Θέμα
Αγροτική Νομοθεσία, Αγωγή διεκδικητική, Δικαιώματος κατάχρηση.
Περίληψη:
Αναίρεση κατά αποφάσεως Πολυμελούς Πρωτοδικείου που δίκασε ως Εφετείο. Με τον αν 731/68 οι κληρούχοι δεν θεωρούνται νομέας του κλήρου αν δεν τον κατέχαν πραγματικά. Επιτρέπεται η απόκτηση κυριότητας από τρίτο με τα προσόντα της χρησικτησίας (τακτικής ή έκτακτης) σε ολόκληρο το κληροτεμάχιο, ήτοι δεν επιτρέπεται η χρήση με χρησικτησία σε διαιρετό τμήμα. Με το ν. 666/77 αντικ. η παρ. 2ΑΒ του άρθρου 1 του αν 431/68 και από της ισχύος του (27.8.77) δεν επιτρέπεται η κατάτμηση του κληροτεμαχίου, εκτός εάν πρόκειται για μεταβίβαση με δικαιοπραξία για τη δημιουργία τουριστικών εγκαταστάσεων, που βεβαιώνεται με γνώμη του ΕΟΤ. Με χρησικτησία απαγορεύεται η κατάτμηση. 4 παρ. 2ΑΚ του άρθρου 1 του αν 431/68 πριν την τροποποίηση του με ν. 666/77 επέτρεπε την κατάτμηση εφόσον επρόκειτο για ακίνητο ευρισκόμενο σε παραθεριστική ή τουριστική περιοχή. Κατά το άρθρο μόνο του Β.Δ. 823/65 η περιοχή "Μακρυγυάλου Πιερίας" είναι τουριστική περιοχή. Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος κατά 281 ΑΚ. Αναιρετική η απόφαση γιατί τα γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα ήταν αρκετά για την πλήρωση του πραγματικού της εν λόγω διατάξεως, η οποία παραβιάστηκε, κατ΄ άρθρο 560 παρ.1, με το απορριφθέν η οικεία ένσταση, που νόμιμα είχε επαναφερθεί στο Εφετείο από τους εφεσίβλητους αναιρεσείοντες.
Αριθμός 911/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Α. Σ. του Θ., 2) Α. - Χ. Σ. του Θ., 3) Σ. Σ. του Θ., και 4) Σ. συζ. Θ. Σ., το γένος Α. Χ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Παπαστεργίου.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Χ. Ι. του Ι., 2) Χ. Ι. του Ι., 3) Π. Ι. του Ι. και 4) Κ. Ι. του Ι., όλων κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Δήμα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26/5/1998 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Κολινδρού. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 354/1998 του ίδιου Δικαστηρίου, 262/2000 μη οριστική και 60/2010 οριστική του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης. Την αναίρεση των τελευταίων αποφάσεων ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 11/1/2011 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 28/12/2012 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή μετά την έναρξη ισχύος του ΑΝ 431/1968 (23-5-1968) "περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της εν γένει εποικιστικής νομοθεσίας κλπ" και κατά το άρθρο 1 παρ.1 αυτού ο κατά την εποικιστική εν γένει νομοθεσία κληρούχος και οι κληρονόμοι του, δεν λογίζονται κατά πλάσμα του νόμου νομείς του κλήρου, αν δεν κατέχουν πράγματι αυτόν και συνεπώς είναι δυνατή η χωρίς τη θέλησή τους αίτηση από τον τρίτο της νομής ολόκληρου του κληροτεμαχίου, που μπορεί να οδηγήσει στην κτήση της κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, υπό τον περιορισμό, σε κάθε περίπτωση να μην κατατέμνονται τα τεμάχια της οριστικής διανομής. Ο περιορισμός αυτός της μη κατατμήσεως τίθεται ως γενική αρχή και έχει εφαρμογή σε κάθε μεταβίβαση του κλήρου, όχι μόνο όταν γίνεται με τη θέληση του κληρούχου, δηλαδή με δικαιοπραξία, αλλά και όταν γίνεται χωρίς τη θέλησή του, όπως επί αποκτήσεως από τρίτο της νομής ολόκληρου του κληροτεμαχίου, η οποία μπορεί, εάν συντρέχουν και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις, να οδηγήσει στην με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία κτήση κυριότητας αυτού, εφόσον συμπληρωθεί ο απαιτούμενος από το νόμο για καθεμιά, από αυτή, χρόνος. Δηλαδή κατά τον περιορισμό αυτό δεν επιτρέπεται η αίτηση κυριότητας με χρησικτησία επί διαιρετού τμήματος του κληροτεμαχίου, πράγμα το οποίο αποβλέπει στη διατήρησή τους ακεραίων, προς το σκοπό της επωφελέστερης εκμεταλλεύσεως τους. Η φυσική κατάτμηση των κληροτεμαχίων απαγορεύεται όχι μόνο όταν γίνεται από τον κληρούχο, αλλά και από τους διαδόχους του. Εφόσον λοιπόν το τμήμα κληροτεμαχίου δεν είναι δεκτικό νομής και χρησικτησίας από άλλον, αυτός δεν μπορεί να αποκτήσει την κυριότητα αυτού με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, ούτε να αντιτάξει κατά του διεκδικούντος τον κλήρο κληρούχου ή των κληρονόμων και την από το άρθρο 249 ΑΚ ένσταση παραγραφής της διεκδικητικής αγωγής (Ολ. ΑΠ 15/2004, ΑΠ 408/2013). Ο περιορισμός αυτός (της μη κατατμήσεως) κατά την παρ. 2Αβ του ίδιου άρθρου 1 του ως άνω νόμου δεν ίσχυε στην περίπτωση κατά την οποία το κληροτεμάχιο βρισκόταν εντός περιοχών τουριστικών ή καταλλήλων προς παραθερισμό. Η διάταξη αυτή από 27-8-1977 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 666/24/27-8-1977 το οποίο ορίζει ότι η απαγόρευση δεν ισχύει ... επί κλήρων "επί των οποίων σκοπείται η δημιουργία τουριστικών εγκαταστάσεων". Προαπαιτούμενο για την κατάρτιση του οικείου συμβολαίου μεταβιβάσεως είναι η προηγούμενη έγγραφη γνώμη του ΕΟΤ - Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού - περί του σκοπίμου της δημιουργίας τους, η οποία μνημονεύεται και επισυνάπτεται στο συμβόλαιο. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ειδικότερα, ότι η εξαίρεση από τον περιορισμό της μη κατάτμησης του κλήρου, στον οποίο σκοπείται η δημιουργία τουριστικών εγκαταστάσεων, δεν περιλαμβάνει οποιαδήποτε μεταβίβαση, αλλά μόνο τη μεταβίβαση που γίνεται με δικαιοπραξία αφού ρητά προβλέπεται σ' αυτή η σύνταξη συμβολαίου, στο οποίο επισυνάπτεται η προηγούμενη έγγραφη γνώμη του ΕΟΤ, πράγμα που είναι ασυμβίβαστο με την έννοια της χρησικτησίας. Εξάλλου με το άρθρο μόνο του ΒΔ 823/22-10/6-11-1965 η περιοχή της Κοινότητας Μακρύγιαλου του Νομού Πιερίας χαρακτηρίστηκε ως "τουριστική περιοχή" και επομένως κατά το διάστημα που ίσχυε η παρ. 2Αβ του άρθρου 1 του αν 431/1968 (25-3-1968 μέχρι 27-8-1977), ήτοι πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 του ν. 666/1977, για τα κληροτεμάχια της περιοχής αυτής δεν ίσχυε ο περιορισμός της μη κατατμήσεώς τους και συνακόλουθα κατά το διάστημα αυτό δεκτικά μεταβιβάσεως με δικαιοπραξία, αλλά και (δεκτικά) χρησικτησίας, ήταν και τμήματα του κληροτεμαχίου, ενώ μετά την ισχύ του ν. 666/1977 δεν απαγορεύεται η κατάτμηση μόνο των κλήρων που μεταβιβάζονται με δικαιοπραξία για τη δημιουργία τουριστικών εγκαταστάσεων (μετά από έγγραφη γνώμη του ΕΟΤ) και συνακόλουθα είναι ανεπίτρεπτη η με άλλο τρόπο, απόκτηση κυριότητας επί διαιρετού τμήματος του κλήρου. Περαιτέρω με το άρθρο 281 ΑΚ ορίζεται ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου ή ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Απαιτείται δηλαδή, για να καταστεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε ανάρτηση και με εκείνη του υποχρέου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Επίσης, οι πράξεις του υποχρέου και η διαμορφωθείσα υπέρ αυτού κατάσταση πραγμάτων, είναι αναγκαίο να τελούν σε αιτιώδη σχέση προς την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, τις συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά, δεν συγχωρείται να επικαλεσθεί προς αντίκρουση του δικαιώματος. Η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψή του, η δε με την άσκηση του δικαιώματος ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε ή η με αυτήν πρόκληση στον υπόχρεο επαχθών, όχι δε κατ' ανάγκη και αφόρητων συνεπειών, θα πρέπει, με γνώμονα την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη να μην είναι ανεκτή, ώστε, μετά και από αντιστάθμισή τους προς το συμφέρον του η άσκηση αυτή εξυπηρετεί για τον δικαιούχο, να κρίνεται επιβεβλημένη, προς αποτροπή των επαχθών για τον υπόχρεο συνεπειών, η θυσία του αξιουμένου δικαιώματος. Έτσι, το ζήτημα, αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες του μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματός του. Εξάλλου, η εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία, έχει έντονο χαρακτήρα κανόνα δημοσίας τάξης, δεν αποκλείεται και επί ασκήσεως δικαιώματος που πηγάζει από διατάξεις δημοσίας τάξης, όπως είναι και εκείνες του Αγροτικού Κώδικα για παραχώρηση της κυριότητας γεωργικών κλήρων και οικοπέδων (ΟλΑΠ 33/2005, ΟλΑΠ 7/2002, ΟλΑΠ 8/2001). Σε κάθε περίπτωση τα περιστατικά που έγιναν ανελέγκτως από το δικαστήριο της ουσίας υπόκεινται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αν συνιστούν ή όχι κατάχρηση δικαιώματος, με την προαναφερθείσα έννοια (ΑΠ 1126/2013, ΑΠ 191/2013). Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αρ. 1 του ΚΠολΔικ προκειμένου περί αποφάσεων των Ειρηνοδικείων και των αποφάσεων των Πρωτοδικείων, που εκδίδονται επί εφέσεων κατ' αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, τέτοια δε παραβίαση υπάρχει αν ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ΟλΑΠ 7/2006).
Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση (ΟλΑΠ 10/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της συμπροσβαλλομένης υπ' αριθμ. 262/2000 εν μέρει οριστικής αποφάσεως (άρθρο 553 παρ. 2 ΚΠολΔικ) το ως Εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο απέρριψε την εκ μέρους των αναιρεσειόντων υποβληθείσα ένσταση παραγραφής της διεκδικητικής αγωγής των αναιρεσιβλήτων, για το λόγο ότι επί του επιδίκου το οποίο αποτελεί τμήμα αγροτικού κλήρου, δεν ήταν δυνατή, κατά το χρονικό διάστημα των ετών 1975-1998, η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, μετά την ισχύ του ΑΝ 431/1938, αφού αυτό θα οδηγούσε σε κατάτμηση του κλήρου και συνεπώς δεν ήταν δυνατή ούτε και η έναρξη και συμπλήρωση της παραγραφής της διεκδικητικής αγωγής. Στη συνέχεια το προαναφερθέν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προαναφερθείσα συμπροσβαλλομένη εν μέρει οριστική απόφασή του, δέχθηκε ως βάσιμη κατ' ουσίαν την έφεση των εναγόντων - αναιρεσιβλήτων και αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, που είχε απορρίψει την αγωγή δεχθέν την ένσταση παραγραφής, κράτησε την αγωγή και αφού την δίκασε εκ νέου, διέταξε πραγματογνωμοσύνη, μετά τη διεξαγωγή της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, από την παραδεκτή επισκόπηση της οποίας (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) προκύπτει ότι το εν λόγω δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, ως προς την ουσία της υπόθεσης, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: "Οι ενάγοντες είναι συγκύριοι, συννομείς και συγκάτοχοι, κατ' ισομοιρία, ενός κληροτεμαχίου 14700 τ.μ., κατά τον τίτλο κτήσεως. Το ως άνω κληροτεμάχιο βρίσκεται στην κτηματική περιοχή Μακρυγιάλου, στη θέση "Τούμπα", φέρει αριθμό 941, τμήμα του οποίου κατέχουν σήμερα οι ενάγοντες, εμβαδού 14348,90 τμ, όπως εμφαίνεται και προσδιορίζεται στο τοπογραφικό διάγραμμα του πραγματογνώμονα Η. Σ., με τα αλφαβητικά στοιχεία Α1, Α2, Α3, Α4, Α5, Α6, Α7, Α8, Α9, Α10, Α11, Α12, Α13, Α1, συνορεύει βόρεια επί πλευράς Α1-Α2=74,71 μ με το αριθμό 940 τεμάχιο, Α2-Α3=64,34 και Α3-Α4=44,86 μ, με τμήμα του με αριθμό 940 κληροτεμαχίου ιδιοκτησίας της αρχικής εναγομένης, ανατολικά επί πλευρών Α4-Α5=10,26 μ, Α5-Α6=28,94 μ, Α6-Α7=11,28 μ με επαρχιακή οδό Μακρυγιάλου - Αλυκών Κίτρους, νότια επί πλευρών Α8-Α9=38,87 μ, Α9Α10=36,38 μ και Α10-Α11=96,55 μ με τα αριθμούς 944 και 945 κληροτεμάχια και δυτικά Α11-Α12=50,47 μ, Α12-13=45,26 μ και Α13-Α1=12.00 μ. με τα με αριθμούς 927 χέρσο, 942 και 943 κληροτεμάχια από τα οποία χωρίζεται με αγροτικό δρόμο. Την κυριότητα του παραπάνω κληροτεμαχίου απέκτησαν οι ενάγοντες ως μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του πατέρα τους Ι. Ι., ο οποίος απεβίωσε το έτος 1944. Περαιτέρω, την κληρονομία του πατέρα τους ως προς το ανωτέρω κληροτεμάχιο αποδέχθηκαν οι ενάγοντες με την με αριθμό .../1996 πράξη αποδοχής της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ελ. Γκουτζαμάνη, που μεταγράφηκε στον τόμο ... και 72 των βιβλίων μεταγραφών του Κολινδρού, οι τρεις πρώτοι και με τη με αριθμό .../1997 πράξη της ίδιας συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο ... και αύξοντα αριθμό 342 των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κολινδρού, ο τελευταίος. Στον πατέρα των εναγόντων το προαναφερόμενο κληροτεμάχιο περιήλθε από παραχώρηση του Ελληνικού Δημοσίου, για την οποία (παραχώρηση) εκδόθηκε στο όνομά του, ο με αριθμό .../1953 τίτλος κυριότητας της ΑΤΕ, ο οποίος μεταγράφηκε στον τόμο ... και αύξοντα αριθμό 428 των βιβλίων μεταγραφών Πιερίας. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η εναγομένη είναι κυρία, νομέας και κάτοχος τμήματος του με αριθμό 940 όμορου ακινήτου μ' αυτό των εναγόντων, εμβαδού 4001,40 τμ, σύμφωνα με τον τίτλο κτήσης, ενώ κατείχε κατά την ως άνω πραγματογνωμοσύνη ακίνητο εμβαδού 3972,49 τμ. Το ως άνω κληροτεμάχιο απέκτησε η αρχική εναγόμενη με το με αριθμό .../10-5-1973 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Βέροιας Φωτίου Παπαδόπουλου, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο ... και αύξοντα αριθμό 203 των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πιερίας. Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι το έτος 1973 η εναγομένη προέβη στην περίφραξη του κληροτεμαχίου της με τοιχείο από οπλισμένο σκυρόδεμα και σιδερένιους πασσάλους με δικτυωκτό σύρμα, ενώ στην πλευρά της προσόψεως αυτού επί της επαρχιακής οδού και επί μήκους 38 μ. κατασκεύασε περίφραξη με τοιχείο οπλισμένου σκυροδέματος και μεταλλικά περίτεχνα κιγκλιδώματα συνολικού ύψους 2.μ. περίπου. Στη συνέχεια και αφού εκδόθηκε η με αριθμό .../19-4-1975 οικοδομική άδεια του Γραφείου Πολεοδομίας Πιερίας η εναγομένη ανήγειρε κατά το έτος 1975 επί του εν λόγω ακινήτου μια διώροφη οικοδομή και ακόμη ένα ανεξάρτητο ισόγειο κτίσμα συνολικού εμβαδού 400 μ.2 περίπου. Πλην όμως, κατά την κατασκευή της προαναφερόμενης περίφραξης του ανωτέρω ακινήτου της η εναγομένη περιέλαβε στο ακίνητό της και τμήμα εμβαδού 229 τ.μ., το οποίο, όπως εμφαίνεται και προσδιορίζεται με τα αλφαβητικά στοιχεία Θ-1-Α4-Θ στο τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Η. Σ., έχει σχήμα τριγωνικό και συνορεύει βορειοδυτικά επί πλευράς Θ-1=79,77 μ με την ιδιοκτησία της εναγομένης, ανατολικά επί πλευράς ι-Α4=5,74 μ. με επαρχιακή οδό Μακρυγιάλου-Αλυκών Κίτρους και νότια επί πλευράς Α4-θ=80,18 μ. με την ιδιοκτησία των εναγόντων. Σύμφωνα όμως με την από 26-6-2001 πραγματογνωμοσύνη του πραγματογνώμονα Η. Σ. το επίδικο τμήμα, εμβαδού 229 τμ, περιλαμβάνεται στο με αριθμό 941 κληροτεμάχιο, το οποίο παραχωρήθηκε με το με αριθμό .../2-12-1953 τίτλο κυριότητας, ήτοι στο ακίνητο των εναγόντων, το οποίο κατέλαβε αυθαίρετα η αρχική εναγομένη, όπως προεκτέθηκε. Να σημειωθεί σ' αυτό το σημείο ότι η άσκηση του δικαιώματος των εναγόντων προς διεκδίκηση του επιδίκου τμήματος του ακινήτου τους δεν υπερβαίνει τα αντικειμενικά κριτήρια του άρθρου 281 του ΑΚ, καθόσον μόνο η μακροχρόνια αδράνεια των εναγόντων δεν καθιστά την άσκηση της κρινόμενης αγωγής καταχρηστική, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν ειδικές περιστάσεις υπό τις οποίες η αποβολή από το ακίνητο θα επιφέρει στην εναγομένη καταστροφικές και δυσβάστακτες συνέπειες, καθώς ο μάρτυρας τίποτε σχετικό δεν κατέθεσε, και κατόπιν τούτου πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η ένσταση των εναγομένων για κατάχρηση δικαιώματος εκ μέρους των εναγόντων. Επομένως, εφόσον οι ενάγοντες είναι συγκύριοι του εν λόγω τμήματος, εμβαδού 229 τμ, το οποίο βρίσκεται εντός του ακινήτου τους και το οποίο απέκτησαν με τις πιο πάνω αποδοχές κληρονομίας του πατέρα τους Ι. Ι. πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αγωγή ... και να αναγνωρισθούν οι ενάγοντες ως συγκύριοι του ανωτέρω τμήματος εμβαδού 229 τ.μ. και να τους αποδοθεί το ανωτέρω τμήμα, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το ως Εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο, έκρινε ως ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή, απορρίπτοντας ως αβάσιμη την εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένσταση των εναγομένων - αναιρεσειόντων, την οποία αυτοί ως εφεσίβλητοι στην δευτεροβάθμια δίκη είχαν επαναφέρει νόμιμα στο Εφετείο, κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔικ (ΟλΑΠ 23/2008). Με αυτά όμως που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, αφού τα από αυτό ανελέγκτως γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά αξιολογούμενα, όπως τα δέχθηκε το ως Εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο Κατερίνης, πληρούν το πραγματικό της ως άνω διατάξεως του 281 ΑΚ, και κατά συνέπεια δικαιολογούν στην εφαρμογή του, καθόσον κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, το επίδικο, επιφάνειας 229 τμ τμήμα, που περιλαμβάνεται στον τίτλο κυριότητας των εναγόντων, έχει προσαρτηθεί από το 1973 στην όμορη ιδιοκτησία των εναγομένων και είναι έκτοτε περιφραγμένο από τοιχείο με οπλισμένο σκυρόδεμα και σιδερένιους πασσάλους με δικτυωτό σύρμα, ενώ έχει ανεγερθεί επί του όλου ακινήτου των εναγομένων διώροφη οικία και ανεξάρτητο κτίσμα συνολικής επιφάνειας 400 τμ περίπου. Ενόψει των εν λόγω γενομένων δεκτών, ως αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών η γενομένη δεκτή και αποδειχθείσα αδράνεια των εναγόντων και η εκ των υστέρων άσκηση του δικαιώματός τους μετά την παρέλευση εικοσαετίας και πλέον, τελούσε σε συνάρτηση και με άλλα περιστατικά που ήταν αρκετά για την πλήρωση του πραγματικού της επίμαχης διάταξης. Κατ' ακολουθίαν πρέπει να γίνει δεκτός ο από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔικ δεύτερος λόγος της αναιρέσεως, ενώ η αιτίαση του πρώτου λόγου, κατά την οποία οι αναιρεσείοντες - εναγόμενοι εφόσον είναι συγκύριοι τμήματος και όχι ολόκληρου του 940 κληροτεμαχίου δεν νομιμοποιούνται παθητικά μόνο οι ίδιοι, αλλά και οι λοιποί συγκύριοι του κληροτεμαχίου είναι αβάσιμος, καθόσον ανεξάρτητα από το ότι οι εναγόμενοι της διεκδικητικής αγωγής συνδέονται με απλή ομοδικία, κατά το χρόνο του η δικαιοπάροχος των αναιρεσειόντων απέκτησε το ακίνητό τους, που πράγματι είναι τμήμα του 940 κληροτεμαχίου και δη με το υπ' αριθμ. .../10-5-1973 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του συμ/φου Βέροιας Φωτίου Παπαδοπούλου, επιτρεπόταν κατά τα αναφερόμενα στην νομική σκέψη η απόκτηση τμήματος κληροτεμαχίου στην ένδικη περιοχή (που με το Β.Δ. 823/1965 είχε καθιερωθεί ως τουριστική), σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 Αβ του αν 431/1968, όπως τούτο ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του Ν. 666/77 και συνακόλουθα μόνο οι ίδιοι, ως υπεισελθόντες στη θέση της αγοράστριας είναι συγκύριοι του εν λόγω τμήματος, νομιμοποιούνται παθητικά για την απεύθυνση εναντίον τους της ένδικης διεκδικητικής αγωγής. Πρέπει λοιπόν να αναιρεθεί η απόφαση, στη δε συνέχεια να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από δικαστές άλλους, πλην εκείνων, που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Οι αναιρεσίβλητοι, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων (άρθρο 176, 180 παρ. 1 και 183 ΚΠολΔικ) και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ. 60/2010 απόφαση του ως Εφετείου δικάσαντος Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κατερίνης, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, πλην εκείνων που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, την οποία ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Μαρτίου 2014. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 30 Απριλίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ