από το Εφετείο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως έστω και αν δεν γίνεται ειδική μνεία όλων των προαναφερομένων εγγράφων. Επομένως, ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 11γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 13 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της απόδειξης. Για να είναι ορισμένος και συνεπώς παραδεκτός ο λόγος αυτός αναίρεσης, πρέπει να καθορίζεται στο αναιρετήριο ο συγκεκριμένος ισχυρισμός ως προς τον οποίον εφαρμόσθηκαν εσφαλμένα οι ορισμοί του νόμου περί του βάρους της απόδειξης καθώς και το σφάλμα στο οποίο υπέπεσε το δικαστήριο της ουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων, με τον πρώτο πρόσθετο λόγο εκ του άρθρου 559 αρ. 13 ΚΠολΔ, αποδίδει στην προσβαλλομένη οτι έσφαλε ως προς το βάρος αποδείξεως σε σχέση με τους ισχυρισμούς της δικαιοπαρόχου του αναιρεσιβλήτου Ι.Τ. ότι έχει τίτλους και ότι ασκούσε διακατοχικές πράξεις για μια εικοσαετία και πλέον η οποία (αναιρεσίβλητη) ώφειλε να αποδείξει τους ισχυρισμούς της και όχι ο αναιρεσείων. Ο λόγος αυτός είναι αόριστος και συνεπώς απορριπτέος ως απαράδεκτος εφόσον δεν προσδιορίζεται ποιους ακριβώς νομικούς ισχυρισμούς ώφειλε να αποδείξει η αναιρεσίβλητη και ποιο το σφάλμα της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 16 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο ή ότι υπάρχει δεδικασμένο με βάση απόφαση που εξαφανίστηκε ύστερα από ένδικο μέσο ή αναγνωρίστηκε ως ανύπαρκτη. Στο αναιρετήριο πρέπει να αναφέρεται ότι η περί δεδικασμένου ένσταση είχε προταθεί και μάλιστα νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας διότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν είναι από τους αναφερομένους στο άρθρο 562 παρ.2 ΚΠολΔ που λαμβάνονται υπόψη και χωρίς να προταθούν στο Εφετείο και δεν αφορά τη δημόσια τάξη. Με το δεύτερο πρόσθετο λόγο αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη η πλημμέλεια οτι δεν έλαβε υπόψη του το δεδικασμένο που παράγει η υπ' αριθμ. 172/1958 αμετάκλητη απόφαση του Εφετείου Αθηνών ως και η υπ' αριθμ. 368/1953 αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος εφόσον δεν γίνεται επίκληση από τον αναιρεσείοντα ότι η περί δεδικασμένου ένσταση προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας και το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο.
Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός είναι αόριστος αν δεν διαλαμβάνει τις πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως ή τη μνεία ότι στερείται παντελώς αιτιολογίας, τον ισχυρισμό και τα περιστατικά που προτάθηκαν προς θεμελίωσή του ως προς τον οποίο παρουσιάζεται η έλλειψη ανεπάρκεια ή αντίφαση, καθώς και τη σύνδεσή του με το διατακτικό αν αυτή δεν είναι αυτονόητη, εξειδίκευση του σφάλματος του δικαστηρίου.
Με τον τρίτο πρόσθετο λόγο, εκ του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση ότι η προσβαλλομένη απόφαση στερείται νομίμου βάσεως διότι δεν προσδιορίζει επακριβώς τον λόγο για τον οποίον καταλήγει στην κρίση ότι το επίδικο ακίνητο ανήκει στον αναιρεσίβλητο. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, λόγω της αοριστίας του, εφόσον ο αναιρεσείων ουδόλως προσδιορίζει τις πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως, τα περιστατικά που προτάθηκαν προς θεμελίωση του σχετικού ισχυρισμού και το σφάλμα του δικαστηρίου. Επειδή, με τον τέταρτο πρόσθετο λόγο, προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση ο αναιρεσείων την πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ.11γ' ΚΠολΔ ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν έλαβε υπόψη της αποδεικτικά μέσα που αυτός νόμιμα επικαλέσθηκε και προσκόμισε στο πλαίσιο της ανταποδείξεως του ισχυρισμού του ότι το επίδικο ακίνητο δεν περιλαμβάνεται στους τίτλους του ενάγοντος αναιρεσιβλήτου και συγκεκριμένα την με αριθμό .../2006 πράξη παραχώρησης σε κοινή χρήση της συμβολαιογράφου Αθ. Μολοχτού, υπ' αριθ. 172/1958 απόφαση Εφετείου Αθηνών, 368/1953 απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και 210/1971 προδικαστική απόφαση Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την υπ' αριθμ. 15288/2005 ένορκη κατάθεση της Ε. Λ., την υπ' αριθμ. 12700/2005 ένορκη βεβαίωση Α. Υ. και φωτοερμηνεία που προσεκόμισε ο αναιρεσίβλητος. Από το σύνολο των αιτιολογιών της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι όλα τα ως άνω έγγραφα και ένορκες βεβαιώσεις ελήφθησαν υπόψη από το Εφετείο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως έστω και αν δεν έχει γίνει ειδική μνεία όλων των προαναφερομένων εγγράφων. Επομένως ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ακολούθως, πρέπει να απορριφθούν η αίτηση αναίρεσης της υπ' αριθμ. 5926/2010 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών καθώς και το δικόγραφο των προσθέτων λόγων και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων ως ηττώμενος διάδικος, στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου (ΚΠολΔ 183 και 176), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 11-7-2011 αίτηση του Θ. Α. για αναίρεση της υπ'αριθμό 5926/2010 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, καθώς και το από 1-11-2012 δικόγραφο προσθέτων λόγων αναιρέσεως.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Φεβρουαρίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ