Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2045 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Ηθική αυτουργία, Διατάραξη ασφάλειας συγκοινωνιών.




Περίληψη:
Διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών από την οποία επήλθε θάνατος. Ηθική αυτουργία σ' αυτή. Απορρίπτονται οι λόφοι των συνεκδικαζόμενων αιτήσεων αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς και οι λόγοι αυτών για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν, ως αβάσιμοι. Απορρίπτει αιτήσεις.




Αριθμός 2045/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση και σύμφωνα με την 101/21.7.10 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέας Τσόλιας και Αθανάσιος Γεωργόπουλος - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων, 1Β. Μ. του Κ., 2. Ν. Ν. του Γ. και 3. Π. Μ. του Σ., κατοίκων …, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 367/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών. Το Συμβούλιο Εφετών Πατρών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 29 Ιανουαρίου 2010 τρεις αιτήσεις τους, περί αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 207/2010. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κατσιρώδης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογ αφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα, με αριθμό 244/30.06.2010 στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγουμε, κατά το άρθρο 485 παρ. 1 του ΚΠΔ, τις αντίστοιχες με αριθμούς 2/29.1.2010, 3/29.1.2010 και 1/29.1.2010 αιτήσεις (δηλώσεις) των α) Π. Μ. του Σ., β) Β. Μ. του Κ. και γ) Ν. Ν. του Γ., κατοίκων …, για αναίρεση του 367/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών και εκθέτουμε τα ακόλουθα: Ι.Το συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πατρών, με το 143/2009 βούλευμά του, παρέπεμψε τους αναιρεσείοντες - κατηγορουμένους στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών για να δικαστούν ως υπαίτιοι τελέσεως των αξιοποίνων πράξεων α) της διαταράξεως της ασφάλειας των συγκοινωνιών από την οποία επήλθε θάνατος, ο πρώτος και β) της ηθικής αυτουργίας σ' αυτήν, οι δεύτερος και τρίτος (άρθρα 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 28, 29, 46 παρ. 1α και 290 παρ. 1 περ. α' και β' του ΠΚ, σε συνδυασμό με άρθρα 12 παρ. 1 και 8, 19 παρ. 2, και 21 του Ν. 2696/1999). Κατά του βουλεύματος αυτού οι αναιρεσείοντες άσκησαν τις αντίστοιχες με αριθμούς 10/2009, 9/2009 και 8/2009 εφέσεις τους ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Πατρών, το οποίο με το προσβαλλόμενο 367/2009 βούλευμά του τις απέρριψε ως κατ' ουσία αβάσιμες και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα.
ΙΙ. Οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, με τις οποίες πλήττεται το παραπάνω εφετειακό βούλευμα, είναι νομότυπες, εμπρόθεσμες και παραδεκτές, ασκηθείσες από πρόσωπα που δικαιούνται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, περιέχουν δε με τρόπο σαφή και ορισμένο ως λόγους αναιρέσεως, την έλλειψη της επιβαλλόμενης από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (όλες), και επί πλέον οι αιτήσεις των αναιρεσειόντων δεύτερου και τρίτου την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και την έλλειψη νόμιμης βάσεως, (άρθρα 462, 463, 465 παρ. 1, 473 παρ. 1, 474 παρ. 1, 482 παρ. 1α και 484 παρ.1 στοιχ. β' και δ' του ΚΠΔ) κι επομένως πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξετασθούν περαιτέρω κατ' ουσία.

ΙΙΙ. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 290 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος με πρόθεση διαταράσσει την ασφάλεια της συγκοινωνίας στους δρόμους ή στις πλατείες τιμωρείται: α) με φυλάκιση, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, β) με κάθειρξη, αν επήλθε θάνατος". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της διαταράξεως της ασφάλειας των συγκοινωνιών, το οποίο είναι έγκλημα συγκεκριμένης διακινδυνεύσεως, η οποία αφορά την οδική συγκοινωνία, απαιτείται διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας στους δρόμους ή στις πλατείες, που γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο, κυρίως με ανθρώπινη υλική εμφανή ενέργεια επί πάσης μορφής οδού εκ της οποίας προκύπτει κίνδυνος ανθρώπου. Η διατάραξη εκλαμβάνεται υπό ευρεία έννοια και συμπεριλαμβάνεται σε αυτή κάθε αντίθετη ενέργεια, αναφερόμενη στην επέλευση ανώμαλης καταστάσεως, από την οποία με ασφάλεια βεβαιώνεται ο κίνδυνος στον άνθρωπο. Η ασφάλεια των συγκοινωνιών αποσκοπεί στην απρόσκοπτη μετακίνηση με οποιοδήποτε τρόπο. Η διατάραξη της ασφάλειας, πρέπει να συνέχεται με κίνδυνο, ήτοι με δυνατότητα προκλήσεως κινδύνου σε άνθρωπο, δηλαδή κινδύνου που αφορά τη ζωή ή την υγεία του, χωρίς να είναι αναγκαία και η επέλευση αυτού. Επομένως, η ολοκλήρωση του εγκλήματος δεν προϋποθέτει και την πραγματική επέλευση του κινδύνου, αλλά αρκεί ότι η πράξη ή η παράλειψη μπορεί να προκαλέσει τον ως άνω κίνδυνο. Είναι δυνατόν η υπό έλεγχο πράξη να υπάγεται σε υποχρεωτική ρυθμιστική κυκλοφοριακή κίνηση ή και αντιθέτως να μην υπάρχει νομοθετική αναγκαία πρόβλεψη, αρκεί ότι κατά πάσα περίπτωση κρίνεται ότι η πράξη στη συγκεκριμένη περίπτωση, θεωρείται ως πρόσφορη και ικανή, ως εκ της εντάσεως, ποιότητας και μορφής, να προκαλέσει κίνδυνο ανθρώπου (ΑΠ 1585/1995, ΑΠ 2313/2004, ΑΠ 317/2003). Η διατάραξη της ασφάλειας της οδικής συγκοινωνίας υπό την κακουργηματική της μορφή, είναι έγκλημα εκ του αποτελέσματος (άρθρο 29 του ΠΚ) και για τη θεμελίωσή του, εκτός των ανωτέρω στοιχείων απαιτείται και επέλευση από την πράξη του δράστη, θανάτου άλλου. Υποκειμενικά δε απαιτείται πρόθεση, δηλαδή άμεσος ή ενδεχόμενος δόλος, ως προς το βασικό έγκλημα της διαταράξεως της ασφάλειας των συγκοινωνιών, συνιστάμενος στη γνώση και τη θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως των στοιχείων της αντικειμενικής υποστάσεως και αμέλεια ως προς το βαρύτερο αποτέλεσμα του θανάτου που επήλθε (ΑΠ 247/2009, ΑΠ 1055/2005). Ενδεχόμενος δόλος ή κυριολεκτικά "δόλος αποδοχής του ενδεχόμενου", η ύπαρξη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, υπάρχει στην περίπτωση κατά την οποία ο δράστης δεν προβλέπει μεν το εγκληματικό αποτέλεσμα, αλλά αποβλέπει σε κάτι άλλο, προβλέπει, όμως, ότι η εκπλήρωση της επιδιώξεώς του αυτής θα έχει ως πιθανή συνέπεια την πραγμάτωση του εγκληματικού αποτελέσματος και παρά ταύτα προχωρεί στην τέλεση της πράξεώς του. Για τον προσδιορισμό της έννοιας "της αποδοχής" του εγκληματικού αποτελέσματος εκ μέρους του δράστη, του βουλητικού δηλαδή στοιχείου του ενδεχόμενου δόλου, η επιστήμη, αλλά και η νομολογία, δεν ανατρέχουν στους χώρους του συναισθηματικού, αλλά στο γνωσιολογικό στοιχείο, το οποίο ενεργεί συμπληρωματικά. Προσφέρει δηλαδή κατάλληλες ενδείξεις για τη βουλητική στάση του δράστη, προσδίδοντας σ' αυτή το ακριβές περιεχόμενό της. Έτσι, "αποδέχομαι" τον κίνδυνο επελεύσεως του αποτελέσματος σημαίνει ότι σταθμίζω τα υπέρ και τα κατά με βάση τα δεδομένα στοιχεία και αποφασίζω να προβώ στην πράξη, για το λόγο ότι αυτό είναι σημαντικότερο από το φόβο μήπως επέλθει τελικώς το αποτέλεσμα. Δύο δε από τα κυριότερα αντικειμενικά κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό του γνωσιολογικού στοιχείου και, κατά συνέπεια, της βουλητικής στάσεως του δράστη, είναι το ποσοστό επικινδυνότητας και η τυχόν ιδιοτέλεια του σκοπού που επιδιώκει με την πράξη του. Όσον αφορά το πρώτο, η χρησιμότητά του ως ενδεικτικού στοιχείου της βουλητικής στάσεως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, γιατί όταν ο δράστης προβαίνει στο εγχείρημα, παρά το υψηλό ποσοστό κινδύνου, λογικό είναι να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι αποδέχεται το αποτέλεσμα. Εξάλλου, όσον αφορά το δεύτερο, χρησιμοποιείται υπό την έννοια ότι ο δράστης που προβλέπει την πιθανότητα επελεύσεως του αποτελέσματος, γιατί τον ενδιαφέρει η επιτυχία κάποιου συγκεκριμένου σκοπού, ενεργεί με ενδεχόμενο δόλο. Άλλωστε, η "ελπίδα" και κατά μείζονα λόγο η "απλή ευχή ή επιθυμία" του δράστη να μην επέλθει το προβλεπόμενο απ' αυτόν ως ενδεχόμενο εγκληματικό αποτέλεσμα, εντάσσονται στο πεδίο του ενδεχόμενου δόλου και όχι στο πεδίο της συγγενούς προς αυτόν έννοιας της "ενσυνείδητης αμέλειας", για τη συνδρομή της οποίας απαιτείται όχι ελπίδα, αλλά πίστη περί μη επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος. Τούτο, καθ' όσον η συνέχιση της κινδυνώδους δραστηριότητας, έστω και με την ελπίδα αποφυγής του εγκληματικού αποτελέσματος, καταδεικνύει ότι σπουδαιότερη για το δράστη είναι η επίτευξη του τελικού σκοπού του, παρά η διαφύλαξη του εννόμου αγαθού, του οποίου πιθανολογείται η βλάβη. Προς την κατεύθυνση αυτή έχει εξελιχθεί και ο προσδιορισμός της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου από την επιστήμη και γίνεται δεκτό ότι τέτοιος δόλος υπάρχει στην περίπτωση κατά την οποία ο δράστης έλαβε σοβαρά υπ' όψη το ενδεχόμενο πραγματώσεως της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και, αφού το στάθμισε με ό,τι επεδίωκε με την πράξη του, έκρινε αυτό ως τόσο σημαντικό, ώστε ακόμη και αν το αξιόποινο αποτέλεσμα δεν ήταν γι' αυτόν αποδεκτό ή ήταν ακόμη και αποδοκιμαστέο, αποφάσισε, παρά ταύτα, να προχωρήσει στην πράξη, ελπίζοντας, ευχόμενος στην καλύτερη περίπτωση, ότι το αποτέλεσμα τελικώς δεν θα επέλθει (ΑΠ 408/2009, ΑΠ 1530/2008). Μεταξύ της εκ προθέσεως διαταράξεως και του επελθόντος θανάτου πρέπει να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος, ήτοι ο θάνατος να οφείλεται στη διατάραξη κατά την θεωρία της conditio sine qua non και αφού τούτο διαπιστωθεί, χωρεί περαιτέρω έρευνα εάν για το βαρύτερο αποτέλεσμα υπάρχει αμέλεια (άρθρο 28 του ΠΚ). Και στην περίπτωση αυτή μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς του δράστη (πράξεως ή παραλείψεως) και του αποτελέσματος πρέπει επίσης να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος. Επομένως, πρέπει να υπάρχει έλλειψη της κατά το άρθρο 28 του ΠΚ προσήκουσας προσοχής, ήτοι της προσοχής που όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, ένεκα της οποίας είτε δεν προέβλεψε ο δράστης το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του είτε το προέβλεψε ως πιθανόν, πίστεψε όμως ότι δεν θα επήρχετο. Η πρόβλεψη ή δυνατότητα προβλέψεως του αποτελέσματος, η οποία αποτελεί στοιχείο της αμέλειας, πρέπει να αιτιολογείται, διότι αν το αποτέλεσμα δεν ήταν αντικειμενικά προβλέψιμο δεν μπορεί να καταλογισθεί σε αμέλεια του δράστη του βασικού εγκλήματος (ΑΠ 363/2006, Χρ. Μυλωνόπουλου Ποιν.Δίκαιο ΓενΜ 2007, σ. 351, Νικ. Ανδρουλάκη Ποιν.Δίκαιο, ΓενΜ 2006, σ. 210). Τούτο άλλωστε συνδυάζεται κατά κανόνα και με την αιτιολογία της βαρύτερης τιμωρίας των εκ του αποτελέσματος διακρινόμενων εγκλημάτων: Η συμπεριφορά που συνιστά το βασικό έγκλημα, από την οποία προκαλείται το βαρύτερο αποτέλεσμα, εμπεριέχει (και πρέπει να εμπεριέχει) εγγενώς από τη φύση της έναν ιδιαίτερα υψηλό κίνδυνο προκλήσεως του βαρύτερου αποτελέσματος, πράγμα που σημαίνει ότι ο δράστης αυτού το προβλέπει ή μπορεί να το προβλέψει αντικειμενικά και συνεπώς να καταλογιστεί σ' αυτόν το βαρύτερο αυτό αποτέλεσμα (ΑΠ 266/1996). Έτσι, στα εγκλήματα κατά της ασφάλειας των συγκοινωνιών η πράξη της διαταράξεως της ασφάλειας της οδικής συγκοινωνίας περιλαμβάνει και την προστασία της ζωής. Το βαρύτερο συνεπώς αποτέλεσμα πρέπει να συνιστά πραγμάτωση του κινδύνου που τέθηκε με το βασικό έγκλημα. Να υπάρχει δηλαδή αμεσότητα μεταξύ βασικού εγκλήματος και βαρύτερου αποτελέσματος για να έχουμε εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα. Σε περίπτωση συγκλίνουσας αμέλειας πολλών έκαστος ευθύνεται αυτοτελώς και εφόσον, πάντως, το επελθόν αποτέλεσμα τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτήν (ΑΠ 1238/2005, ΑΠ 177/2006, ΑΠ 1043/2004). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 στοιχ. α' του ΠΚ, κατά την οποία, "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια ή με τη διέγερση μίσους κατά του θύματος, με πειθώ ή φορτικότητα ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του αυτουργού, ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινεί το φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος (ΑΠ 1724/2009, ΑΠ 1511/2009, ΑΠ 1334/2009). Επί των "εκ του αποτελέσματος χαρακτηριζόμενων (διακρινόμενων)" εγκλημάτων, επί των οποίων ο αυτουργός τιμωρείται με βαρύτερη ποινή, αν το επελθόν βαρύτερο αποτέλεσμα μπορεί να αποδοθεί σε αμέλειά του, ο ηθικός αυτουργός στο βασικό έγκλημα τιμωρείται με τη βαρύτερη ποινή (όπως και ο φυσικός αυτουργός), αν το βαρύτερο αποτέλεσμα μπορεί να αποδοθεί και σε δική του αμέλεια, δηλαδή μόνον εφόσον από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν το προέβλεψε είτε το προέβλεψε ως δυνατό πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν. Χωρίς εκ τούτου και να χαρακτηρίζεται ως ηθικός αυτουργός σε εξ αμελείας έγκλημα, αφού σε αμέλεια και δη και δική του, αποδίδεται μόνο το αποτέλεσμα και όχι η βασική (εκ δόλου) πράξη την οποία αφορά η ηθική αυτουργία (ΑΠ 427/1999). Παρέπεται εκ τούτων ότι επί διαταράξεως της ασφάλειας της οδικής συγκοινωνίας από την οποία επήλθε θάνατος (άρθρο 290 παρ. 1 στοιχ. β' του ΠΚ), που είναι έγκλημα "εκ του αποτελέσματος χαρακτηριζόμενο", ο ηθικός αυτουργός στο βασικό έγκλημα της διαταράξεως της ασφάλειας της συγκοινωνίας (άρθρο 290 παρ. 1 στοιχ. α' του ΠΚ) τιμωρείται με τη βαρύτερη ποινή που προβλέπεται για τον αυτουργό, αν για τον επελθόντα θάνατο βαρύνεται και ο ίδιος με αμέλεια. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αμέλεια, καθώς και το είδος αυτής (ενσυνείδητη ή μη συνειδητή), τα οποία δε μπορεί να είναι τα ίδια με εκείνα που στοιχειοθετούν τον ενδεχόμενο δόλο, διότι άλλως παρατηρείται το νομικά και λογικά άτοπο σε ένα εκ του αποτελέσματος έγκλημα, τόσο το βασικό έγκλημα όσο και το βαρύτερο αποτέλεσμα να στηρίζονται στα αυτά πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 1269/2006).
ΙV. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτό εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, διά το οποίο έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε και κρίθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα τα οποία ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο, για την παραπεμπτική κρίση του, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά από αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ (Ολ.ΑΠ 1/2005). Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ή η ενδεικτική αναφορά μερικών από αυτές, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως εκάστου αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, αφού στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί της συνδρομής επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου κρίση του δικαστικού συμβουλίου (ΑΠ 24/2010, ΑΠ 1554/2009, ΑΠ 1409/2009). Η κατά το άρθρο 178 του ΚΠΔ απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα, περιλαμβάνει δε, ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, την πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του ΚΠΔ, υπό προϋποθέσεις, από τον ανακριτικό υπάλληλο ή από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού μέσου η κατά το άρθρο 178 του ΚΠΔ πραγματογνωμοσύνη πρέπει να μνημονεύεται ειδικώς στην αιτιολογία μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, προκειμένου να υπάρχει βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη. Για την πληρότητα, όμως, της αιτιολογίας, δεν είναι απαραίτητη ειδική μνεία και ιδιαίτερη αξιολόγηση της πραγματογνωμοσύνης, όταν το συμπέρασμά της δεν αντιτίθεται στο αποδεικτικό πόρισμα του προσβαλλόμενου βουλεύματος και δύναται να συναχθεί εκ τούτου αναμφίβολα ότι έχει ληφθεί υπόψη (ΑΠ 1471/2009, ΑΠ 590/2009, ΑΠ 1034/2008). Η κατά τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου ή συμπληρωματικά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος, εφόσον εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το τελευταίο των ίδιων περιστατικών αποδείξεων και συλλογισμών (Ολ.ΑΠ 1227/1979, ΑΠ 14/2010). Εξάλλου, λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως (Ολ.ΑΠ 3/2008, Ολ.ΑΠ 1/2005, ΑΠ 55/2010).V. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο 367/2009 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Πατρών που το εξέδωσε, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του εισαγγελέα εφετών ότι από τα αποδεικτικά μέσα τα οποία παραθέτει γενικά κατά το είδος τους και ειδικότερα, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, τις χωρίς όρκο καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων, τις απολογίες και τα υπομνήματα των κατηγορουμένων και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, προέκυψαν τα ακόλουθα, κατά πιστή μεταφορά τους από την εισαγγελική πρόταση, πραγματικά περιστατικά: "Το βράδυ της 12.5.2005 και περί ώρα 20:30, οι εκκαλούντες Π. Μ., Β. Μ. και Ν. Ν., συναντήθηκαν με το Β. Π., καθώς και με τον εξάδελφο του τελευταίου Σ. Π., σε καφενείο που διατηρεί ο πρώτος εξ αυτών επί της οδού Φ., στην …. Μεταξύ των ανωτέρω επακολούθησε συζήτηση με θέμα τους αυτοσχέδιους αγώνες ταχύτητας με αυτοκίνητα, καθώς και τις δυνατότητες των δικών τους αυτοκινήτων. Ο ανωτέρω Β. Π. διέθετε ήδη ένα αυτοκίνητο στο οποίο είχε επιφέρει μεταβολές-βελτιώσεις με σκοπό να είναι ταχύτερο. Το γεγονός αυτό σχολιάστηκε από τον εκκαλούντα - κατηγορούμενο Π. Μ., ο οποίος μάλιστα απευθυνόμενος στον Σ. Π. είπε ότι ο ξάδερφός του Β. έχει ταχύτερο αυτοκίνητο από το δικό του. Στη συνέχεια, ο δεύτερος εκκαλών Β. Μ. είπε στον Π. Μ., ότι “ποντάρει 500 ευρώ στον Β. Π. ότι σε περνάει με το αυτοκίνητο”. Επίσης, ο τρίτος εκκαλών Ν. Ν. είπε, ότι ‘ποντάρει άλλα 500 ευρώ στον Μ.’. Μετά την ανωτέρω στιχομυθία, άπαντες έδωσαν ραντεβού προκειμένου να συναντηθούν σε συγκεκριμένο πρατήριο βενζίνης, που βρίσκεται πλησίον της Εθνικής Οδού Πατρών - Πύργου, όπου ο Μ. θα έβαζε βενζίνη στο αυτοκίνητό του. Ακολούθως, ο Β. Π. μπήκε στο με αριθμό πινακίδων κυκλοφορίας … ΙΧΕ αυτοκίνητό του, μαζί με τον Β. Μ., ως συνοδηγό, ενώ ο Ν. Ν. επιβιβάσθηκε, ως συνοδηγός, στο υπ' αριθμ. πινακίδων κυκλοφορίας … ΙΧΕ αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Π. Μ. και κατευθύνθηκαν, ακολουθούμενοι από τον Σ. Π. που οδηγούσε το δικό του όχημα, στο προαναφερόμενο πρατήριο βενζίνης. Αμέσως μετά, περί ώρα 21:00, έφθασαν στη Νέα Εθνική Οδό Πατρών - Πύργου, στο ύψος των σηματοδοτών της διασταύρωσης με την κάτω Αχαΐα. Μόλις άναψε ο πράσινος σηματοδότης, τα δύο αυτοκίνητα κινήθηκαν στο ρεύμα πορείας προς Πύργο, αναπτύσσοντας ιλιγγιώδη ταχύτητα και διαγωνιζόμενα μεταξύ τους, με τον Π. Μ. να προπορεύεται και τον Β. Π. να ακολουθεί σε πολύ κοντινή απόσταση. Οι ανωτέρω οδηγοί (Π. Μ. και Β. Π.) δεν έλαβαν καθόλου υπόψη τις συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη τη στιγμή στη συγκεκριμένη οδό, ήτοι το γεγονός ότι ήδη είχε νυχτώσει και η ορατότητα ήταν περιορισμένη, λόγω ελλείψεως τεχνητού φωτισμού του οδοστρώματος, το ότι υπήρχαν πολλές στροφές και διαβάσεις, η δε κυκλοφορία ήταν ιδιαίτερα αυξημένη από παντός είδους οχήματα (βαρέα, ιδιωτικής χρήσεως φορτηγά, μοτοσικλέτες, αγροτικά μηχανήματα), επίσης ότι υπήρχαν δύο ρεύματα κυκλοφορίας, χωρίς διαχωριστική μεταξύ τους νησίδα και γενικά ότι οι συνθήκες κίνησης και τα χαρακτηριστικά της οδού την καθιστούσαν αντικειμενικά και εκ των προτέρων αυξημένης επικινδυνότητας, αφού μάλιστα εξαιτίας ακριβώς αυτών των χαρακτηριστικών της παρουσιάζει υψηλό αριθμό τροχαίων ατυχημάτων, γεγονός που είναι πανελληνίως γνωστό, αλλά αποδέχθηκαν να διαγωνιστούν στην ταχύτητα στο δρόμο αυτό, ενεργώντας με σαφή περιφρόνηση προς την ασφάλεια των λοιπών χρηστών της οδού. Στην πράξη τους αυτή προέβησαν με την ψυχική υποστήριξη και ενθάρρυνση που τους παρείχαν οι συνεπιβαίνοντες στα οχήματά τους, οι οποίοι μάλιστα πρότειναν και αποδέχθηκαν τη συνομολόγηση ικανού χρηματικού ποσού ως στοίχημα, οριστικοποιώντας με τον τρόπο αυτό την απόφαση που λίγο πριν με πειθώ και υποσχέσεις είχαν προκαλέσει στους οδηγούς, για να διαγωνιστούν στην ταχύτητα. Κατά την πορεία των οχημάτων στην Ε.Ο., ο Π. Μ. εξακολούθησε να προπορεύεται, με τον Β. Π. να τον ακολουθεί, ενεργώντας αμφότεροι ελιγμούς υπέρβασης (προσπεράσεις) των λοιπών οχημάτων που κινούνταν στο ίδιο ρεύμα κυκλοφορίας, στο δεξιό άκρο του οδοστρώματος. Στη Χ/Θ 24.100 της Ν.Ε.Ο. Πατρών - Πύργου, στο ρεύμα κυκλοφορίας προς Πύργο, ο Π. Μ. επιχείρησε να προσπεράσει ένα από τα κανονικά κινούμενα προπορευόμενα οχήματα και ενώ ευρισκόταν δίπλα του, ο Β. Π., ακολουθώντας τον σε πολύ μικρή απόσταση, επιχείρησε με τη σειρά του να προσπεράσει ταυτόχρονα το όχημα του Μ., καταλαμβάνοντας το αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας. Όταν αντιλήφθηκε ότι από το αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας πλησίαζε άλλο όχημα και ότι δεν θα μπορούσε να ολοκληρώσει την προσπάθειά του, τροχοπέδησε απότομα, πλην όμως οι τροχοί του οχήματός του μπλοκάρισαν και ακολούθως, εξαιτίας κυρίως των ελαχίστων χρονικών περιθωρίων αντίδρασης που είχε, λόγω της ιδιαίτερα αυξημένης ταχύτητας του οχήματός του, απώλεσε τον έλεγχο αυτού και συγκρούσθηκε με το κανονικά κινούμενο στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, ήτοι με κατεύθυνση την Πάτρα, υπ' αριθμ. πινακίδων κυκλοφορίας … ΙΧΦ αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Ι. Φ.. Από τη σύγκρουση αυτή, ο Β. Π. υπέστη κακώσεις θώρακος, μόνη αιτία από την οποία επήλθε ο θάνατός του, ενώ επίσης τραυματίσθηκαν τόσο ο συνεπιβάτης του οχήματός του Β. Μ., ο οποίος υπέστη ελαφρά εγκεφαλική διάσειση, όσο και ο ανωτέρω Ι. Φ., ο οποίος υπέστη ελαφρά κάκωση θώρακος και κάκωση της οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης. Εκ των υστέρων διαπιστώθηκε ότι ο θανών Β. Π., αφ' ενός μεν οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλ, σε ποσοστό συγκέντρωσης 0,35 g/l αίματος (βλ. το υπ' αριθμ. πρωτ. 1141/2005 έγγραφο του εργαστηρίου τοξικολογίας Γ.Ν. Πατρών) αφ' ετέρου δε ότι είχε επιφέρει σοβαρές αλλαγές στα μηχανικά μέρη του οχήματός του, με σκοπό την αύξηση της απόδοσης ισχύος του και εν γένει τη διαμόρφωσή του, ως αυτοκίνητο διαγωνισμού (αγώνων). Ειδικότερα, είχε προβεί στην αλλαγή του κινητήρα του οχήματος, τοποθετώντας, χωρίς μάλιστα να δηλώσει τούτο στην αρμόδια υπηρεσία, νέο κινητήρα υπερπλήρωσης (turbo) μεγαλύτερης ισχύος και κυβισμού, καθώς επίσης διαφορετικού τύπου και διάστασης ελαστικά, από αυτά που προβλέπονται για το συγκεκριμένο τύπο του οχήματος και ακόμη, ασύμβατο με τους τροχούς σύστημα πέδησης του οχήματος (βλ. την από 29-8-2005 έκθεση πραγματογνωμοσύνης). Περαιτέρω, ο πρώτος κατηγορούμενος - εκκαλών Π. Μ., αρνείται την αποδιδόμενη σε βάρος του κατηγορία, ισχυριζόμενος ότι δεν συμμετείχε σε αυτοσχέδιο αγώνα ταχύτητας με τον Β. Π.. Ωστόσο, δεν δίνει πειστικές απαντήσεις, για ποιο λόγο βρισκόταν και ο ίδιος στην ανωτέρω οδό, κινούμενος με το όχημά του στο ρεύμα κυκλοφορίας προς Πύργο, με συνεπιβάτη μάλιστα τον συγκατηγορούμενό του Ν. Ν., και τούτο αμέσως μετά τη συνάντηση που είχαν με τον Β. Π. στο καφενείο της Κάτω Αχαΐας και τη στιχομυθία για συνομολόγηση στοιχήματος, για τη διεξαγωγή αυτοσχέδιου αγώνα ταχύτητας. Ούτε οι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων - εκκαλούντων Ν. Ν. και Β. Μ., ότι ουδέποτε συνομολόγησαν πραγματικά στοίχημα για διενέργεια αγώνα, αλλά όσα διαμείφθηκαν περί στοιχήματος στην ανωτέρω συνάντηση, είχαν το χαρακτήρα αστεϊσμού, κρίνονται πειστικοί, διότι αφ' ενός μεν επιβεβαιώνουν τη στιχομυθία περί στοιχήματος, αφ' ετέρου δε καταρρίπτονται από την σαφή και πειστική κατάθεση του Σ. Π., ο οποίος ήταν παρών στη στιχομυθία και από την οποία (κατάθεση) προκύπτει ότι πράγματι υπήρξε συμφωνία για τη διενέργεια αγώνα ταχύτητας, ο οποίος στη συνέχεια επακολούθησε με το ανωτέρω περιγραφόμενο αποτέλεσμα. Είναι σαφές ότι οι εν λόγω κατηγορούμενοι, με την ως άνω συμπεριφορά τους προκάλεσαν την απόφαση των δύο οδηγών να διαγωνιστούν σε επικίνδυνο αυτοσχέδιο αγώνα ταχύτητας. Στη συνέχεια και ενώ ήδη είχαν προκαλέσει την απόφαση στους οδηγούς να διαγωνιστούν, ενίσχυσαν αυτούς, κατά τη διενέργεια του αυτοσχέδιου αγώνα, ακολουθώντας τους ως συνοδηγοί. Με τις παραδοχές αυτές προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις ότι: Ι. ο εκκαλών - κατηγορούμενος Π. Μ. τέλεσε με πρόθεση την πράξη της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών, από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για ανθρώπους (βασικό έγκλημα) που πράγματι επήλθε, το ως άνω δε βαρύτερο αποτέλεσμα ήτοι ο θάνατος του Β. Π. οφείλεται σε αμελή συμπεριφορά του (εκ του αποτελέσματος έγκλημα) και
ΙΙ. οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι Β. Μ. και Ν. Ν., τέλεσαν την πράξη της ηθικής αυτουργίας στο ως άνω βασικό έγκλημα, το δε βαρύτερο αποτέλεσμα που επήλθε, ήτοι ο θάνατος του Β. Π. οφείλεται και σε δική τους συντρέχουσα αμέλεια, χωρίς να χαρακτηρίζονται ως ηθικοί αυτουργοί σε εξ αμελείας έγκλημα (που δεν νοείται), αφού σε αμέλειά τους οφείλεται μόνο το αποτέλεσμα και όχι η βασική (εκ δόλου) πράξη την οποία αφορά η ηθική αυτουργία. Παρέπεται εκ τούτων, ότι ο ηθικός αυτουργός στο βασικό έγκλημα της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών (άρθρο 290 παρ.1α ΠΚ), τιμωρείται με την βαρύτερη ποινή που προβλέπεται για τον αυτουργό, αν για τον επελθόντα θάνατο βαρύνεται και ο ίδιος με αμέλεια, απορριπτομένων κατά συνέπεια των αβασίμων λόγων εφέσεων των εκκαλούντων. Ας σημειωθεί ότι, ο θάνατος του Β. Π. είναι αποτέλεσμα που οφείλεται στην αμέλεια τόσο του θύματος, όσο και των κατηγορουμένων - εκκαλούντων, οι οποίοι ενόψει του όλως επικινδύνου εγχειρήματος και των εν γένει περιστάσεων που προαναφέρθηκαν, όφειλαν και μπορούσαν να προβλέψουν, ότι με τις πιο πάνω πράξεις τους, ήταν δυνατό η ενδεχόμενο να επέλθει ο θάνατος του αυτουργού ή άλλου οδηγού που χρησιμοποιούσε την οδό και δεν το προέβλεψαν. Επομένως, ορθώς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πατρών παρέπεμψε τους εκκαλούντες στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, που θα ορισθεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Πατρών, προκειμένου να δικασθούν για τις πράξεις περί των οποίων έγινε ήδη λόγος. Πρέπει συνεπώς οι κρινόμενες εφέσεις να απορριφθούν ως κατ' ουσία αβάσιμες και να διαταχθεί η εκτέλεση του εκκαλουμένου βουλεύματος, ως προς όλες του τις διατάξεις". VΙ. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Πατρών απέρριψε, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, τις εφέσεις των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων ως κατ' ουσία αβάσιμες και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα. Αναφέρονται δε στην αιτιολογία του βουλεύματος τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων), από τα οποία το Συμβούλιο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτίθενται σ' αυτό και οδηγήθηκε στην παραπεμπτική για τους αναιρεσείοντες - κατηγορουμένους κρίση του, ενώ δεν ήταν απαραίτητο να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει από το καθένα από αυτά χωριστά. Ειδικότερα, προκύπτει με βεβαιότητα ότι το παραπάνω Συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα: α) την 584/2005 ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας - νεκροτομής της ιατροδικαστού Α. Τ., το συμπέρασμα της οποίας ότι "ο θάνατος του Β. Π. επήλθε συνεπεία κακώσεων θώρακος (που υπέστη κατά το οδικό τροχαίο ατύχημα ως οδηγός αυτοκινήτου)", αποτελεί παραδοχή του βουλεύματος, για την οποία οι αναιρεσείοντες δεν διατυπώνουν αντίθετη αιτίαση, β) την από 12.5.2005 έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος μετά του συνημμένου σ' αυτήν σχεδιαγράμματος, η οποία συντάχθηκε, κατά τη διενέργεια της αυτεπάγγελτης προανακρίσεως (ενέργεια σκοπούσα στη συλλογή αποδεικτικού υλικού), από τον προανακριτικό υπάλληλο του Τμήματος Τροχαίας Πατρών που επιλήφθηκε του τροχαίου ατυχήματος και η οποία δεν αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά απλό έγγραφο (άρθρο 178 περ. στ' του ΚΠΔ), αφού δεν συντάχθηκε, μετά από τη διενέργεια αυτοψίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 180 έως 182 του ΚΠΔ, το δε περιεχόμενό της δεν είναι αντίθετο με τις παραδοχές του προσβαλλόμενου βουλεύματος, γ) τις από 29.8.2005 εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης των Α. Μ. και Ν. Ρ., οι οποίες συντάχθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183 επ. του ΚΠΔ και ως ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα, δεν αναφέρονται μεν στο προοίμιο του σκεπτικού του βουλεύματος, μνημονεύονται όμως ρητά, και παρατίθενται οι αναγκαίες περικοπές του περιεχομένου τους, στην εισαγγελική πρόταση στην οποία το Συμβούλιο επιτρεπτώς παραπέμπει, ενώ τα συμπεράσματα αυτών δεν αντιτίθενται στις παραδοχές του βουλεύματος, ούτε διατυπώνεται αντίθετη αιτίαση από τους αναιρεσείοντες, 4) την 1141/31.5.2005 έκθεση τοξικολογικής αναλύσεως, η οποία ρητά αναφέρεται στην εισαγγελική πρόταση και 5) την 3022/10/804α/26.6.2005 έκθεση εξετάσεως αίματος, το αποτέλεσμα της οποίας μνημονεύεται στο βούλευμα και αποτελεί παραδοχή αυτού. Επομένως, ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως των κρινόμενων αιτήσεων, με τον οποίο αποδίδεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα η πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας εκ του ότι το Συμβούλιο που το εξέδωσε οδηγήθηκε στην παραπεμπτική για τους αναιρεσείοντες κρίση του χωρίς να λάβει υπόψη του και τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, ως προς τους προβαλλόμενους με τις κρινόμενες αιτήσεις λοιπούς αναιρετικούς λόγους λεκτέα τα ακόλουθα: Α) Αίτηση αναιρέσεως του Π. Μ. του Σ.. Το πληττόμενο βούλευμα, κατά το μέρος που αφορά τον αναιρεσείοντα αυτόν, διέλαβε την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της διαταράξεως της ασφάλειας της οδικής συγκοινωνίας από την οποία επήλθε θάνατος, για το οποίο το Συμβούλιο έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18, 26 παρ. 1α, 27, 28, 29 και 290 παρ. 1 στοιχ. α' και β' του ΠΚ, που εφάρμοσε, τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ή με λογικά κενά κι έτσι δεν στέρησε το βούλευμα νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα: α) αναφέρονται στο σκεπτικό του βουλεύματος, οι ειδικότερες περιστάσεις και συνθήκες υπό τις οποίες διαπράχθηκε το βασικό έγκλημα της διαταράξεως της ασφάλειας των συγκοινωνιών, καθώς και ο αιτιώδης σύνδεσμος αυτού με το επελθόν βαρύτερο αποτέλεσμα του θανάτου του Β. Π., με τις παραδοχές: i) ότι οι οδηγοί (Π. Μ. και Β. Π.), αποδέχθηκαν να διαγωνισθούν σε επικίνδυνο αυτοσχέδιο αγώνα ταχύτητας και ενεργώντας με σαφή περιφρόνηση προς την ασφάλεια των λοιπών χρηστών της οδού, κινήθηκαν με τα αυτοκίνητά τους στο ρεύμα πορείας προς Πύργο, αναπτύσσοντας ιλιγγιώδη ταχύτητα και πραγματοποιώντας αμφότεροι ελιγμούς υπέρβασης (προσπεράσεις) των λοιπών οχημάτων που κινούνταν κανονικά στο ίδιο ρεύμα κυκλοφορίας, ii) ότι στη Χ/Θ 24.100 της ΝΕΟ Πατρών - Πύργου όταν ο Μ. επιχείρησε να προσπεράσει προπορευόμενο όχημα, ο Π. που τον ακολουθούσε σε πολύ μικρή απόσταση, επιχείρησε με τη σειρά του να προσπεράσει ταυτόχρονα και το όχημα του Μ., καταλαμβάνοντας το αντίθετο ρεύμα πορείας και iii) ότι αυτός (Π.) λόγω της ιδιαίτερα αυξημένης ταχύτητας απώλεσε τον έλεγχο του οχήματός του και συγκρούστηκε με το κανονικά κινούμενο στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας… ΙΧΦ αυτοκίνητο και από τη σύγκρουση υπέστη κακώσεις θώρακος, εκ των οποίων ως μόνης ενεργού αιτίας επήλθε ο θάνατός του, β) αιτιολογείται πλήρως, με τις παραπάνω παραδοχές, ο ενδεχόμενος δόλος του αναιρεσείοντος, ο οποίος απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση του βασικού εγκλήματος της διαταράξεως της ασφάλειας των συγκοινωνιών, κατά την έννοια που εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, καθώς και ο υπάρχων αιτιώδης σύνδεσμος αυτού με το επελθόν βαρύτερο αποτέλεσμα του θανάτου του Β. Π., το οποίο όπως δέχεται το βούλευμα οφείλεται στη διατάραξη, γ) δεν ήταν απαραίτητη η ειδική αναφορά στο σκεπτικό του βουλεύματος, της συγκεκριμένης ταχύτητας με την οποία έβαιναν τα διαγωνιζόμενα αυτοκίνητα κατά το χρόνο του συμβάντος και της κατά νόμο επιτρεπόμενης ανώτατης ταχύτητας στο σημείο του ατυχήματος, διότι τα στοιχεία αυτά δεν απαιτούνται για τη συγκρότηση της αντικειμενικής υποστάσεως του παραπάνω εγκλήματος, ενώ η αποδοχή του επικινδύνου του εγχειρήματος και η διατάραξη της ασφάλειας της οδικής συγκοινωνίας σαφώς προκύπτουν από τις εκτεθείσες στο βούλευμα λοιπές παραδοχές, δ) αιτιολογείται επίσης ιδιαίτερα η συντρέχουσα αμέλεια (άρθρο 28 του ΠΚ) του αναιρεσείοντος από την οποία επήλθε το βαρύτερο αποτέλεσμα, καθώς και ο αιτιώδης σύνδεσμος της αμελούς συμπεριφοράς αυτού με το επελθόν αποτέλεσμα, με τις παραδοχές, ότι κατά την οδήγηση του οχήματός του (στον αυτοσχέδιο αγώνα ταχύτητος) ανέπτυξε ιλιγγιώδη ταχύτητα και πραγματοποίησε επικίνδυνους ελιγμούς και υπερβάσεις (προσπεράσεις) προπορευόμενων οχημάτων, χωρίς να λάβει υπόψη του τις αναφερόμενες στο σκεπτικό του βουλεύματος ειδικότερες συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη τη στιγμή στη συγκεκριμένη οδό, και ε) προσδιορίζεται το είδος της αμέλειας, ως μη συνειδητής, με την παραδοχή ότι "εν όψει του επικίνδυνου εγχειρήματος και των εν γένει περιστάσεων που προαναφέρθηκαν, όφειλε και μπορούσε να προβλέψει, ότι με τις πιο πάνω πράξεις του, ήταν δυνατόν ή ενδεχόμενο να επέλθει ο θάνατος του αυτουργού ή άλλου οδηγού που χρησιμοποιούσε την οδό και δεν το προέβλεψε". Επομένως, ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του Π. Μ. του Σ. με τον οποίο αποδίδεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα η πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας εκ του ότι δεν εκτίθενται στο σκεπτικό του τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία που απαιτούνται για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της διαταράξεως της ασφάλειας των συγκοινωνιών από την οποία επήλθε θάνατος, πρέπει, να απορριφθεί ως αβάσιμος. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος οι προβαλλόμενες με την κρινόμενη αίτησή του, υπό την επίκληση, κατ' επίφαση, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Μετά από όλα τα ανωτέρω, πρέπει, να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων αυτός στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). Β) Αιτήσεις αναιρέσεως των Β. Μ. του Κ. και Ν. Ν. του Γ.. Το προσβαλλόμενο βούλευμα, κατά το μέρος που αφορά την πράξη της ηθικής αυτουργίας στη διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών (βασικό έγκλημα) που αποδίδεται στους αναιρεσείοντες αυτούς, διέλαβε την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία προκάλεσαν στους φυσικούς αυτουργούς την απόφαση να εκτελέσουν την άδικη πράξη που εκείνοι διέπραξαν, με τις παραδοχές ότι αυτοί προέτρεψαν τους Π. Μ. και Β. Π., με πειθώ και φορτικότητα και με τη συνομολόγηση στοιχήματος πεντακοσίων (500) ευρώ, να διαγωνισθούν με τα αυτοκίνητά τους σε επικίνδυνο αυτοσχέδιο αγώνα ταχύτητας και τους προκάλεσαν την απόφαση να εκτελέσουν την άδικη πράξη της διαταράξεως της ασφάλειας των συγκοινωνιών που διέπραξαν. Δεν δημιουργείται δε ασάφεια ή αντίφαση από την αναφορά στο σκεπτικό του βουλεύματος ότι οι φυσικοί αυτουργοί "προέβησαν στην πράξη τους αυτή με την ψυχική υποστήριξη και ενθάρρυνση που τους παρείχαν οι συνεπιβαίνοντες στα οχήματά τους (αναιρεσείοντες), οι οποίοι μάλιστα τους πρότειναν και αποδέχθηκαν τη συνομολόγηση ικανού χρηματικού ποσού ως στοίχημα, οριστικοποιώντας με τον τρόπο αυτό την απόφαση που λίγο πριν με πειθώ και υποσχέσεις είχαν προκαλέσει στους οδηγούς, για να διαγωνισθούν στην ταχύτητα". Και τούτο διότι η αναφερόμενη ψυχική υποστήριξη και ενθάρρυνση που παρείχαν οι αναιρεσείοντες στους φυσικούς αυτουργούς, προκειμένου να προβούν αυτοί στην τέλεση του βασικού εγκλήματος της διαταράξεως της ασφάλειας των συγκοινωνιών, με την υπόσχεση της παρουσίας τους ως συνεπιβαινόντων στα διαγωνιζόμενα αυτοκίνητα, όπως και έγινε, εντάσσεται στον τρόπο και τα μέσα τελέσεως της ηθικής αυτουργίας ως μορφή συμμετοχής τους στο έγκλημα και δεν μεταβάλει αυτήν σε απλή συνέργεια, όπως αβάσιμα οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται. Επομένως, οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' και β' του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως των κρινόμενων αιτήσεων για έλλειψη της επιβαλλόμενης από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και έλλειψη νόμιμης βάσεως, κατά το σκέλος που αφορούν την πράξη της ηθικής αυτουργίας στο βασικό έγκλημα της διαταράξεως της ασφάλειας των συγκοινωνιών πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, όμως, ως προς το επελθόν βαρύτερο αποτέλεσμα του θανάτου του Β. Π., η αιτιολογία του βουλεύματος είναι ελλιπής, διότι η κρίσιμη παραδοχή του ότι "εν όψει του επικίνδυνου εγχειρήματος και των περιστάσεων όφειλαν και μπορούσαν να προβλέψουν, ότι με τις πράξεις τους αυτές ήταν δυνατόν ή ενδεχόμενο να προκύψει ο θάνατος του αυτουργού ή άλλου οδηγού που χρησιμοποιούσε την οδό και δεν το προέβλεψαν" δεν στηρίζεται σε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία, αφού δεν παρατίθενται τοιαύτα, σχετικά με πράξεις ή παραλείψεις των παραπάνω αναιρεσειόντων (ηθικών αυτουργών), που να θεμελιώνουν αμελή συμπεριφορά αυτών συνδεόμενη αιτιωδώς με τον επελθόντα θάνατο του Β. Π.. Τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το βούλευμα ότι θεμελιώνουν τον ενδεχόμενο δόλο των αναιρεσειόντων ηθικών αυτουργών στο βασικό έγκλημα, όπως εκτέθηκε και στη μείζονα νομική σκέψη, δεν είναι δυνατόν να θεμελιώσουν και την αμέλεια αυτών για το βαρύτερο αποτέλεσμα, διότι με τον τρόπο αυτό γίνεται ανεπιτρέπτως διπλή αξιολόγηση των αυτών περιστατικών, το οποίο είναι νομικά και λογικά άτοπο. Επομένως, οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' και β' του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως των κρινόμενων αιτήσεων για έλλειψη της επιβαλλόμενης από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και έλλειψη νόμιμης βάσεως (άρθρ. 28, 29 και 290 παρ. 1 στοιχ. β' του ΠΚ), κατά το μέρος που το επελθόν βαρύτερο αποτέλεσμα του θανάτου του Β. Π. αποδίδεται και σε συντρέχουσα αμέλεια των ως άνω αναιρεσειόντων, είναι βάσιμοι και πρέπει, κατά παραδοχή αυτών, να αναιρεθεί κατά τούτο το προσβαλλόμενο βούλευμα. Ακολούθως, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος, για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτούμενο εφόσον είναι εφικτό από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως (άρθρο 519 παρ. 1 του ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Να απορριφθεί η 2/29.1.2010 αίτηση (δήλωση) του Π. Μ. του Σ., κατοίκου …, για αναίρεση του 367/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών.

Να καταδικασθεί ο παραπάνω αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.Να αναιρεθεί το 367/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πατρών ως προς τους αναιρεσείοντες: 1) Β. Μ. του Κ. και 2) Ν. Ν. του Γ., κατοίκους …, μόνο κατά το μέρος που αυτοί παραπέμπονται στο ακροατήριο και για το βαρύτερο αποτέλεσμα του θανάτου του Β. Π., που φέρεται ότι επήλθε συνεπεία συντρέχουσας αμέλειας τούτων. Και

Να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτούμενο εφόσον είναι εφικτό από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως.- Αθήνα, 27 Ιουνίου 2010

Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Γεώργιος Ν. Κολιοκώστας".

Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση οι 1/2010, 2/2010 και 1/2010 αιτήσεις αναίρεσης των κατηγορουμένων Π. Μ. του Σ., Β. Μ. του Κ. και Ν. Ν. του Γ., κατοίκων …, κατά του 367/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών, με το οποίο απορρίφθηκε ως αβάσιμος κατ'ουσίαν οι 10/2009, 9/2009 και 8/2009 εφέσεις αυτών κατά του 143/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πατρών, με το οποίο παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, για να δικαστούν ως υπαίτιοι τέλεσης των αξιόποινων πράξεων της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών από την οποία επήλθε θάνατος ο πρώτος και της ηθικής αυτουργίας σ' αυτή οι δεύτερος και τρίτος. Έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και ως συναφείς πρέπει να συνεκδικασθούν. Επειδή, ατά το άρθρο 290 παρ. 1 Ποινικού Κώδικα "όποιος με πρόθεση διαταράσσει την ασφάλεια της συγκοινωνίας στους δρόμους ή στις πλατείες τιμωρείται: α) με φυλάκιση, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, β) με κάθειρξη, αν επήλθε θάνατος παρ. 2. Αν η πράξη τελέστηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος, έχοντος μορφή συγκεκριμένης διακινδύνευσες, η οποία αφορά την οδική συγκοινωνία, απαιτείται διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας, γενομένης καθ" οιονδήποτε τρόπο, κυρίως δι' ανθρωπινής υλικής εμφανούς ενεργείας επί πάσης μορφής οδού, εκ της οποίας προκύπτει κίνδυνος σε ανθρώπους. Η διατάραξη εκλαμβάνεται υπό ευρεία έννοια, συμπεριλαμβάνεται δε πάσα αντίθετη ενέργεια, αναφερομένη στην επέλευση ανώμαλης κατάστασης, εκ της οποίας μετ' ασφαλείας βεβαιώνεται ο κίνδυνος στον άνθρωπο. Η ασφάλεια των συγκοινωνιών αποσκοπεί στην απρόσκοπτη μετακίνηση με οποιονδήποτε τρόπο. Η διατάραξη της ασφάλειας πρέπει να συνέχεται με κίνδυνο, ήτοι με επικείμενη επέλευση βλάβης, χωρίς να είναι αναγκαία, αρκεί η κρίση περί διακινδυνεύσεως του ανθρώπου. Είναι δυνατόν η υπό έλεγχο πράξη να υπάγεται σε υποχρεωτική ρυθμιστική κυκλοφοριακή κίνηση ή και αντιθέτως να μη υπάρχει νομοθετική αναγκαία πρόβλεψη, αρκεί ότι κατά πάσα περίπτωση να κρίνεται ότι η πράξη στη συγκεκριμένη περίπτωση θεωρείται, ως πρόσφορη και ικανή, ως εκ της εντάσεως, ποιότητος και μορφής, να προκαλέσει κίνδυνο ανθρώπου. Η διατάραξη της ασφάλειας της οδικής συγκοινωνίας υπό την κακουργηματική της μορφή, είναι έγκλημα εκ του αποτελέσματος (άρθρο 29 του ΠΚ) και για τη θεμελίωση του, εκτός των ανωτέρω στοιχείων απαιτείται και επέλευση από την πράξη του δράστη, θανάτου άλλου. Υποκειμενικά δε απαιτείται πρόθεση, δηλαδή άμεσος ή ενδεχόμενος δόλος, ως προς το βασικό έγκλημα της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών, συνιστάμενος στη γνώση και τη θέληση ή αποδοχή πραγμάτωσης των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης και αμέλεια ως προς το βαρύτερο αποτέλεσμα του θανάτου που επήλθε. Ενδεχόμενος δόλος ή κυριολεκτικά "δόλος αποδοχής του ενδεχόμενου", η ύπαρξη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, υπάρχει στην περίπτωση κατά την οποία ο δράστης δεν προβλέπει μεν το εγκληματικό αποτέλεσμα, αλλά αποβλέπει σε κάτι άλλο, προβλέπει, όμως, ότι η εκπλήρωση της επιδίωξής του αυτής θα έχει ως πιθανή συνέπεια την πραγμάτωση του εγκληματικού αποτελέσματος και παρά ταύτα προχωρεί στην τέλεση της πράξης του. Για τον προσδιορισμό της έννοιας "της αποδοχής" του εγκληματικού αποτελέσματος εκ μέρους του δράστη, του βουλητικού δηλαδή στοιχείου του ενδεχόμενου δόλου, η επιστήμη, αλλά και η νομολογία, δεν ανατρέχουν στους χώρους του συναισθηματικού, αλλά στο γνωσιολογικό στοιχείο, το οποίο ενεργεί συμπληρωματικά. Προσφέρει δηλαδή κατάλληλες ενδείξεις για τη βουλητική στάση του δράστη, προσδίδοντας σ' αυτή το ακριβές περιεχόμενο της. Έτσι, "αποδέχομαι" τον κίνδυνο επελεύσεως του αποτελέσματος σημαίνει ότι σταθμίζω τα υπέρ και τα κατά με βάση τα δεδομένα στοιχεία και αποφασίζω να προβώ στην πράξη, για το λόγο ότι αυτό είναι σημαντικότερο από το φόβο μήπως επέλθει τελικώς το αποτέλεσμα. Δύο δε από τα κυριότερα αντικειμενικά κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό του γνωσιολογικού στοιχείου και, κατά συνέπεια, της βουλητικής στάσεως του δράστη, είναι το ποσοστό επικινδυνότητας και η τυχόν ιδιοτέλεια του σκοπού που επιδιώκει με την πράξη του. Όσον αφορά το πρώτο, η χρησιμότητα του ως ενδεικτικού στοιχείου της βουλητικής στάσεως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, γιατί όταν ο δράστης προβαίνει στο εγχείρημα, παρά το υψηλό ποσοστό κινδύνου, λογικό είναι να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι αποδέχεται το αποτέλεσμα. Εξάλλου, όσον αφορά το δεύτερο, χρησιμοποιείται υπό την έννοια ότι ο δράστης που προβλέπει την πιθανότητα επελεύσεως του αποτελέσματος, γιατί τον ενδιαφέρει η επιτυχία κάποιου συγκεκριμένου σκοπού, ενεργεί με ενδεχόμενο δόλο. Άλλωστε, η "ελπίδα" και κατά μείζονα λόγο η "απλή ευχή ή επιθυμία" του δράστη να μην επέλθει το προβλεπόμενο απ' αυτόν ως ενδεχόμενο εγκληματικό αποτέλεσμα, εντάσσονται στο πεδίο του ενδεχόμενου δόλου και όχι στο πεδίο της συγγενούς προς αυτόν έννοιας της "ενσυνείδητης αμέλειας", για τη συνδρομή της οποίας απαιτείται όχι ελπίδα, αλλά πίστη περί μη επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Τούτο, καθ' όσον η συνέχιση της κινδυνώδους δραστηριότητας, έστω και με την ελπίδα αποφυγής του εγκληματικού αποτελέσματος, καταδεικνύει ότι σπουδαιότερη για το δράστη είναι η επίτευξη του τελικού σκοπού του, παρά η διαφύλαξη του εννόμου αγαθού, του οποίου πιθανολογείται η βλάβη. Προς την κατεύθυνση αυτή έχει εξελιχθεί και ο προσδιορισμός της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου από την επιστήμη και γίνεται δεκτό ότι τέτοιος δόλος υπάρχει στην περίπτωση κατά την οποία ο δράστης έλαβε σοβαρά υπ' όψη το ενδεχόμενο πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόσταση του εγκλήματος και, αφού το στάθμισε με ό,τι επεδίωκε με την πράξη του, έκρινε αυτό ως τόσο σημαντικό, ώστε ακόμη και αν το αξιόποινο αποτέλεσμα δεν ήταν γι' αυτόν αποδεκτό ή ήταν ακόμη και αποδοκιμαστέο, αποφάσισε, παρά ταύτα, να προχωρήσει στην πράξη, ελπίζοντας, ευχόμενος στην καλύτερη περίπτωση, ότι το αποτέλεσμα τελικώς δε θα επέλθει. Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 στοιχ. α' του ΠΚ, κατά την οποία, "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της απόφασης να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτέλεσης αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της απόφασης αυτής μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια ή με τη διέγερση μίσους κατά του θύματος, με πειθώ ή φορτικότητα ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεως του ή και της σχέσεως του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του αυτουργού, ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξης στην οποία παρακινεί το φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξης αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος. Επί των "εκ του αποτελέσματος χαρακτηριζόμενων (διακρινόμενων)" εγκλημάτων, επί των οποίων ο αυτουργός τιμωρείται με βαρύτερη ποινή, αν το επελθόν βαρύτερο αποτέλεσμα μπορεί να αποδοθεί σε αμέλεια του (ΠΚ 29) ο ηθικός αυτουργός στο βασικό έγκλημα τιμωρείται με τη βαρύτερη ποινή (όπως και ο φυσικός αυτουργός), αν το βαρύτερο αποτέλεσμα μπορεί να αποδοθεί και σε δική του αμέλεια, δηλαδή μόνον εφόσον από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν το προέβλεψε είτε το προέβλεψε ως δυνατό πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν. Χωρίς εκ τούτου και να χαρακτηρίζεται ως ηθικός αυτουργός σε εξ αμελείας έγκλημα, αφού σε αμέλεια και δη και δική του, αποδίδεται μόνο το αποτέλεσμα και όχι η βασική (εκδόλου) πράξη την οποία αφορά η ηθική αυτουργία. Παρέπεται εκ τούτων ότι επί διαταράξεως της ασφάλειας της οδικής συγκοινωνίας από την οποία επήλθε θάνατος (ΠΚ 290 § 1 στοιχ. β'), που είναι έγκλημα "εκ του αποτελέσματος χαρακτηριζόμενο", ο ηθικός αυτουργός στο βασικό έγκλημα της διατάραξης ης ασφάλειας της συγκοινωνίας (ΠΚ 290 § 1 στοιχ.α') τιμωρείται με τη βαρύτερη ποινή που προβλέπεται για τον αυτουργό, αν για τον επελθόντα θάνατο βαρύνεται και ο ίδιος με αμέλεια. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναίρεσης εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες εκρίθη ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατ' είδος γενικά, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά εξ ενός εκάστου (εξ) αυτών ούτε είναι απαραίτητη ή αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστικό συμβούλιο έλαβεν υπ' όψη του και συνεξετίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και όχι μόνο μερικά εξ αυτών κατ'επιλογήν, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. Δεν αποτελούν, όμως λόγους αναίρεσης στο μέτρο που με αυτούς πλήττεται η ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του συμβουλίου, αφού αυτοί δε διαλαμβάνονται μεταξύ των λόγων αναίρεσης κατά βουλευμάτων, που αναφέρονται περιοριστικώς στο άρθρο 484παρ. 1 ΚΠΔ. Η κατά το άρθρο 178 ίδιου Κώδικα απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα από αυτά, χωρίς ν' αποκλείει άλλα, περιλαμβάνει δε, ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, την πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 ΚΠΔ, υπό προϋποθέσεις από τον ανακριτικό υπάλληλο ή από το δικαστήριο αυτεπάγγελτα ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού μέσου ή κατά το άρθρο 178 ίδιου πιο πάνω Κώδικα πραγματογνωμοσύνη πρέπει να μνημονεύεται ειδικώς στην αιτιολογία μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, προκειμένου να υπάρχει βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη, για την πληρότητα, όμως, της αιτιολογίας, δεν είναι απαραίτητη ειδική μνεία και ιδιαίτερη αξιολόγηση της πραγματογνωμοσύνης, όταν το συμπέρασμά της δεν αντιτίθεται στο αποδεικτικό πόρισμα του προσβαλλόμενου βουλεύματος και μπορεί να συναχθεί εκ τούτου αναμφίβολα ότι λήφθηκε υπόψη. Λόγο αναίρεσης, εξάλλου, του παραπεμπτικού βουλεύματος συνιστά, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία υφίσταται, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο διατακτικό ή στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Πατρών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερόμενων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το βράδυ της 12.5.2005 και περί ώρα 20:30, οι εκκαλούντες Π. Μ., Β. Μ. και Ν. Ν., συναντήθηκαν με το Β. Π., καθώς και με τον εξάδελφο του τελευταίου Σ. Π., σε καφενείο που διατηρεί ο πρώτος εξ αυτών επί της οδού Φ., στην Κάτω Αχαΐα. Μεταξύ των ανωτέρω επακολούθησε συζήτηση με θέμα τους αυτοσχέδιους αγώνες ταχύτητας με αυτοκίνητα, καθώς και τις δυνατότητες των δικών τους αυτοκινήτων. ,0 ανωτέρω Β. Π. διέθετε ήδη ένα αυτοκίνητο στο οποίο είχε επιφέρει μεταβολές-βελτιώσεις με σκοπό να είναι ταχύτερο. Το γεγονός αυτό σχολιάστηκε από τον εκκαλούντα - κατηγορούμενο Π. Μ., ο οποίος μάλιστα απευθυνόμενος στον Σ. Π. είπε ότι ο ξάδερφος του Β. έχει ταχύτερο αυτοκίνητο από το δικό του. Στη συνέχεια, ο δεύτερος εκκαλών Β. Μ. είπε στον Π. Μ., ότι "ποντάρει 500 ευρώ στον Β. Π. ότι σε περνάει με το αυτοκίνητο". Επίσης, ο τρίτος εκκαλών Ν. Ν. είπε, ότι "ποντάρει άλλα 500 ευρώ στον Μ.". Μετά την ανωτέρω στιχομυθία, άπαντες έδωσαν ραντεβού προκειμένου να συναντηθούν σε συγκεκριμένο πρατήριο βενζίνης που βρίσκεται πλησίον της Εθνικής Οδού Πατρών - Πύργου, όπου ο Μ. θα έβαζε βενζίνη στο αυτοκίνητό του. Ακολούθως, ο Β. Π. μπήκε στο με αριθμό πινακίδων κυκλοφορίας … ΙΧΕ αυτοκίνητό του, μαζί με τον Β. Μ., ως συνοδηγό, ενώ ο Ν. Ν. επιβιβάσθηκε, ως συνοδηγός, στο υπ' αριθμ. πινακίδων κυκλοφορίας … ΙΧΕ αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Π. Μ. και κατευθύνθηκαν, ακολουθούμενοι από τον Σ. Π. που οδηγούσε το δικό του όχημα, στο προαναφερόμενο πρατήριο βενζίνης. Αμέσως μετά, περί ώρα 21:00, έφθασαν στη Νέα Εθνική Οδό Πατρών - Πύργου, στο ύψος των σηματοδοτών της διασταύρωσης με την Κάτω Αχαΐα. Μόλις άναψε ο πράσινος σηματοδότης, τα δύο αυτοκίνητα κινήθηκαν στο ρεύμα πορείας προς Πύργο, αναπτύσσοντας ιλιγγιώδη ταχύτητα και διαγωνιζόμενα μεταξύ τους, με τον Π. Μ. να προπορεύεται και τον Β. Π. να ακολουθεί σε πολύ κοντινή απόσταση. Οι ανωτέρω οδηγοί (Π. Μ. και Β. Π.) δεν έλαβαν καθόλου υπόψη τις συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη τη στιγμή στη συγκεκριμένη οδό, ήτοι το γεγονός ότι ήδη είχε νυχτώσει και η ορατότητα ήταν περιορισμένη, λόγω ελλείψεως τεχνητού φωτισμού του οδοστρώματος, το ότι υπήρχαν πολλές στροφές και διαβάσεις, η δε κυκλοφορία ήταν ιδιαίτερα αυξημένη από παντός είδους οχήματα (βαρέα, ιδιωτικής χρήσεως φορτηγά, μοτοσικλέτες, αγροτικά μηχανήματα), επίσης ότι υπήρχαν δύο ρεύματα κυκλοφορίας, χωρίς διαχωριστική μεταξύ τους νησίδα και γενικά ότι οι συνθήκες κίνησης και τα χαρακτηριστικά της οδού την καθιστούσαν αντικειμενικά και εκ των προτέρων αυξημένης επικινδυνότητας, αφού μάλιστα εξαιτίας ακριβώς αυτών των χαρακτηριστικών της παρουσιάζει υψηλό αριθμό τροχαίων ατυχημάτων, γεγονός που είναι πανελληνίως γνωστό, αλλά αποδέχθηκαν να διαγωνιστούν στην ταχύτητα στο δρόμο αυτό, ενεργώντας με σαφή περιφρόνηση προς την ασφάλεια των λοιπών χρηστών της οδού. Στην πράξη τους αυτή προέβησαν με την ψυχική υποστήριξη και ενθάρρυνση που τους παρείχαν οι συνεπιβαίνοντες στα οχήματα τους, οι οποίοι μάλιστα πρότειναν και αποδέχθηκαν τη συνομολόγηση ικανού χρηματικού ποσού ως στοίχημα, οριστικοποιώντας με τον τρόπο αυτό την απόφαση που λίγο πριν με πειθώ και υποσχέσεις είχαν προκαλέσει στους οδηγούς, για να διαγωνιστούν στην ταχύτητα. Κατά την πορεία των οχημάτων στην Ε.Ο., ο Π. Μ. εξακολούθησε να προπορεύεται, με τον Β. Π. να τον ακολουθεί, ενεργώντας αμφότεροι ελιγμούς υπέρβασης (προσπεράσεις) των λοιπών οχημάτων που κινούνταν στο ίδιο ρεύμα κυκλοφορίας, στο δεξιό άκρο του οδοστρώματος. Στη Χ/Θ 24.100 της Ν.Ε.Ο. Πατρών - Πύργου, στο ρεύμα κυκλοφορίας προς Πύργο, ο Π. Μ. επιχείρησε να προσπεράσει ένα από τα κανονικά κινούμενα προπορευόμενα οχήματα και ενώ ευρισκόταν δίπλα του, ο Β. Π., ακολουθώντας τον σε πολύ μικρή απόσταση, επιχείρησε με τη σειρά του να προσπεράσει ταυτόχρονα το όχημα του Μ., καταλαμβάνοντας το αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας. Όταν αντιλήφθηκε ότι από το αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας πλησίαζε άλλο όχημα και ότι δεν θα μπορούσε να ολοκληρώσει την προσπάθεια του, τροχοπέδησε απότομα, πλην όμως οι τροχοί του οχήματος του μπλοκάρισαν και ακολούθως, εξαιτίας κυρίως των ελαχίστων χρονικών περιθωρίων αντίδρασης που είχε, λόγω της ιδιαίτερα αυξημένης ταχύτητας του οχήματος του, απώλεσε τον έλεγχο αυτού και συγκρούσθηκε με το κανονικά κινούμενο στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, ήτοι με κατεύθυνση την Πάτρα, υπ' αριθμ. πινακίδων κυκλοφορίας … ΙΧΦ αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Ι. Φ.. Από τη σύγκρουση αυτή, ο Β. Π. υπέστη κακώσεις θώρακος, μόνη αιτία από την οποία επήλθε ο θάνατος του, ενώ επίσης τραυματίσθηκαν τόσο ο συνεπιβάτης του οχήματος του Β. Μ., ο οποίος υπέστη ελαφρά εγκεφαλική διάσειση, όσο και ο ανωτέρω Ι. Φ., ο οποίος υπέστη ελαφρά κάκωση θώρακος και κάκωση της οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης. Εκ των υστέρων διαπιστώθηκε ότι ο θανών Β. Π., αφ' ενός μεν οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλ, σε ποσοστό συγκέντρωσης 0,35 α/1 αίματος (βλ. το υπ' αριθμ. πρωτ. 1141/2005 έγγραφο του εργαστηρίου τοξικολογίας Γ.Ν. Πατρών) αφ' ετέρου δε ότι είχε επιφέρει σοβαρές- αλλαγές στα μηχανικά μέρη του οχήματος του, με σκοπό την αύξηση της απόδοσης ισχύος του και εν γένει τη διαμόρφωση του, ως αυτοκίνητο διαγωνισμού (αγώνων). Ειδικότερα, είχε προβεί στην αλλαγή του κινητήρα του οχήματος, τοποθετώντας, χωρίς μάλιστα να δηλώσει τούτο στην αρμόδια υπηρεσία, νέο κινητήρα υπερπλήρωσης (turbo) μεγαλύτερης ισχύος και κυβισμού, καθώς επίσης διαφορετικού τύπου και διάστασης ελαστικά, από αυτά που προβλέπονται για το συγκεκριμένο τύπο του οχήματος και ακόμη, ασύμβατο με τους τροχούς σύστημα πέδησης του οχήματος (βλ. την από 29-8-2005 έκθεση πραγματογνωμοσύνης). Περαιτέρω, ο πρώτος κατηγορούμενος - εκκαλών Π. Μ., αρνείται την αποδιδόμενη σε βάρος του κατηγορία, ισχυριζόμενος ότι δεν συμμετείχε σε αυτοσχέδιο αγώνα ταχύτητας με τον Β. Π.. Ωστόσο, δεν δίνει πειστικές απαντήσεις, για ποιο λόγο βρισκόταν και ο ίδιος στην ανωτέρω οδό, κινούμενος με το όχημα του στο ρεύμα κυκλοφορίας προς Πύργο, με συνεπιβάτη μάλιστα τον συγκατηγορούμενό του Ν. Ν., και τούτο αμέσως μετά τη συνάντηση που είχαν με τον Β. Π. στο καφενείο της Κάτω Αχαΐας και τη στιχομυθία για συνομολόγηση στοιχήματος, για τη διεξαγωγή αυτοσχέδιου αγώνα ταχύτητας. Ούτε οι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων - εκκαλούντων Ν. Ν. και Β. Μ., ότι ουδέποτε συνομολόγησαν πραγματικά στοίχημα για διενέργεια αγώνα, αλλά όσα διαμείφθηκαν περί στοιχήματος στην ανωτέρω συνάντηση, είχαν το χαρακτήρα αστεϊσμού, κρίνονται πειστικοί, διότι αφ' ενός μεν επιβεβαιώνουν τη στιχομυθία περί στοιχήματος, αφ' ετέρου δε καταρρίπτονται από .την σαφή και πειστική κατάθεση του Σ. Π., ο οποίος ήταν παρών στη στιχομυθία και από την οποία (κατάθεση) προκύπτει ότι πράγματι υπήρξε συμφωνία για τη διενέργεια αγώνα ταχύτητας, ο οποίος στη συνέχεια επακολούθησε με το ανωτέρω περιγραφόμενο αποτέλεσμα. Είναι σαφές ότι οι εν λόγω κατηγορούμενοι, με την ως άνω συμπεριφορά τους προκάλεσαν την απόφαση των δύο οδηγών να διαγωνιστούν σε επικίνδυνο αυτοσχέδιο αγώνα ταχύτητας. Στη συνέχεια και ενώ ήδη είχαν προκαλέσει την απόφαση στους οδηγούς να διαγωνιστούν, ενίσχυσαν αυτούς, κατά τη διενέργεια του αυτοσχέδιου αγώνα, ακολουθώντας τους ως συνοδηγοί. Με τις παραδοχές αυτές προκύπτουν αποχρώσεις ενδείξεις ότι: Ι. ο εκκαλών - κατηγορούμενος Π. Μ. τέλεσε με πρόθεση την πράξη της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών, από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για ανθρώπους (βασικό έγκλημα) που πράγματι επήλθε, το ως άνω δε βαρύτερο αποτέλεσμα ήτοι ο θάνατος του Β. Π. οφείλεται σε αμελή συμπεριφορά του (εκ του αποτελέσματος έγκλημα) και II. οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι Β. Μ. και Ν. Ν., τέλεσαν την πράξη της ηθικής αυτουργίας στο ως άνω βασικό έγκλημα, το δε βαρύτερο αποτέλεσμα που επήλθε, ήτοι ο θάνατος του Β. Π. οφείλεται και σε δική τους συντρέχουσα αμέλεια, χωρίς να χαρακτηρίζονται ως ηθικοί αυτουργοί σε εξ αμελείας έγκλημα (που δεν νοείται), αφού σε αμέλεια τους οφείλεται μόνο το αποτέλεσμα και όχι η βασική (εκ δόλου) πράξη την οποία αφορά η ηθική αυτουργία. Παρέπεται εκ τούτων, ότι ο ηθικός αυτουργός στο βασικό έγκλημα της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών (άρθρο 290 παρ.1α ΠΚ), τιμωρείται με την βαρύτερη ποινή που προβλέπεται για τον αυτουργό, αν για τον επελθοντα θάνατο βαρύνεται και ο ίδιος με αμέλεια, απορριπτόμενων κατά συνέπεια των αβασίμων λόγων εφέσεων των εκκαλούντων. Ας σημειωθεί ότι, ο θάνατος του Β. Π. είναι αποτέλεσμα που οφείλεται στην αμέλεια τόσο του θύματος, όσο και των κατηγορουμένων -εκκαλούντων, οι οποίοι ενόψει του όλως επικινδύνου εγχειρήματος και των εν γένει περιστάσεων που προαναφέρθηκαν, όφειλαν και μπορούσαν να προβλέψουν, ότι με τις πιο πάνω πράξεις τους, ήταν δυνατό η ενδεχόμενο να επέλθει ο θάνατος του αυτουργού ή άλλου οδηγού που χρησιμοποιούσε την οδό και δεν το προέβλεψαν. Επομένως, ορθώς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πατρών παρέπεμψε τους εκκαλούντες στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, που θα ορισθεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Πατρών, προκειμένου να δικασθούν για τις πράξεις περί των οποίων έγινε ήδη λόγος. Πρέπει συνεπώς οι κρινόμενες εφέσεις να απορριφθούν ως κατ' ουσία αβάσιμες και να διαταχθεί η εκτέλεση του εκκαλουμένου βουλεύματος, ως προς όλες του τις διατάξεις.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα, διέλαβε στην αιτιολογία του τ' αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες πιο πάνω παρατεθείσες διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. Ειδικότερα, προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Συμβούλιο έλαβε, υπόψη του και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα, ήτοι α'. τη 584/2005 ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας - νεκροτομής της ιατροδικαστού Α. Τ., το συμπέρασμα της οποίας ότι "ο θάνατος του Β. Π. επήλθε συνεπεία κακώσεως θώρακος (που υπέστη κατά το οδικό τροχαίο ατύχημα ως οδηγός αυτοκινήτου)", αποτελεί παραδοχή του βουλεύματος, β'. την, από 12.5.2005, έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος με το συνημμένο σ'αυτή σχεδιάγραμμα, που συντάχθηκε, κατά τη διενέργεια της αυτεπάγγελτης προανάκρισης (ενέργεια σκοπούσα στη συλλογή αποδεικτικού υλικού), από τον προανακριτικό υπάλληλο του Τμήματος Τροχαίας Πατρών, που επιλήφθηκε του τροχαίου ατυχήματος και η οποία δεν αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά απλό έγγραφο (ΚΠΔ 178 περ. στ'), αφού δε συντάχθηκε, μετά από τη διενέργεια αυτοψίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 180-182 ΚΠΔ, το δε περιεχόμενό της δεν είναι αντίθετο με τις παραδοχές του πληττόμενου βουλεύματος, γ'. τις, από 29.8.2005, εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης των Α. Μ. και Ν. Ρ., οι οποίες συντάχθηκα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 183 επ. ΚΠΔ και τα ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα δεν αναφέρονται μες στο προοίμιο του σκεπτικού του βουλεύματος, μνημονεύονται όμως ρητά και παρατίθενται οι αναγκαίες περικοπές του περιεχομένου τους, στην εισαγγελική πρόταση στην οποία το Συμβούλιο επιτρεπτώς παραπέμπει, ενώ τα συμπεράσματα αυτών δεν αντιτίθενται στις παραδοχές του βουλεύματος, δ'. την 1141/31.5.2005 έκθεση τοξικολογικής ανάλυσης, η οποία ρητά αναφέρεται στην εισαγγελική πρόταση και ε'. την 3022/10/804α/26.6.2005 έκθεση εξέτασης αίματος το αποτέλεσμα της οποίας μνημονεύεται στο βούλευμα και αποτελεί παραδοχή τούτου.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' ΚΠΔ πρώτος λόγος αναίρεσης των υπό κρίση αιτήσεων, με τον οποίο αποδίδεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας εκ του ότι το Συμβούλιο οδηγήθηκε στην παραπεμπτική, για τους αναιρεσείοντες, κρίση του χωρίς να λάβει υπόψη του και τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Ως προς την αίτηση αναίρεσης του Π. Μ.. Το προσβαλλόμενο βούλευμα, κατά το μέρος, που αφορά τον αναιρεσείοντα αυτού, διέλαβε την επιβαλλόμενη από τα άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της διατάραξης της ασφάλειας της οδικής συγκοινωνίας από την οποία επήλθε θάνατος, για το οποίο το Συμβούλιο έκρινε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή του στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου18, 26 παρ. 1 εδ. α', 27, 28, 29 και 290 παρ. 1 στοιχ. α' και β'ΠΚ, που εφάρμοσε, τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ή με λογικά κενά και έτσι δε στέρησε το βούλευμα νόμιμης βάσης. Ειδικότερα α'. διαλαμβάνονται στο σκεπτικό του βουλεύματος οι ειδικότερες περιστάσεις και συνθήκες υπό τις οποίες τελέστηκε το βασικό έγκλημα της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών, καθώς και ο αιτιώδης σύνδεσμος αυτού με το επελθόν βαρύτερο αποτέλεσμα του θανάτου του Β. Π., με τις παραδοχές 1) ότι οι οδηγοί Π. Μ. και Β. Π. αποδέχτηκαν να διαγωνισθούν σε επικίνδυνο αυτοσχέδιο αγώνα ταχύτητας και ενεργώντας με σαφή περιφρόνηση προς την ασφάλεια των λοιπών χρηστών της οδού κινήθηκαν με τα' αυτοκίνητα τους στο ρεύμα πορείας προς Πύργο, αναπτύσσοντας ιλιγγιώδη ταχύτητα και πραγματοποιώντας και οι δυο ελιγμούς υπέρβασης (προσπέρασης) των λοιπών αυτοκινήτων που εκινούντο κανονικά στο ίδιο ρεύμα κυκλοφορίας, 2) ότι στη Χ/Θ 24.100 της ΝΕΟ Πατρών - Πύργου, όταν ο Μ. επιχείρησε να προσπεράσει προπορευόμενο όχημα, ο Π. που τον ακολουθούσε σε πολύ μικρή απόσταση, επιχείρησε με τη σειρά του να προσπεράσει ταυτόχρονα και το όχημα του Μ., καταλαμβάνοντας το αντίθετο ρεύμα πορείας και 3) ότι αυτός (Π.), συνεπεία, της ιδιαίτερα αυξημένης ταχύτητας έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του και συγκρούστηκε με το κανονικά κινούμενο στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας … ΙΧΦ αυτοκίνητο και από τη σύγκρουση έπαθε κακώσεις θώρακα, από τις οποίες, ως μόνης ενεργού αιτίας, επήλθε ο θάνατός του με τις προδιαληφθείσες παραδοχές, αιτιολογείται πλήρως, ο ενδεχόμενος δόλος του αναιρεσείοντος ο οποίος απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση του βασικού εγκλήματος της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών, κατά την έννοια που προεκτέθηκε, γ'. δεν ήταν αναγκαία η ειδική αναφορά στο σκεπτικό του βουλεύματος, της συγκεκριμένης ταχύτητας με την οποία εκινούντο τα διαγωνιζόμενα αυτοκίνητα, κατά το χρόνο του συμβάντος και της κατά νόμο επιτρεπόμενης ανώτατης ταχύτητας στο σημείο του ατυχήματος, επειδή τα εν λόγω στοιχεία δεν απαιτούνται για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του προδιαληφθέντος εγκλήματος, ενώ η αποδοχή του επικινδύνου του εγχειρήματος και η διατάραξη της ασφάλειας της οδικής συγκοινωνίας σαφώς προκύπτουν από τις εκτεθείσες στο βούλευμα λοιπές παραδοχές, δ'. επίσης ιδιαίτερα αιτιολογείται η συντρέχουσα αμέλεια (ΠΚ 28) του αναιρεσείοντος από την οποία επήλθε το βαρύτερο αποτέλεσμα, καθώς και ο αιτιώδης σύνδεσμος της αμελούς συμπεριφοράς αυτού με το επελθόν αποτέλεσμα, με τις παραδοχές, ότι κατά την οδήγηση του οχήματός του (στον αυτοσχέδιο αγώνα ταχύτητας) ανέπτυξε ιλιγγιώδη ταχύτητα και πραγματοποίησε επικίνδυνους ελιγμούς και υπερβάσεις (προσπεράσεις) προπορευόμενων αυτοκινήτων, δίχως να λάβει υπόψη του τις αναφερόμενες στο σκεπτικό* του βουλεύματος ειδικότερες συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη τη στιγμή στην παραπάνω οδό και ε'. προσδιορίζεται το είδος της αμέλειας, ως μη συνειδητής, με την παραδοχή ότι ενόψει του επικίνδυνου εγχειρήματος και των εν γένει περιστάσεων που προαναφέρθηκαν, όφειλε και μπορούσε να προβλέψει, ότι με τις πιο πάνω πράξεις του, ήταν δυνατό ή ενδεχόμενο να επέλθει ο θάνατος του αυτουργού ή άλλου οδηγού που χρησιμοποιούσε την οδό και δεν το προέβλεψε.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' ΚΠΔ λόγος της αναίρεσης του εν λόγω αναιρεσείοντος, με τον οποίο αποδίδεται στο πληττόμενο βούλευμα η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, λόγω του ότι δεν εκτίθενται το σκεπτικό του τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία που απαιτούνται για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών από την οποία επήλθε θάνατος, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που, υπό την επίκληση, κατ' επίφαση, της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απαράδεκτες και απορριπτέες, αφού ο Άρειος Πάγος ελέγχει την νομιμότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος σχετικά με τις παραδοχές τούτου και δεν συνιστά λόγο αναίρεσης από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ.1 ΚΠΔ η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Μετά απ' αυτά, και, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης ν' απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 476 παρ. 1, 583 παρ.1).
Ως προς τις αιτήσεις αναίρεσης των Β. Μ. και Ν. Ν.. Το προσβαλλόμενο βούλευμα, κατά το μέρος, που αφορά τους αναιρεσείοντες αυτούς, διέλαβε την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ηθικής αυτουργίας στη διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών από την οποία επήλθε θάνατος, για το οποίο το Συμβούλιο έκρινε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή τους στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18, 26 παρ. 1 εδ. α', 27, 46, 28, 29 και 290 παρ.1 στοιχ. α' και β' ΠΚ, που εφάρμοσε, τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ή με λογικά κενά και έτσι δε στέρησε το βούλευμα νόμιμης βάσης. Ειδικότερα διαλαμβάνονται σ' αυτό ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία προκάλεσαν στους φυσικούς αυτουργούς την απόφαση να εκτελέσουν την άδικη πράξη που εκείνοι διέπραξαν, με τις παραδοχές ότι αυτοί προέτρεψαν τους Π. Μ. και Β. Π., με πειθώ και φορτικότητα και με τη συμφωνία στοιχήματος πεντακοσίων ευρώ, να διαγωνισθούν με τ' αυτοκίνητά τους σε επικίνδυνο αυτοσχέδιο αγώνα ταχύτητας και τους προκάλεσαν την απόφαση να εκτελέσουν την άδικη πράξη της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών που διέπραξαν. Δε δημιουργείται δε ασάφεια ή αντίφαση από την αναφορά στο σκεπτικό του βουλεύματος ότι οι φυσικοί αυτουργοί προέβησαν στην πράξη τους αυτή με την ψυχική υποστήριξη και ενθάρρυνση που τους παρείχαν οι συνεπιβαίνοντες στα οχήματά τους αναιρεσείοντες, οι οποίοι μάλιστα τους πρότειναν και αποδέχθηκαν τη συνομολόγηση ικανού χρηματικού ποσού, ως στοίχημα, οριστικοποιώντας με τον τρόπο αυτό την απόφαση που λίγο πριν με πειθώ και υποσχέσεις είχαν προκαλέσει στους οδηγούς, για να διαγωνισθούν στην ταχύτητα. Κι' αυτό γιατί η αναφερόμενη ψυχική υποστήριξη και ενθάρρυνση που παρείχαν οι αναιρεσείοντες στους φυσικούς αυτουργούς, προκειμένου να προβούν αυτοί στην τέλεση του βασικού εγκλήματος της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών, με την υπόσχεση της παρουσίας τους, ως συνεπιβαινόντων στα διαγωνιζόμενα αυτοκίνητα, όπως και έγινε, εντάσσεται στον τρόπο και τα μέσα τέλεσης της ηθικής αυτουργίας ως μορφή συμμετοχής τους στο έγκλημα και δεν μεταβάλει αυτή σε απλή συνέργεια, όπως αβάσιμα οι αναιρεσείοντες διατείνονται. Αιτιολογείται, επίσης, ιδιαίτερα η συντρέχουσα αμέλεια (ΠΚ 28) των αναιρεσειόντων από την οποία επήλθε το βαρύτερο αποτέλεσμα, με τις παραδοχές, ότι ενώ, με την αναφερόμενη στο σκεπτικό του βουλεύματος συμπεριφορά τους είχαν ήδη προκαλέσει την απόφαση στους δυο οδηγούς να διαγωνιστούν σε επικίνδυνο αυτοσχέδιο αγώνα ταχύτητας, στη συνέχεια κατά τη διενέργεια του εν λόγω αγώνα στον οποίο συμμετείχαν, ως συνοδηγοί, προέτρεπαν τους οδηγούς να τον συνεχίσουν, χωρίς να λάβουν υπόψη τους, αφενός μεν τις ιλιγγιώδεις ταχύτητες που αναπτύχθηκαν, τους επικίνδυνους ελιγμούς και τις υπερβάσεις (προσπεράσεις) προπορευόμενων οχημάτων, αφετέρου δε τις, κατ' εκείνη τη στιγμή, επικρατούσες ειδικότερες συνθήκες στη συγκεκριμένη οδό (νύχτα, έλλειψη τεχνητού φωτισμού του οδοστρώματος, κυκλοφορία ιδιαίτερα αυξημένη από παντός είδους οχήματα, πολλές στροφές και διαβάσεις). Προσδιορίζεται δε και το είδος της αμέλειας, ως μη συνειδητής, με την παραδοχή ότι ενόψει του όλως επικίνδυνου εγχειρήματος και των εν γένει περιστάσεων που προαναφέρθηκαν, όφειλαν και μπορούσαν να προβλέψουν, ότι με τις πιο πάνω πράξεις τους, ήταν δυνατό ή ενδεχόμενο να επέλθει ο θάνατος του αυτουργού ή άλλου οδηγού που χρησιμοποιούσε την οδό και δεν το προέβλεψαν. Επομένως, οι από τα άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ'και β' ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης των υπό κρίση αιτήσεων για έλλειψη της επιβαλλόμενης από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και έλλειψη νόμιμης βάσης, και κατά το σκέλος που αφορούν την πράξη της ηθικής αυτουργίας στο βασικό έγκλημα της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών, αλλά και κατά το σκέλος που το επελθόν βαρύτερο αποτέλεσμα του θανάτου του Β. Π. αποδίδεται και σε συντρέχουσα αμέλεια των αναιρεσειόντων είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Οι λοιπές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, που, υπό την επίκληση, κατ' επίφαση, της έλλειψης και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απαράδεκτες και απορριπτέες, αφού ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος σχετικά με τις παραδοχές τούτου και δε συνιστά λόγο αναίρεσης από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ. 1 ΚΠΔ η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Μετά απ' αυτά, και, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει οι υπό κρίση αιτήσεις αναίρεσης ν' απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 476 παρ. 1, 583 παρ. 1).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει τις από 29.1.2010, αιτήσεις των κατηγορουμένων Π. Μ. του Σ., Β. Μ. του Κ. και Ν. Ν. του Γ., κατοίκων …, για αναίρεση του 367/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών. Και

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται, για τον καθένα, σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Νοεμβρίου 2010.

Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Δεκεμβρίου 2010.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή