Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2052 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Αναίρεση μερική, Ηθική αυτουργία, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Δεδικασμένο, Πολιτική αγωγή, Ψευδής βεβαίωση, Απόφαση αθωωτική.




Περίληψη:
Συνεκδίκαση αιτήσεων αναιρέσεως κατηγορουμένου και Εισαγγελέα Αρείου Πάγου κατά αποφάσεως καταδικαστικής ως προς τον ένα κατηγορούμενο και αθωωτικής ως προς τον άλλο για ηθική αυτουργία σε ψευδή βεβαίωση κατ' εξακολούθηση. Αναίρεση ως προς αθωωτική διάταξη για έλλειψη αιτιολογίας και παραπομπή. Αόριστος λόγος αιτήσεως κατηγορουμένου για έλλειψη αιτιολογίας. Νομίμως παρέστη, ως πολιτικώς ενάγον, το ΙΚΑΕΤΑΜ, το οποίο ήταν το αμέσως παθόν από την αξιόποινη πράξη του αναιρεσείοντος. Από την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία αθωώθηκαν οι φυσικοί αυτουργοί ελλείψει δόλου ή για πραγματική πλάνη, δεν δημιουργείται δεδικασμένο ως προς τον ηθικό αυτουργό, το αξιόποινο του οποίου είναι ανεξάρτητο από το αξιόποινο του εκτελέσαντος την πράξη. Απόρριψη αιτήσεως κατηγορουμένου.




ΑΡΙΘΜΟΣ 2052/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση και σύμφωνα με την 101/21.7.10 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, σύμφωνα με την 104/21.7.10 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει τις αιτήσεις του αναιρεσείοντα Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Α. Μ. του Ι., κάτοικο…, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σάββα Παραστρατίδη, περί αναιρέσεως της αποφάσεως 1937-1938/2009 του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, με κατηγορούμενο τον Δ. Μ. του Γ., κάτοικο, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Ζαρναβέλη και πολιτικώς ενάγον το "ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ" (ΙΚΑ) που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σταύρο Χούρσογλου.

Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με τις ως άνω αποφάσεις του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτές, και ο αναιρεσείον Εισαγγελέας Αρείου Πάγου και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητούν την αναίρεση αυτών, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21/18.6.2010 αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και στην από 31 Μαΐου 2010 αίτηση αναιρέσεως του Α. Μ. του Ι., οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 737/2010.

Αφού άκουσε

Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα που πρότεινε να γίνει δεκτή η αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης του Α. Μ..

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως μέσα στην προθεσμία του αρ. 479 παρ. 2, δηλαδή μέσα σε τριάντα ημέρες από την καταχώρηση της αποφάσεως καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρο 473 παρ. 3 του ΚΠοινΔ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως, αθωωτικής ή καταδικαστικής, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του αρ. 510 παρ. 1 ΚΠοινΔ, μεταξύ των οποίων και για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Στην προκειμένη περίπτωση, φέρονται προς κρίση η υπ" αριθ. 22/31.5.2010 αίτηση του κατηγορουμένου Α. Μ. του Ι. και η υπ" αριθ. 21/18.6.2010 τοιαύτη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της, καταδικαστικής ως προς τον κατηγορούμενο Α. Μ. και αθωωτικής ως προς τον συγκατηγορούμενό του Δ. Μ., υπ" αριθ. 1937 - 1938/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Οι αιτήσεις αυτές ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα και πρέπει συνεκδικασθούν λόγω συνάφειας και να ερευνηθούν περαιτέρω.
Α) Επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου Α. Μ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι, για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατ' αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση ασκήσεως της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος, από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠοινΔ λόγους αναιρέσεως, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται (άρθρο 513 του ίδιου Κώδικα). Απλή παράθεση του κείμενου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα, για το ορισμένο του από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ προβλεπόμενου λόγου αναιρέσεως για "έλλειψη από την απόφαση της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα", πρέπει στην έκθεση αναιρέσεως να προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή σε σχέση με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια της αποφάσεως, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες ή οι αντιφατικές αιτιολογίες κλπ. (Ολ ΑΠ 19/2001).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ, πρώτο λόγο της αιτήσεως, πλήττεται η υπ" αριθ. 1937-1938/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, με την οποία ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος ηθικής αυτουργίας κατ" εξακολούθηση σε ψευδή βεβαίωση κατ" εξακολούθηση, πράξη που τέλεσε με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, και καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, ανασταλείσα, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η οποία (έλλειψη) συνίσταται στο ότι "στην απόφαση δεν εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το Δικαστήριο στήριξε την κρίση του ότι ο αναιρεσείων τέλεσε την πράξη για την οποία καταδικάστηκε, συγκεκριμένα δε το Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε καθόλου την κρίση του ότι τέλεσε αυτός την πράξη για την οποία καταδικάστηκε, αλλ" απλά και μόνο αρκείται στην επανάληψη του διατακτικού στο σκεπτικό της αποφάσεως, το οποίο αποτελεί πιστή αντιγραφή του διατακτικού και διαφέρουν σε ελάχιστες λέξεις". Έτσι, όμως, διατυπούμενος ο λόγος αυτός, είναι εντελώς αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, αφού δεν προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η έλλειψη της αιτιολογίας που αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεδομένου και του ότι για την ύπαρξη αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της.
Από τις διατάξεις των άρθρων 63, 82-84 και 87 του ΚΠοινΔ συνάγεται ότι την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική διαδικασία αποκτά εκείνος που δήλωσε νομότυπα σχετική παράσταση, υπό την προϋπόθεση ότι αυτός δικαιούται, κατά το αστικό δίκαιο, να ζητήσει αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη. Τέτοιο δικαίωμα, ειδικότερα για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 του ΑΚ, έχει όποιος υπέστη αμέσως ηθική βλάβη από την αξιόποινη πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο και όχι αυτός που ζημιώθηκε εμμέσως από αυτή. Έτσι, ειδικότερα επί του προβλεπόμενου από το άρθρο 242 παρ.Ι, 3 του ΠΚ υπηρεσιακού εγκλήματος της ψευδούς βεβαιώσεως, μπορεί να παραστεί ως πολιτικώς ενάγον και να αξιώσει χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη και νομικό πρόσωπο, αν η αξιόποινη πράξη που τελέστηκε σε βάρος του έχει επίδραση στο κύρος, την πίστη και το μέλλον αυτού, με την έννοια ότι το ψευδές γεγονός που στοιχειοθετεί το έγκλημα μπορεί να έχει έννομες συνέπειες ως προς αυτό, σε βάρος του οποίου θα χρησιμοποιηθεί η ψευδής βεβαίωση, ή ότι είναι εκείνο που υφίσταται τη σκοπούμενη βλάβη.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, μετά την εκφώνηση των ονομάτων των κατηγορουμένων, εμφανίστηκαν οι δικηγόροι Πατρών Γεώργιος Λεκέας και Δημήτριος Λειβαδας και ο δικηγόρος Αθηνών Σταύρος Χούρσογλου, οι οποίοι δήλωσαν ότι δυνάμει των 1412/2009 και 1699/2009 εξουσιοδοτήσεων του Διοικητή του ΙΚΑ διορίστηκαν πληρεξούσιοι δικηγόροι του ΐΚΑ και ότι δυνάμει αυτών το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ παρίσταται ως πολιτικώς ενάγον κατά των ανωτέρω κατηγορουμένων, για χρηματική ικανοποίηση ποσού 100 ευρώ παρ" εκάστου των κατηγορουμένων με επιφύλαξη, λόγω ηθικής βλάβης συνισταμένης στη μείωση της πίστης, της φήμης και του κύρους του, που προκάλεσαν σ αυτό οι αξιόποινες πράξεις των κατηγορουμένων. Ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος πρότεινε, δια του συνηγόρου του, την ένσταση αποβολής της πολιτικής αγωγής, ισχυριζόμενος ότι αμέσως παθόντες από το ένδικο έγκλημα ήταν τα πρόσωπα, των οποίων βεβαιώθηκε το γνήσιο της υπογραφής, ενώ το ΙΚΑ -ΕΤΑΜ, ενώπιον του οποίου χρησιμοποιήθηκαν οι βεβαιώσεις, ήταν μόνο εμμέσως παθόν. Η ένσταση αυτή ορθά, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, απορρίφθηκε, καθόσον το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ήταν αμέσως ζημιωθεν από την αξιόποινη πράξη, την οποία τέλεσε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος. Συγκεκριμένα, ο αναιρεσείοον καταδικάσθηκε γιατί προκάλεσε στους υπαλλήλους Α. Ξ., Δ. Σ., Α. Λ., Χ. Κ. και Ε. Π. (που αθωώθηκαν πρωτοδίκως ελλείψει δόλου ή συνεπεία πραγματικής πλάνης) την απόφαση να βεβαιώσουν ψευδώς ότι διάφοροι ασφαλισμένοι του ΙΚΑ (που κατονομάζονται) προσήλθαν ενώπιον τους και υπέγραψαν ο καθένας από μια υπεύθυνη δήλωση παραλαβής ορθοπεδικών ειδών και από μια εξουσιοδότηση προς τον αναιρεσείοντα, προκειμένου ο τελευταίος να εισπράξει αντ' αυτών από το ΙΚΑ τα ποσά που δαπανήθηκαν για την αγορά των ορθοπεδικών ειδών. Στη συνέχεια, τα ως άνω έγγραφα προσκομίστηκαν από τον αναιρεσείοντα στα τοπικά αρμόδια υποκαταστήματα του ΙΚΑ Πατρών και εκδόθηκαν αποφάσεις των Διευθυντών τους, με τις οποίες καταβλήθηκαν τα ποσά, που υποτίθεται ότι είχαν δαπανηθεί για την αγορά των ορθοπεδικών ειδών. Έτσι, όμως, το ΙΚΑ προσβλήθηκε στο έννομο αγαθό της περιουσίας του, ενώ έχει πληγεί η φήμη, η αξιοπιστία και το κύρος του. Επομένως, ο, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Α ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, συνισταμένη στο ότι το πολιτικώς ενάγον ΙΚΑ-ΕΤΑΜ παρέστη παράνομα στη διαδικασία, γιατί δεν ήταν αμέσως παθόν από την ένδικη πράξη, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 και 3 ΚΠοινΔ, αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει παύσει ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ' αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός. Αν παρά την απαγόρευση αυτή ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να συντρέχουν α) αμετάκλητη απόφαση (ή βούλευμα) που αποφαίνεται για τη βασιμότητα ή μη της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη για μια αξιόποινη πράξη, β) ταυτότητα προσώπου και γ) ταυτότητα πράξεως ως ιστορικού γεγονότος στο σύνολο του, που περιλαμβάνει όχι μόνο την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκλήθηκε από αυτή. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 46, 47 και 48 του ΠΚ και ιδία από τη διάταξη του άρθρου 48 αυτού, με την οποία καθιερώνεται το ανεξάρτητο του αξιόποινου του ηθικού αυτουργού και των λοιπών συνεργών από το αξιόποινο του εκτελέσαντος την πράξη, προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας αρκεί να στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος, δηλαδή πράξεως για την οποία δεν συντρέχει κάποιος λόγος που αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα αυτής, χωρίς να εξετάζεται αν ο αυτουργός είναι ικανός προς καταλογισμό, αν πράττει εκ δόλου ή αν συντρέχει ως προς αυτόν λόγος που να αποκλείει τον καταλογισμό. Από αυτά παρέπεται ότι δεν αποκλείεται η ύπαρξη ηθικής αυτουργίας για το λόγο ότι απαλλάχθηκε ο φυσικός αυτουργός για έλλειψη δόλου ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή για το ότι βρισκόταν σε πραγματική ή συγγνωστή νομική πλάνη.
Στην προκειμένη περίπτωση, από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση της πρωτόδικης υπ' αριθ. 747/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, προκύπτει ότι οι φυσικοί αυτουργοί της πράξεως της ψευδούς βεβαιώσεως κατ' εξακολούθηση Α. Ξ., Δ. Σ., Α. Λ., Χ. Κ. και Ε. Π. αθωώθηκαν οι δύο πρώτοι ελλείψει δόλου, οι δε λοιποί λόγω πραγματικής πλάνης. Από την ως άνω απόφαση, η οποία, ως προς το απαλλακτικό μέρος της, έχει γίνει αμετάκλητη, δεν παράγεται δεδικασμένο για τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο, αφού λείπουν οι βασικές προϋποθέσεις της ταυτότητας προσώπου και της ταυτότητας πράξεως (δεδομένου ότι η πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, απαρτίζεται από άλλα, κατά τον τόπο, το χρόνο και τις λοιπές περιστάσεις, πραγματικά περιστατικά έναντι εκείνων που συγκροτούν τη φυσική αυτουργία στο αυτό έγκλημα). Περαιτέρω, το γεγονός ότι οι φυσικοί αυτουργοί αθωώθηκαν δεν ασκεί επιρροή, αφού, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν αποκλείεται η ύπαρξη ηθικής αυτουργίας για το λόγο ότι απαλλάχθηκε ο φυσικός αυτουργός για έλλειψη δόλου ή γιατί βρισκόταν σε πραγματική πλάνη και καμιά αντίφαση δεν γεννάται μεταξύ της πρωτόδικης και της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Επομένως, ο, από το άρθρο 510§ στοιχ. ΣΤ και Δ ΚΠοινΔ, τρίτος (τελευταίος) λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη, ως προς το άνω ζήτημα, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, άλλως για αντιφατική αιτιολογία και γιατί παραβιάζει το δεδικασμένο που απορρέει από την υπ αριθ. 747/2007 απόφαση, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Ο αυτός λόγος, κατά το σημείο με το οποίο υποστηρίζεται ότι "ο τρίτος κατηγορούμενος αστυνομικός του Α.Τ. Χαλανδρίτσας (Δ. Μ.) απηλλάγη σχετικά με τον Θ. Π. με το σκεπτικό ότι εμφανίστηκε ενώπιον του η κόρη του Θ. Π....", είναι απαράδεκτος, γιατί η περίπτωση του κατηγορουμένου αυτού αφορά τον, επίσης καταδικασθέντα, Α. Π. και όχι τον αναιρεσείοντα.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η κρινόμενη αίτηση καινά καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Ι.Κ.Α. - ΕΤ.Α.Μ.(άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), περιοριζόμενη, όπως στο διατακτικό, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3693/1957, όπως ισχύει, σε συνδυασμό προς την παρ.2 της υπ' αριθ. 134423 ΟΙΚ. της 8-12-1992/20-1-1993 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (Φ.Ε.Κ. τ. Β" 11/20-1-1993), που εκδόθηκε κατ" εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ.12τουν. 1738/1987, και προς τα άρθρα 7 και 9 του ν.δ. 2698/1953.
Β) Επί της αιτήσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Προκειμένου για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6§2 του ΕΣΔΑ, έλλειψη αιτιολογίας, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510§1 στοιχ. Δ' ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει είτε όταν δεν εκτίθενται στην απόφαση καθόλου ή εκτίθενται ελλιπώς ή κατά τρόπο ασαφή τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, είτε όταν δεν αιτιολογεί το δικαστήριο γιατί δεν πείσθηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στα πρακτικά. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του, το Τριμελές Εφετείο Πατρών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε, για την αυτήν ως άνω πράξη της ηθικής αυτουργίας κατ" εξακολούθηση σε ψευδή βεβαίωση κατ' εξακολούθηση, αθώο τον κατηγορούμενο Δ. Μ. του Γ.. Στο σκεπτικό της αποφάσεως, το δίκασαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, όσον αφορά τον αθωωθέντα κατηγορούμενο, κατά λέξη, τα εξής: "Όσον αφορά τον δεύτερο κατηγορούμενο Δ. Μ., έμπορο ορθοπεδικών ειδών, ουδόλως αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος αυτός έπεισε τον αστυνομικό υπάλληλο Α. Ξ. να προβεί στη θεώρηση του γνήσιου της υπογραφής της ασφαλισμένης του ΙΚΑ Π. Σ. επί της από 2-6-2003 υπεύθυνης δήλωσης και εξουσιοδότησης της ανωτέρω ασφαλισμένης προς τον ανωτέρω κατηγορούμενο για να ενεργήσει για λογαριασμό της πράξεις εκπροσωπήσεως της τελευταίας ενώπιον του ΙΚΑ για την είσπραξη του ποσού παραληφθέντων από την ίδια ορθοπεδικών ειδών (αναπηρικού αμαξιδίου, αεροστρώματος και μαξιλαριού κατακλίσεων) και, επομένως, πρέπει να κηρυχθεί αθώος της αποδιδόμενης σ' αυτόν πράξεως της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση, όπως ορίζεται στο διατακτικό". Στο δε διατακτικό αναφέρεται ότι: "...και συγκεκριμένα, όντας προμηθευτής ορθοπεδικών ειδών, με προτροπές και παραινέσεις που απηύθυνε προς τον αστυνομικό υπάλληλο Α. Ξ., προκάλεσε σ' αυτόν την απόφαση να βεβαιώσει ψευδώς επί των σωμάτων της υπεύθυνης δήλωσης παραλαβής ορθοπεδικών ειδών και της ταυτάριθμης ημεροχρονολογίας εξουσιοδοτήσεως της ασφαλισμένης του ΙΚΑ Π. Σ., το γνήσιο της υπογραφής, ενώ ουδέποτε εμφανίστηκε ενώπιον του η ανωτέρω ασφαλισμένη, που παρέμεινε νοσηλευόμενη σε ιδιωτική κλινική, για να εξουσιοδοτήσει τον κατηγορούμενο για να ενεργήσει για λογαριασμό της πράξεις εκπροσωπήσεως της ενώπιον του ΙΚΑ για την είσπραξη χρημάτων".
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας στέρησε την απόφαση του από την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκθέτει ούτε στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, με βάση ποια πραγματικά περιστατικά έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία για τη συγκρότηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος που αποδιδόταν στον κατηγορούμενο Δ. Μ., ούτε τις σκέψεις και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους οδηγήθηκε αυτό στην απαλλακτική, ως προς αυτόν, κρίση του. Επομένως, ο μοναδικός, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αυτά, είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχήν του, να αναιρεθεί, ως προς την απαλλακτική της, για τον κατηγορούμενο Δ. Μ., διάταξη, η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ' αριθ. 22/31 Μαΐου 2010 αίτηση του Α. Μ. του Ι., για αναίρεση της υπ' αριθ. 1937-1938/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. από διακόσια ενενήντα (290) ευρώ.

ΑΝΑΙΡΕΙ την αυτή υπ'αριθ. 1937-1938/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών ως προς την απαλλακτική, για τον κατηγορούμενο Δ. Μ., διάταξη της.

ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Δεκεμβρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Δεκεμβρίου 2010.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή