Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 222 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ναρκωτικά, Αλλοδαπού απέλαση, Αναίρεση μερική, Παραβίαση σφραγίδων.




Περίληψη:
Εισαγωγή και κατοχή ινδικής κάνναβης κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από δράστες ιδιαίτερα επικίνδυνους - Έννοια αυτών. Παραβίαση Σφραγίδων Αρχής. Παραβίαση 54 ν. 2910/2001. 1) Υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την ενοχή και καμία εκ πλαγίου παράβαση και οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι (Δ+Ε). 2.) Η επιβολή της απέλασης, είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο σε περίπτωση καταδίκης για οιαδήποτε παράβαση που αναφέρονται στα άρθρα 20 έως και 24 του ΚΜΝ, αλλοδαπού υπηκόου μόνο κράτους μη μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ αν πρόκειται για αλλοδαπό υπήκοο του κράτους μέλους, όπως της Βουλγαρίας, η οποία είναι πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, σύμφωνα με την Οδηγία 64/221/ΕΟΚ του Συμβουλίου Υπουργών, που κατ' άρθρον 28 παρ. 1 του Συντάγματος αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του Εσωτερικού Ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν κάθε αντίθετης διατάξεως νόμου, και επί παραβάσεων του Ν. περί Ναρκωτικών ακόμη, η απέλαση του αλλοδαπού μπορεί να διαταχθεί, μόνον αν η ατομική του συμπεριφορά δημιουργεί πραγματική και αρκετά σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας. Αν δε ουδέν περιστατικόν εκτίθεται για συμπεριφορά του άνω αναιρεσείοντος δημιουργεί σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, η απόφαση έχει ελλιπή αιτιολογία. ΑΠ 1243/2000, 1340/2008. 3) Αφού το δικαστήριο δε διαπίστωσε ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος αγνοεί την Ελληνική γλώσσα, ούτε αυτός ή η συνήγορος του, μετά το διορισμό διερμηνέα από το δικαστήριο μόνο για τον άνω συγκρατούμενο πατριώτη του, δήλωσε άγνοια της Ελληνικής γλώσσας, ούτε ζήτησε διορισμό διερμηνέα, ορθά δε διορίστηκε διερμηνέας και γι' αυτόν, οι συναφείς λόγοι αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ ΚΠΔ, πρέπει να απορριφθούν (ΑΠ 1968/2008). 4) Βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, ως προς την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α του ΠΚ, αφού με την αιτιολογία δεν αντιμετωπίζεται, πλην της υπάρξεως λευκού ποινικού μητρώου, καθόλου η βασιμότητα του εν λόγω αυτοτελούς ισχυρισμού με την παράθεση πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία προκύπτει ότι δεν αποδείχθηκαν τα επικληθέντα από τον κατηγορούμενο θετικά περιστατικά.




ΑΡΙΘΜΟΣ 222/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Νοεμβρίου 2009,με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα,για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων:1. Χ1, κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαρίλαο Λαδή, 2. Χ2, κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Βούβαλη και 3. Χ3, κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Μιχαλόπουλο, περί αναιρέσεως της 904, 905/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 26 Φεβρουαρίου 2009, 27 Φεβρουαρίου 2009 και 26 Φεβρουαρίου 2009 τρεις χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, αντίστοιχα, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 443/2009.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές εν μέρει οι αιτήσεις αναίρεσης των πρώτου και δευτέρου των αναιρεσειόντων και να απορριφθεί η αίτηση του τρίτου αναιρεσείοντος.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι τρεις κρινόμενες από 26-2-2009, από 27-2-2009 και από 26-2-2009 αιτήσεις - δηλώσεις των τριών καταδικασθεισών κατηγορουμένων περί αναιρέσεως της ιδίας 904,905/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, πρέπει να συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης συνάφειάς τους.
Κατά το άρθρο 5 παρ.1 περ. α' και ζ' του Ν. 1729/1987 (ήδη άρθρο 20 του Ν. 3459/2006 περί Κώδικα νόμων για τα ναρκωτικά - ΚΝΝ), όπως έχει αντικατασταθεί και ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως των πράξεων για τις οποίες καταδικάσθηκαν οι τρεις αναιρεσείοντες (2.3.2005), με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και με χρηματική ποινή 2.900 μέχρι 290.000 ευρώ, τιμωρείται όποιος, εκτός άλλων, εισάγει στην επικράτεια, κατέχει ή μεταφέρει ναρκωτικά με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο είτε στο έδαφος της επικράτειας, είτε παραπλέοντας ή διασχίζοντας την αιγιαλίτιδα ζώνη, είτε ιπτάμενος στον Ελληνικό εναέριο χώρο. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής η εισαγωγή πραγματώνεται με την εντός των ορίων της Χώρας εισαγωγή των ναρκωτικών από την αλλοδαπή η δε κατοχή πραγματώνεται με τη φυσική εξουσίαση των ναρκωτικών από το δράστη, κατά τρόπο που να μπορεί κάθε στιγμή να διαπιστώνει την ύπαρξή τους και να τα διαθέτει πραγματικά κατά τη δική του βούληση. Στα ναρκωτικά, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.3 πιν. Α' αριθ. 5 του Ν. 1729/1987 (ήδη άρθρο 1 παρ.2 Πιν. Α' αρι.5 του άνω ΚΝΝ), περιλαμβάνεται και η ινδική κάνναβη. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 8 του ιδίου Ν. 1729/1987 (ήδη άρθρο 23 του άνω ΚΝΝ), όπως ίσχυε κατά τον ενδιαφέροντα χρόνο (2-3-2005), ο παραβάτης των άρθρων 5, 6 και 7 του νόμου τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη και με χρηματική ποινή 29.412 μέχρι 588.235 ευρώ, αν, εκτός άλλων περιπτώσεων, ενεργεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή οι περιστάσεις τελέσεως μαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος. Κατά το άρθρο 13 στοιχ. στ' και ζ' ΠΚ κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, κατά συνήθεια τέλεση συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας αυτού, ενώ ιδιαίτερα επικίνδυνος χαρακτηρίζεται ο δράστης όταν, από τη βαρύτητα της πράξεως, τον τρόπο και τις συνθήκες τελέσεώς της, τα αίτια που τον ώθησαν και την προσωπικότητά του, μαρτυρείται αντικοινωνικότητα αυτού και σταθερή ροπή του προς διάπραξη νέων εγκλημάτων στο μέλλον. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Η αιτιολογία αυτή, πρέπει, να εκτείνεται και στις παρεμπίπτουσες αποφάσεις του δικαστηρίου επί υποβληθέντων αιτημάτων αναβολής, αλλά και στην παραδοχή επιβαρυντικών περιστάσεων, όπως είναι και οι προαναφερθείσες των άρθρων 8 του Ν. 1729/1987 και 13 στοιχ. στ' και ζ' ΠΚ, και να περιλαμβάνει, ειδικότερα, έκθεση των πραγματικών περιστατικών που μπορούν να υπαχθούν στην έννοιά τους.
Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως θεμελιώνει και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 904, 905/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, οι αναιρεσείοντες κηρύχθηκαν ένοχοι εισαγωγής στην επικράτεια και κατοχής ναρκωτικών ουσιών και δη κατειργασμένης ινδικής καννάβεως συνολικού βάρους 4.176.550 γραμμαρίων, πράξεις που τέλεσαν όλοι κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και υπό περιστάσεις που μαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνοι, από κοινού μεταξύ τους και με άλλους και τους επιβλήθηκε ποινή ισόβιας καθείρξεως και χρηματική ποινή 300.000 ευρώ στον καθένα. Επίσης κηρύχθηκαν ένοχοι, οι δεύτερος και τρίτος για παραβίαση σφραγίδων της Τελωνειακής Αρχής, ο δε τρίτος επί πλέον και για παράβαση του άρθρου 54 του Ν. 2910/2001. Υποβληθέν δε από τον πρώτο κατηγορούμενο, στην αρχή της αποδεικτικής διαδικασίας, αίτημα αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, για να κλητευθούν και να καταθέσουν δύο Βούλγαροι Αξιωματικοί της Δίωξης Ναρκωτικών Σόφιας Βουλγαρίας, που γνωρίζουν για σχετικό κύκλωμα εμπορίας ναρκωτικών στη Βουλγαρία και την αθωότητά του, απορρίφθηκε με την εξής αιτιολογία: "Η εμφάνιση στο δικαστήριο των βουλγάρων αστυνομικών ... και ..., οι οποίοι διενήργησαν έρευνα στην εκδικαζόμενη υπόθεση, δεν κρίνεται αναγκαία, εφόσον η κρίση τους, μετά από σχετική έρευνα που διενήργησαν, ότι ο κατηγορούμενος Χ1, αποτελεί το ζήτημα που θα ερευνηθεί κατά την εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης από το δικαστήριο". Περαιτέρω, στην κύρια αιτιολογία της αποφάσεως αυτής επί της ουσίας, δέχθηκε το Εφετείο ότι, από τα αναφερόμενα σε αυτή κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν τα εξής: "Στο ΣΔΟΕ Κεντρικής Μακεδονίας είχαν περιέλθει πληροφορίες για διακίνηση λαθρεμπορευμάτων. Τελωνειακοί υπάλληλοι της παραπάνω υπηρεσίας άρχισαν να παρακολουθούν μια αποθήκη στο ..., την οποία είχε μισθώσει μια υπήκοος Βουλγαρίας, που είχε και στο παρελθόν δραστηριοποιηθεί στην εισαγωγή εμπορευμάτων από τη Βουλγαρία με το όνομα ΑΑ. Την 2-3-2005 οι τελωνειακοί αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν έλεγχο στην αποθήκη, κτύπησαν την πόρτα εισόδου, η οποία ήταν αρκετή, και στο εσωτερικό της αποθήκης συναντήθηκαν με τους δεύτερο και τρίτο από τους κατηγορουμένους, οι οποίοι είχαν ανοίξει με επιμέλεια από τη δεξιά πλευρά, το ... φορτηγό αυτοκίνητο το οποίο ήταν εκεί σταθμευμένο, χωρίς να σπάσουν την σφραγίδα του τελωνείου, αποσύροντας μόνο το παραπέτο. Οι τελωνειακοί υπάλληλοι έλεγξαν τα αποδεικτικά έγγραφα του φορτηγού και διαπίστωσαν ότι αυτό ερχόταν από τη Βουλγαρία, είχε προορισμό το τελωνείο ... και μετέφερε ως εμπόρευμα χαρτιά υγείας με παραλήπτρια την εταιρία "INTERNATIONAL LTD". Σε έλεγχο στο εσωτερικό του φορτηγού διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν γαλβανιζέ μεταλλικά δοχεία σε έξι παλέτες με 45 δοχεία η καθεμιά και στην εξωτερική τους πλευρά είχαν επικολληθεί αυτοκόλλητες ταινίες με την ένδειξη ΖΑΝΑΕ - ΠΙΚΛΕΣ. Διαπιστώθηκε στη συνέχεια ότι στο εσωτερικό των δοχείων αυτών υπήρχε, τυλιγμένη σε διάφανη πλαστική συσκευασία ινδική κάνναβη - κατεργασμένη - σε πλάκες βάρους 250 γραμμαρίων και συνολικού βάρους 4.176 kgr. Οι δεύτερος και τρίτος κατηγορούμενοι συνελήφθησαν αμέσως, ομολόγησαν ότι οδηγός του φορτηγού ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος, ο οποίος την ώρα της εκφόρτωσης είχε μεταβεί σε γειτονικό εστιατόριο και στην συνέχεια συνελήφθη και αυτός. Και οι τρεις κατηγορούμενοι αρνήθηκαν αρχικά, αλλά και στη συνέχεια και κατά την απολογία τους, οποιαδήποτε εμπλοκή τους με τα ναρκωτικά που βρέθηκαν στο φορτηγό. Ειδικότερα ο πρώτος ισχυρίζεται ότι το εμπόρευμα που μετέφερε με το φορτηγό που οδηγούσε ήταν χαρτί υγείας και ότι αυτός παρέλαβε το φορτηγό φορτωμένο, χωρίς να γνωρίζει το περιεχόμενο που είχε τοποθετηθεί στο εσωτερικό του φορτηγού, ενώ οι δεύτερος και τρίτος κατηγορούμενοι ισχυρίζονται ότι ήταν υπάλληλοι της ΑΑ επιφορτισμένοι με την εκφόρτωση του φορτηγού. Όμως εξαιρετικά μεγάλη ποσότητα των ναρκωτικών που βρέθηκαν στο φορτηγό, ο τρόπος τοποθέτησής τους σε μεταλλικά δοχεία μεταξύ πακέτων με χαρτί υγείας, η επιμελής αποσφράγηση του αυτοκινήτου που έγινε χωρίς να σπάσει η σφραγίδα του τελωνείου και η επιλεκτική εκφόρτωση στην αποθήκη του ... μόνο των μεταλλικών δοχείων που περιείχαν ινδική κάνναβη, οδηγούν στην κρίση ότι και οι τρεις κατηγορούμενοι γνώριζαν το περιεχόμενο των μεταλλικών δοχείων, που είχαν φορτωθεί στο φορτηγό. Ο πρώτος κατηγορούμενος, οδηγός σε φορτηγό αυτοκίνητο που εκτελούσαν δρομολόγιο στο εσωτερικό της Βουλγαρία, μόλις μια ημέρα πριν την αναχώρησή του για την Ελλάδα είχε εκδόσει διεθνές δίπλωμα οδήγησης, προκειμένου, να οδηγήσει το φορτηγό με τα ναρκωτικά στην Ελλάδα. Οι δεύτερος και τρίτος κατηγορούμενοι, μετά από σχετικές οδηγίες της ΑΑ, μετέβησαν με ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο SAXO στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα, στο ύψος του Τελωνείου προκειμένου, να περάσουν το φορτηγό στην Ελλάδα και να το σφραγίσουν και στη συνέχεια να μεταφέρουν από τα σύνορα μέχρι την αποθήκη στο ... τα ναρκωτικά. Κατά τη διαδρομή του φορτηγού υπήρχε στενή τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ των τριών κατηγορουμένων, μετά δε τη σφράγιση του φορτηγού από το τελωνείο, την οδήγηση του αυτοκινήτου ανέλαβε ο τρίτος κατηγορούμενος, ο οποίος προφανώς γνώριζε τη διαδρομή, ενώ ο δεύτερος συνόδευε με το ΙΧΕ αυτοκίνητο το φορτηγό μέχρι την αποθήκη στο ... Ο τρόπος δράσης αυτός, όπως ήδη αναφέρθηκε, οδηγούν στην κρίση ότι οι τρεις κατηγορούμενοι, όλοι Βούλγαροι υπήκοοι αποτελούν μέλη διεθνούς κυκλώματος διακίνησης ναρκωτικών, επιφορτισμένοι με την εισαγωγή τους στην χώρα και την περαιτέρω διακίνησή τους. Και οι τρεις γνώριζαν το περιεχόμενο των μεταφερομένων με το φορτηγό μεταλλικών κουτιών, εκτέλεσαν με ιδιαίτερες προφυλάξεις και μεθοδικότητα την εισαγωγή τους στην Ελλάδα και εκφόρτωσαν ή προσπάθησαν να εκφορτώσουν μόνο το "δήθεν" εμπόρευμα που τους ενδιέφερε. Πρέπει επομένως να κηρυχθούν ένοχοι της εισαγωγής στην επικράτεια και κατοχής, αφού αποδείχθηκε ότι και οι τρεις είχαν εξουσία διάθεσης στα πρακτικά, της ίδιας ποσότητας ναρκωτικών ουσιών και οι δεύτερος και τρίτος της πράξης της μεταφοράς για την οποία θ' απαλλαγεί ο πρώτος, ο οποίος δεν έλαβε μέρος τη διαδικασία αυτή, λόγω προφανώς της έλλειψης γνώσης ως προς τον τρόπο που θα οδηγείτο το φορτηγό. Και οι τρεις κατηγορούμενοι με τη χρησιμοποίηση και τρίτων, αγνώστων προσώπων διακινούσαν ναρκωτικές ουσίες, γεγονός που καταδιώκεται από το σχεδιασμό τέλεσης της πράξης της (συνοδεία κατά τη μεταφορά, επικοινωνία με κινητά τηλέφωνα, στάθμευση του φορτηγού σε αποθήκη με κλειστή την πόρτα, αποσφράγιση και επιλεκτική εκφόρτωση). Η εισαγωγή στη χώρα από τη Βουλγαρία, χώρα καταγωγής των κατηγορουμένων, ιδιαίτερα μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών, τεράστιας οικονομικής αξίας σε συνδυασμό και με τον τρόπο ενεργείας της καταδεικνύει ότι είχαν τελέσει της πράξεις αυτές κατ' επάγγελμα και συνήθεια και με αποκλειστικό σκοπό τον πορισμό εισοδήματος. Τέλος οι δεύτερος και τρίτος κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι του ότι στο ..., ενεργώντας από κοινού παραβίασαν τη σφραγίδα της τελωνειακής αρχής που είχε τεθεί στο ...φορτηγό αυτοκίνητο, ενώ ο τρίτος κατηγορούμενος ότι την 13-3-04 εισήλθε στην Ελλάδα χρησιμοποιώντας το ... βουλγαρικό διαβατήριο που αφορούσε τον αδελφό του Χ3".
Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, τόσον ως προς την τέλεση εκ μέρους των αναιρεσειόντων των ως άνω πράξεων, της από κοινού εισαγωγής στην επικράτεια και της κατοχής ναρκωτικών ουσιών, όσον και για την παραδοχή των επιβαρυντικών περιστάσεων υπό τις οποίες αυτές τελέσθηκαν, καθώς και για τις πλημμεληματικές πράξεις της παραβιάσεως σφραγίδων της Τελωνειακής Αρχής και της παράνομης εισόδου του τρίτου στη Χώρα με διαβατήριο άλλου, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, τις αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά που δέχθηκε στις ως άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 12, 13 περ. στ, ζ, 26 παρ.1, 27, 45, 178 ΠΚ, 1 παρ.2 Πιν. Α' αρι.5, 20 παρ. 1 εδ. α, β, ζ, παρ.2, , 23 του ΚΝΝ, 54 παρ.7 Ν. 2910/2001, που εφάρμοσε. Οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων είναι απορριπτέες αφού: α) δεν ήταν αναγκαία ειδική αξιολόγηση, συσχετισμός ή αναφορά των επί μέρους αποδεικτικών μέσων, ούτε από ποία εξ αυτών προέκυψε η κάθε παραδοχή, β) το αιτιολογικό δε συνιστά απλή αντιγραφή του διατακτικού, αλλά περιέχει ίδιες σκέψεις και πλήρεις αιτιολογίες, γ) η 1242/039/2005 έκθεση εξετάσεως του Γενικού Χημείου του Κράτους, η οποία αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, δεν αναφέρεται μεν ρητά στο προοίμιο του αιτιολογικού ή στο περιεχόμενο αυτού, αλλά από το σύνολο των άνω παραδοχών του αιτιολογικού συνάγεται ότι λήφθηκε υπόψη και η έκθεση αυτή, αφού το περιεχόμενο και το συμπέρασμα αυτής, ότι δηλαδή η άνω κατασχεθείσα ποσότητα ναρκωτικών είναι κατειργασμένη ινδική κάνναβη και περιλαμβάνεται στον Πίνακα Α αρ.6 του ν. 1729/1987, δέχθηκε ακριβώς και το Δικαστήριο στο αιτιολογικό του, δ) επαρκώς αιτιολογείται η από κοινού τέλεση της εισαγωγής και κατοχής των ναρκωτικών ουσιών, από τον πρώτο ως οδηγό του φορτηγού αυτοκινήτου που τα μετέφερε από τη Βουλγαρία μέχρι τα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα και μετά ως συνοδεία του αυτοκινήτου εντός των συνόρων, μέχρι την αποθήκη που βρέθηκαν από τις Αρχές στο ..., ενώ το αυτοκίνητο οδήγησε μετά τα σύνορα ο τρίτος ως γνώστης της διαδρομής οι δε λοιποί ήσαν συνοδοί αυτού με άλλο ΙΧΕ όχημα, η φυσική εξουσίαση και εξουσία διαθέσεως των εισαχθέντων ναρκωτικών και από τους τρεις, που ενήργησαν με ιδιαίτερες προφυλάξεις και μεθοδικότητα την εισαγωγή και είχαν αρχίσει, οι δεύτερος και τρίτος, την εκφόρτωση από ειδικό "παραπέτο" του φορτηγού μόνο των ναρκωτικών, όταν συνελήφθησαν με κλειστή την πόρτα της αποθήκης αφού είχαν παραβιάσει (οι δεύτερος και τρίτος) τις σφραγίδες του τελωνείου με επιμέλεια, χωρίς να τις σπάσουν και σαφώς όλοι γνώριζαν το ευρεθέν περιεχόμενο των μεταφερομένων δοχείων, ήσαν μέλη ομάδος διεθνούς κυκλώματος διακίνησης ναρκωτικών ουσιών και το Δικαστήριο σαφώς αναφέρει τις επί μέρους ενέργειες του καθενός από τους συναυτουργούς κατηγορουμένους και από ποία στοιχεία συνάγει τη γνώση όλων για τα επιμελώς κρυμμένα και εισαχθέντα στην Ελλάδα ναρκωτικά, ενώ με την παραδοχή ότι οι κατηγορούμενοι έδρασαν ως συναυτουργοί, εμμέσως πλην σαφώς απορρίφθηκε και ο αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός του τρίτου κατηγορουμένου Χ3, περί μεταβολής της κατηγορίας σε απλή συνέργεια, ε) δεν υπάρχει αντίφαση από την παραδοχή ότι ο δεύτερος και τρίτος κατηγορούμενος, "μετά από οδηγίες της ΑΑ μετέβησαν στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα, προκειμένου να περάσουν το φορτηγό στην Ελλάδα" και της ενοχής για την πράξη της εισαγωγής των ναρκωτικών αυτών στην Ελλάδα, αφού γίνεται δεκτό στο αιτιολογικό ότι αποτελούν μέλη ομάδος ανθρώπων διεθνούς κυκλώματος διακίνησης ναρκωτικών, επιφορτισμένοι μάλιστα με την συνοδεία και την εισαγωγή τους στην Ελλάδα και την περαιτέρω διακίνησή τους, και δεν ήταν αναγκαία και η σωματική συνοδεία υπό των ιδίων του φορτηγού αυτοκινήτου μεταφοράς των παραπάνω ναρκωτικών, που οδήγησε ο πρώτος κατηγορούμενος, από τη Βουλγαρία μέχρι τα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα ..., που αυτοί τον περίμεναν, στ) με επαρκή και ειδική αυτοτελή αιτιολογία απορρίφθηκε το υποβληθέν από τον πρώτο κατηγορούμενο Χ1, αίτημα αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, για να κληθούν από τη Βουλγαρία και να καταθέσουν ως μάρτυρες οι δύο αλλοδαποί αστυνομικοί, με αυτά που δέχθηκε ως άνω το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, στο στάδιο που υποβλήθηκε, προ της ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας, ότι δηλαδή δεν κρίνεται αναγκαία η αναβολή για κρείσσονες αποδείξεις, αφού είχαν ήδη κληθεί από τον Εισαγγελέα πέντε μάρτυρες κατηγορίας προς εξέταση και είχαν προσαχθεί 42 έγγραφα προς ανάγνωση, χωρίς να επανυποβληθεί το αίτημα αυτό αναβολής στο τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας, επιπλέον δε οι αλλοδαποί αυτοί αστυνομικοί, κατά το αίτημα του κατηγορουμένου αυτού, θα εξέφραζαν στο Δικαστήριο (σύμφωνα με το αίτημα και με το προπαρατεθέν αιτιολογικό) απλώς την κρίση τους και μόνο για την αθωότητα του πρώτου κατηγορουμένου, βάσει συναφούς έρευνας που είχαν διενεργήσει στη Βουλγαρία για εκεί κύκλωμα διακίνησης ναρκωτικών και δε θα κατέθεταν πραγματικά περιστατικά σχετικά με την ερευνώμενη και δικαζόμενη υπόθεση, ζ) επαρκώς αιτιολογείται η συνδρομή στο πρόσωπο των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως των ανωτέρω πράξεων, από την παραδοχή της αποφάσεως ότι είχαν διαμορφώσει υποδομή με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως των πράξεων αυτών για πορισμό εισοδήματος, προκύπτουσα ιδίως από την ύπαρξη σχεδίου τελέσεως, εισαγωγής από τη Βουλγαρία και μεταφοράς με φορτηγό αυτοκίνητο, με συνοδεία αυτού, με χρησιμοποίηση και άλλων αγνώστων συνεργών και με επικοινωνία μεταξύ τους με κινητά τηλέφωνα, σε συνδυασμό με το ότι επρόκειτο για πολύ μεγάλη ποσότητα ναρκωτικής ουσίας, 4.176.550 γραμμαρίων, διαμοιρασμένων σε 17.016 πλάκες, επιμελώς σκευασμένες σε 262 σφραγισμένα μεταλλικά δοχεία που ανέγραφαν για παραπλάνηση των Αρχών πίκλες και σε παλέτες τοποθετημένες στο μέσον του αυτοκινήτου, μαζί με νομίμως μεταφερόμενα από την Βουλγαρία χαρτιά υγείας. Επαρκώς αιτιολογείται επίσης η συνδρομή στο πρόσωπο των κατηγορουμένων και της επιβαρυντικής περιστάσεως της ιδιαίτερης επικινδυνότητας αυτών ως δραστών των εν λόγω πράξεων, από την παραδοχή ότι όλες οι περιστάσεις τελέσεως των συγκεκριμένων πράξεων μαρτυρούν ότι οι κατηγορούμενοι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνοι, μέλη διεθνούς σπείρας διακίνησης ναρκωτικών, εντεύθεν δε (μαρτυρούν) την αντικοινωνικότητά τους και τη σταθερή ροπή τους προς διάπραξη νέων εγκλημάτων στο μέλλον.
Επομένως, οι σχετικοί λόγοι των κρινόμενων αιτήσεων όλων των αναιρεσειόντων εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε του ΚΠοινΔ, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εκ πλαγίου παράβαση, και εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Β και Η του ΚΠοινΔ, επί πλέον, κατά το δικόγραφο αναιρέσεως, του αναιρεσείοντος Χ2, για έλλειψη ακροάσεως από τη μη απάντηση στο αίτημα αναβολής του πρώτου συγκατηγορουμένου του Χ1 και για υπέρβαση εξουσίας, από τη μη αιτιολογημένη απόρριψη του άνω αιτήματος αναβολής, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
Από τις διατάξεις των άρθρων 141 και 142 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι στα πρακτικά της δίκης καταχωρούνται, εκτός άλλων, και οι δηλώσεις, προτάσεις και αιτήσεις των διαδίκων, επομένως και οι ισχυρισμοί τους. Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, το δικαστήριο υποχρεούται να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένα σε κάθε ισχυρισμό των διαδίκων που ασκεί ουσιώδη επιρροή στη δίκη, δηλαδή αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως, ή εξαλείφει το αξιόποινο, ή αποκλείει τον καταλογισμό, ή άγει σε μείωση της ποινής, υπό την αναγκαία προϋπόθεση ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι ορισμένος και σαφής και προβλήθηκε παραδεκτώς. Αν έγινε τέτοια προβολή ή όχι, προκύπτει από τα πρακτικά που αποδεικνύουν μέχρι να προσβληθούν ως πλαστά. Τέλος δικαιούνται οι διάδικοι να εγχειρίσουν σ' αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση εγγράφως τις δηλώσεις των, και επομένως και τους ισχυρισμούς των, πρέπει όμως να προβάλουν και να αναπτύξουν αυτούς προφορικά, ώστε να γίνουν αντικείμενο έρευνας κατά τη συζήτηση, στα πλαίσια της προφορικότητας και της αμεσότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο. Μόνη η διατύπωσή τους σε έγγραφο, χωρίς προφορική ανάπτυξη, δεν αρκεί και συνεπώς η προβολή τους δεν είναι παραδεκτή. Όπως αποδεικνύεται από τα επισκοπούμενα πρακτικά της συνεδριάσεως, που είναι ενσωματωμένα στην προσβαλλόμενη απόφαση, (σελ.19 - 31), "οι συνήγοροι των τεσσάρων κατηγορουμένων, ανέπτυξαν τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς τους, ζήτησαν οι μεν συνήγοροι υπεράσπισης του τετάρτου κατηγορουμένου την απαλλαγή του, οι δε συνήγοροι των λοιπών κατηγορουμένων, να κριθούν με επιείκεια και να τους αναγνωρισθούν ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 ΠΚ και προέβαλαν αυτοτελείς ισχυρισμούς, τους οποίους ανέπτυξαν προφορικά στο ακροατήριο και έχουν ως εξής", στη συνέχεια δε έχουν καταχωρηθεί στα πρακτικά μακροσκελείς αυτοτελείς ισχυρισμοί μόνο των δύο πρώτων κατηγορουμένων, όχι και του τρίτου από αυτούς, ενώ στο αιτιολογικό δεν υπάρχει σκέψη για ισχυρισμούς του τρίτου κατηγορουμένου. Έτσι, με βάση και τα όσα αναπτύχθηκαν προηγουμένως, δεν αποδεικνύεται ότι ο αναιρεσείων τρίτος κατηγορούμενος Χ3 ή ο συνήγορός του κατέθεσαν σημείωμα και προέβαλαν προς υπεράσπιση τούτου αυτοτελείς ισχυρισμούς. Εξάλλου, τα πρακτικά απεικονίζουν τις δηλώσεις, όπως παραπάνω φαίνεται ότι έγιναν και αφού δεν έγινε διόρθωση αυτών, ούτε προσεβλήθησαν αυτά ως πλαστά, έπεται ότι ο προβαλλόμενος σχετικός τρίτος λόγος αναιρέσεως του άνω τρίτου κατηγορουμένου, για ακυρότητα της διαδικασίας και για έλλειψη ακροάσεως, από τη μη απάντηση του Δικαστηρίου στους παραδεκτώς υποβληθέντες εγγράφους αυτοτελείς ισχυρισμούς του, περί νομικής πλάνης, περί μεταβολής της κατηγορίας σε απλή συνέργεια, περί αναγνωρίσεως ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α, ε του ΠΚ και περί μη συνδρομής των επιβαρυντικών περιστάσεων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Το Δικαστήριο περαιτέρω, δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά τον ως άνω μόνο προβληθέντα υπό του συνηγόρου του τρίτου κατηγορουμένου αυτοτελή ισχυρισμό αναγνωρίσεως "των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 ΠΚ", καθόσον ο ισχυρισμός αυτός προβλήθηκε αορίστως, με μόνη την επίκληση της άνω διατάξεως του ΠΚ, ( σελ. 19), χωρίς να εξειδικεύεται ποίο ακριβώς ελαφρυντικό ζητεί και χωρίς παράθεση οιουδήποτε πραγματικού περιστατικού. Κατά τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 του ν. 1729/1987, όπως αντικ. με το άρ. 5 παρ.9 του ν.3189/03 και το ν. 3459/2006 (35 παρ.2 ΚΝΝ), "για αλλοδαπούς που καταδικάζονται για παράβαση των άρθρων του παρόντος κεφαλαίου σε ποινή κάθειρξης, το δικαστήριο διατάσσει την ισόβια απέλασή τους από τη χώρα, εκτός αν συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι, ιδίως οικογενειακοί, που δικαιολογούν την παραμονή τους, οπότε ισχύουν και γι' αυτούς οι ρυθμίσεις της παρ. 1. Για την εκτέλεση της απέλασης, εφαρμόζεται το άρθρο 74 του Π.Κ. με επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διεθνείς συμβάσεις, οι οποίες έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα ". Κατά τη διάταξη του άρθρου 74 παρ.1 του ΠΚ, "το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την απέλαση αλλοδαπού που καταδικάστηκε σε κάθειρξη ή φυλάκιση, με την επιφύλαξη διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί από τη χώρα". Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι αν αλλοδαπός καταδικασθεί για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών (ν. 1729/1987 όπως κωδικοποιήθηκε με το ν. 3459/2006 - ΚΝΝ) και δεν συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι, ιδίως οικογενειακοί, για την παραμονή του στη Χώρα το δικαστήριο που τον καταδίκασε οφείλει, ακόμα και αν η πράξη του τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος, να διατάξει την ισόβια απέλασή του από τη Χώρα, στην οποία μπορεί να επιστρέψει μόνο μετά την πάροδο τριετίας και εφόσον το επιτρέψει κατά την κρίση του ο Υπουργός Δικαιοσύνης με απόφασή του. Εξάλλου η Συνθήκη της 25-3-1957 περί ιδρύσεως της ΕΟΚ, στην οποία προσχώρησε η Ελλάδα με την από 28-5-1979 Συνθήκη, που κυρώθηκε με το ν. 945/1979 (ΦΕΚ 170 Α) θεσπίζει αφενός, στο άρθρο 48, την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων μέσα στην Κοινότητα "με την επιφύλαξη των περιορισμών που δικαιολογούνται για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας και δημόσιας υγείας" και αφετέρου, στο άρθρο 52, την ελευθερία της εγκατάστασης των υπηκόων του ενός Κράτους-μέλους στην επικράτεια του άλλου Κράτους-μέλους για την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων και στα άρθρα 59 και 60 την ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών υπηκόων Κράτους-μέλους στην επικράτεια άλλου Κράτους-μέλους. Περαιτέρω η Οδηγία 64/221/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Υπουργών της 25-2-1964 στο άρθρο 3 αυτής ορίζει ότι τα μέτρα δημοσίας τάξεως ή δημοσίας ασφάλειας που επιβάλλουν περιορισμούς στη διαμονή των υπηκόων των άλλων κρατών μελών πρέπει να βασίζονται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ατόμου που αφορούν και ότι οι ενδεχόμενες προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν μπορούν καθ' εαυτές να αιτιολογήσουν τη λήψη τέτοιων μέτρων. Από τις διατάξεις αυτές της Κοινοτικής Νομοθεσίας, που ισχύουν στην Ελλάδα, λόγω επικυρώσεώς τους ως παραπάνω και κατ' άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού Ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν κάθε αντίθετης διατάξεως νόμου, προκύπτει ότι η επιβολή της απελάσεως, είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο σε περίπτωση καταδίκης για οιαδήποτε παράβαση που αναφέρεται στα άρθρα 20 έως και 24 του ΚΝΝ, αλλοδαπού υπηκόου Κράτους - μη μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ενώ σε περίπτωση αλλοδαπού υπηκόου Κράτους- μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως η απέλαση είναι ανεπίτρεπτη αν διατάσσεται μόνο εξ αιτίας της άνω καταδίκης του και μπορεί να διαταχθεί, μόνον αν η ατομική του συμπεριφορά δημιουργεί πραγματική και αρκετά σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας και ότι στην τελευταία αυτή περίπτωση, η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως για την απέλαση, εκ της ελλείψεως της οποίας ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του ΚΠοινΔ, πρέπει να εκτείνεται όχι μόνον στην αναφορά ότι ο αλλοδαπός αυτός καταδικάσθηκε σε ποινή καθείρξεως για τις πιο πάνω παραβάσεις του νόμου για τα ναρκωτικά, αλλά και ότι η ατομική του συμπεριφορά δημιουργεί πραγματική και αρκετά σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, όπως κίνδυνο για τη δημόσια τάξη.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, καταδίκασε τον δεύτερο αναιρεσείοντα Χ2, για τις πράξεις της εισαγωγής και κατοχής ναρκωτικών ουσιών, σε ποινή ισόβιας καθείρξεως και ταυτόχρονα διέταξε και την ισόβια απέλασή του από τη Χώρα. Στην αιτιολογία της αποφάσεως, σε σχέση με την απέλαση, αναφέρεται (σελ.47), " επειδή, πρέπει να διαταχθεί η απέλαση των κατηγορουμένων που είναι Βούλγαροι υπήκοοι, από τη χώρα αμέσως μετά την έκτιση της ποινής, σύμφωνα με τα άρθρα 74 παρ.1 του ΠΚ". Όμως, ενώ αναφέρεται στην αιτιολογία αυτή της αποφάσεως ότι πρόκειται για αλλοδαπό υπήκοο του κράτους της Βουλγαρίας, η οποία είναι πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ουδέν περιστατικό εκτίθεται για συνδρομή ή μη και των παραπάνω ουσιαστικών όρων ότι δηλαδή η ατομική συμπεριφορά του άνω πρώτου αναιρεσείοντος, μόνου προβάλλοντος σχετικό λόγο αναιρέσεως, δημιουργεί πραγματική και αρκετά σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της Ελληνικής κοινωνίας. Επομένως, η πιο πάνω απόφαση, σε σχέση με τη διάταξη αυτής για την απέλαση του δευτέρου αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ2, στερείται της απαιτούμενης κατά το Σύνταγμα και τον ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ' του ΚΠοινΔ σχετικός τέταρτος λόγος αναιρέσεως, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Από τη διάταξη του άρθρου 233 ΚΠοινΔ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 171 εδ. δ' του ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι για την εξέταση στο ακροατήριο κατηγορουμένου που δεν γνωρίζει καλά την Ελληνική γλώσσα, διορίζεται από τον διευθύνοντα τη συζήτηση διερμηνέας. Ο μη διορισμός στην περίπτωση αυτή διερμηνέα ή η μη διερμήνευση ή η ατελής διερμήνευση στον κατηγορούμενο όλων όσα έγιναν στη διαδικασία, από την Ελληνική γλώσσα στη γλώσσα που αυτός ομιλεί και αντιστρόφως, αποτελεί παραβίαση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, η οποία ιδρύει τον κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, η οποία εκδίδεται σε βάρος του. Στην προκειμένη περίπτωση, προβάλλουν απόλυτα ακυρότητα της διαδικασίας και παραβίαση υπερασπιστικών δικαιωμάτων και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, α) ο αναιρεσείων Χ2, διότι διορίστηκε από την Πρόεδρο του Δικαστηρίου και γιαυτόν διερμηνέας εκτός του οικείου πίνακα χωρίς αιτιολόγηση, χωρίς να προτείνει σχετικώς ο Εισαγγελέας της έδρας και χωρίς να εκθέσουν τις απόψεις τους και οι κατηγορούμενοι και β) ο αναιρεσείων Χ3, διότι διορίστηκε διερμηνέας μόνο για τον πρώτο κατηγορούμενο, όχι και γιαυτόν, που αγνοούσε την Ελληνική γλώσσα. Από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, προκύπτουν τα εξής: Κατά την έναρξη της συνεδριάσεως, με την εκφώνηση του ονόματος των τριών αλλοδαπών κατηγορουμένων, αυτοί απάντησαν κανονικά και διόρισαν συνηγόρους υπερασπίσεως, το δε Δικαστήριο, αφού αντιλήφθηκε ότι αυτός που δεν ομιλεί την Ελληνική γλώσσα αλλά την Βουλγαρική, είναι μόνο ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1, διόρισε σ' αυτόν μόνο ως διερμηνέα, όπως τα άρθρα 233 και 234 ΚΠοινΔ ορίζουν, την ..., που γνώριζε τόσο την Βουλγαρική όσο και την Ελληνική γλώσσα, η οποία ορκίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 236 ΚΠοινΔ. Από όλες αυτές τις καταγραφές στα πρακτικά της δίκης, σχετικά με τις παραπάνω αιτιάσεις των άνω δύο αναιρεσειόντων, προκύπτει με σαφήνεια ότι το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι από τους τρεις κατηγορουμένους υπηκόους Βουλγαρίας, μόνον ο πρώτος δεν ομιλούσε την Ελληνική γλώσσα και διόρισε σε αυτόν διερμηνέα, και συνεπώς, α) αφού δε διορίστηκε διερμηνέας και στον αναιρεσείοντα Χ2 όπως εσφαλμένα αιτιάται, απαραδέκτως προτείνει αυτός ακυρότητα και έλλειψη ειδικής αιτιολογίας της αποφάσεως για διορισμό σε αυτόν διερμηνέα εκτός του οικείου πίνακα και χωρίς να δοθεί ο λόγος στον Εισαγγελέα και σε αυτόν, β) αφού το Δικαστήριο δε διαπίστωσε ότι ο τρίτος αναιρεσείων κατηγορούμενος Χ3 αγνοούσε την Ελληνική γλώσσα, ούτε αυτός ή η συνήγορός του, μετά το διορισμό διερμηνέα από το Δικαστήριο μόνο για τον άνω πρώτο συγκατηγορούμενο πατριώτη του, δήλωσε άγνοια της Ελληνικής γλώσσας, ούτε ζήτησε διορισμό διερμηνέα, ορθά δε διορίστηκε διερμηνέας και γιαυτόν. Επομένως, οι συναφείς ως άνω λόγοι αναιρέσεως των άνω δύο αναιρεσειόντων εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ, πρέπει να απορριφθούν. Η επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να υπάρχει όχι μόνο, ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, αυτοτελείς ισχυρισμούς. Αυτοί δε είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή στη μείωση της ποινής. Αυτοτελείς ισχυρισμούς που τείνουν σε μείωση κατ'άρθρο 85 ΠΚ της ποινής συνιστούν και οι ελαφρυντικές περιστάσεις, μεταξύ των οποίων είναι, οι προβλεπόμενες από την παρ. 2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχεία α, και ε, ήτοι α) ότι ο υπαίτιος έζησε ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (στοιχ. α'), β) ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του (στοιχ. ε'). Έτσι, για το ορισμένο των στηριζομένων στις παραπάνω διατάξεις ισχυρισμών, αντιστοίχως, α) δεν αρκεί η επίκληση λευκού ποινικού μητρώου, αλλά απαιτείται η επίκληση θετικών στοιχείων με αναφορά σε πραγματικά περιστατικά, που να είναι ικανά, αληθή υποτιθέμενα, να χαρακτηρίσουν τον δράστη έντιμο (στοιχ. α') και β) δεν αρκεί η καλή συμπεριφορά στις φυλακές και μόνο, χωρίς τη συνδρομή άλλων περιστατικών, δηλωτικών της αρμονικής κοινωνικής διαβίωσης του δράστη μετά την πράξη.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο πρώτος αναιρεσείων Χ1, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, με ανάπτυξη προφορική και κατάθεση εγγράφου σημειώματος, που ενσωματώθηκε στα πρακτικά, ζήτησε να του αναγνωρισθούν τα ελαφρυντικά των περιπτώσεων α' και ε' της του άρθρου 84 παρ. 2 ΠΚ. Συγκεκριμένα, ισχυρίσθηκε τα εξής : "Στο πρόσωπο μου συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις για την αναγνώριση του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου (άρ. 84 παρ 2 εδ α' ΠΚ). Προέρχομαι από μία έντιμη και σταθερή οικογένεια. Ο ίδιος δημιούργησα εδώ και λίγα χρόνια οικογένεια (παρακαλώ να κριθεί αναγνωστέο το πιστοποιητικό πολιτικού γάμου σε επίσημη μετάφραση που έχω προσκομίσει από το πρωτοβάθμιοΔικαστήριο) και έχω και ένα μικρό παιδί. Με πολλές προσπάθειες και στερήσεις κατάφερα να στεριώσω και υπήρξα πάντοτε βιοπαλαιστής, όπως κατέθεσε και η μάρτυρας υπεράσπισης, μητέρα μου, ενώπιον του Δικαστηρίου. Επίσης διαθέτω λευκό ποινικό μητρώο και ουδέποτε έχω απασχολήσει στο παρελθόν τις Δικαστικές ή Αστυνομικές Αρχές της χώρας μου, τόσο της Ελλάδας, όσο και της Βουλγαρίας, όπως συνάγεται από το από το πιστοποιητικό ποινικού μου μητρώου που υπάρχει στη δικογραφία, από το οποίο προκύπτει ότι κατά το χρόνο σύλληψης μου ουδεμία ποινική δίωξη εναντίον μου εκκρεμούσε στη Βουλγαρία.
Περαιτέρω απαιτείται ο έντιμος πρότερος βίος, να ανάγεται σε όλες τις μορφές συμπεριφοράς που αναφέρονται στο νόμο, ήτοι στην καθ' όλα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική, ζωή που διάγει κάποιος πριν από την τέλεση οποιουδήποτε αδικήματος και όχι μόνο στην ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου. Από την όλη δομή και συγκρότηση της προσωπικότητας μου και τον - μέχρι τον εγκλεισμό μου στις φυλακές - επαγγελματικό και κοινωνικό μου βίο καταδεικνύεται ότι πράξεις σαν και αυτές που μου καταλογίζονται δεν συνάδουν με την μέχρι τώρα πορεία μου. Το σύνολο της συμπεριφοράς μου ανταποκρίνεται στα σύγχρονα πρότυπα επαγγελματικής και κοινωνικής ζωής, ενώ απουσιάζει από τη ζωή μου οποιαδήποτε αντικοινωνική εκτροπή. Επιπλέον συντρέχει στο πρόσωπο μου το ελαφρυντικό της συμπεριφοράς καλά για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη μου (άρθρο 84 παρ. 2 εδ. ε' ΠΚ). Κατά τη διάρκεια της έως τώρα έκτισης της ποινής μου στις Δικαστικές Φυλακές ... και ... επέδειξα άριστη διαγωγή, δεν τιμωρήθηκα ποτέ πειθαρχικά κι είχα άριστες σχέσεις με τους συγκρατούμενους και τους υπαλλήλους του σωφρονιστικού καταστήματος, όπως προκύπτει και από τις από τη βεβαίωση διαγωγής με αριθ. πρωτ. 11424/20.5.08 της Δικαστικής Φυλακής ..., την οποία προσκομίζω και επικαλούμαι. Σημειωτέον μάλιστα ότι έχω χρησιμοποιήσει εποικοδομητικά το χρόνο του εγκλεισμού μου στη φυλακή, προσπαθώντας να βελτιωθώ και να ενσωματωθώ με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στην κοινωνία μετά την αποφυλάκιση μου, όπως βεβαιώνεται από την από 16.01.2006 βεβαίωση της Δικαστικής Φυλακής ..., η οποία αποτελεί μέρος της δικογραφίας (υπ' αριθμ. 4 αναγνωστέο της εφεσιβαλλόμενης απόφασης)".
Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, σχετικά με τις ελαφρυντικές περιστάσεις, το Δικαστήριο απέρριψε τον προβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό του πρώτου κατηγορουμένου Χ1, με το εξής σκεπτικό: "Τέλος κρίνεται ότι πρόσωπο των πρώτου και δευτέρου από τους κατηγορουμένους δεν συντρέχει περίπτωση αναγνώρισης οποιουδήποτε ελαφρυντικού και μάλιστα αυτών του άρθρου 84 παρ. 2 α' ΠΚ για τον πρώτο και του άρθρου 84 παρ. 2 α' ΠΚ για τον δεύτερο. Ειδικότερα αποδείχθηκε όσον αφορά το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 α' ΠΚ και για τους δύο κατηγορουμένους, ότι αυτοί έχουν τελέσει τις πράξεις που αναφέρθηκαν κατ' επάγγελμα και συνήθεια, ενώ από την όλη εγκληματική συμπεριφορά τους και τα αίτια που τους ώθησαν - ο πορισμός κέρδους - χωρίς να υπολογίσουν την ανεπανόρθωτη βλάβη που θα προέκυπτε με τις πράξεις τους σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων, δεν προκύπτει η έντιμη ατομική, επαγγελματική, οικογενειακή και γενικά κοινωνική ζωή τους. Μόνη δε η λευκότητα του ποινικού τους μητρώου δεν είναι αρκετή, χωρίς τη συνδρομή άλλων προϋποθέσεων, για να θεωρηθεί ότι αυτοί δικαιούνται το παραπάνω ελαφρυντικό. Αναφορικά με την αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2 ε ΠΚ για τον πρώτο κατηγορούμενο, δεν αποδείχθηκε ότι αυτός έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα με τρόπο σύννομο, διότι η συμπεριφορά αυτή προϋποθέτει καθεστώς ελευθερίας του υπαιτίου, εφόσον τότε μόνο η επιλογή του αντανακλά στη γνήσια φυσική του στάση και παρέχει αυθεντική μαρτυρία για την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής του προδιάθεσης, σε αντίθεση με τον κατηγορούμενο αυτό, που ήταν έγκλειστος στη φυλακή και όφειλε να συμμορφώνεται με τους κανόνες του σωφρονιστικού καταστήματος".
Η αιτιολογία αυτή της προσβαλλόμενης αποφάσεως, είναι ειδική και επαρκής, όσον αφορά τη μη συνδρομή της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε ΠΚ, διότι η ήσυχη και χωρίς πειθαρχικά παραπτώματα διαβίωση του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του στη Φυλακή δεν συνιστά καθεαυτή την ελαφρυντική περίσταση της μετά την πράξη καλής συμπεριφοράς του υπαιτίου, διότι τέτοια συμπεριφορά, την οποία η έννομη τάξη επιβραβεύει με ουσιώδη και υποχρεωτική μείωση της ποινής, δεν μπορεί να νοηθεί παρά εκείνη που εκδηλώνεται υπό καθεστώς απεριόριστης προσωπικής ελευθερίας στην κοινωνία και όχι στις φυλακές που βρίσκεται ο κατηγορούμενος. Αντιθέτως, η άνω αιτιολογία δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, όπως απαιτούν οι διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, όσον αφορά την ετέρα προταθείσα ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α του ΠΚ, αφού με αυτήν δεν αντιμετωπίζεται, πλην της υπάρξεως λευκού ποινικού μητρώου, καθόλου η βασιμότητα του εν λόγω αυτοτελούς ισχυρισμού με την παράθεση πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία προκύπτει ότι δεν αποδείχθηκαν τα ως άνω επικληθέντα θετικά περιστατικά και δε συντρέχει στο πρόσωπό του κατηγορουμένου η προαναφερθείσα ελαφρυντική περίσταση. Επομένως, είναι βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. Ι στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ συναφής λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως του πρώτου αναιρεσείοντος Χ1.
Μετά από αυτά, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τη διάταξη αυτής για την απέλαση του αναιρεσείοντος Χ2 και κατά τη διάταξή της που απέρριψε την εκ του άρθρου 84 παρ. 2 α' ΠΚ ελαφρυντική περίσταση του αναιρεσείοντος Χ1, συνακόλουθα δε και ως προς την ποινή που επιβλήθηκε στον τελευταίο, το ύψος της οποίας εξαρτάται από την τύχη του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ) και να απορριφθούν οι κρινόμενες τρεις αιτήσεις αναιρέσεως κατά τα λοιπά. Ο τρίτος αναιρεσείων Χ3, του οποίου απορρίπτεται η αίτηση στο σύνολό της, θα καταδικασθεί και στα δικαστικά έξοδα( άρθρο 583 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί εν μέρει την 904, 905/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατά τις διατάξεις αυτής που αφορούν: α) την απέλαση από τη Χώρα του αναιρεσείοντος Χ2 και β) την απόρριψη της εκ του άρθρου 84 παρ. 2 α' ΠΚ ελαφρυντικής περιστάσεως του αναιρεσείοντος Χ1 και ως προς την ποινή που επιβλήθηκε στον τελευταίο,
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως.
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, τις από 26-2-2009, 27-2-2009 και 26-2-2009 αιτήσεις - δηλώσεις αναιρέσεως των αναιρεσειόντων: 1. Χ1, 2. Χ2 και 3. Χ3 κατά της 904, 905/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Καταδικάζει τον τρίτο αναιρεσείοντα Χ3 στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι ( 220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιανουαρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Φεβρουαρίου 2010.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή