Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1534 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ηθική αυτουργία, Δυσφήμηση συκοφαντική, Εξακολουθούν έγκλημα, Ψευδορκία μάρτυρα.




Περίληψη:
Απάτη στο δικαστήριο, ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας, κατ' εξακολούθηση, συκοφαντική δυσφήμιση κατ' εξακολούθηση, ψευδορκία μάρτυρα ηθική αυτουργία στις παραπάνω πράξεις. Έννοια όρων. Αβάσιμοι η αιτίαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε. Ειδική αιτιολογία και για απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού περί απαραδέκτου της ποινικής διώξεως, λόγω εκκρεμοδικίας. Μη νόμιμος ο ισχυρισμός κατά τον οποίο δεν αποτελούν άδικη πράξη οι εκδηλώσεις που γίνονται για τη διαφύλαξη δικαιώματος ή άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον όταν στοιχειοθετείται συκοφαντική δυσφήμηση. Εφόσον ο ισχυρισμός είναι μη νόμιμος, δεν απαιτείται για την απόρριψη του ειδική αιτιολογία. Απορρίπτει αίτηση αναιρέσεως.




Αριθμός 1534/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή, Χριστόφορο Κοσμίδη, και Κυριακούλα Γεροστάθη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Μαΐου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων: 1) Χ1, κατοίκου ..., 2) Χ2, κατοίκου ..., 3) Χ3, κατοίκου ... και 4) Χ4, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεόδωρο Μπουρμά, για αναίρεση της με αριθμό 489/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Μεταβατική έδρα Χαλκίδας). Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Ψ1, 2) Ψ2, 3) Ψ3 και 4) Ψ4, κατοίκων όλων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Μιχαήλ Πετούμενο.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών (Μεταβατική έδρα Χαλκίδας) με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες -κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 22 Φεβρουαρίου 2010, τέσσαρες (4) τον αριθμό, αιτήσεις τους περί αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον 335/2010.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε
Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος πρότεινε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης του πρώτου κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος και να απορριφθούν οι αιτήσεις των λοιπών.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες από 22.2.2010 αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων: α) Χ1, β) Χ2, γ) Χ3 και δ) Χ4, κατά της υπ' αριθμ. 489/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Μεταβατική έδρα Χαλκίδας), έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα. Είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν. Κατά το άρθρο 388 παρ, 1 του ΠΚ απάτη διαπράττει, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων. Ένεκα της μη αναγκαίας ταύτισης του προσώπου που απατήθηκε και εκείνου που υπέστη τη βλάβη, η απάτη μπορεί να διαπραχθεί και με την παραπλάνηση του δικαστή που δικάζει σε πολιτική δίκη, που αποτελεί ειδικότερη μορφή της απάτης του άρθρου 386 ΠΚ και στοιχειοθετείται όταν ο διάδικος σε πολιτική δίκη, όχι μόνο προβάλλει ψευδή πραγματικό ισχυρισμό, αλλά ταυτόχρονα προσκομίζει προς υποστήριξη του, εν γνώσει του ψευδή αποδεικτικά μέσα, όπως πλαστά ή νοθευμένα έγγραφα ή γνησίων μεν, ανακριβή όμως κατά το περιεχόμενο τους, με τα οποία παραπλανά το δικαστήριο και εκδίδει δυσμενή για την περιουσία του αντιδίκου του δικαστική απόφαση. Θεωρείται ως τετελεσμένη η απάτη αυτή όταν το δικαστήριο που παραπλανάται από το διάδικο με την υποβολή των ψευδών αποδεικτικών μέσων εκδίδει οριστική απόφαση δυσμενή για τον αντίδικο του, σε απόπειρα δε όταν το δικαστήριο δεν πείθεται απ' αυτόν και απορρίπτει τον ψευδή ισχυρισμό του. Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, κατά την πρώτη των οποίων "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή" και κατά τη δεύτερη "αν στην περίπτωση του άρθρου 362 (προηγούμενη) το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών", προκύπτει ότι το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως προϋποθέτει είτε ισχυρισμό ενώπιον τρίτου ψευδούς γεγονότος που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου, είτε διάδοση σε τρίτον τέτοιου γεγονότος, το οποίο ανακοινώθηκε προηγουμένως στον υπαίτιο από άλλον. Ως, γεγονός δε, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει 6τις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε 6υγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρόν ή το παρελθόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Για την υποκειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος, που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διαδόσεως ενώπιον τρίτου του ψευδούς γεγονότος, εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Δεν αρκεί δηλαδή ο απλός ή ο ενδεχόμενος δόλος. Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως στην καταδικαστική απόφαση, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση .του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεως του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν όμως αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως, κατά τα ανωτέρω, επί του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, η "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως, άμεσος δηλαδή δόλος, πρέπει η ύπαρξη τέτοιου δόλου να αιτιολογείται ειδικώς στην απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή. Εξάλλου, Κατά το άρθρο 98 Π.Κ. αν περισσότερες από μία πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 § 1, να επιβάλει μία μόνο ποινή. Για την επιμέτρηση της το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων. Η τελευταία αυτή διάταξη προβλέπει το κατ' εξακολούθηση έγκλημα, το οποίο απαρτίζεται από περισσότερες, χρονικώς διακεκριμένες μεταξύ τους, μερικότερες πράξεις, οι οποίες έχουν τελεσθεί από το ίδιο πρόσωπο στον ίδιο ή διαφόρους τόπους, προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό, κάθε μία απ' αυτές περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται μεταξύ τους με την ταυτότητα της, προς τέλεση τους, αποφάσεως και θεωρούνται ως ενιαίο έγκλημα. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται: α) Ο μάρτυρας να εκθέσει ενόρκως ενώπιον αρχής η οποία είναι αρμόδια για την ένορκη εξέταση του, β) τα πραγματικά περιστατικά που κατέθεσε να είναι ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθών αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να καταθέσει. Η ένορκη κατάθεση του δράστη του πιο πάνω εγκλήματος πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα αντικειμενικώς ανακριβή και όχι σε κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις, εκτός αν αυτές είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τα γεγονότα που κατέθεσε. Επίσης, από τη διάταξη του άρ. 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, κατά την οποία "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια ή με τη διέγερση μίσους κατά του θύματος, με πειθώ ή φορτικότητα ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του ηθικού αυτουργού, ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινεί το φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενο, εκτός αν για την υποκειμενική θεμελίωση του οικείου εγκλήματος απαιτείται άμεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε ο δόλος αυτός πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που το θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Επίσης, για την ύπαρξη άνω αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλαστο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τί προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2, και 333 παρ.2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και οι ισχυρισμοί για αναγνώριση στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη 489/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε (στη Χαλκίδα) σε δεύτερο βαθμό, οι αναιρεσείοντες κηρύχθηκαν ένοχοι και ειδικότερα, η πρώτη Χ1 των αξιοποίνων πράξεων της απάτης στο δικαστήριο ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας κατ' εξακολούθηση, συκοφαντικής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση και της ηθικής αυτουργίας σε κάθε ψευδορκία μάρτυρα (2), ο δεύτερος, Χ2, της ηθικής αυτουργίας σε απάτη στο δικαστήριο ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας κατ' εξακολούθηση και της ηθικής αυτουργίας σε συκοφαντική δυσφήμηση κατ' εξακολούθηση, ο τέταρτος, Χ3, της ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση και η πέμπτη Χ4, της ψευδορκίας μάρτυρα και τους επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως και ειδικότερα, στην πρώτη, συνολική δώδεκα (12) μηνών, στο δεύτερο, συνολική εννέα (9) μηνών, στους τέταρτο και πέμπτη, ανά τριών (3) μηνών, αντίστοιχα, η εκτέλεση των οποίων ανεστάλη για τρία (3) χρόνια. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και
αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, κατά λέξη, τα εξής: "Η πρώτη κατηγορουμένη Χ1 υπέβαλε προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας τις από 22-1-2002 και 7-11-2002 αιτήσεις της, με την πρώτη των οποίων ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι είναι γνήσιο τέκνο του ΑΑ και της ΒΒ, το γένος ..., ότι έχει γεννηθεί στις 6-5-1925 και να προβεί ο Δήμαρχος του Δήμου ... στη διόρθωση της με αριθμό ... οικογενειακής μερίδας του πατέρα της ως προς τα στοιχεία που αναλυτικά αναφέρονται στην αίτηση, ενώ με τη δεύτερη αίτηση ζήτησε να βεβαιωθεί το γεγονός του θανάτου της μητέρας της ΒΒ, το γένος ... και ..., που συνέβη στις 10-5-1925, προκειμένου να συνταχθεί η σχετική ληξιαρχική πράξη θανάτου. Κατά τη συζήτηση των αιτήσεων αυτών, που έλαβε χώρα στις 7-3-2002 και 14-11-2002, αντίστοιχα, εξετάσθηκε ενόρκως ως μάρτυρας ο κατηγορούμενος Χ3 και προσκομίσθηκαν από την αιτούσα ένορκες βεβαιώσεις της ΕΕ, η οποία ήδη έχει αποβιώσει, και της Χ4, προς απόδειξη του περιεχομένου των αιτήσεων της. Οι πιο πάνω μάρτυρες, εξεταζόμενοι ενόρκως, εν γνώσει τους, υποστήριξαν τους ψευδείς ισχυρισμούς της αιτούσας και έτσι η τελευταία πέτυχε να παραπλανήσει το Δικαστήριο και να εκδώσει τις με αριθμούς 486/2002 και 564/2002 αποφάσεις του, αντίστοιχα, με τις οποίες οι αιτήσεις έγιναν δεκτές, αφού πείστηκε ο δικαστής ότι η αιτούσα είναι τέκνο του ΑΑ και της πρώτης συζύγου του ΒΒ (...), το γένος ... και ..., γεννηθείσα στις 6-5-1925, ενώ η αλήθεια είναι ότι αυτή γεννήθηκε το έτος 1927 και είναι τέκνο της ΖΖ, με την οποία ο πατέρας της ΑΑ ήλθε σε δεύτερο γάμο μετά το θάνατο της πρώτης συζύγου του ΒΒ. Στην πράξη αυτή προέβη με σκοπό να αποκομίσει παράνομο όφελος, που συνίσταται στη δημιουργία κληρονομικών δικαιωμάτων επί της περιουσίας της αποβιωσάσης ..., καθόσον, με βάση τις ως άνω αποφάσεις, προέβη σε αποδοχή της κληρονομιάς της τελευταίας, δυνάμει της με αριθμό .../30-12-2002 δηλώσεως αποδοχής της συμβολαιογράφου Χαλκίδας Ευαγγελίας Μάνη, με αντίστοιχη ζημία των νομίμων κληρονόμων. Στη συνέχεια, με την από 9-5-2003 εξώδικη δήλωση της, απευθυνόμενη, εκτός των άλλων, και προς τους εγκαλούντες, του περιεχομένου της οποίας έλαβε γνώση ο δικαστικός επιμελητής που διενήργησε την επίδοση, ισχυρίσθηκε για τους εγκαλούντες γεγονότα ψευδή, εν γνώσει της αναληθείας τους, τα οποία μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και υπόληψη αυτών. Συγκεκριμένα ισχυρίσθηκε ότι διαχειρίζονται παράνομα την περιουσία που κληρονόμησε από τον παππού της ..., τη γιαγιά της ... και την μητέρα της ΒΒ, σύζυγο ΑΑ, ότι ανακάλυψε το γενεαλογικό της δένδρο μετά από έρευνα των δικηγόρων της, οι οποίοι διαπίστωσαν ότι είχαν παραποιηθεί τα πραγματικά της στοιχεία, ότι αποπειράθηκαν να της αποσπάσουν ενυπόγραφη δήλωση ότι δεν έχει καμία αξίωση από την ακίνητη περιουσία των ανωτέρω, ότι γνώριζαν την πραγματική της ταυτότητα και για πολλά χρόνια με εξαπάτηση πέτυχαν να την εμφανίζουν ως κόρη της ΖΖ, αποκρύπτοντας από αυτή μέχρι το έτος 2002 την πραγματική της ταυτότητα, με σκοπό να υφαρπάξουν την περιουσία της και τους καλούσε να πάψουν να διαχειρίζονται παράνομα την περιουσία της. Ακόμη, η πρώτη κατηγορουμένη, με την από 18-7-2003 αγωγή της προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας, στρεφόμενη και κατά των εγκαλούντων, του περιεχομένου της οποίας έλαβαν γνώση οι δικαστές που ασχολήθηκαν με την υπόθεση, ο γραμματέας και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι, ισχυρίσθηκε γεγονότα ψευδή, εν γνώσει της αναληθείας τους, τα οποία μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και υπόληψη αυτών. Ειδικότερα, ισχυρίσθηκε ότι είναι το μοναδικό επιζών τέκνο και νόμιμος κληρονόμος της ΒΒ, συζύγου ΑΑ και των γονέων της τελευταίας, ότι οι εναγόμενοι την εκβίαζαν να υπογράψει υπεύθυνη δήλωση ότι δεν έχει καμία απαίτηση στα επίδικα κληνονομιαία ακίνητα, δεν της αποκάλυψαν την αλήθεια την οποία γνώριζαν, ότι δηλαδή ήταν η φερόμενη ως νεκρή κόρη της ΒΒ και ότι τα τελευταία τρία χρόνια εντάθηκε το ενδιαφέρον τους να υφαρπάξουν την υπογραφή της, γεγονός που την οδήγησε στην έρευνα και έτσι διαπίστωσε τη δόλια παραποίηση των στοιχείων της και τον εικονικό θάνατο της, ώστε να αποκλεισθεί από το νόμιμο δικαίωμα της επί των περιουσιακών της στοιχείων. Όλα όμως τα ανωτέρω ήταν ψευδή και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη των εγκαλούντων, αφού η αλήθεια είναι ότι η πρώτη κατηγορουμένη γεννήθηκε το έτος 1927 και μητέρα της ήταν η ΖΖ και ουδέποτε οι εγκαλούντες προέβησαν στις ενέργειες που αυτή αναφέρει στην ως άνω εξώδικη δήλωση και στην αγωγή της. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ2, αποβλέποντας να καρπωθεί την περιουσία, προκάλεσε εκ προθέσεως στην πρώτη κατηγορουμένη, μητέρα του, την απόφαση να εκτελέσει τις άδικες πράξεις της απάτης στο δικαστήριο ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας και της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση, η δε πρόκληση της απόφασης αυτής στην συγκατηγορουμένη του έγινε με πειθώ, φορτικότητα και παραινέσεις και ενόψει του γεγονότος ότι είναι μητέρα του, η επίδραση ήταν τέτοια, που την οδήγησε στην τέλεση των ως άνω αξιοποίνων πράξεων. Ενώ, αντίθετα, ο ΓΓ, σύζυγος της πρώτης και πατέρας του δευτέρου, δεν είχε καμία ανάμειξη στην όλη υπόθεση και ο μόνος που προκάλεσε την απόφαση στην μητέρα του να διαπράξει τα ως άνω αδικήματα είναι ο Χ2. Ακόμη αποδείχθηκε ότι η πρώτη κατηγορουμένη, επιδιώκοντας να έχουν γι' αυτή ευνοϊκή έκβαση οι δίκες που ανοίχθηκαν με τις ως άνω αιτήσεις της, προκάλεσε την απόφαση στους προαναφερόμενους μάρτυρες να καταθέσουν τα όσα ψευδή κατέθεσαν, η δε πρόκληση της απόφασης έγινε με πειθώ, φορτικότητα και παραινέσεις και η επίδραση της ήταν τέτοια, που τελικά τους οδήγησε στην τέλεση της ψευδορκίας μάρτυρα, ενώ οι δεύτερος και τρίτος των κατηγορουμένων (Χ3 και ΓΓ) δεν αποδείχθηκε ότι προκάλεσαν την απόφαση στους μάρτυρες να ψευδορκήσουν. Με βάση τα ως άνω γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, αφού απορριφθεί ως αβάσιμος ο ισχυρισμός εκ του άρθρου 367 παρ. 1γ ΠΚ, καθόσον η διάταξη αυτή που προβλέπει την άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως, δεν τυγχάνει εφαρμογής, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, επί συκοφαντικής δυσφημήσεως, πρέπει 1) η πρώτη κατηγορουμένη Χ1 να κηρυχθεί ένοχη των αξιοποίνων πράξεων της απάτης στο δικαστήριο ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας κατ' εξακολούθηση, της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση και της ηθικής αυτουργίας σε κάθε ψευδορκία μάρτυρα, 2) ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ2 να κηρυχθεί αθώος της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα και να κηρυχθεί ένοχος της ηθικής αυτουργίας σε απάτη στο δικαστήριο ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας κατ' εξακολούθηση και της ηθικής αυτουργίας σε συκοφαντική δυσφήμηση κατ' εξακολούθηση, 3) ο τρίτος ΓΓ να κηρυχθεί αθώος των αξιοποίνων πράξεων της ηθικής αυτουργίας σε απάτη στο δικαστήριο ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας κατ' εξακολούθηση, της ηθικής αυτουργίας σε συκοφαντική δυσφήμηση κατ' εξακολούθηση και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα, 4) ο τέταρτος Χ3 να κηρυχθεί ένοχος της αξιόποινης πράξεως της ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση και 5) η πέμπτη Χ4να κηρυχθεί ένοχη της αξιόποινης πράξεως της ψευδορκίας μάρτυρα, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι μέχρι την τέλεση των ως άνω αξιοποίνων πράξεων διήγαν έντιμο ατομικό, κοινωνικό και οικογενειακό βίο, γι' αυτό πρέπει να τους αναγνωρισθεί η εν λόγω ελαφουντική περίσταση (άρθρο 84 παρ, 2α ΠΚ), να απορριφθεί όμως το αίτημα για αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ, 2β ΠΚ, διότι δεν αποδείχθηκαν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να συνάγεται ότι αυτοί ωθήθηκαν στις ως άνω αξιόποινες πράξεις από όχι ταπεινά αίτια και τούτο ανεξαρτήτως του ότι δεν γίνεται επίκληση τέτοιων περιστατικών". Στη συνέχεια, το δικάσαν Δικαστήριο κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους και ήδη αναιρεσείοντες των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων, αναγνωρίζοντας σε καθέναν από τους αυτούς ότι μέχρι την τέλεση των άνω αξιοποίνων πράξεων, διήγαν έντιμο ατομικό, κοινωνικό και οικογενειακό βίο και ειδικότερα: 1) Την πρώτη κατηγορουμένη Χ1 ένοχη του ότι: "Α) Στη ..., στις 7-3-2002 και στις 14-11-2002, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσει η ίδια παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και ειδικότερα με τις από 22-1-2002 και 7-11-2002 αιτήσεις της, αντίστοιχα, ζήτησε από το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας να αναγνωρισθεί ότι εσφαλμένως έχει αναγραφεί στην υπ' αριθμ. ... οικογενειακή μερίδα του Δημοτολογίου του Δήμου ... ως τόπος γεννήσεως της αιτούσας το ... Δήμου ..., αντί του ορθού "...", ως ημερομηνία γεννήσεως της το έτος 1927 αντί του ορθού 6-5-1925 και ως όνομα της μητέρας της ΖΖ, αντί του ορθού "ΒΒ το γένος ...", ότι η ανωτέρω οικογενειακή μερίδα δεν περιέχει τα στοιχεία της πρώτης συζύγου του πατέρα της αιτούσας και μητέρας αυτής, τα οποία είναι "ΒΒ" και του χρόνου τέλεσης γάμου αυτών, την 24-2-1924, δυνάμει της υπ' αριθμ. .../21-2-1924 άδειας γάμου, ότι εσφαλμένως έχει αναγραφεί στην υπ' αριθμ. .../2 οικογενειακή μερίδα της αιτούσας του Δημοτολογίου του Δήμου ... το όνομα της μητέρας της αιτούσας ως "ΖΖ" αντί του ορθού "ΒΒ το γένος ..." και ότι η μητέρα της ΒΒ συζ. ΑΑ, το γένος ... και ..., απεβίωσε στις 10-5-1925 στην ... σε ηλικία 24 ετών, παριστάνοντας ψευδώς, με επίγνωση της αναλήθειας, ότι είναι νόμιμο φυσικό τέκνο του ΑΑ και της ΒΒ συζύγου ΑΑ, το γένος ... και ... και υποστηρίζοντας τον ανωτέρω ψευδή ισχυρισμό, με την εν γνώσει προσαγωγή ψευδών αποδεικτικών μέσων, ήτοι τις από 7-3-2002 και 14-11-2002 ψευδείς ένορκες καταθέσεις του κατηγορουμένου Χ3, την υπ' αριθμ. .../2002 ψευδή ένορκη βεβαίωση της ΕΕ και την υπ' αριθμ. .../1-3-2002 ψευδή ένορκη βεβαίωση της κατηγορουμένης Χ4, με συνέπεια να παραπλανήσει τον Δικαστή κατά τα ανωτέρω και να εκδώσει την με αριθμό 486/2002 απόφαση (τακτική διαδικασία) και την με αριθμό 564/2002 απόφαση (εκούσια δικαιοδοσία), ενώ το αληθές είναι ότι γεννήθηκε το έτος 1927 στο χωριό ... του Δήμου ... και είναι νόμιμο φυσικό τέκνο του ΑΑ, από το δεύτερο νόμιμο γάμο του με την ΖΖ. Παρέστησε δε τα ανωτέρω γεγονότα με σκοπό να αποκομίσει παράνομο όφελος, που συνίσταται στη δημιουργία κληρονομικών δικαιωμάτων, προβαίνοντας στην κατάρτιση της υπ' αριθμ. .../30-12-2002 Πράξης Δήλωσης Αποδοχής Κληρονομιάς της κληρονομούμενης ..., την οποία μετέγραψε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ..., στο τόμο ... με αριθμό ... και ζημιώνοντας αντίστοιχα τους εγκαλούντες, νόμιμους και αληθινούς κληρονόμους της ανωτέρω κληρονομουμένης.
Β) Στην ..., στις 9-5-2003 και στη ... στις 23-7-2003, με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, ισχυρίσθηκε ενώπιον τρίτων για τους εγκαλούντες ψευδή γεγονότα, που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη τους, τελώντας εν γνώσει της αναληθείας τους. Συγκεκριμένα, με την από 9-5-2003 εξώδικη διαμαρτυρία-δήλωση, απευθυνόμενη, εκτός των άλλων, και προς τους εγκαλούντες Ψ4, Ψ1, Ψ2 και Ψ3, ισχυρίσθηκε γι' αυτούς ενώπιον του δικαστικού επιμελητή, που προέβη στην κοινοποίηση της ανωτέρω εξώδικης δηλώσεως, τα ακόλουθα ψευδή γεγονότα, δυνάμενα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη τους, γνωρίζοντας ότι αυτά είναι ψευδή, ήτοι: "Όπως πολύ καλά γνωρίζετε, μέχρι σήμερα διαχειρίζεστε παράνομα, χωρίς την εντολή μου, τμήματα της περιουσίας μου που έχω κληρονομήσει από τον παππού μου ..., την γιαγιά μου ... και την μητέρα μου ΒΒ, σύζυγο ΑΑ. Τα ανωτέρω γινόντουσαν εν αγνοία μου μέχρι το έτος 2002, όπου μετά από πληροφορίες συγχωριανών μου και από έντονη έρευνα των δικηγόρων και του υιού μου, διαπίστωσα ότι είμαι πραγματικό τέκνο της ΒΒ θυγατέρας ..., συζ. ΑΑ. Με την έρευνα των δικηγόρων μου διαπίστωσα ότι είχαν γίνει παραποιήσεις των πραγματικών μου στοιχείων στα αρχεία του Δήμου ... και ..., στα οποία με εμφάνιζαν με διαφορετική ημερομηνία γέννησης και διαφορετικό όνομα μητρός και συγκεκριμένα με όνομα μητρός ΖΖ. Η ΖΖ ήταν αδελφή του ..., πατέρα της πρώτης από εσάς, πεθερού του δευτέρου και πέμπτου από εσάς και παππού των υπολοίπων από εσάς. Όπως πολύ καλά γνωρίζετε, ο παππούς μου ..., ο οποίος πέθανε το έτος 1944, άφησε μεταξύ άλλων μεγάλη κτηματική περιουσία και στην περιοχή ... . Μέχρι το θάνατο του όμως νεμόταν τη δική του περιουσία, της γυναίκας του ... και τη δική μου περιουσία από την κληρονομιά της μητέρας μου μαζί με τη μητριά μου ΖΖ, δεύτερη σύζυγο του πατέρα μου ΑΑ. Την περιουσία αυτή, μετά την έκδοση των υπ' αριθμ. 486/2002 και 564/2002 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, αποδέχθηκα σύμφωνα με την υπ' αριθμ. .../2002 αποδοχή κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Χαλκίδας Ευαγγελίας Μάνη. Όλα αυτά τα χρόνια προσπαθούσατε με δόλιο τρόπο να υφαρπάξετε την υπογραφή μου, με την οποία θα σας δηλώνω και θα σας προσυπογράφω ότι ουδεμία απαίτηση έχω από τα ακίνητα του παππού μου ..., της γιαγιάς μου ... και της μητέρας μου ΒΒ, συζ. ΑΑ, στην ... . Οι απόπειρες σας για την υφαρπαγή αυτής της υπογραφής μου εντάθηκαν τα τελευταία τρία χρόνια και ήταν αφορμή, η οποία με οδήγησε στο να ερευνήσω το γενεαλογικό μου δένδρο και να ανακαλύψω την δόλια παραποίηση των στοιχείων μου, ώστε να αποκλειστώ από το νόμιμο δικαίωμα του επί των περιουσιακών στοιχείων του παππού μου ..., της γιαγιάς μου ... και της μητέρας μου ΒΒ συζ. ΑΑ ... . Εκμεταλλευόμενη τη συνωνυμία και τη συγγενική σχέση του παππού σας με τον παππού μου ... και την άγνοια μου για την πλαστογράφηση των πραγματικών στοιχείων, την οποία εσείς γνωρίζετε λόγω συγγένειας, διαχειρίζεστε μεγάλα τμήματα της περιουσίας του παππού μου, της μητέρας μου και της γιαγιάς μου, ευελπιστώντας στην υφαρπαγή της περιουσίας αυτής στο μέλλον. Την ανωτέρω παραποίηση των στοιχείων μου γνωρίζετε πάρα πολύ καλά όλοι σας. Γνωρίζετε την πραγματική μου ταυτότητα, αλλά μέχρι σήμερα, εξαπατώντας με, προσπαθούσατε να με παραπλανήσετε, ότι ήμουν κόρη της ΖΖ, ώστε κάποια στιγμή να εκμεταλλευτείτε, λόγω συγγενείας μας, την πλαστογράφηση των πραγματικών μου στοιχείων, που εσείς γνωρίζατε πολύ καλά ... . Να εκμεταλλευτείτε το ότι έμεινα ορφανή και από τους δύο μου γονείς, από την μητέρα μου 4 ημερών και από τον πατέρα μου 7 ετών, μεγαλώνοντας κάτω από τη σκιά της μητριάς μου ΖΖ και αδελφής του ..., οι οποίοι με οδηγούσαν τόσα χρόνια στην εξαπάτηση μου και στη διαστρέβλωση των στοιχείων της πραγματικής μου ταυτότητας ... Δια της παρούσης σας γνωστοποιώ ότι έχω πλέον λάβει γνώση της πραγματικής κατάστασης, γνωρίζοντας το γενεαλογικό μου δένδρο, που με δόλο και με εξαπάτηση μου τόσα χρόνια μου αποκρύψατε... Επειδή έχετε πλήρη γνώση της πραγματικότητας και όλα αυτά τα χρόνια προσπαθούσατε να υφαρπάξετε την υπογραφή μου και την παραίτηση μου από τα νόμιμα δικαιώματα μου στην περιουσία του παππού μου, της γιαγιάς μου ... και της μητέρας μου ΒΒ συζ. ΑΑ, εξαπατώντας με και μη γνωστοποιώντας μου τα πραγματικά μου στοιχεία, τα οποία εσείς ήδη γνωρίζατε ... . Επειδή τμήματα από τα ακίνητα αυτά διαχειριζόσασταν παράνομα και χωρίς δική μου εντολή μέχρι σήμερα, παρά το γεγονός ότι γνωρίζατε ότι αυτά μου ανήκουν, μιας και ήσασταν γνώστες της πραγματικής μου ταυτότητας ... . Σας καλώ εντός δέκα ημερών από τη λήψη του παρόντος, να πάψετε να διαχειρίζεστε τα τμήματα της περιουσίας μου, που μέχρι τώρα διαχειριζόσασταν παράνομα, χωρίς την εντολή μου, εκμεταλλευόμενοι την πλαστογράφηση των πραγματικών μου στοιχείων και την εξαπάτηση μου εκ μέρους σας ως προς την ταυτότητα μου, η οποία εμφανώς είχε ως σκοπό την υφαρπαγή στο μέλλον, μετά το θάνατο μου, της περιουσίας του παππού μου ..., της γιαγιάς μου ...και της μητέρας μου ΒΒ συζ. ΑΑ. Να εγκαταλείψετε οποιαδήποτε σκέψη σας για οποιαδήποτε παράνομη πράξη επί της περιουσίας μου. Σε διαφορετική περίπτωση θα αναγκαστώ να απευθυνθώ ενώπιον της ελληνικής δικαιοσύνης, όπου θα καταγγείλω τις μέχρι τώρα παράνομες ενέργειες σας, την απάτη που με δόλο έχετε διαπράξει σε βάρος μου και θα ζητήσω την προστασία των νομίμων δικαιωμάτων και συμφερόντων μου, γνωστοποιώντας και δημόσια τις παράνομες συμπεριφορές σας". Περαιτέρω, με την από 18-7-2003 αγωγή της εναντίον των εγκαλούντων, ισχυρίσθηκε γι' αυτούς ενώπιον τρίτων, ενώπιον του δικαστικού επιμελητή που προέβη στην κοινοποίηση της αγωγής, των δικαστών που ασχολήθηκαν με την υπόθεση και των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων, το ψευδές γεγονός ότι είναι το μοναδικό νόμιμο επιζών τέκνο από το γάμο του πατέρα της ΑΑ με την μητέρα της ΒΒ συζ. ΑΑ και συνεπώς η μοναδική νόμιμη κληρονόμος της γιαγιάς της ..., του παππού της ... και της ρηθείσας δήθεν φυσικής της μητέρας ΒΒ συζ. ΑΑ, ειδικότερα ισχυρίσθηκε κατά λέξη ότι: "Τα ανωτέρω ακίνητα αποδέχθηκα με την υπ' αριθμ. .../30-12-2002 αποδοχή κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Χαλκίδας Ευαγγελίας Μανή, λόγω εξαπάτησης μου από τους αντιδίκους μου ... . Από το 1990 και μετά που θέλησα να πωλήσω κάποια εδαφικά τμήματα στην ... και έδωσα την εντολή στον γιο μου Χ2 να καλλιεργήσει τα τμήματα αυτά, άρχισαν οι διαπληκτισμοί και οι συγκρούσεις. Οι εναγόμενοι με εκβίαζαν να τους υπογράψω πρώτα κάποια υπεύθυνη δήλωση, με την οποία να τους δηλώνω ότι δεν είχα καμία απαίτηση στα επίδικα ακίνητα ... και οι ίδιοι θα μου επέτρεπαν να πωλήσω και να καλλιεργώ τα κτήματα που μου ανήκουν, δυνάμει του προικοσυμφώνου ... Δεν μου αποκάλυψαν την αλήθεια, την οποία και γνώριζαν, δηλαδή ότι ήμουν η φερόμενη ως νεκρή κόρη της ΒΒ, σύζ. ΑΑ ... . Οι εναγόμενοι το έτος 1988 προχώρησαν παράνομα σε περίφραξη των περισσοτέρων επιδίκων ακινήτων ... ισχυριζόμενοι πάλι ότι τα κτήματα αυτά τους ανήκουν από την μητέρα της πρώτης των εναγομένων, ..., συζ. ..., η οποία ήταν και νόμιμο φυσικό τέκνο του παππού μου ..., όπως έλεγαν, εκτός από την ΒΒ συζ. ΑΑ ... . Το παράδοξο ήταν όμως ότι, ενώ οι εναγόμενοι ισχυρίζονταν όλα αυτά, προσπαθούσαν με δόλιο τρόπο και με συνεχείς παροτρύνσεις να υφαρπάξουν την υπογραφή μου σε μία υπεύθυνη δήλωση, στην οποία θα τους δήλωνα και θα τους προσυπόγραφα ότι ουδεμία απαίτηση έχω επί των επιδίκων ακινήτων. Οι απόπειρες και οι προσπάθειες των εναγομένων για την υφαρπαγή αυτής της υπογραφής μου επί υπευθύνου δηλώσεως εντάθηκαν τα τελευταία χρόνια, παρόλο που εγώ είχα αποδεχθεί εν αγνοία μου και εξαιτίας της εξαπάτησης μου την επικρατούσα κατάσταση επί των επιδίκων ακινήτων. Το έντονο ενδιαφέρον τους μου κίνησε την περιέργεια και εμένα και της οικογένειας μου και ήταν η αφορμή, η οποία με οδήγησε στο να ερευνήσω το γενεαλογικό μου δένδρο και να ανακαλύψω την δόλια παραποίηση των στοιχείων μου και τον εικονικό θάνατο μου, ώστε να αποκλειστώ από το νόμιμο δικαίωμα μου επί των περιουσιακών μου στοιχείων ... . Ευελπιστούσα ότι οι εναγόμενοι, αντιλαμβανόμενοι ότι γνωρίζω πλέον την αλήθεια, θα εγκατέλειπαν κάθε προσπάθεια για υφαρπαγή της μεγάλης ακίνητης περιουσίας μου και θα αποχωρούσαν από τα επίδικα ακίνητα ... . Η εκδήλωση της ληστρικής τους διάθεσης έγινε πλέον εμφανής και με την κατάθεση τριτανακοπών ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας κατά των υπ' αριθμ. 486/2002 και 564/2002 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας". Όλα τα ανωτέρω γεγονότα ήταν ψευδή και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη των εγκαλούντων, ενώ το αληθές είναι ότι γεννήθηκε το έτος 1927 στο χωριό ... του Δήμου ... και είναι νόμιμο φυσικό τέκνο του ΑΑ από το δεύτερο νόμιμο γάμο του με την ΖΖ, τελούσε δε εν γνώσει της αναληθείας των ισχυρισμών της.
Γ) Στη ..., στην ... και στο ..., στις 7-3-2002, 14-11-2002 και 1-3-2002, αντίστοιχα, με πρόθεση προκάλεσε σε άλλους την απόφαση να εκτελέσουν την άδικη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα που αυτοί διέπραξαν. Συγκεκριμένα, ο Χ3 στις 7-3-2002 και 14-11-2002, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, η ΕΕ την 1-3-2002 και η Χ4την 1-3-2002, ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρες ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσαν εν γνώσει τους ψέματα, αποκρύπτοντας την αλήθεια και ειδικότερα: α) Ο Χ3, ενώ εξεταζόταν ως μάρτυρας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, που συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο για να δικάσει τις από 22-1-2002 και 7-11-2002 αιτήσεις της πρώτης κατηγορουμένης Χ1, κατά την τακτική διαδικασία και εκούσια δικαιοδοσία, αντίστοιχα, κατέθεσε στις 7-3-2002 ότι "Τη Χ1 τη γνωρίζω. Είναι συμπεθέρα μου. Ήταν παιδί του ΑΑ και της ΒΒ. Στη γέννα πέθανε η μητέρα της ΒΒ. Γεννήθηκε το Μάιο 1925 στην ..." και στις 14-11-2002 ότι "Ο ... είχε μία κόρη την ..., που την είχε πάρει ο ΑΑ, στις 6-5-1925 έκανε ένα παιδί την ΒΒ και μετά από 4 ημέρες πέθανε η μητέρα, αυτά τα ξέρω από την ΣΤ, που ήταν παρούσα στο θάνατο της μητέρας", β) Η ΕΕ, ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας την 1-3-2002 ενώπιον της συμβολαιογράφου Χαλκίδας Βασιλικής Ιωάννου Γερογιάννη και συντάχθηκε η με αριθμό .../1-3-2002 ένορκη βεβαίωση για να ληφθεί ως νόμιμο αποδεικτικό μέσο ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, που συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο για να δικάσει τις από 22-1-2002 και 7-11-2002 αιτήσεις της πρώτης κατηγορουμένης Χ1 κατά την τακτική διαδικασία και εκούσια δικαιοδοσία, αντίστοιχα, κατέθεσε τα εξής ψευδή "Ήμουν κάτοικος ... από τη γέννηση μου μέχρι το έτος 1956. Την Χ1, που είναι σύζυγος του ΓΓ, τη γνωρίζω προσωπικά ... Γνωρίζω ότι γονείς της ήταν ο ΑΑ και η ΒΒ. Γεννήθηκε στις 6-5-1925. Λίγες ημέρες μετά τη γέννηση της η μητέρα της ΒΒ απεβίωσε, Ο πατέρας της ΑΑ τον επόμενο χρόνο συνήψε δεύτερο γάμο με την ΖΖ. Αυτά τα γνωρίζω από συζητήσεις που γίνονταν εκείνα τα χρόνια", γ) Η Χ4, ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον της συμβολαιογράφου Ερέτριας Ελένης συζύγου Δημητρίου Κεφάλα και συντάχθηκε η με αριθμό .../1-3-2002 ένορκη βεβαίωση για να ληφθεί ως νόμιμο αποδεικτικό μέσο ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, που συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο για να δικάσει τις από 22-1-2002 και 7-11-2002 αιτήσεις της πρώτης κατηγορουμένης Χ1 κατά την τακτική διαδικασία και εκούσια δικαιοδοσία, αντίστοιχα, κατέθεσε τα εξής ψευδή "Είμαι κάτοικος ... από τη γέννηση μου μέχρι σήμερα και γνωρίζω προσωπικά την Χ1 ... . Επίσης γνωρίζω ότι γεννήθηκε στις 6-5-1925 από τον πρώτο γάμο του ΑΑ με την ΒΒ και η οποία απεβίωσε λίγο μετά τη γέννα της". Όλα τα ανωτέρω ήταν ψευδή και οι προαναφερόμενοι το γνώριζαν, αποκρύπτοντας την αλήθεια, ότι δηλαδή η Χ1 γεννήθηκε το έτος 1927 στο χωριό ... του Δήμου ...και είναι νόμιμο φυσικό τέκνο του ΑΑ από το δεύτερο γάμο του με την ΖΖκαι όχι της ΒΒ συζύγου ΑΑ το γένος ... και ... . Η κατηγορουμένη Χ1, με συνεχείς προτροπές και παραινέσεις, προκάλεσε στους προαναφερόμενους Χ3, ΕΕ και Χ4 την απόφαση να εκτελέσουν το αδίκημα της ψευδορκίας μάρτυρα, που τελικά εκείνοι διέπραξαν, όπως περιγράφεται ανωτέρω.
2) Το δεύτερο κατηγορούμενο Χ2 ένοχο του ότι, κατά τους ανωτέρω αναφερόμενους υπό στοιχεία "Α" και "Β" τόπους και χρόνους, με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει τις άδικες πράξεις που εκείνος τελικά διέπραξε και συγκεκριμένα, με συνεχείς προτροπές και παραινέσεις, προκάλεσε στην πρώτη κατηγορουμένη Χ1 την απόφαση να εκτελέσει τα αδικήματα της απάτης στο δικαστήριο ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας κατ' εξακολούθηση και της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση, τα οποία τελικά εκείνη διέπραξε, όπως περιγράφονται ανωτέρω υπό στοιχεία "Α" και "Β" και 3) Τους τέταρτο και πέμπτη κατηγορουμένους Χ3 και Χ4 ενόχους του ότι, στη ..., στις 7-3-2002 και 14-11-2002 ο τέταρτος και στην ... την 1-3-2002 η πέμπτη, ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρες ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσαν εν γνώσει τους ψέματα, αποκρύπτοντας την αλήθεια και ειδικότερα: α) Ο Χ3, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ενώ εξεταζόταν ως μάρτυρας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, που συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο για να δικάσει τις από 22-1-2002 και 7-11-2002 αιτήσεις της πρώτης κατηγορουμένης Χ1, κατά την τακτική διαδικασία και εκούσια δικαιοδοσία, αντίστοιχα, κατέθεσε στις 7-3-2002 ότι "Τη Χ1 τη γνωρίζω. Είναι συμπεθέρα μου. Ήταν παιδί του ΑΑ και της ΒΒ. Στη γέννα πέθανε η μητέρα της ΒΒ. Γεννήθηκε το Μάϊο 1925 στην ..." και στις 14-11-2002 ότι "Ο ... είχε μία κόρη την ΒΒ, που την είχε πάρει ο ΑΑ, στις 6-5-1925 έκανε ένα παιδί την Χ1 και μετά από 4 ημέρες πέθανε η μητέρα, αυτά τα ξέρω από την ΣΤ, που ήταν παρούσα στο θάνατο της μητέρας", β) Η Χ4, ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον της συμβολαιογράφου Ερέτριας Ελένης συζύγου Δημητρίου Κεφάλα και συντάχθηκε η με αριθμό .../1-3-2002 ένορκη βεβαίωση για να ληφθεί ως νόμιμο αποδεικτικό μέσο ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, που συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο για να δικάσει τις από 22-1-2002 και 7-11-2002 αιτήσεις της πρώτης κατηγορουμένης Χ1 κατά την τακτική διαδικασία και εκούσια δικαιοδοσία, αντίστοιχα, κατέθεσε τα εξής ψευδή "Είμαι κάτοικος ... από τη γέννηση μου μέχρι σήμερα και γνωρίζω προσωπικά την Χ1 .... Επίσης γνωρίζω ότι γεννήθηκε στις 6-5-1925 από τον πρώτο γάμο του ΑΑ με την ΒΒ και η οποία απεβίωσε λίγο μετά τη γέννα της". Όλα τα ανωτέρω ήταν ψευδή και οι ως άνω κατηγορούμενοι το γνώριζαν, αποκρύπτοντας την αλήθεια, ότι δηλαδή η Χ1 γεννήθηκε το έτος 1927 στο χωριό ... του Δήμου ... και είναι νόμιμο φυσικό τέκνο του ΑΑ από το δεύτερο γάμο του με την ΖΖ και όχι της ΒΒ συζύγου ΑΑ, το γένος ... και ... . ΔΕΧΕΤΑΙ ότι οι κατηγορούμενοι, που κηρύχθηκαν ένοχοι, μέχρι την τέλεση των εγκλημάτων διήγαν έντιμο ατομικό, κοινωνικό και οικογενειακό βίο και ως εκ τούτου πρέπει να τους επιβληθεί ποινή ελαττωμένη σύμφωνα με τα άρθρα 83 και 84 του Π.Κ.". Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε ο κάθε αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ.β', 26 παρ.Ια, 27 παρ.1, 46 παρ. 1α, 83, 84 παρ. 2α', 94, 98, 224 παρ. 2-1, 227 παρ. 1, 362, 363 και 386 παρ. 1β' ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως 489/2009 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (πλημμελημάτων), που συνεδρίασε στη Χαλκίδα, τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία του παρόντος κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις χωρίς όρκο καταθέσεις των μαρτύρων της πολιτικής αγωγής: 1) Ψ4, 2) Ψ1 και 3) Ψ2. Σύμφωνα με τα άνω λεχθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, οδηγήθηκε στις προαναφερόμενες παραδοχές, που αποτελούν την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο αυτός καταδικάστηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν, οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις κάθε αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα, ότι:1) Η αναιρεσιβαλλόμενη δεν έχει την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ούτε νόμιμη βάση και πρέπει να αναιρεθεί κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ' ΚΠΔ και ειδικότερα, η προσβαλλομένη απόφαση εμφανίζει το αναιρετικό σφάλμα της αλληλοσυμπλήρωσης αιτιολογικού και διατακτικού, το οποίο αποτελεί επιμέρους περίπτωση ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ δ' ΚΠΔ και συγκεκριμένα, από μια απλή ανάγνωση της νυν προσβαλλόμενης απόφασης γίνεται αναμφισβήτητα προφανές ότι αυτή περιέχει εν είδει αιτιολογίας μια απλή βεβαίωση ότι (από τους μάρτυρες, τα έγγραφα κλπ και "το σύνολο" της αποδεικτικής διαδικασίας) αποδείχθηκε ότι τέλεσε καθένας από αυτούς τις προαναφερθείσες αξιόποινες πράξεις, όπως αυτές είναι διατυπωμένες στο διατακτικό, αντιγράφοντας πιστά και συνακόλουθα επαναλαμβάνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο περιληπτικά εξ ολοκλήρου, χωρίς καμία απολύτως προσθήκη ή αποδεικτική διευκρίνιση, τα πραγματικά περιστατικά που εκτείθενται στο διατακτικό. Γι' αυτό τον λόγο η προσβαλλομένη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και συνακόλουθα αναιρετέα, εφόσον περιέχει μια απλή "τυπική" αιτιολογία. Αβάσιμα όμως, διότι παραδεκτά και νόμιμα το αιτιολογικό της αποφάσεως αλληλοσυμπληρώνεται με το διατακτικό της, όταν δεν επαλαμβάνεται το διατακτικό της αποφάσεως, που περιλαμβάνει και πραγματικά περιστατικά, κατά τα άνω λεχθέντα, δεν περιέχει μόνο μια τυπική αιτιολογία. 2) Επίσης, η προσβαλλομένη απόφαση αναιτιολόγητα απέρριψε τους δύο λεπτομερώς και νομίμως προβληθέντες (με το σχετικό από 17-12-2009 έγγραφό τους ενώπιον του Β' βαθμίου Δικαστηρίου αυτοτελείς ισχυρισμούς τους και συγκεκριμένα: α) Τον αυτοτελή ισχυρισμό της πρώτης από αυτούς, περί απαραδέκτου της ποινικής διώξεώς τους για την προαναφερθείσα πράξη απάτης, λόγω εκκρεμοδικίας. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση, αν εφάρμοζε ορθά τον νόμο και αξιολογούσε σωστά τα σχετικά προσκομισθέντα στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο αποδεικτικά στοιχεία, θα έπρεπε να κάνει δεκτό ότι για την ίδια πιο πάνω πράξη πρέπει πρωτίστως να κηρυχθεί απαράδεκτη η παρούσα ποινική δίωξή τους, διότι για την ίδια ακριβώς πράξη (δηλ. κατ' απόλυτη ταύτιση αυτής όχι μεν ως προς τον χρόνο αλλά ως προς τον τόπο και κυρίως τα λοιπά στοιχεία της καταγγελθείσας αξιόποινης συμπεριφοράς και ιδιαίτερα τους φερομένους ως απατηλούς ισχυρισμούς της, ασκήθηκε εις βάρος της ποινική δίωξη και επιδόθηκε σε αυτή νομίμως το σχετικό κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέως Πλημ/κών Χαλκίδας (βλ. το με στοιχείο Γ' καταγγελθείσα πράξη), με το οποίο παραπέμφθηκε να δικασθεί ως κατηγορούμενη για την εν λόγω πράξη στο ακροατήριο του Β' Τριμελούς Πλημ/κείου Χαλκίδας. Επ' αυτής της κατηγορίας εκδόθηκε τελικά η υπ' αρ. 3691/29-9-2009 οριστική απόφαση, η οποία την απάλλαξε από την κατηγορία για την πιο πάνω πράξη λόγω έλλειψης τη εν γνώσει παράστασης εκ μέρους της ψευδών γεγονότων ως αληθών, β)του δεύτερου από αυτούς, περί απαραδέκτου της ποινικής διώξεώς του για ηθική αυτουργία του στη συκοφαντική δυσφήμηση από την πρώτη, γ) του τρίτου, περί απαραδέκτου της ποινικής διώξεώς του για ψευδορκία μάρτυρα, δ) της τέταρτης, περί απαραδέκτου της ποινικής διώξεώς της, επίσης για ψευδορκία και, επίσης της πρώτης αναιρεσείουσας, ε) τόν αυτοτελή ισχυρισμό της ως προς την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση. Ομοίως, η προσβαλλόμενη απόφαση, αν εφάρμοζε ορθά τον νόμο και αξιολογούσε σωστά τα σχετικά προσκομισθέντα στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο αποδεικτικά στοιχεία, θα έπρεπε να κάνει δεκτό ότι πρέπει να απαλλαγεί από την συγκεκριμένη πράξη, διότι στην συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχει ο ειδικός λόγος άρσεως του αδίκου της προστασίας του δικαιολογημένου συμφέροντος κατ' άρθρο 367 παρ. 1 περ. γ' ΠΚ, εφόσον ακόμα και αν θεωρηθούν οι ισχυρισμοί της ως προσβλητικοί της τιμής των μηνυτών, ήταν αυτοί οι απολύτως απαραίτητοι για την προστασία των εμπραγμάτων δικαιωμάτων μου στα αμφισβητούμενα ακίνητα, καθώς επίσης (θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί της) συνοδεύθηκαν από σχετικά αποδεικτικά στοιχεία και δεν ακολουθήθηκαν από δυσμενείς προσωπικούς χαρακτηρισμούς. Τον ισχυρισμό περί απαραδέκτου της ποινικής διώξεως, το δικάσαν Δικαστήριο απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμο με πλήρη, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, κατά λέξη, την παρακάτω: "στην προκείμενη περίπτωση, από την με αριθμό 3691/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας, που αναγνώσθηκε στο ακροατήριο και το διατακτικό της εκκαλουμένης αποφάσεως, στο οποίο περιέχεται η κατηγορία, αποδεικνύεται ότι δεν έχει ασκηθεί και άλλη ποινική δίωξη κατά της πρώτης κατηγορουμένης για την ίδια αξιόποινη πράξη της απάτης στο δικαστήριο ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας, αφού η κατηγορία, για την οποία κηρύχθηκε αθώα με την ως άνω με αριθμό 3691/2009 απόφαση, συγκροτείται εξ αντικειμένου από διαφορετικά πραγματικά περιστατικά, σε σχέση με αυτά από τα οποία συγκροτείται η δικαζόμενη κατηγορία, ο δε χρόνος τελέσεως αυτών είναι διαφορετικός. Πιο συγκεκριμένα, αυτή για την οποία κηρύχθηκε αθώα η κατηγορουμένη, τελέστηκε στις 23-10-2003 κατά την εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας της από 19-6-2003 ανακοπής κατά της 564/2002 αποφάσεως του ίδιου Δικαστηρίου, ενώ η προκειμένη κατηγορία της απάτης στο δικαστήριο ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας κατ' εξακολούθηση, φέρεται τελεσθείσα στις 7-3-2002 και 14-11-2002 και τα πραγματικά περιστατικά που την συγκροτούν είναι διαφορετικά. Ωσαύτως, δεν υπάρχει ταυτότητα της πράξεως και ως προς την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα που αποδίδεται στον Χ3, καθόσον αυτή για την οποία κηρύχθηκε αθώος ο τελευταίος συγκροτείται από διαφορετικά περιστατικά και φέρεται τελεσθείσα στις 23-10-2003 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, ενώ η προκειμένη αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση φέρεται τελεσθείσα στις 7-3-2002 και 14-11-2002. Κατ' ακολουθία αυτών, ο ισχυρισμός περί απαραδέκτου της ποινικής διώξεως κατά της πρώτης κατηγορουμένης για την αξιόποινη πράξη της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας κατ' εξακολούθηση και κατά του τετάρτου κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση, λόγω εκκρεμοδικίας, υφιστάμενης από προηγούμενη ποινική δίωξη, που έχει ασκηθεί κατ' αυτών, για την οποία έχει εκδοθεί η ως άνω 3691/2009 αθωωτική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας, είναι αβάσιμη στην ουσία της και πρέπει να απορριφθεί". Ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού ως προς την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμηση κατ' εξακολούθηση, πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Περαιτέρω αυτοτελής είναι και ο ισχυρισμός ο προβλεπόμενος από το άρ. 367 παρ. 1 Π Κ, κατά τον οποίο δεν αποτελούν άδικη πράξη οι εκδηλώσεις που γίνονται για τη διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, και, επομένως, πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού. Όπως, όμως, συνάγεται από την παρ. 2 του ίδιου άρθρου ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να προταθεί μόνο όταν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση τη απλής δυσφήμησης (άρ. 362 ΠΚ) ή της εξύβρισης (άρ. 361 παρ.1 ΠΚ) και όχι όταν οι εκδηλώσεις αυτές περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της πράξης του άρ. 363 ΠΚ, δηλαδή όταν υπάρχει διάδοση ή ισχυρισμός ενώπιον τρίτων ψευδούς ισχυρισμού, εν γνώσει του ψευδούς. Στην τελευταία περίπτωση εφόσον ο σχετικός ισχυρισμός δεν είναι νόμιμος, η απόρριψη τους δεν χρήζει ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση ότι κατά τη συζήτηση της υποθέσεως υπέβαλε την "ένσταση εκ του άρ. 367 περ. γ' ΠΚ από την οποία προκύπτει ξεκάθαρα ότι αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του, πλην όμως η προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε αυτόν τον ισχυρισμό "δίχως να υπεισέλθει σε περαιτέρω τεκμηρίωση της απόφασης της αυτής". Το Τριμελές Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, με εμπεριστατωμένη αιτιολογία, στην οποία διαλαμβάνονται όσο πιο πάνω αναφέρθηκαν, απέρριψε την σχετική ένσταση, ως μη νόμιμη, διότι, όπως έκρινε, η επικαλούμενη διάταξη του άρ. 367 παρ. 2 του ΠΚ δεν εφαρμόζεται επί συκοφαντικής δυσφημήσεως, αδίκημα το οποίο διέπραξε η κατηγορούμενη αναιρεσείουσα.
Συνεπώς και κατά το σκέλος αυτό ο σχετικός λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο η αναιρεσείουσα πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού της, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Και 3) η αιτίαση της πρώτης, ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 510 παρ. 1 περ. ε ΚΠΔ) και συγκεκριμένα, αν ερμήνευε και εφάρμοζε η εν λόγω απόφαση ορθά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, θα έπρεπε να την απαλλάξει από την σχετική κατηγορία περί απάτης στο Δικαστήριο ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας κατ' εξακολούθηση, διότι για την εν λόγω πράξη δεν συντρέχουν τα παρακάτω τρία από τα νομοτυπικά στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασής της, δηλαδή, α) το στοιχείο της διάθεσης από τον πλανηθέντα τρίτο - δικαστή, β) το στοιχείο της βλάβης σε βάρος των (φερομένων ως) παθόντων - μηνυτών και γ) έλλειψη εν γνώσει παράστασης ψευδών γεγονότων ως αληθών. Αβάσιμη και η αιτίαση αυτή, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει όλα όσα στην αρχή αναφέρονται, περί απάτης στο δικαστήριο, απαραίτητα στοιχεία. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολο της και να καταδικαστεί κάθε αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ. 1), καθώς και όλοι τους στα δικαστικά έξοδα των παραστάντων πολιτικώς εναγόντων (176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 22 Φεβρουαρίου 2010 (υπ'αριθμ. πρωτ. 27, 28, 29 και 30/2010 αντίστοιχα, ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών), αιτήσεις των: 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3 και 4) Χ4, για αναίρεση της με αριθμό 489/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (που συνεδρίασε στη Χαλκίδα). Και
Καταδικάζει κάθε αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και όλους τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των πολιτικώς εναγόντων, την οποίαν ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιουλίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Σεπτεμβρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή