Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 370 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Φθορά ξένης ιδιοκτησίας.




Περίληψη:
Φθορά ξένης ιδιοκτησίας. Έννοια. Στοιχεία υποκειμενικής και αντικειμενικής υποστάσεως. Αιτιολογία αποφάσεως. Πότε ειδική και εμπεριστατωμένη, ειδικά ως προς τα αποδεικτικά μέσα. Ανέκκλητη καταδικαστική απόφαση Μονομελούς. Λόγοι έλλειψης αιτιολογίας. Αβάσιμοι. Απορρίπτει αίτηση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 370/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Δεκεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Σπινάσα, περί αναιρέσεως της 28159/2008 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημ/κείου Θεσ/κης.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε.

Το Μονομελές Πλημ/κείο Θεσ/κης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Δεκεμβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 8/2009.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Όπως προκύπτει από το από 27-2-2009 αποδεικτικό επιδόσεως του ... επιμελητού δικαστηρίων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης ο πολιτικώς ενάγων ... κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (513 παρ. 1 εδαφ. γ'ΚΠΔ) νόμιμα και εμπρόθεσμα (155 παρ. 2 και 166 ΚΠΔ) να παραστεί κατά τη συζήτηση της αναιρέσεως κατά τη σημερινή δικάσιμο. Εφόσον δεν παρέστη πρέπει να προχωρήσει η διαδικασία σαν να ήταν παρών και αυτός (515 παρ. 2 ΚΠΔ).
ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 381 παρ. 1 του Π.Κ., όποιος με πρόθεση καταστρέφει ή βλάπτει ξένο (ολικά ή εν μέρει) πράγμα ή με άλλον τρόπο καθιστά ανέφικτη τη χρήση του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. Για τη στοιχειοθέτηση του υπαλλακτικώς μικτού πιο πάνω εγκλήματος της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν αλλοτριότητα του πράγματος, η οποία κρίνεται κατά της περί κυριότητας διατάξεις του Α.Κ., υποκειμενικώς δε γνώση και θέληση (ή αποδοχή) της καταστροφής ή βλάβης κ.λ.π. του πράγματος αυτού. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έλλειψη αιτιολογίας δεν υπάρχει ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία της απόφασης εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, όταν αυτό περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ` αυτή, όταν ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου, λ.χ. αμέσου, οπότε απαιτείται αιτιολόγησή του. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει, από τα επισκοπούμενα παραδεκτώς πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ` είδος αναφερομένων στην εν λόγω απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ''Ο κατηγορούμενος στις 22-11-2003 στη ..., από πρόθεση κατέστρεψε ξένο ολικά πράγμα και συγκεκριμένα έσπασε την επί της οδού ... πινακίδα καταστήματος με την επωνυμία '' ...'', ιδιοκτησίας του εγκαλούντος ..., η αξία της οποίας ανέρχεται σε 450 ευρώ''. Κατ' ακολουθία των παραδοχών αυτών το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο της πράξεως της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως τριάντα (30) ημερών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων, 26 παρ.1 α, 27 παρ.1 381 ΠΚ, τις οποίες διατάξεις, κατά την προεκτεθείσα έννοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και να στερήσει έτσι την απόφασή του νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, το Δικαστήριο δέχθηκε αιτιολογημένα συνδρομή όλων των ανωτέρω υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων της πράξεως για την οποία κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα. Συγκεκριμένα το Δικαστήριο αναφέρει τα αποδεικτικά μέσα τα οποία έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση είναι δε αυτά τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, η χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως που εξετάσθηκαν ένορκα στο ακροατήριο, σε συνδυασμό και με την απολογία του κατηγορουμένου. Εκ της αναφοράς αυτής προκύπτει ότι έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα έγγραφα, μεταξύ των οποίων και τα με αριθμό 3 και 4 αναγνωσθέντα και δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, ότι δεν τα έλαβε υπόψη επειδή δεν κάνει ιδιαίτερη αναφορά αυτών, ούτε προβαίνει σε σχολιασμό των υπερασπιστικών επιχειρημάτων που συνάγει εξ αυτών ο ίδιος, ούτε αιτιολογεί την μη παραδοχή των επ'αυτών στηριζομένων αρνητικών της κατηγορίας ισχυρισμών του. Ούτε περαιτέρω πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας η προσβαλλομένη, όπως αβάσιμα υποστηρίζεται με τον ίδιο λόγο αναιρέσεως, επειδή το σκεπτικό αποτελεί επανάληψη του διατακτικού, αφού το τελευταίο περιέχει και πραγματικά περιστατικά συγκροτούντα την αντικειμενική υπόσταση της ανωτέρω πράξεως και δεν περιορίζεται στην παράθεση τυπικών στοιχείων του εγκλήματος, ούτε είναι απαραίτητο να αιτιολογείται ειδικώς ο δόλος του αναιρεσείοντος, αρκούσης της αναφοράς ''από πρόθεση'', αφού η διάταξη δεν απαιτεί άμεσο δόλο. Δεν ήταν απαραίτητο δε, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην κατάθεση του μάρτυρα υπερασπίσεως ..., ούτε εκ του λόγου αυτού συνάγεται ότι δεν λήφθηκε υπόψη ούτε εκτιμήθηκε το περιεχόμενό της, όπως αβάσιμα υποστηρίζεται με τον τρίτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως. Τέλος δεν ήταν απαραίτητο, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως ο αναιρεσείων, να αιτιολογείται ειδικώς ο χρόνος τελέσεως της πράξεως, αφού, όπως προκύπτει, από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της συζητήσεως στο δικαστήριο της ουσίας, ο αναιρεσείων δεν ισχυρίσθηκε, αμφισβητώντας τον αναφερόμενο στο κατηγορητήριο χρόνο τελέσεως, ότι η έγκληση ήταν εκπρόθεσμη, λόγω παρόδου τριμήνου από την τέλεση της πράξεως, οπότε το δικαστήριο θα είχε υποχρέωση να ερευνήσει το ζήτημα αυτό και να αιτιολογήσει την επ αυτού κρίση του, ούτε να αιτιολογείται ο τρόπος με τον οποίο και ο λόγος για τον οποίο ο αναιρεσείων έθραυσε την πινακίδα.
Συνεπώς και οι τρεις λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλομένη για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (510 παρ. 1Δ ΚΠΔ) τυγχάνουν αβάσιμοι και απορριπτέοι. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις των λόγων αυτών της αιτήσεως αναιρέσεως, υπό το πρόσχημα της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και την επί της ουσίας κρίση του Εφετείου και τυγχάνουν απαράδεκτες. Μετά ταύτα, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την με αριθμό εκθέσεως 4/17-12-2008 αίτηση του ... για αναίρεση της με αριθμ. 28159/2008 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημ/κειου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) €.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιανουαρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Φεβρουαρίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή