Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ηθική αυτουργία, Ψευδορκία μάρτυρα.
Περίληψη:
Πράξεις: 1) Ψευδορκία μάρτυρα και 2) ηθική αυτουργία σ' αυτή. Μοναδικός λόγος αναιρέσεως: Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Απορρίπτεται.
Αριθμός 416/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Δημάδη, Βιολέττα Κυτέα, Γεώργιο Αδαμόπουλο και Αικατερίνη Βασιλακοπούλου - Κατσαβριά - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση
των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1)Χ1, κατοίκου ..., 2) Χ2, κατοίκου ..., 3) Χ3, κατοίκου ... και 4) Χ4, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Παπαδημητρίου, περί αναιρέσεως της 3449/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης.
Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Ψ1 και 2) Ψ2 σύζυγο Ψ1, κατοίκους ..., που δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 27 Οκτωβρίου 2009 τέσσερις αυτοτελείς αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1524/2009.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες υπ' αριθμ. 70, 71, 72 και 73/27/10/2009 αιτήσεις αναιρέσεως των: 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ, και 4) Χ4 κατά της υπ' αριθμ. 3449/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν ως συναφείς.
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή, αρκεί να συνάγεται από την απόφαση ότι όλα τα αποδεικτικά μέσα ελήφθησαν υπόψη και εκτιμήθηκαν. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναίρεσης της απόφασης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ειδικά στην περίπτωση της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα, για να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, πρέπει να αναφέρονται σ' αυτή ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση στον αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα που διέπραξε, ήτοι να εκτίθεται στην απόφαση ότι ο κατηγορούμενος με πειθώ και φορτικότητα, παραινέσεις και συμβουλές έπεισε τον συγκατηγορούμενό του να καταθέσει τα ψευδή περιστατικά που κατέθεσε εν γνώσει της αναληθείας τους.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε ανελέγκτως, μετά από εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων τα οποία κατ' είδος μνημονεύει ότι αποδείχθηκε ότι "οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος κατηγορούμενοι, με την ηθική αυτουργία του πρώτου, διέπραξαν το έγκλημα της ψευδορκίας. Ειδικότερα αποδείχθηκαν τα εξής: 1) Ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ2 ενώ εξεταζόταν ως μάρτυρας ενώπιον των Ανθυπαστυνόμων ..., ανακριτικών υπαλλήλων του ΤΟΤΑ ... που διενεργούσαν αυτεπάγγελτη αστυνομική προανάκριση για τροχαίο ατύχημα, κατέθεσε μεταξύ άλλων ενόρκως τα εξής: "....πλησίασα (τον Χ1) ο οποίος μου είπε "κύριε ... πετάχτηκαν απότομα μπροστά μου δύο άτομα που βγήκαν από το μπαράκι, επέστρεψα στο σημείο. Εκεί άκουσα τους παρευρισκόμενους να λένε ότι οι νεαροί (ο θανών Ζ και ο τραυματισθείς εκ του τροχαίου ατυχήματος Ξ) ήταν μεθυσμένοι και πετάχτηκαν απότομα στην πορεία του αυτοκινήτου". Τα ανωτέρω αναφερόμενα από τον κατηγορούμενο ήταν εν γνώσει του ψευδή, ενώ η αλήθεια είναι ότι ο Χ1(πρώτος κατηγορούμενος) και δράστης του τροχαίου ουδέποτε ανέφερε στον εν λόγω κατηγορούμενο την παραπάνω φράση, καθώς ο ίδιος είχε καταθέσει ότι δεν είχε αντιληφθεί εξ αρχής ότι παρέσυρε με το όχημά του τους παθόντες, οι οποίοι έβαιναν πεζοί σε χωμάτινο έρεισμα δίπλα της Επαρχιακής οδού... και δεν εξέρχονταν από κέντρο διασκέδασης(μπαρ), δεν εισήλθαν απότομα στην πορεία του Χ1, και επιπροσθέτως δεν ήταν μεθυσμένοι, ενώ οι εικασίες που φέρεται ότι άκουσε από παρευρισκόμενους ο κατηγορούμενος δεν ειπώθηκαν ποτέ, διότι δεν υπήρχαν αυτόπτες μάρτυρες του τροχαίου ατυχήματος που να είχαν δει τη παράσυρση, πλην των ιδίων παθόντων, 2) ο τρίτος κατηγορούμενος, ενώ εξεταζόταν ως μάρτυρας για τις συνθήκες του άνω τροχαίου ατυχήματος από τους Ανθυπαστυνόμους ..., ανακριτικών υπαλλήλων της Υποδιεύθυνσης Τροχαίας Θεσσαλονίκης, κατέθεσε, μεταξύ άλλων, τα εξής: "....Είδα δύο νεαρούς (Ζ και Ξ) οι οποίοι φαίνονταν ευδιάθετοι. Σε κάποια στιγμή οι εν λόγω νεαροί εντελώς ξαφνικά πετάχτηκαν στο δρόμο, όπου τους παρέσυρε ένα αυτοκίνητο που κινούνταν προς .... Εγώ πήγα στον τόπο του ατυχήματος και έδωσα το όνομα μου στον οδηγό του αυτοκινήτου που χτύπησε τους πεζούς". Τα ανωτέρω ήταν ψευδή, αφού ο ίδιος δεν ήταν στο σημείο του ατυχήματος, και συνεπώς δεν μπορούσε να δει τους παθόντες, ούτε έδωσε τα στοιχεία του στον Χ1, ο δε τελευταίος και οι παθόντες - πεζοί ως αποδείχθηκε, βάδιζαν σε χωμάτινο έρεισμα της οδού ...) και δεν εισήλθαν απότομα στην οδό, είχαν δε κατεύθυνση προς ... και όχι προς ..., και 3) ο τέταρτος κατηγορούμενος, ενώπιον της ..., αρμοδίων ανακριτικών υπαλλήλων του ΤΟΤΑ ... που διεξήγαγαν αστυνομική προανάκριση για τις συνθήκες του άνω τροχαίου ατυχήματος, κατέθεσε ενόρκως ως μάρτυρας τα εξής, μεταξύ άλλων: "... Περίπου είκοσι (20) μέτρα πιο κάτω(από το σημείο της παράσυρσης των πεζών) είχε σταματήσει το όχημα που ενεπλάκη στο ατύχημα". Το περιεχόμενο αυτό της κατάθεσης του ήταν ψευδές εν γνώσει, ενώ η αλήθεια είναι ότι το όχημα του Χ1, που παρέσυρε τους πεζούς, είχε ακινητοποιηθεί 50 μέτρα τουλάχιστον πιο μακριά από το σημείο της παράσυρσης. Τούτο δε παρά το ότι αποτελεί εκτίμηση και όχι γεγονός, προϋποθέτει τη παρουσία του εν λόγω μάρτυρα στο ατύχημα, που όμως από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε και συνεπώς η κατάθεση του θεωρείται ψευδής εξ αίτιας αυτού. Με βάση τα αποδειχθέντα πιο πάνω περιστατικά, πρέπει οι εν λόγω κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι του αδικήματος της ψευδορκίας, όπως ειδικότερα εκτίθεται στο διατακτικό της παρούσας, αφού αυτοί κατέθεσαν ενόρκως γεγονότα που όμως αποδείχθηκαν ψευδή, απορριπτόμενου του σχετικού ισχυρισμού του δευτέρου κατηγορουμένου ως αβασίμου. Τέλος αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα του ενός εγκλήματα που τιμωρούνται με πρόσκαιρες της ελευθερίας ποινές, και ειδικότερα με πρόθεση προκάλεσε σε άλλους την απόφαση να τελέσουν το αδίκημα της ψευδορκίας μάρτυρα που διέπραξαν. Συγκεκριμένα με προτροπές και παραινέσεις, έπεισε τους προαναφερθέντες κατηγορουμένους, την 16/9/2002, την 10/10/2002 και την 20/9/2002, αντίστοιχα, να καταθέσουν ενόρκως ψευδώς τα παραπάνω διαλαμβανόμενα περιστατικά στους ανακριτικούς υπαλλήλους που διερευνούσαν τις συνθήκες του τροχαίου ατυχήματος που συνέβη την 2/8/2002 στην Επαρχιακή οδό ..., προκειμένου να μην κριθεί ο ίδιος υπαίτιος αυτού.
Συνεπώς και αυτός πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως που του αποδίδεται". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά που δέχθηκε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 46 παρ. 1α και 224 παρ. 2 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Εξ άλλου το δικαστήριο παραθέτει με λεπτομέρεια στο σκεπτικό του, που αλληλοσυμπληρώνεται με το διατακτικό του, τα στοιχεία από τα οποία συνήγαγε την μη παρουσία των δευτέρου, τρίτου και τετάρτου των αναιρεσειόντων στον τόπο του τροχαίου ατυχήματος που έλαβε χώρα την 2/8/2002, ενώ αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα τον άμεσο δόλο των εν λόγω αναιρεσειόντων σχετικά με την διάπραξη του εγκλήματος της ψευδορκίας μαρτύρων παραθέτοντας τα περιστατικά που δικαιολογούν την γνώση τους αυτή. Τέλος η προσβαλλόμενη απόφαση εκθέτει τον τρόπο και τα μέσα με τα οποία ο πρώτος των αναιρεσειόντων προκάλεσε στους αυτουργούς την απόφαση να τελέσουν τη συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μαρτύρων, επιπλέον δε διαλαμβάνει και τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία συνήγαγε ότι ο ανωτέρω ηθικός αυτουργός προκάλεσε σε εκείνους την απόφαση αυτή, αιτιολογώντας με σαφήνεια και πληρότητα τον άμεσο δόλο του σχετικά με την διάπραξη της ηθικής αυτουργίας. Επομένως, ο σχετικός και μοναδικός λόγος αναιρέσεως των αιτήσεων των αναιρεσειόντων από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' του ΚΠΔ, που υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Εξ άλλου δεν είχε υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει και πολύ περισσότερο να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψη του ισχυρισμού που πρόβαλε ο δεύτερος των αναιρεσειόντων, γιατί ο ισχυρισμός αυτός, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης στα οποία έχει καταχωρηθεί, (συνιστάμενος συνοπτικώς στην άρνηση τελέσεως της πράξεως της ψευδορκίας μάρτυρος), δεν έτεινε στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην μείωση του ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, δεν ήταν δηλαδή αυτοτελής, αλλά αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός Επομένως η ειδικότερη αιτίαση που προβάλλεται από τον εν λόγω αναιρεσείοντα με την αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθούν οι αιτήσεις αναιρέσεως ως αβάσιμες, καταδικασθούν δε οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 27/10/2009 αιτήσεις των Χ1, Χ2, Χ3 και Χ4 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 3449/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ για τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 25 Φεβρουαρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ