Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Δεδικασμένο.
Περίληψη:
Πλαστογραφία πλημμεληματική. 1. Κατά τη σαφή διάταξη του άρθρου 364 παρ. 1 του ΚΠΔ, η μη ανάγνωση στο ακροατήριο των αναφερομένων σ' αυτό εγγράφων έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της διαδικασίας, μόνον αν ζητήθηκε η ανάγνωση ορισμέ-νου εγγράφου από τον Εισαγγελέα, τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του και το δικαστήριο αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί σχετικά με την αίτηση που υποβλήθηκε για το σκοπό αυτό, οπότε δημιουργείται και έλλειψη ακροάσεως που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' εδ. β' του ΚΠΔ. Απορριπτέος. ο 1ος λόγος, διότι από τα Πρακτικά δεν προκύπτει ότι ζητήθηκε η ανάγνωση της εκθέσεως Γραφολογικής Γνωμοδότησης. 2. Απορριπτέος ως αβάσιμος ο 2ος και 3ος λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (Δ) και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (Ε). 3. Απορριπτέος και ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως, περί παραβιάσεως του προταθέντος δεδικασμένου (57 ΚΠΔ) καθόσον μεταξύ του αδικήματος της πλαστογραφίας του άρθρου 216 α, παρ.1 του ΠΚ και του αδικήματος της ψευδούς ανώμοτης αναφοράς στην αρχή του άρθρου 225 παρ.2 του ΠΚ, υπάρχει αληθής πραγματική συρροή, τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του ενός καίτοι ταυτίζονται με εκείνα του άλλου, πλήττουν διαφορετικά προστατευόμενα έννομα αγαθά, στη μεν πλαστογραφία προστατεύεται η ασφάλεια και η αξιοπιστία των συναλλαγών μέσω της ενσωματωμένης στο έγγραφο δηλώσεως, στη δε ψευδή αναφορά στην αρχή προστατεύεται η αλήθεια των δηλώσεων ή ανακοινώσεων προς την αρχή ή το εξουσιοδοτημένο όργανο αυτής.
ΑΡΙΘΜΟΣ 279/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Δεκεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευθύμιο Μαλακάση, περί αναιρέσεως της 92/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παντελή Μήτση.
Το Τριμελές Εφετείο Ιωαννίνων, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Μαΐου 2009 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 811/2009.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331 παρ.2, 333, 364 και 369 του ΚΠοινΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ.1 εδ. δ' του ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό της κρίσεώς του, ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, εγγράφων, που δεν αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας ιδρύουσα τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι αποστερείται ο κατηγορούμενος από το δικαίωμα να εκθέσει τις απόψεις, του και να προβεί στις παρατηρήσεις του σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθρο 358 ΚΠοινΔ), επάγεται δε και παραβίαση των περί προφορικότητας της συζήτησης στο ακροατήριο και κατ' αντιμωλίαν διεξαγωγή της δίκης αρχών, οι οποίες περιλαμβάνονται στην έννοια της δημοσιότητας της διαδικασίας, εκ της οποίας δημιουργείται ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Γ' ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως. Εξάλλου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 364 παρ.1 ΚΠοινΔ, η μη ανάγνωση εγγράφου που υποβλήθηκε κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας, δεν έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της διαδικασίας, εκτός αν ζητήθηκε η ανάγνωση ορισμένου εγγράφου από τον Εισαγγελέα, τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και το δικαστήριο δεν επέτρεψε την ανάγνωση ή παρέλειψε να αποφανθεί επί του αιτήματος, οπότε υπάρχει ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, κατ'άρθρο 170 παρ.2 του ΚΠοινΔ, αλλά και έλλειψη ακροάσεως, ιδρύουσα και τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Β' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 92/2009 απόφαση και τα ενσωματωμένα σε αυτήν πρακτικά της δίκης, το Τριμελές Εφετείο Ιωαννίνων, προκειμένου να στηρίξει την καταδικαστική κρίση του, έλαβε υπόψη και τα αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, μεταξύ των οποίων δεν συμπεριλαμβάνεται και η έκθεση γραφολογικής γνωμοδοτήσεως του Δικαστικού γραφολόγου ...Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω πρακτικά, τα οποία δεν διορθώθηκαν, ούτε προσβάλλονται ως πλαστά, προκύπτει κατ'άρθρο 141 παρ. 3 ΚΠοινΔ, ότι η κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα, δεν κατέθεσε, ούτε υπέβαλε προς το Δικαστήριο αίτημα να αναγνωσθεί, το παραπάνω έγγραφο, όπως διατείνεται στην κρινόμενη αίτησή της.
Συνεπώς, οι συναφείς από το άρθρο 510 περ.1 στοιχ. Α' και Γ' του ΚΠοινΔ, προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και για παραβίαση των περί δημοσιότητας της επ' ακροατηρίου διαδικασίας διατάξεων, είναι αβάσιμοι και ως τέτοιοι, πρέπει να απορριφθούν.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 α παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η κατάρτιση από τον υπαίτιο εγγράφου, το οποίο είναι αντικειμενικά πρόσφορο να παράγει με τη χρήση του έννομες συνέπειες, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών, που απαρτίζουν την πράξη αυτή και σκοπός του υπαιτίου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή, δημιουργία, κατάργηση ή μεταβίβαση δικαιώματος, που προστατεύεται από τον νόμο, οι οποίες μπορούν να αφορούν τον παραπλανώμενο ή τρίτο, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Χρήση του πλαστού εγγράφου από τον πλαστογράφο αποτελεί και η παράδοση, ως και η αποστολή του πλαστού εγγράφου σε τρίτους, ανεξαρτήτως αν αυτό έγινε με αμοιβή ή όχι, για να παραπλανηθεί άλλος με τη χρήση του για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει χωριστά από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όμως, από το δικαστήριο της ουσίας, και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων, δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, καθόσον, στην περίπτωση αυτή, υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη.
Τέλος, κατ'άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 92/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων, η αναιρεσείουσα κηρύχθηκε ένοχη, σε δεύτερο βαθμό, πλαστογραφίας και της επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως 8 μηνών. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, δέχθηκε το Εφετείο ότι από τα μνημονευόμενα, κατά το είδος τους, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα εξής: "Η κατηγορουμένη και ο πολιτικώς ενάγων είχαν τελέσει γάμο στις 30.8.1992. Από το γάμο τους απέκτησαν δύο δίδυμα τέκνα που γεννήθηκαν στις 14.3.2001. Το Πάσχα του έτους 2002 διασπάστηκε η έγγαμη συμβίωση των συζύγων. Με την 499/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άρτας η άσκηση της γονικής μέριμνας των ανηλίκων τέκνων ανατέθηκε προσωρινά στην κατηγορουμένη μητέρα τους. Το δικαίωμα ονοματοδοσίας όμως παρέμεινε στους δύο γονείς για να ασκηθεί από κοινού, δεδομένου μάλιστα ότι υπήρχε έντονη διαφωνία τους ως προς τα ονόματα που θα δίδονταν και τούτο αποτελούσε ζήτημα όξυνσης των σχέσεων τους. Η κατηγορουμένη στις ... στον Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου Πλησιών Άρτας, τέλεσε το μυστήριο της βάπτισης των ανηλίκων τέκνων τους, για την τέλεση του οποίου δεν είχε αναφέρει ούτε είχε καλέσει τον πατέρα αυτών να παρευρεθεί και ενώ δεν είχαν συμφωνήσει ως προς την ονοματοδοσία, έδωσε στα τέκνα τους τα ονόματα "..." και "...", το πρώτο των οποίων ήταν το όνομα της μητέρας της, ενώ το δεύτερο δεν ανταποκρίνονταν σε όνομα άλλου ατόμου των οικογενειών τους. Στις ... η κατηγορουμένη εμφανίστηκε στο ληξιαρχικό κατάστημα του Δήμου ... για τη σύνταξη των ληξιαρχικών πράξεων βαπτίσεως των τέκνων της. Ο ληξίαρχος του Δήμου ... απουσίαζε τη συγκεκριμένη ημέρα και προθυμοποιήθηκε να την εξυπηρετήσει ο υπάλληλος του Δήμου .... Ο τελευταίος είναι εξάδελφος της κατηγορουμένης, αλλά δεν γνώριζε το γεγονός της διάστασης των συζύγων και τα προβλήματα που υπήρχαν στις σχέσεις τους σχετικά με την ονοματοδοσία των τέκνων. Η κατηγορουμένη παρέδωσε τις δηλώσεις που είχε συντάξει ο ιερέας που είχε τελέσει το μυστήριο στον ανωτέρω υπάλληλο με σχετικές αιτήσεις για τη σύνταξη αυτών και εκείνος συμπλήρωσε τα στοιχεία στα έντυπα ληξιαρχικών πράξεων εκθέσεων στις οποίες δόθηκαν οι αριθμοί ...και .... Ο υπάλληλος ρώτησε την κατηγορουμένη ποιον γονέα θα φέρει ως εμφανισθέντα και πραγματοποιήσαντα τις δηλώσεις και εκείνη του απάντησε να συμπληρώσει το όνομα του συζύγου της και πατέρα των τέκνων Ψ1, πολιτικώς ενάγοντα. Αφού συμπληρώθηκαν οι ανωτέρω πράξεις, η μεν ...για τη "..." και η ...για την "...", ο υπάλληλος κάλεσε την κατηγορουμένη να υπογράψει αυτές και εκείνη έθεσε την υπογραφή ως "Ψ1", έτσι ώστε να υποδηλώνεται μ' αυτή ότι ο αναφερόμενος ως εμφανισθείς σύζυγος της υπέγραψε ότι προέβη στη δήλωση περί της βαπτίσεως των τέκνων, στοιχεία που περιέλαβε και στις σχετικές αιτήσεις της. Όμως, η κατηγορουμένη δεν είχε εντολή από το σύζυγο της να υποβάλει τις αιτήσεις αυτές στο όνομα του, ούτε να υπογράψει τις σχετικές αιτήσεις ούτε τις ανωτέρω ληξιαρχικές πράξεις. Κατ' ακολουθία οι αιτήσεις αυτές ήταν πλαστές αφού έφεραν τον πολιτικώς ενάγοντα να ζητεί τη σύνταξη των ανωτέρω πράξεων και να δηλώνει ότι αυτός προβαίνει στη δήλωση της βάπτισης των τέκνων του. Η κατάρτιση τους και υπογραφή τους είχε γίνει από την κατηγορουμένη. Τούτο με ασφάλεια προκύπτει από τις καταθέσεις των μαρτύρων και ειδικότερα του ανωτέρα) υπαλλήλου που εξυπηρέτησε αυτήν στη σύνταξη τους, αλλά και του ληξιάρχου που πληροφορήθηκε τα ανωτέρω από τον υπάλληλο αυτό, καταθέτει δε ότι το γεγονός είχε γίνει αντιληπτό και από τους κατονομαζόμενους υπαλλήλους του Δήμου ... και .... Σκοπός της κατηγορουμένης ήταν να παραπλανήσει με τη χρήση των ληξιαρχικών πράξεων που συντάχθηκαν με τις αιτήσεις της στις μεταξύ αυτής και του συζύγου της δίκες που θα ακολουθούσαν, αφού, παρά τα όσα όριζε η 499/2002 απόφαση, είχε ασκήσει το δικαίωμα ονοματοδοσίας των τέκνων μόνη αυτή, ότι και ο πατέρας των τέκνων συμφώνησε στη βάπτιση και την ονοματοδοσία, με το δεδομένο που προέκυπτε από τα πλαστά έγγραφα, ότι δηλαδή δήλωσε αυτός στο οικείο ληξιαρχείο τη βάπτιση τους. Η κατηγορουμένη με πρόθεση και τον εκτιθέμενο σκοπό τέλεσε την πράξη αυτή, δέχεται δε ότι τις δηλώσεις αυτές έκανε η ίδια στην από 22-10-2002 υπεύθυνη δήλωσή της προς το ληξιαρχείο του Δήμου ...".
Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν κατ'έφεση Τριμελές Εφετείο Ιωαννίνων, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, κατά την παραδεκτή ως άνω αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 216 α παρ.1 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε, και δεν παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές, ώστε να στερείται νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, σε σχέση με τις μερικότερες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, αιτιολογείται επαρκώς ο δόλος και δη ο σκοπός αυτής με την υποβολή των δύο αυτών, πλαστών ως προς την υπογραφή του δηλούντος γονέα - πρώην συζύγου της, εντύπων αιτήσεων προς τον Ληξίαρχο του Δήμου ..., ώστε να παραπλανηθεί ο Ληξίαρχος και να συνταγούν παράνομα οι σχετικές ληξιαρχικές πράξεις βαπτίσεως των δύο τέκνων τους και με τη χρήση αυτών στις μεταξύ αυτής και του συζύγου της δίκες, να παραπλανήσει εν τέλει και τρίτους, σχετικά με το γεγονός ότι ο πολιτικώς ενάγων πατέρας αυτών, πρώην σύζυγος της κατηγορουμένης, συμφώνησε δήθεν στη βάπτιση και στην ονοματοδοσία των κοινών τέκνων τους και αυτός ήταν που προέβαινε στις άνω δηλώσεις προς στον ληξίαρχο Δήμου ..., γεγονός όμως ψευδές, το οποίο μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες στις μεταξύ τους αστικές δίκες που θα ακολουθούσαν, αφού είχε ασκήσει παράνομα μόνη το δικαίωμα βαπτίσεως και ονοματοδοσίας, παρά τη ρητή σχετική απαγόρευση από δικαστική απόφαση, που όριζε ότι το δικαίωμα ονοματοδοσίας ανήκει από κοινού και στους δύο γονείς, ο δε πολιτικώς ενάγων αγνοούσε τις άνω γενόμενες με την πλαστή υπογραφή του δηλώσεις και φερόταν ότι ο ίδιος έχει προβεί στις άνω δηλώσεις και άρα συναίνεσε και στην ονοματοδοσία των τέκνων του. Επομένως, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠοινΔ, αντίθετοι προς τα ανωτέρω, λόγοι αναιρέσεως ( δεύτερος και τρίτος).
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 57 παρ. 1 και 3 ΚΠοινΔ, "αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει παύσει ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι σε βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ' αυτή διαφορετικός νομικός χαρακτηρισμός. Αν παρά την απαγόρευση αυτή ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου, ή παραβίαση του οποίου ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει, να συντρέχουν α) αμετάκλητη απόφαση (ή βούλευμα) που αποφαίνεται για τη βασιμότητα ή μη της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη για μία αξιόποινη πράξη, ή την κηρύσσει απαράδεκτη β) ταυτότητα προσώπων και γ) ταυτότητα πράξεως ως ιστορικού γεγονότος στο σύνολό του, που περιλαμβάνει όχι μόνο την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκλήθηκε από αυτή. Ως "πράξη", κατά το άνω άρθρο 57, νοείται υπό την έννοια της υλικής ή φυσικής πράξεως του καθ' ημέραν βίου, υφ'οιονδήποτε νομικό χαρακτηρισμό και αν κρίθηκε κατ'ουσίαν, έστω και αν αυτός επιτρεπτώς μεταβλήθηκε και τούτο διότι και υπό άλλο νομικό χαρακτηρισμό πρόκειται περί της αυτής πράξεως, αφού απαιτείται το αυτό γεγονός και όχι το αυτό έγκλημα. Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, προβάλλει ότι για την ίδια πράξη της πλαστογραφίας που καταδικάστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, ασκήθηκε σε βάρος της ποινική δίωξη με το νομικό χαρακτηρισμό της ψευδούς αναφοράς στην Αρχή (άρθρο 225 παρ. 2 ΠΚ), και παραπέμφθηκε για να δικαστεί με το 3275/2002 κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αρτας, το οποίο διαλαμβάνει τα ίδια πραγματικά περιστατικά με την πλαστογραφία και τελικά η κατηγορία αυτή, κατ'εφαρμογή του άρθρου 31 του ν. 3346/2005 τέθηκε στο αρχείο λόγω παραγραφής του αξιοποίνου αμετακλήτως, όπως προκύπτει από το 1289/2009 πιστοποιητικό της Εισαγγελίας Πλημ/κών Άρτας, και συνεπώς δεν μπορούσε να κινηθεί άλλη ποινική δίωξη για την ίδια αιτία. Ο αυτοτελής αυτός ισχυρισμός περί υπάρξεως δεδικασμένου που προβλέπεται από το άρθρο 57 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, μη προταθείς στο Δικαστήριο της ουσίας, παραδεκτώς προτείνεται το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου, κατ'άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. ΣΤ του ΚΠοινΔ.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση η κατηγορουμένη αναιρεσείουσα δια της προσβαλλομένης αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων, που δίκασε κατ'έφεση, καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως οκτώ μηνών για το αδίκημα της πλαστογραφίας (216 α παρ.1 ΠΚ), όπως από αυτή προκύπτει, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, ως υπαίτια του ότι στη ... στις 5-9-2002 με πρόθεση κατάρτισε πλαστό έγγραφο και ειδικότερα κατέθεσε προς το Ληξίαρχο του Δήμου ....αιτήσεις προκειμένου να συνταχθούν οι με αριθμ. ... και ...ληξιαρχικές πράξεις βαπτίσεως των δύο ανηλίκων τέκνων της, τις οποίες και υπέγραψε, θέτοντας κατ'απομίμηση την υπογραφή του εγκαλούντος πρώην συζύγου της, στη θέση "ο δηλώσας", χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου, αν και γνώριζε ότι είχε εκδοθεί η 499/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άρτας που της απαγόρευε ρητά να ασκήσει μόνη της το δικαίωμα ονοματοδοσίας των ανηλίκων τέκνων τους, το οποίο εξακολουθούσε να ανήκει από κοινού και στους δύο γονείς. Όμως, μεταξύ του αδικήματος της πλαστογραφίας του άρθρου 216 παρ.1 του ΠΚ και του αδικήματος της ψευδούς ανώμοτης αναφοράς στην αρχή του άρθρου 225 παρ.2 του ΠΚ, υπάρχει αληθής πραγματική συρροή, τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του ενός καίτοι ταυτίζονται με εκείνα του άλλου, πλήττουν διαφορετικά προστατευόμενα έννομα αγαθά, στη μεν πλαστογραφία προστατεύεται η ασφάλεια και η αξιοπιστία των συναλλαγών μέσω της ενσωματωμένης στο έγγραφο δηλώσεως, στη δε ψευδή αναφορά στην αρχή προστατεύεται η αλήθεια των δηλώσεων ή ανακοινώσεων προς την αρχή ή το εξουσιοδοτημένο όργανο αυτής. Επομένως, το δεδικασμένο που επήλθε για την πράξη της ψευδούς αναφοράς στην Αρχή, κατά το άρθρο 31 του ν. 3346/2005, δεν καταλαμβάνει και την συρρέουσα πραγματικά πράξη της πλαστογραφίας και ο συναφής τέταρτος λόγος αναιρέσεως της κρινομένης αιτήσεως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Μετά ταύτα, ελλείψει άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ) και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 183, 176 ΚΠολ.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη με αριθμ. εκθ. 8/20-5-2009 αίτηση της Χ1 περί αναιρέσεως της με αριθμό 92/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ιωαννίνων. Και.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος που ανέρχεται στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Ιανουαρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Φεβρουαρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ