Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δυσφήμηση συκοφαντική, Πρόσθετοι λόγοι.
Περίληψη:
Καταδίκη για απλή δυσφήμηση από συκοφαντική (άρθρο 363 ΠΚ). Στοιχεία του αδικήματος. Υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, και ορθή εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Μη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 367 ΠΚ. Απορρίπτει την αναίρεση, καθώς και τους πρόσθετους λόγους.
Αριθμός 1709/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου, Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1-4-2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Τελώνη, περί αναιρέσεως της 1896/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παρέστη.
Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του καθώς και στους από 24 Απριλίου 2008 προσθέτους λόγους αυτής, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1949/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, η, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των δεκτών γενόμενων πραγματικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ως προς τις αποδείξεις δε, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Π.Δ, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε τέτοια διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πράγματι αυτή ή δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε καθώς και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης (αναγόμενο στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος) που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Πατρών, που δίκασε κατ' έφεση, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα, που γενικώς κατ1 είδος αναφέρει και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου, και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, "ο κατηγορούμενος, κατά τους αναφερόμενους στο διατακτικό τόπους και χρόνους, ισχυρίσθηκε ενώπιον τρίτων για τον εγκαλούντα, Ψ1, τα αναφερόμενα στο διατακτικό ψευδή γεγονότα, τα οποία μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη αυτού, χωρίς να γνωρίζει, ότι αυτά ήσαν ψευδή, διότι έδιδε πίστη σε αναπόδεικτες πληροφορίες τρίτων προσώπων.
Συνεπώς, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση". Στη συνέχεια, το Δικαστήριο, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, τον κήρυξε ένοχο της πράξεως της απλής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης πέντε(5) μηνών, την εκτέλεση της οποίας, ανέστειλε για τρία έτη. Εξ' άλλου, σύμφωνα με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος του ότι α) στο Τορόντο του Καναδά, κατά το μήνα Απρίλιο του έτους 2002 σε μη επακριβώς εξακριβωμένη ημερομηνία, ως μέτοχος της εταιρείας με την επωνυμία "ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΚΤΟΠΛΟΙΑ Σ.Ε.Τ.Α ΑΕ", η οποία έχει ως αντικείμενο την εκμετάλλευση του πορθμείου Β1, εις την γραμμή Ρίου-Αντιρρίου, σε συνάντησή του με το Γ1, μετόχου και αυτού της ως άνω εταιρείας καθώς και άλλων μετόχων αυτής, για τη συζήτηση διαφόρων θεμάτων, που αφορούσαν την εταιρεία, διέδωσε για τον εγκαλούντα Ψ1, μέτοχο και αυτό της εταιρείας και Α' μηχανικό στο προαναφερόμενο πλοίο, τα κάτωθι: 1) ότι ως Α' μηχανικός στο εν λόγω πορθμείο προμηθευόταν από το κατάστημα της ... των αδελφών Ζ1, είδη για το σπίτι του και χρέωνε την εταιρεία, ενώ τούτο ήταν ψευδές και β) στο Ρίο κατά το τέλος του μηνός Ιουνίου του έτους 2002, όταν απευθυνόμενος ο εγκαλών προς τον Πρόεδρο του Δ. Σ της άνω εταιρείας και διευθύνοντα σύμβουλο αυτής Γ2 για σχετικές εξηγήσεις επί του παραπάνω θέματος, αυτός (Πρόεδρος) του παρέδωσε τα εξής φωτοαντίγραφα των επιστολών του κατηγορουμένου: 1)την από .... επιστολή, με την οποία διέδιδε για τον εγκαλούντα γεγονότα σχετικά με την δήθεν αγορά των εμπορευμάτων για το σπίτι του από το κατάστημα των αδελφών Ζ1 στην ..., αναφέρω επί λέξει σ' αυτή: " ...αν θέλει ο κύριος Ψ1, μπορούμε να πάμε πίσω στα τιμολόγια της εταιρείας Ζ1 στην οδό ..... την ..., να δούμε πόσα αντικείμενα από αυτά που αγόραζε, ήταν για την κατασκευή του σπιτιού του και πόσα για το φέρυ-μπότ "Β1".
Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Πατρών, σε συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό της, διέλαβε στην απόφαση του, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα αποδειχθέντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτά προέκυψαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 27 παρ.1 εδ. α και 2, 362 ΠΚ.Ειδικότερα, αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αλληλοσυμπληρώνονται από το διατακτικό, και τα οποία θεμελιώνουν την κρίση του Δικαστηρίου, ότι τα προαναφερθέντα δυσφημιστικά γεγονότα είναι ψευδή. Αιτιολογείται επίσης, η παραδοχή, σύμφωνα με την οποία, η διάδοση σε βάρος του εγκαλούντος, των ως άνω περιστατικών, έγινε ενώπιον τρίτων προσώπων και συγκεκριμένα, στην πρώτη μεν περίπτωση, ενώπιον του Γ1, μετόχου της εταιρείας, στη δεύτερη δε ενώπιον Προέδρου και Διευθύνοντα Συμβούλου της αυτής ως άνω εταιρείας, του Γ2.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ, πρώτος λόγος του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς, και ο πρώτος λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων, περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, κατά το μέρος δε που με τον πρώτο λόγο, πλήττεται, με την επίκληση, κατ' επίφαση, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η περί την εκτίμηση των ως άνω αποδείξεων, αναιρετικώς, ανέλεγκτη κρίση, του Δικαστηρίου, είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί.
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 367 του ΠΚ, προκύπτει ότι αίρεται κατ' αρχή ο άδικος χαρακτήρας της εξυβρίσεως και απλής δυσφημήσεως, εκτός από άλλες περιπτώσεις, και όταν η προσβλητική της τιμής και της υπόληψης άλλου εκδήλωση γίνεται για τη διαφύλαξη δικαιώματος του δράστη ή από άλλο δικαιολογημένη ενδιαφέρον, με τον απαραίτητο όμως όρο, ότι η εκδήλωση αυτή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποτελεί το επιβαλλόμενο και αντικειμενικά αναγκαίο για τη διαφύλαξη του δικαιώματος ή την ικανοποίηση του δικαιολογημένο ενδιαφέροντος μέτρο, χωρίς τη χρήση του οποίου δεν θα ήταν δυνατή η προστασία τους, με άλλον τρόπο και ότι ο δράστης κινήθηκε στην προσβλητική εκδήλωση αποκλειστικά προς το σκοπό αυτό. Κατ' εξαίρεση, όμως, δεν αίρεται στις περιπτώσεις αυτές, ο άδικος χαρακτήρας της εξυβριστικής ή δυσφημιστικής εκδηλώσεως και παραμένει η ποινική ευθύνη του δράστη, όταν συντρέχουν τα συστατικά στοιχεία της δυσφήμησης, ή στις ως άνω περιπτώσεις, από τον τρόπον εκδήλωσης ή τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή, σκοπός που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων, που, κηρύχθηκε ένοχος της πράξεως της απλής δυσφήμησης, με όσα ισχυρίστηκε ενώπιον των τρίτων σε βάρος του εγκαλούντος, απέβλεπε σύμφωνα με τις παραδοχές της, να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, και, δεν απέβλεπε στη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος του ίδιου ή άλλου, ούτε, όσα αυτός ισχυρίστηκε, έγιναν από δικαιολογημένο ενδιαφέρον.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Ε' του Κ.Π.Δ, δεύτερος λόγος των προσθέτων λόγων αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει, να απορριφθεί στο σύνολο της η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ).
ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16-11-2007 αίτηση και τους από 24-4-2008 πρόσθετους λόγους, του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 1896/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Ιουνίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ