Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ποινή, Πλαστογραφία, Αναίρεση μερική, Εξακολουθούν έγκλημα.
Περίληψη:
Πλαστογραφία (κατάρτιση και νόθευση εγγράφων, κατ' εξακολούθηση). Στοιχεία αδικήματος (πλημμέλημα). Χρήση πλαστού και από τον πλαστογράφο. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και ασάφεια ως προς την περιγραφή των πλαστογραφηθέντων εγγράφων. Η λήψη υπόψη εγγράφου, το οποίο δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας, δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα. Τούτο δεν ισχύει, όταν το έγγραφο που μνημονεύεται στην απόφαση, αποτελεί το σώμα ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος και ένα από τα στοιχεία της κατηγορίας που απαγγέλθηκε και επομένως ο κατηγορούμενος είχε τη δυνατότητα να αποκρούσει. Δεκτός ο λόγος για έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης ως προς την μερικότερη πράξη της νόθευσης χρηματικού εντάλματος (με απόξεση, διόρθωση και αλλαγές χρηματικών ποσών, χωρίς να αναφέρεται η αρχική μορφή του νοθευθέντος εγγράφου). Αναιρεί εν μέρει. Απορρίπτει κατά τα λοιπά την αναίρεση. Αναιρεί εν μέρει ως προς την πράξη της νόθευσης του χρηματικού εντάλματος και ως προς την ποινή. Παραπέμπει κατά το αναιρούμενο μέρος. Απορρίπτει κατά τα λοιπά.
Αριθμός 1178/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Απριλίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Παπαναστασόπουλο, περί αναιρέσεως της 1584α - 1584/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Με πολιτικώς ενάγον το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΦΩΝ" (Ε.Ι.Κ.), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Εμμανουήλ Παπουτσής.
Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Ιανουαρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως καθώς και στο από 18 Μαρτίου 2009 δικόγραφο των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 215/2009.
Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Από τον συνδυασμό των άρθρων 171 παρ. 1δ', 329, 331 παρ. 1, 333, 364 και 510 παρ. 1Α' ΚΠΔ προκύπτει, ότι δεν επέρχεται η συνιστώσα λόγο αναίρεσης απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, όταν το δικαστήριο, για τον σχηματισμό της περί ενοχής ή όχι του κατηγορουμένου κρίσης του, έλαβε υπόψη του μη δημοσίως αναγνωσθέν έγγραφο, εφόσον τούτο αποτελεί στοιχείο του κατηγορητηρίου και εντεύθεν αναπόσπαστο μέρος της σε βάρος του κατηγορουμένου ασκηθείσας ποινικής δίωξης, για κάποιο έγκλημα, αφού αυτός, προς αντίκρουση του εγγράφου τούτου, μπορεί, κατ' άρθρο 358 ΚΠΔ, να εκθέσει τις απόψεις του και να δώσει τις περί αυτού αναγκαίες εξηγήσεις, διότι γνωρίζει το περιεχόμενό του. Επομένως, ο σχετικός και από το άρθρο 510 παρ. 1Α' ΚΠΔ πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά τον οποίο επήλθε απόλυτη ακυρότητα της επ' ακροατηρίου διαδικασίας, διότι, όπως στην αίτηση αναφέρεται, "στα αναγνωστέα έγγραφα δεν περιλαμβάνονται τα δήθεν πλαστά αποσπάσματα των πρακτικών με αριθμούς 89/30-6-1999, 91/5-11-1999 92/3-2-2000, 93/22-6-2000, 94/11-10-2000, 96/1-11- 2000, 97/20-12-2000 και 98/5-4-2001 που δήθεν πλαστογράφησα και για τα οποία κρίθηκα ένοχος...", πρέπει, ως αβάσιμος, ν' απορριφθεί, δοθέντος ότι τα ανωτέρω έγγραφα, αποτελώντας στοιχεία του κατηγορητηρίου και κατά συνέπεια αναπόσπαστο μέρος της κατά του αναιρεσείοντος ασκηθείσας ποινικής δίωξης, καθιστούσε δυνατόν σε αυτόν, που γνώριζε το περιεχόμενό τους και προς αντίκρουση του τελευταίου, να εκθέσει, κατ' άρθρο 358 ΚΠΔ, τις περί αυτού απόψεις του και να δώσει τις αναγκαίες εξηγήσεις. Άλλωστε ο αναιρεσείων δεν επικαλείται, ούτε από τα πρακτικά της δίκης προκύπτει, ότι ζήτησε την ανάγνωση και την επίδειξη των πιο πάνω εγγράφων (ως πειστηρίων του εγκλήματος της πλαστογραφίας), δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο, σύμφωνα με το άρθρο 364 παρ. 1 Κ.Π.Δ., και το Δικαστήριο αρνήθηκε ή παρέλειψε να απαντήσει στο σχετικό αίτημα, όπότε θα υφίστατο έλλειψη ακροάσεως (άρθρο 170 παρ. 2 του Κ.Π.Δ.) και θα ιδρυόταν ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως. Επίσης έγγραφο του κατηγορητηρίου αποτελεί και η "9/12-8-1985 απόφαση της σχολικής εφορείας του Εθνικού Ιδρύματος Κωφών ...." και συνεπώς, εφόσον δεν ήταν απαραίτητη η δημόσια ανάγνωση αυτής, για τους αυτούς λόγους που αναφέρθηκαν πιο πάνω, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και ο δεύτερος, από το άρθρο 510 παρ. 1Α' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, κατά τον οποίο επήλθε απόλυτη ακυρότητα της επ' ακροατηρίου διαδικασίας, διότι, δεν αναγνώστηκε το εν λόγω έγγραφο. Εξάλλου το Δικαστήριο δεν στήριξε την περί ενοχής του κατηγορουμένου κρίση του, για την πράξη της πλαστογραφίας, στο ότι "του είχε ανατεθεί η οικονομική διαχείριση του Ιδρύματος με την υπ' αριθμ. 9/12-8-1985 απόφαση της σχολικής εφορίας του ιδρύματος", το τελευταίο δε αυτό έγγραφο (απόφαση), αφηγηματικά αναφέρεται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αφού τα διαλαμβανόμενα σε αυτό αφορούν την κατηγορία για την πράξη της απιστίας, πράξη για την οποία κρίθηκε αθώος ο κατηγορούμενος.
II. Ο αναιρεσείων, με τον τρίτο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, προβάλλει την αιτίαση ότι η προσβαλλομένη απόφαση είναι αναιρετέα λόγω απόλυτης ακυρότητας που συνέβη κατά την διαδικασία στο ακροατήριο, σύμφωνα με τα άρθρα σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. Δ και τα άρθρα 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 και 369 του Κ.Π.Δ., καθόσον, το Δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του σε σχέση με την ενοχή του, έλαβε υπόψη του έγγραφο που δεν είναι βεβαία η ανάγνωσή του, και έτσι αυτός στερήθηκε αυτός της δυνατότητας να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Ειδικότερα αναφέρει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του ως αναγνωστέο έγγραφο το ΧΕΠ 150/2002, το οποίο και ανέγνωσε, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, πλην όμως "η προσβαλλομένη απόφαση δεν εξειδικεύει ποια μορφή του εγγράφου αναγνώστηκε και ελήφθη υπόψιν, η αρχική ή η δήθεν αλλοιωμένη ή διορθωμένη". Οι αιτιάσεις όμως αυτές είναι αβάσιμες και απορριπτέες, προεχόντως διότι το πιο πάνω έγγραφο (ΧΕΠ 150/2002), αποτελεί στοιχείο του κατηγορητηρίου και, συνεπώς, αναπόσπαστο μέρος της ποινικής δίωξης που ασκήθηκε σε βάρος του κατηγορουμένου για την πράξη της πλαστογραφίας και αυτός, προς αντίκρουση του εγγράφου τούτου, μπορεί, κατ` άρθρο 358 ΚΠΔ να εκθέσει τις απόψεις του και να δώσει τις αναγκαίες εξηγήσεις περί τούτου. Εξάλλου στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του σε τρόπο που μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από τα άρθρο 358 ΚΠΔ δικαιώματά του. Στην προκειμένη δε περίπτωση με την πιο πάνω αναφορά του εγγράφου αυτού, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά του και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού του, αφού, ειδικότερα με την ανάγνωση του κειμένου του, κατέστη γνωστό και κατά το περιεχόμενό του στον αναιρεσείοντα, οπότε αυτός είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού. Τέλος, εφόσον κατά τις παραδοχές της απόφασης, όπως ειδικότερα αναφέρεται και πιο κάτω, "δεν είναι εφικτό να διαπιστωθεί η αρχική μορφή" του εγγράφου αυτού, αυτονοήτως συνάγεται ότι η μορφή του εγγράφου που αναγνώστηκε και λήφθηκε υπόψη δεν ήταν η αρχική, αλλά η αλλοιωμένη ή διορθωμένη. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Π.Δ. σχετικός τρίτος λόγος αναίρεσης του κύριου δικογράφου της κρινόμενης αίτησης, κατά τον οποίο επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, γιατί το Εφετείο Πατρών έλαβε υπόψη του για το σχηματισμό της ουσιαστικής κρίσης του, έγγραφο του οποίου δεν είναι βεβαία η ανάγνωση, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
ΙII. Από το άρθρο 216 παρ. 1 και 2 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε, δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση πλαστού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 216. Περαιτέρω η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίος έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Μόνη η αποδοχή από το Δικαστήριο στο σκεπτικό της απόφασης, ύστερα από εκτίμηση των αποδείξεων, ως αιτιολογίας, έστω και κατ' αντιγραφή του περιεχομένου του διατακτικού της απόφασης, δεν συνιστά, χωρίς τίποτε άλλο έλλειψη της κατά το νόμο αιτιολογίας της αποφάσεως, εκτός εάν στο διατακτικό και κατ' ανάγκη επί αντιγραφής του στο σκεπτικό της απόφασης δεν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της πράξης για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων. Η έλλειψη όμως στην περίπτωση αυτή πρέπει να προσδιορίζεται με το σχετικό λόγο αναιρέσεως. Εξάλλου λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Eφετείο Πατρών, που δίκασε έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Χ, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: ".... Ο κατηγορούμενος ήταν Διευθυντής του παραρτήματος του Εθνικού Ιδρύματος Κωφών στην ... κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2001 έως και το έτος 2003 και του είχε ανατεθεί η οικονομική διαχείριση του ιδρύματος με την 9/12-8-1985 απόφαση της σχολικής εφορίας του ιδρύματος. Το τελευταίο αποτελεί Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με το ν. 2646/1998 (ΦΕΚ 236/20-10-1998) υπαγόμενο στον έλεγχο και την εποπτεία του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Ο κατηγορούμενος με την παραπάνω ιδιότητα του θεωρείται υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13 ΠΚ του ως άνω ν.π.δ.δ. (Ιδρύματος Κωφών) αφού ασκούσε υπηρεσία που εμπίπτει στους σκοπούς γενικότερου ενδιαφέροντος που επιδιώκει το νομικό αυτό πρόσωπο δηλ. το ίδρυμα κωφών, απορριπτόμενου του αντιθέτου αυτοτελούς ισχυρισμού του ως αβασίμου. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι όταν την 11-12-2003 κατά τη διάρκεια οικονομικού ελέγχου που πραγματοποίησαν στο ίδρυμα οι αρμόδιοι επιθεωρητές του ΣΕΥΥΠ του ζήτησαν να τους αποστείλει διάφορα έγγραφα του Ιδρύματος με οικονομικά στοιχεία και συγκεκριμένα μεταξύ άλλων πρακτικά της σχολικής εφορείας, εκείνος προέβη στη σύνταξη αποσπασμάτων των πρακτικών αυτών όπου στα οικεία θέματα αναφέρονται ότι δήθεν συζητήθηκαν και έγιναν εγκρίσεις διαφόρων δαπανών από τη σχολική εφορεία και έθεσε στα αποσπάσματα αυτά τα ονόματα των μελών της σχολικής εφορείας, του προέδρου, του γραμματέα και του αντιπροέδρου αυτής, καθώς και το δικό του όνομα με την υπογραφή του κάτω από την ένδειξη "ακριβές αντίγραφο από το βιβλίο των πρακτικών", ενώ στην πραγματικότητα δεν είχαν συζητηθεί κατά τη διάρκεια των αντίστοιχων με τα άνω πρακτικά συνεδριάσεων τα θέματα αυτά και δεν είχαν εγκριθεί οι αναφερόμενες σ'αυτά (αντίγραφα πρακτικών) δαπάνες. Ειδικότερα 1) ενώ στο υπ' αρ. 87/9-3-1999 πρακτικό της σχολικής εφορείας στο θέμα 9° αναφέρεται ο διορισμός εκπροσώπου του Δήμου ... στη σχολική εφορεία 2) στο υπ' αρ. 89/30-6-1999 πρακτικό στο θέμα 4° γίνεται αναφορά σε ορισμό επιτροπής αχρηστεύσεως υλικού 3) στο υπ' αρ. 91/5-11-1999 πρακτικό στο θέμα 3° ορίζεται επιτροπή διενέργειας πρόχειρου διαγωνισμού μεταφοράς εξοπλισμού 4) στο υπ' αρ. 92/3-2-2000 πρακτικό στο θέμα 7° γίνεται αναφορά σε αιτήσεις της ... και στο θέμα 11° γίνεται αναφορά σε αύξηση του κομίστρου του ταξί, 5) στο υπ' αρ. 93/22-6-2000 πρακτικό στο θέμα 5° γίνεται αναφορά σε τοποθέτηση ωρολογίου παρουσίας προσωπικού, 6) στο υπ' αρ. 94/11-10-2000 πρακτικό στο θέμα 3° γίνεται λόγος για προσλήψεις προσωπικού, 7) στο υπ' αρ. 96/1-11-2000 πρακτικό στο θέμα 11° αναφέρεται η αίτηση μετάταξης της ...., 8) στο υπ' αρ. 97/20-12-2000 πρακτικό υπάρχει μόνο ένα θέμα που αφορά σε έγκριση του προϋπολογισμού του 2001 και 9) το υπ' αρ. 98/5-4-2001 πρακτικό έχει θέμα έγκριση λειτουργικών δαπανών α' τριμήνου 2001. Ακόμα αποδείχτηκε ότι προέβη σε απόξεση και διόρθωση του 150/2002 χρηματικού εντάλματος, το οποίο είχε υποβληθεί στα αρμόδια όργανα, ήτοι τη σχολική εφορεία και στον επίτροπο ... πριν τη διόρθωση και είχε ήδη εγκριθεί με την αρχική του μορφή. Σκοπός του ήταν να παραπλανήσει με τη χρήση των ανωτέρω πρακτικών και εντάλματος τους ανωτέρω αρμοδίους επιθεωρητές στους οποίους τα απέστειλε για έλεγχο, ότι δήθεν είχαν εγκριθεί οι αναφερόμενε σ'αυτά δαπάνες του ιδρύματος από τη σχολική εφορεία, γεγονός που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχος κατά το διατακτικό. Περαιτέρω δεν αποδείχτηκε πρόθεση του κατηγορουμένου να βλάψει το ίδρυμα με τη μη κατάθεση αποθεματικών κεφαλαίων από τη ταμειακή διαχείριση. Εξάλλου οι μόνοι οικονομικοί πόροι του ιδρύματος προερχόταν από την κρατική χρηματοδότηση, όπως δε βεβαιώθηκε με δυσκολία κάλυπταν τις εκάστοτε λειτουργικές ανάγκες του, ώστε δεν ήταν δυνατή η ύπαρξη κάποιου σοβαρού κεφαλαίου ως αποθεματικού.
Συνεπώς πρέπει να κηρυχθεί αθώος της πράξης της απιστίας που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο". Κατ' ακολουθία του αιτιολογικού αυτού το Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα για την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, κατ' εξακολούθηση και αθώο για την πράξη της απιστίας. Eιδικότερα κήρυξε αυτόν ένοχο του ότι: " Κατά το έτος 2003 και σε χρόνους που δεν προσδιορίστηκαν ειδικότερα, αλλά πάντως μετά την 11/12/2003, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, νόθευσε έγγραφα και προέβη στην κατάρτιση πλαστών εγγράφων, με σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, ακολούθως δε αυτός προέβη και σε χρήση των εγγράφων αυτών. Συγκεκριμένα ως δ/ντής του παραρτήματος του ΕΙΚ στην ..., που είχε την οικονομική διαχείριση αυτού, κατά την διάρκεια οικονομικού ελέγχου που διενεργούσαν στο ανωτέρω νομικό πρόσωπο, αρμόδιοι επιθεωρητές του Σ. Ε. Υ. Υ. Π, στα πλαίσια του οποίου οι τελευταίοι ζήτησαν από τον ίδιο την 11/12/2003, να τους αποστείλει διάφορα έγγραφα του ιδρύματος με οικονομικά στοιχεία (εντάλματα, γραμμάτια είσπραξης παραστατικά, πρακτικά της σχολικής εφορείας του παραρτήματος) προκειμένου να προβούν στον έλεγχο τους, ο ανωτέρω κατηγορούμενος: α) σε πολλά από τα έγγραφα αυτά, που αφορούσαν στην έγκριση δαπανών και είχαν νωρίτερα υποβληθεί προς έγκριση στα αρμόδια όργανα (σχολική εφορεία του ιδρύματος μέχρι το έτος 2001 και στον αρμόδιο επίτροπο ... από το έτος 2002 και μετά), προέβη σε αλλοιώσεις του αρχικού τους περιεχομένου με διορθώσεις, αποξέσεις και αλλαγές των αναγραφόμενων ποσών και β) κατάρτισε αποσπάσματα πρακτικών της σχολικής εφορείας του ιδρύματος για την νομιμοποίηση δαπανών στα οποία περιέχονταν αποφάσεις της που ουδέποτε συζητήθηκαν ληφθεί. Συγκεκριμένα ο ανωτέρω κατηγορούμενος: α) προέβη σε αποξέσεις, σε διορθώσεις και σε αλλαγές των χρηματικών ποσών στο υπ' αρ. ΧΕΠ 150/2002, οι οποίες δεν είναι δυνατό να προσδιορισθούν επακριβώς, καθόσον δεν είναι εφικτό να διαπιστωθεί η αρχική μορφή των εγγράφων αυτών, παρότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι το ένταλμα αυτό είχε ήδη υποβληθεί στα αρμόδια όργανα και είχε ήδη εγκριθεί από αυτά με την αρχική του μορφή, με σκοπό ο ανωτέρω κατηγορούμενος να παραπλανήσει με την χρήση του εντάλματος αυτού άλλους, σχετικά με την γνησιότητα του, καθόσον ενεφάνιζε το περιεχόμενο τους ότι ήταν αυτό ακριβώς που είχε εγκριθεί από τα ανωτέρω όργανα, γεγονός όμως αυτό που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα και μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, καθόσον όταν το ένταλμα αυτό είχε υποβληθεί στην σχολική εφορεία και στον επίτροπο .... δεν έφερε αποξέσεις και διορθώσεις, β) 1) ενώ στο υπ' αρ. 87/9-3-1999 πρακτικό της σχολικής εφορείας στο θέμα 9° αναφέρεται ο διορισμός εκπροσώπου του Δήμου ... στη σχολική εφορεία, 2) στο υπ' αρ. 89/30-6-1999 πρακτικό στο θέμα 4° γίνεται αναφορά σε ορισμό επιτροπής αχρηστεύσεως υλικού, 3) στο υπ' αρ. 91/5-11-1999 πρακτικό στο θέμα 3° ορίζεται επιτροπή διενέργειας πρόχειρου διαγωνισμού μεταφοράς εξοπλισμού, 4) στο υπ' αρ. 92/3-2-2000 πρακτικό στο θέμα 7° γίνεται αναφορά σε αιτήσεις της .... και στο θέμα 11° γίνεται αναφορά σε αύξηση του κομίστρου του ταξί, 5) στο υπ' αρ. 93/22-6-2000 πρακτικό στο θέμα 5° γίνεται αναφορά σε τοποθέτηση ωρολογίου παρουσίας προσωπικού, 6) στο υπ' αρ. 94/11-10-2000 πρακτικό στο θέμα 3° γίνεται λόγος για προσλήψεις προσωπικού, 7) στο υπ' αρ. 96/1-11-2000 πρακτικό στο θέμα 1Γ αναφέρεται η αίτηση μετάταξης της ...., 8) στο υπ' αρ. 97/20-12-2000 πρακτικό υπάρχει μόνο ένα θέμα που αφορά σε έγκριση του προϋπολογισμού του 2001 και 9) το υπ' αρ. 98/5-4-2001 πρακτικό έχει θέμα έγκριση λειτουργικών δαπανών α' τριμήνου 2001, ωστόσο στην συνέχεια ο κατηγορούμενος συνέταξε αποσπάσματα των πρακτικών αυτών, όπου στα οικεία θέματα αναφέρονταν ότι δήθεν συζητήθηκαν και έγιναν από την σχολική εφορεία εγκρίσεις διαφόρων δαπανών, περαιτέρω δε έθεσε στα αποσπάσματα αυτά τα ονόματα των μελών της σχολικής εφορείας, του προέδρου, του γραμματέα και του αντιπροέδρου αυτής, καθώς και το δικό του όνομα με την υπογραφή του κάτω από την ένδειξη "ακριβές αντίγραφο από το βιβλίο πρακτικών", με σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση των εγγράφων αυτών άλλους, σχετικά με την γνησιότητα τους, καθόσον ενεφάνιζε το περιεχόμενο τους ως δήλωση της ανωτέρω σχολικής εφορείας, ότι δήθεν δηλ. κατά την διάρκεια των αντίστοιχων με τα ως άνω πρακτικά συνεδριάσεων αυτής, είχαν συζητηθεί και είχαν εγκριθεί διάφορες δαπάνες του ιδρύματος, από την οποία όμως σχολική εφορεία η δήλωση αυτή δεν προήρχετο. Ακολούθως ο κατηγορούμενος έκανε και χρήση όλων των προαναφερόμενων εγγράφων, υπό στοιχ. α' και β', αποστέλλοντας αυτά για έλεγχο στους αρμόδιους επιθεωρητές μετά την 11/12/2003....". Για την πράξη του δε αυτή, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τα άρθρα 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 98 και 216 παρ. 1 του ΠΚ, το Τριμελές Εφετείο Πατρών του επέβαλε ποινή φυλακίσεως δέκα μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία έτη.
ΙV. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Πατρών στην προσβαλλόμενη απόφασή του, διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τα μνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως της κατ' εξακολούθηση πλαστογραφίας με χρήση για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, (πλην της αναφερόμενης πιο κάτω επιμέρους πράξεως της νόθευσης του ΧΕΠ 150/2002), τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ο αναιρεσείων με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης προβάλλει ότι η προσβαλλομένη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς το σκεπτικό της επαναλαμβάνει το διατακτικό και ειδικότερα, ως προς το θέμα της εκ μέρους του διοίκησης και οικονομικής διαχείρισης, έκρινε αναιτιολόγητα, ότι ήταν Διευθυντής του παραρτήματος του Εθνικού Ιδρύματος Κωφών στην .... κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2001 έως και το έτος 2003 και του είχε ανατεθεί η οικονομική διαχείριση του Ιδρύματος με την 9/12-8-1985 απόφαση της σχολικής εφορίας του ιδρύματος, χωρίς έστω συνοπτική αναφορά του περιεχομένου της απόφασης αυτής, και επιπλέον χωρίς να γίνεται "καμία μνεία για τα ονόματα των μελών που απάρτισαν την σχολική εφορεία που δήθεν έλαβε την απόφαση αυτή κατά την συνεδρίαση της 12-8-1985", παρότι, όπως αναφέρει, στον από 3-9-2008 αυτοτελή ισχυρισμό του που κατέθεσε εγγράφως στο Δικαστήριο υπήρξε συγκεκριμένη αιτίαση για αναρμοδιότητα του ως προς το θέμα αυτό. Οι αιτιάσεις αυτές του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες. Η επανάληψη του διατακτικού στο σκεπτικό της απόφασης στην προκειμένη περίπτωση, δεν συνιστά έλλειψη της κατά το νόμο αιτιολογίας της αποφάσεως, αφού εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της πράξης για την οποία αυτός καταδικάστηκε, χωρίς να απαιτείται για την πληρότητα της αιτιολογίας, για την καταδικαστική για την πράξη της πλαστογραφίας απόφασης, η αναφορά και των επιπλέον στοιχείων που αναφέρει ο αναιρεσείων. Συγκεκριμένα δεν απαιτείται για την θεμελίωση της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος της πλαστογραφίας η αρμοδιότητα του αναιρεσείοντος "για την οικονομική διαχείριση" του παραρτήματος του Εθνικού Ιδρύματος Κωφών στην ..... Η αρμοδιότητα δε αυτή μνημονεύεται στην απόφαση αφηγηματικώς, όπως προαναφέρθηκε, και αφορά την πράξη της απιστίας, για την οποία κρίθηκε ο αναιρεσείων αθώος. Τα όσα δε διατύπωσε αυτός σχετικά στον εγγράφως υποβληθέντα ισχυρισμό, αρνούμενος την αρμοδιότητα αυτή, αποτελούσαν αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό για την πράξη της απιστίας, για τον οποίο το Δικαστήριο, μετά την απαλλαγή μάλιστα του κατηγορουμένου για την πράξη αυτή, δεν απαιτείτο να απαντήσει αιτιολογημένα. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση με πληρότητα προσδιορίζει τα πλαστά έγγραφα που κατάρτισε ο αναιρεσείων και είναι τα περιγραφόμενα σε αυτή αποσπάσματα των πρωτότυπων πρακτικών, όπως, επίσης, προσδιορίζει και το περιεχόμενο των πλαστών αυτών αποσπασμάτων, με την παραδοχή ότι "στα οικεία θέματα αναφέρονταν ότι δήθεν συζητήθηκαν και έγιναν από την σχολική εφορεία εγκρίσεις διαφόρων δαπανών, περαιτέρω δε έθεσε στα αποσπάσματα αυτά τα ονόματα των μελών της σχολικής εφορείας, του προέδρου, του γραμματέα και του αντιπροέδρου αυτής....., με σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση των εγγράφων αυτών άλλους, σχετικά με την γνησιότητα τους, καθόσον ενεφάνιζε το περιεχόμενο τους ως δήλωση της ανωτέρω σχολικής εφορείας, ότι δήθεν δηλ. κατά την διάρκεια των αντίστοιχων με τα ως άνω πρακτικά συνεδριάσεων αυτής, είχαν συζητηθεί και είχαν εγκριθεί διάφορες δαπάνες του ιδρύματος ....", χωρίς ν' απαιτείται για την πληρότητα της αιτιολογίας και η επιπλέον αναφορά των στοιχείων που αναφέρει ο αναιρεσείων στην αίτησή του (εξαντλητική εξειδίκευση ως προς τι διαφέρει έκαστο απόσπασμα από το αντίστοιχο πρωτότυπο πρακτικό, εξειδίκευση των ονοματεπωνύμων των μελών της σχολικής εφορείας κλπ).
V. Οι λαμβανόμενες στους προσθέτους λόγους αναίρεσης αιτιάσεις, κατά τις οποίες, ως προς την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής και της υποκειμενικής υποστάσεως του αδικήματος της πλαστογραφίας, η αναιρεσιβαλλόμενη δεν περιλαμβάνει με πληρότητα, σαφήνεια και κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο την ύπαρξη πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου, καθόσον, όπως ο αναιρεσείων αναφέρει, "ουδείς εκ των μαρτύρων εισέφερε εκείνες τις αποδείξεις (ως όφειλε) για τον σχηματισμό απόλυτης περί ενοχής κρίσης και η προσβαλλομένη απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε τις αποδείξεις και οδηγήθηκε σε εντελώς διαφορετική δικανική πεποίθηση", απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον με την επίφαση της εσφαλμένης ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διάταξης και της του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Το Δικαστήριο της ουσίας, όπως ήδη έχει αναφερθεί, συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφασή του, μεταξύ των οποίων και εκείνα που επιλεκτικά αναφέρει ο αναιρεσείων στον πρόσθετο λόγο αναιρέσεως (καταθέσεις μαρτύρων και πολιτικώς ενάγοντος), προκειμένου να καταλήξει στην περί ενοχής αυτού κρίση ως προς την κατάρτιση των αναφερομένων σε αυτή πλαστών εγγράφων και εξ ουδενός στοιχείου προκύπτει ότι αυτός στερήθηκε του δικαιώματός του να δικασθεί δικαίως, κατά παράβαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, εκ μόνου του γεγονότος ότι μερικοί εκ των μαρτύρων που εξετάστηκαν δεν βεβαίωσαν αν ο κατηγορούμενος είχε οικονομικό όφελος (στοιχείο που δεν απαιτείται για την στοιχειοθέτηση του πλημμελήματος της πλαστογραφίας), ή εκ του ότι όλοι οι αναφερόμενοι από τον αναιρεσείοντα μάρτυρες, κατά την γενόμενη από αυτόν αξιολόγηση των καταθέσεών τους, δεν βεβαίωσαν τον δόλο αυτού.
VΙ. Αντίθετα με τα πιο πάνω εκτεθέντα, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς την καταδικαστική αυτής κρίση, για την επιμέρους πράξη της πλαστογραφίας (νόθευσης) του χρηματικού εντάλματος (Χ.Ε.) 150/2002, δεν είναι πλήρης και εμπεριστατωμένη. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος του ότι "προέβη σε αποξέσεις, σε διορθώσεις, σε αλλαγές των χρηματικών ποσών στο υπ' αρ. ΧΕΠ 150/2002, οι οποίες δεν είναι δυνατό να προσδιορισθούν επακριβώς, καθόσον δεν είναι εφικτό να διαπιστωθεί η αρχική μορφή των εγγράφων αυτών ..... ". Με τις παραδοχές, όμως, αυτές δεν καθίσταται σαφές τι ακριβώς δέχθηκε το Δικαστήριο, ως προς τρόπο με τον οποίο τελέστηκε η επιμέρους αυτή πράξη της πλαστογραφίας και συγκεκριμένα δεν είναι σαφές σε τι συνίσταται η αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα νόθευση του εγγράφου αυτού, δηλαδή σε ποιες αποξέσεις και αλλαγές χρηματικών ποσών του γνησίου εγγράφου προέβη και, αν οι γενόμενες αυτές αποξέσεις και αλλαγές, μπορούσαν να έχουν έννομες συνέπειες και ποιες. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ σχετικοί λόγοι αναιρέσεως του κυρίως δικογράφου της αιτήσεως (4ος στοιχ. γ, 5ος και 6ος), με τους οποίους προβάλλονται οι πλημμέλειες αυτές της αποφάσεως, για έλλειψη αιτιολογίας, αλλά και νομίμου βάσεως, λόγω των πιο πάνω ασαφειών, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, είναι βάσιμοι και πρέπει, κατά παραδοχή του λόγων αυτών, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο ως προς την μερικότερη αυτή πράξη (και συνακόλουθα κατά το περί ποινής, κεφάλαιό της) και να παραπεμφθεί, κατά τούτο, η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, εφόσον είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως και σε περίπτωση αθωώσεως για την πράξη αυτή να προβεί το Δικαστήριο σε νέα επιμέτρηση της ποινής, απορριπτομένης, κατά τα λοιπά της αιτήσεως αναιρέσεως και των προσθέτων αυτής λόγων.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την 1584α-1584/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, μόνο ως προς την μερικότερη πράξη της νόθευσης (με απόξεση, διόρθωση και αλλαγές χρηματικών ποσών) του χρηματικού εντάλματος (ΧΕΠ) 150/2002, καθώς και κατά την περί ποινής διάταξή της.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την 1/30-1-2009 αίτηση (έκθεση) αναίρεσης και τον από 18-3-2009 πρόσθετο αυτής λόγο του Χ για αναίρεση της 1584α-1584/2008 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πατρών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Απριλίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 15 Μαΐου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ