Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2365 / 2007    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Πολιτικός ενάγων, Έγκλησης δικαιούχος, Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη.




Περίληψη:
Έκδοση ακάλυπτων επιταγών κατ’ εξακολούθηση. Λόγοι αναιρέσεως: 1) όχι δικαιούχος προς υποβολή εγκλήσεως και η εγκαλούσα ΑΕ προηγούμενη κομίστρια που πλήρωσε τις επίμαχες 28 επιταγές στους τελευταίους νόμιμους κομιστές και έγινε πάλι κάτοχός τους για την παράστασή της ως πολιτικώς ενάγουσα. Απορρίπτονται 1ος, 2ος λόγοι αναιρέσεως (Δ΄, Ε΄, Η΄ και Α΄), καθώς και ο 5ος λόγος (510 παρ. 2 ΚΠΔ και 599 αριθ. 1 ΚΠολΔ) 2) όχι νομότυπη υποβολή εγκλήσεως (υπογράφηκε από υποκατάστατο του ΔΣ της ΑΕ και κατατέθηκε από την εξουσιοδοτούσα απ’ αυτόν δικηγόρο). Απορρίπτεται 4ος λόγος αναιρέσεως (Η΄) και 3) όχι ανάγνωση 29ης επιταγής, δι’ ην ΠΟΠΔ το πρωτόδικο και δεν μεταβιβάστηκε ως προς αυτήν η υπόθεση στο Εφετείο. Απορρίπτεται 3ος λόγος (Α΄, Β΄)






Αριθμός 2365/2007

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο, Μιχαήλ Δέτση, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Αιμιλία Λίτινα και Θεοδώρα Γκοΐνη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2006, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ...., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Χασομέρη, περί αναιρέσεως της 957/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσπρωτίας. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "BLUE STAR ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ A.E.", που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Ηρειώτη.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσπρωτίας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Φεβρουαρίου 2005 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 922/2005.

Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972, μετά και την προσθήκη παραγράφου 5 σε αυτό με το άρθρο 4 παρ. 1 περ. α' του Ν, 2408/1996, εκείνος ο οποίος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ'αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Η ποινική δίωξη ασκείται κατόπιν εγκλήσεως του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε. Περαιτέρω, με την παρ. 1 του άρθρου 22 του ν. 2721/1999 προστέθηκε εδάφιο στην πιο πάνω παρ. 5, κατά το οποίο "για πράξεις που προβλέπονται στις παρ. 1 και 2 του ίδιου άρθρου, για τις οποίες κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου έχει ασκηθεί αυτεπαγγέλτως ποινική δίωξη, η διαδικασία συνεχίζεται, αν εκείνος, που δικαιούται σε έγκληση δηλώσει ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη του κατηγορουμένου", ενώ στην παρ. 2 εδ. α' του πιο πάνω άρθρου 22 ορίζεται ότι "αν η δήλωση που προβλέπεται στην παρ. 1γ του άρθρου 4 του ν. 2408/1996, όπως παραπάνω αντικαταστάθηκε, δεν υπάρχει και δεν υποβληθεί μέσα σε έξι (6) μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, καθώς και σε περίπτωση ανάκλησης της έγκλησης, η ποινική δίωξη παύει οριστικά". Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 40-47 του ν. 5960/1933, συνάγεται ότι (και πριν ρυθμιστεί νομοθετικά το σχετικό ζήτημα με το άρθρο 15 παρ. 3 του Ν. 3472/2006 ΦΕΚ Α΄135/4-7-2006) δικαιούχος της εγκλήσεως δεν είναι μόνο ο τελευταίος κομιστής της επιταγής που δεν πληρώθηκε, όταν εμφανίστηκε η επιταγή στον πληρωτή, αλλά και κάθε άλλος υπογραφέας αυτής, που πλήρωσε την επιταγή ως εξ αναγωγής υπόχρεος και έγινε κομιστής αυτής, αφού αυτός τελικά υφίσταται τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία του είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή. Τούτο δε, διότι το δικαίωμα αυτό του δικαιουμένου σε έγκληση προηγουμένου κομιστή δεν αποκρούεται από τις ανωτέρω διατάξεις, αφού σε αυτές δεν γίνεται αναφορά στο πρόσωπο του τελευταίου κομιστή της επιταγής ως δικαιούμενου αποκλειστικά σε υποβολή της, ούτε προκύπτει περαιτέρω από κανένα στοιχείο, ότι ο όρος "κομιστής" της επιταγής στη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 5 του ν. 5960/1933, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 2408/1996, χρησιμοποιείται μόνο υπό την έννοια του τελευταίου κομιστή (ΟλΑΠ 23 και 24/2007). Συνακόλουθα κατά τις σαφείς πιο πάνω διατάξεις, η ποινική δίωξη κατά του εκδότη ακάλυπτης επιταγής ασκείται ύστερα από έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε και είναι αδιάφορο, αν αυτός ήταν ο τελευταίος εξ οπισθογραφήσεως κομιστής που εμφάνισε την επιταγή προς πληρωμή, ή αν αυτός έγινε κομιστής αυτής, αφού πλήρωσε την επιταγή ως εξ αναγωγής υπόχρεος. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' και Η' περ. δ' του ΚΠοινΔ, λόγους αναιρέσεως συνιστούν α) η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποδίδει σε αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, και β) η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει, εκτός άλλων περιπτώσεων, και όταν το Δικαστήριο καταδίκασε τον κατηγορούμενο για έγκλημα, για το οποίο δεν υποβλήθηκε η απαιτούμενη έγκληση (άρθρο 46 ΚΠοινΔ). Τέλος, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και το άρθρο 139 του ΚΠοινΔ, όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν σ'αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το Δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η επιβαλλόμενη δε από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου.
Στην προκείμενη περίπτωση, ο κατηγορούμενος, και ήδη αναιρεσείων, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 957/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσπρωτίας, που δίκασε ως Εφετείο, προέβαλε τον ισχυρισμό ότι η κατ'αυτού ποινική δίωξη ασκήθηκε απαραδέκτως, γιατί η εγκαλούσα εταιρία με την επωνυμία "ΓΡΑΜΜΕΣ ΣΤΡΙΝΤΖΗ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" δεν ήταν τελευταία εξ οπισθογραφήσεως κομίστρια των επίμαχων επιταγών που εμφανίσθηκαν προς πληρωμή, αλλά τρίτα πρόσωπα, στα οποία οι επιταγές αυτές είχαν μεταβιβασθεί από την εγκαλούσα με οπισθογράφηση. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της άνω αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος κατά τους πιο κάτω τόπους και χρόνους με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος εξέδωσε με πρόθεση τις πιο κάτω είκοσι οκτώ (28) επιταγές προς πληρωτή, στον οποίο δεν είχε τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφαλαία κατά το χρόνο της εκδόσεως και της πληρωμής. Ειδικότερα, εξέδωσε αυτός: 1) στην Ηγουμενίτσα, σε διαταγή της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΓΡΑΜΜΕΣ ΣΤΡΙΝΤΖΗ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, στις 18/2/2000, 22/2/2000, 26/2/2000, 27/2/2000, 29/2/2000, 12/3/2000, 17/3/2000, 10/3/2000, 5/3/2000, 19/3/2000, 25/3/2000, 28/3/2000, 31/3/2000, 31/3/2000, 1/4/2000, 8/4/2000, 12/4/2000, 15/4/2000, 21/4/2000, 22/4/2000, 25/4/2000, 27/4/2000, 28/4/2000, 29/4/2000, 30/4/2000, 5/5/2000 και 12/5/2000 τις υπ'αριθμ. ...., ......, ......, ......, ......, ....., ......, ....., ......, ....., ...., ....., ....., ....., ......, ......, ......., ......, ......., ......, ......., ......, ......, ......, ......, ..... και ..... επιταγές, αντίστοιχα, για ποσά 15.000.000, 15.000.000, 15.000.000, 10.000.000, 10.000.000, 10.000.000, 10.000.000, 10.000.000, 10.000.000, 15.000.000, 15.000.000, 15.000.0000, 10.000.000, 15.000.000, 10.000.000, 15.000.000, 10.000.000, 15.000.000, 10.000.000, 15.000.000, 10.000.000, 10.000.000, 10.000.000, 15.000.000, 10.000.000, 15.000.000 και 15.000.000 δρχ., αντίστοιχα, και 2) Στην Κέρκυρα, επίσης σε διαταγή της πιο πάνω εγκαλούσας εταιρίας, στις 15/5/2000 την υπ'αριθμ. ..... επιταγή για ποσό 15.000.000 δρχ. Οι επιταγές, που έπρεπε να πληρωθούν από την "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ" (οι είκοσι πέντε πρώτες) και από την "SCOTIABANK" (οι τρεις τελευταίες), εμφανίσθηκαν εμπρόθεσμα για πληρωμή στις πληρώτριες Τράπεζες και συγκεκριμένα στις 22/2/2000, 25/2/2000, 2/3/2000, 29/2/2000, 29/2/2000, 14/3/2000, 17/3/2000, 10/3/2000, 6/3/2000, 20/3/2000, 27/3/2000, 27/3/2000, 30/3/2000, 31/3/2000, 3/4/2000, 10/4/2000, 12/4/2000, 17/4/2000, 21/4/2000, 24/4/2000, 25/4/2000, 27/4/2000, 2/5/2000, 2/5/2000, 2/5/2000, 8/5/2000, 12/5/22000 και 16/5/2000, αντίστοιχα, πλην όμως αυτές τελικά δεν πληρώθηκαν, γιατί δεν υπήρχαν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στο λογαριασμό του κατηγορουμένου κατά το χρόνο της εκδόσεως και της πληρωμής τους, γεγονός που ο ίδιος γνώριζε όταν εξέδωσε τις επιταγές αυτές. Η εγκαλούσα πιο πάνω ανώνυμη εταιρία δικαιούτο να υποβάλει, δια του νομίμου εκπροσώπου της, την ένδικη έγκληση, έστω και αν αυτή δεν ήταν η κομίστρια των άνω επιταγών κατά την εμφάνισή τους για πληρωμή στις πληρώτριες Τράπεζες, αφού ήταν προηγούμενη κομίστριά τους και εξ αναγωγής υπόχρεη, η οποία μεταβίβασε τις επιταγές με οπισθογράφηση σε τρίτους, στη συνέχεια δε έγινε νόμιμη κάτοχος αυτών, αφού τις εξόφλησε στους τελευταίους κομιστές που τις εμφάνισαν στις πληρώτριες Τράπεζες για πληρωμή. Επομένως, ο πιο πάνω ισχυρισμός του κατηγορουμένου για απαράδεκτη έγκληση της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρίας, πρέπει, να απορριφθεί, γιατί αυτή δικαιούται σε έγκληση κατά τα ανωτέρω.
Συνεπώς, πρέπει να κηρυχθεί ο κατηγορούμενος ένοχος για την πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής κατ'εξακολούθηση. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, κρίνοντας ότι η ειρημένη ανώνυμη εταιρία, ως από αναγωγή υπόχρεη, που εξόφλησε τις επίμαχες επιταγές στους τελευταίους κομιστές τους, είχε δικαίωμα υποβολής εγκλήσεως κατά του εκδότη των επιταγών αυτών και ως εκ τούτου η βάσει της από 10.5.2000 εγκλήσεώς της ασκηθείσα εις βάρος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ποινική δίωξη ήταν παραδεκτή, αφού απέρριψε τον περί του αντιθέτου πιο πάνω ισχυρισμό του, κήρυξε αυτόν ένοχο εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής κατ' εξακολούθηση και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως 4 ετών και χρηματική ποινή 80.000 ευρώ. Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν ανωτέρω Δικαστήριο ορθά, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν και στην αρχή της παρούσας, ερμήνευσε και εφάρμοσε το άρθρο 79 παρ. 5 του ν. 5960/1933, όπως αυτό ίσχυε μετά την προσθήκη σ'αυτό της παρ. 5 με το άρθρο 4 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 2408/1996 και στην παρ. 5 εδαφίου με το άρθρο 22 του ν. 2721/1999, δεχόμενο ότι η εξ αναγωγής υπόχρεη άνω ανώνυμη εταιρία, που πλήρωσε τις επιταγές, είχε δικαίωμα υποβολής εγκλήσεως κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για έκδοση ακάλυπτης επιταγής κατ'εξακολούθηση, και δεν υπερέβη αρνητικά την εξουσία του με το να μη κηρύξει τη με βάση την άνω έγκληση ασκηθείσα εναντίον τούτου ποινική δίωξη απαράδεκτη, ενώ διέλαβε στην προσβαλλόμενη πιο πάνω απόφασή του την απαιτούμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την απόρριψη του πιο πάνω ισχυρισμού του αναιρεσείοντος. Σύμφωνα δε με τα προεκτεθέντα, δεν επήλθε εν προκειμένω καμιά απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, αφού η εγκαλούσα ανώνυμη εταιρία, που τελικά υπέστη τη ζημία από τη μη πληρωμή των επίμαχων επιταγών και η ζημία της αυτή είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος, τελούσα σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή, νομίμως παρέστη ως πολιτικώς ενάγουσα στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, το οποίο της επιδίκασε το αιτηθέν ποσό των 15 ευρώ, λόγω χρηματικής ικανοποιήσεώς της για την ηθική βλάβη που υπέστη από την άνω αξιόποινη πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής κατ' εξακολούθηση, χωρίς να παραβιάσει κανόνα του ουσιαστικού δικαίου και δη των άρθρων 914, 932 και 299 του ΑΚ. Ενόψει των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄, Ε΄, Η΄ περ. δ΄ και Α΄ του ΚΠοινΔ πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, καθώς και ο από τα άρθρα 510 παρ. 2 ΚΠοινΔ και 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ πέμπτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 46 του ΚΠοινΔ, αν ο παθών θέλει να ζητήσει τη δίωξη της αξιόποινης πράξης, υποβάλλει την έγκληση σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 42 παρ. 2 και 3. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των τεσσάρων πρώτων εδαφίων της παραγράφου 2 του άρθρου 42, η έγκληση γίνεται απευθείας στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, αλλά και στους άλλους ανακριτικούς υπαλλήλους, είτε από τον ίδιο τον εγκαλούντα, είτε από ειδικό πληρεξούσιο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της εγκλήσεως. Περαιτέρω, με το άρθρο 18 παρ. 1 του ν. 2190/1920 "Περί ανωνύμων εταιριών", όπως αυτός κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ 174/1963, ορίζεται ότι "η ανώνυμη εταιρία εκπροσωπείται επί δικαστηρίω και εξωδίκως υπό του διοικητικού αυτής συμβουλίου, ενεργούντος συλλογικώς", κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου "το καταστατικόν δύναται να ορίσει ότι εν ή πλείονα μέλη του Συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν την εταιρείαν, εν γένει ή εις ορισμένου μόνον είδους πράξεις". Το άρθρο 22 του ίδιου Νόμου ορίζει στην παρ. 1 ότι "το Διοικητικόν Συμβούλιον είναι αρμόδιον ν'αποφασίζη πάσαν πράξιν αφορώσαν εις την διοίκησιν της εταιρείας, εις την διαχείρισιν της περιουσίας αυτής και εις την εν γένει επιδίωξιν του σκοπού της εταιρείας", στη δε παρ. 3, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 4 του ν. 2339/1995, "το καταστατικό μπορεί να ορίζει θέματα, για τα οποία η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου μπορεί να ασκείται ολικά ή μερικά από ένα ή περισσότερα μέλη του, διευθυντές της εταιρείας ή τρίτους". Οι διατάξεις αυτές του ν. 2190, αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67 και 68 του ΑΚ, ρυθμίζουν την οργανική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας, δηλαδή καθορίζουν το όργανο που εκφράζει τη βούληση του νομικού αυτού προσώπου στις έννομες σχέσεις με άλλα πρόσωπα, το εκπροσωπεί στα Δικαστήρια και αποφασίζει για τη διοίκηση της εταιρείας και τη διαχείριση της περιουσίας της για την πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού. Ως τέτοιο όργανο ορίζεται (18 παρ. 1) το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρίας, το οποίο (22 παρ. 1) είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε υπόθεση που αφορά στη διοίκηση της εταιρίας ή στη διαχείριση της περιουσίας της. Οι προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 2 και 22 παρ. 3 του άνω ν. 2190/1920, που αλληλοσυμπληρώνονται, ρυθμίζουν το ζήτημα της υποκαταστάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΕ, κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι νόμιμη, μόνο εφόσον διενεργείται με βάση μία από αυτές τις διατάξεις. Το άρθρο 18 παρ. 2 αναφέρεται αποκλειστικά στην εξουσία εκπροσωπήσεως της ΑΕ. Επιτρέπει στο καταστατικό της εταιρίας να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη του ή άλλα πρόσωπα, που κατονομάζονται, δικαιούνται να εκπροσωπούν (δικαστικώς ή εξωδίκως) την εταιρία γενικά ή σε ορισμένες μόνο πράξεις. Η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 3 περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της τόσο τις πράξεις διαχειρίσεως όσο και την εκπροσώπηση της εταιρίας. Αντίθετα, όμως, προς το άρθρο 18 παρ. 2, το οποίο συνιστά ειδική πρόβλεψη, με την οποία το καταστατικό προβαίνει σε συγκεκριμένο καθορισμό προσώπων που κατονομάζονται, στην περίπτωση του άρθρου 22 παρ. 3 το καταστατικό προβλέπει ορισμένα θέματα για τα οποία είναι δυνατό να αποφασισθεί από το Δ.Σ. μεταβίβαση της εξουσίας του. Η μεταβίβαση αυτή κατά το άνω άρθρο 22 παρ. 3 μπορεί να διενεργηθεί προς οποιοδήποτε πρόσωπο, και όχι μόνο προς μέλη του ΔΣ ή διευθυντές της εταιρίας. Προϋποθέτει, όμως σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της εταιρίας (Ολ.ΑΠ 1096/1976). Υποκατάσταση του Διοικητικού Συμβουλίου με εξωεταιρική συμφωνία δεν είναι νόμιμη. Επομένως, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3, το τρίτο πρόσωπο, προς το οποίο το όργανο της εταιρίας, δηλαδή το Διοικητικό Συμβούλιο, ανέθεσε εκπροσωπευτική δραστηριότητα, δεν είναι υποκατάστατο του Διοικητικού Συμβουλίου αλλά ενεργεί στα πλαίσια της από τα άρθρα 211 και 713 του ΑΚ προβλεπόμενης, αντίστοιχα, πληρεξουσιότητας ή εντολής. Ο υποκατάστατος του Διοικητικού Συμβουλίου, επειδή ενεργεί ως όργανο της εταιρίας, δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδοτήσεως και βεβαιώσεως του γνησίου της υπογραφής των μελών του ΔΣ, όταν το απαιτεί νομοθετική διάταξη, όπως όταν πρόκειται για την υποβολή της εγκλήσεως ή για τη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής, Στην περίπτωση, όμως, που το Διοικητικό Συμβούλιο Ανώνυμης Εταιρίας για την υλοποίηση σχετικής αποφάσεώς του, αναθέσει σε τρίτον, ως προς τον οποίο δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άνω άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3 του ν. 2190/1920, να υποβάλει μήνυση ή έγκληση κατά του δράστη αξιόποινης πράξεως που τελέσθηκε σε βάρος της εταιρίας, απαιτείται, ενόψει του ότι ο ανωτέρω τρίτος είναι απλός πληρεξούσιος-εντολοδόχος της τελευταίας, το πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου, που περιέχει τη σχετική απόφασή του και το οποίο προσαρτάται στην εγχειριζόμενη έγκληση, να φέρει και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του "εντολέα" και παρέχοντος την πληρεξουσιότητα, δηλαδή των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 46 και 42 παρ. 1 εδ. γ' ΚΠοινΔ (Ολ.ΑΠ 5/2006, 6/2006). Τέλος, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το Δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από το νόμο ή υφίσταται μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση ή όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από το νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι'αυτό κατά νόμο όροι.
Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για τον ανατρεπτικό έλεγχο, και ειδικότερα από το καταστατικό της εγκαλούσας πιο πάνω ανώνυμης εταιρίας (άρθρο 20 παρ. 3) προκύπτει ότι "το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί, αποκλειστικά και μόνο εγγράφως, να αναθέτει την άσκηση όλων των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του (εκτός από αυτές που απαιτούν συλλογική ενέργεια), καθώς και την εκπροσώπηση της εταιρίας, σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μέλη του ή όχι, καθορίζοντας συγχρόνως και την έκταση αυτής της ανάθεσης". Κατ'εφαρμογή της διατάξεως αυτής του καταστατικού το Δ.Σ. της εγκαλούσας εταιρίας με το από 22-5-2000 πρακτικό του όρισε ότι ο εντεταλμένος Σύμβουλος Χ1 είχε το δικαίωμα μόνος του να εκπροσωπεί γενικώς την εταιρία (εκτός από την είσπραξη και πληρωμή χρημάτων) και έτσι κατέστη αυτός καταστατικό όργανό της. Το πρακτικό αυτό του Δ.Σ. καταχωρήθηκε στο Μητρώο Α.Ε. του Υπουργείου Ανάπτυξης και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ (τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ, υπ'αριθ. 5741/28-6-2000). Ο ειρημένος Χ1, ενεργώντας με την άνω ιδιότητά του, εξουσιοδότησε με την από 17-5-2000 εξουσιοδότηση τους δικηγόρους Μαρία Σταμούλη ή Μιχαήλ Μπέζα να υποβάλουν, για λογαριασμό της άνω ανώνυμης εταιρίας, την από 10-5-2000 ένδικη έγκληση για τις ανωτέρω ακάλυπτες επιταγές κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου. Η εξουσιοδότηση αυτή υπογράφηκε από το Χ1, η δε γνησιότητα της υπογραφής του βεβαιώθηκε από τη δικηγόρο Πειραιώς Μαρία Σταμούλη. Τελικά, η ανωτέρω έγκληση υπογράφηκε από το Χ1 με την ειρημένη ιδιότητά του, κατατέθηκε δε στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσπρωτίας στις 18-5-2000 από τη δικηγόρο Μαρία Σταμούλη, ως πληρεξουσία της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρίας. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η ένδικη έγκληση υπογράφηκε από καταστατικό όργανα της εν λόγω εταιρίας, δηλαδή το Χ1, ενώ κατατέθηκε από τη Μαρία Σταμούλη που είχε σχετική προς τούτο εξουσιοδότηση. Η εξουσιοδότηση αυτή ήταν έγκυρη, αφού δόθηκε από καταστατικό όργανο της ανώνυμης εταιρίας με θεωρημένο νομίμως το γνήσιο της υπογραφής του. Τέλος, νομίμως κατατέθηκε η άνω έγκληση από μόνη τη δικηγόρο Μαρία Σταμούλη, χωρίς δηλαδή τη σύμπραξη του δικηγόρου Μιχαήλ Μπέζα, αφού στην πιο πάνω εξουσιοδότηση, που επισυνάφθηκε στην έγκληση, αναφέρεται ότι εξουσιοδοτούνται η Μαρία Σταμούλη ή ο Μιχαήλ Μπέζας, γεγονός από το οποίο καταδεικνύεται ότι τα πρόσωπα αυτά μπορούσαν να ενεργήσουν κεχωρισμένα. Ενόψει τούτων, η ένδικη έγκληση υποβλήθηκε νομότυπα. Κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η΄ του ΚΠοινΔ, κατά τον οποίο το Δικαστήριο της ουσίας υπερέβη την εξουσία του με το να δεχθεί ότι η πιο πάνω έγκληση είχε υποβληθεί νομότυπα και συνακόλουθα να απορρίψει τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση της υπ'αριθ. 58/2003 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσπρωτίας, έπαυσε αυτό οριστικά την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για την έκδοση της υπ'αριθ. 3731530-0 ακάλυπτης επιταγής, ποσού 15.000.000 δραχμών, που φέρεται ότι τέλεσε αυτός στις 6-2-2000, γι'αυτό δε το λόγο και δεν μεταβιβάστηκε η υπόθεση, αναφορικά με την εν λόγω επιταγή, στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσπρωτίας, που δίκασε ως Εφετείο και εξέδωσε την προσβαλλόμενη πιο πάνω (957/2004) απόφασή του. Ενόψει λοιπόν τούτων, δεν επήλθε στην προκείμενη περίπτωση καμία ακυρότητα από το ότι, όπως προκύπτει από το σκεπτικό και το διατακτικό της τελευταίας αποφάσεως, δεν λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας, αλλ'ούτε και αναγνώσθηκε, η ειρημένη επιταγή, αφού δεν αποτέλεσε αυτή αντικείμενο της σχετικής δίκης. Επομένως, ο περί του αντιθέτου τρίτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ και Β΄ του ΚΠοινΔ είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ύστερα απ'αυτά, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ), καθώς και η δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 24 Φεβρουαρίου 2005 (υπ'αριθ. πρωτ. 560/25-2-2005) αίτηση του ...... για αναίρεση της 957/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσπρωτίας. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα α) στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, και β) στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Ιουνίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 24 Δεκεμβρίου 2007.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ




<< Επιστροφή