Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απόπειρα, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Οπλοφορία, Οπλοχρησία.
Περίληψη:
Απόπειρα ανθρωποκτονίας με προ-μελετημένο δόλο. Ληστείες κατ' εξακολούθηση. Διακεκριμένες κλοπές κατ' εξακολούθηση. Οπλοφορία. Οπλοχρησία. Αίτημα για επίδειξη πειστηρίων. Αιτιολογία απόρριψης τέτοιου αιτήματος. Απόρριψη αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας καταδικαστικής απόφασης για τα ανωτέρω εγκλήματα.
Αριθμός 2006/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Παναγιώτη Ρουμπή- Εισηγητή, Γεώργιο Μπατζαλέξη και Χριστόφορο Κοσμίδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Σεπτεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κρατούμενου στην Κλειστή Φυλακή ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαρίλαο Λαδή, περί αναιρέσεως της 247-251/2008 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Μαρτίου 2009 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 545/2009.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 26-3-2009 αίτηση του Χ για αναίρεση της υπ'αριθμ. 2470251/2008 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρο 473 παρ.1 και 3 ΚΠΔ). Επομένως ασκήθηκε παραδεκτά και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 299 παρ.1 του ΠΚ όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη και κατά τη διάταξη του άρθρου 27 του ίδιου Κώδικα, με πρόθεση πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης και επίσης όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν τα αυτά περιστατικά και τα αποδέχεται. Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση προϋποθέτει, αντικειμενικά μεν την αφαίρεση ζωής άλλου, με θετική ενέργεια ή και ακόμη με την παράλειψη ενέργειας που οφείλεται από το νόμο και υποκειμενικά δόλο, άμεσο ή ενδεχόμενο, που συνίσταται, ο μεν άμεσος, στη γνώση και τη θέληση των στοιχείων της πράξεως, δηλαδή της θανάτωσης του άλλου, ο δε ενδεχόμενος, στην αποδοχή του ενδεχόμενου αποτελέσματος της θανάτωσης του άλλου. Ειδικότερα επί ενδεχομένου δόλου ο υπαίτιος δεν θέλει μεν ούτε επιδιώκει το εγκληματικό αποτέλεσμα, το προβλέπει όμως ως ενδεχόμενη συνέπεια της ενέργειας ή παραλείψεως του και το αποδέχεται. Απαιτείται δηλαδή πρόβλεψη του εγκληματικού αποτελέσματος και αποδοχή του. Η αποδοχή ειδικώτερα του εγκλήματος αποτελέσματος αποτελεί το κυρίαρχο της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου και εννοιολογικά είναι εντελώς διαφορετική από την πεποίθηση (πίστη) ή την ελπίδα ή την ευχή αποφυγής του (μη επέλευσής του) όπως συμβαίνει στο έγκλημα από ενσυνείδητη αμέλεια (άρθρο 28 ΠΚ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 42 παρ.1 και 299 του ΠΚ, προκύπτει ότι το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, βρίσκεται σε απόπειρα, όταν εκείνος που το αποφάσισε, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς του, τέτοια δε θεωρείται κάθε ενέργεια του δράστη ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας αυτού 9άρθρο 15 ΠΚ), η οποία σε περίπτωση επιτυχούς εκβάσεως της οδηγεί στην πραγμάτωση της αντικειμενικής του υποστάσεως, επιφέρει δηλαδή τη θανάτωση του παθόντος, καθώς και εκείνη, η οποία τελεί σε τέτοια συνάφεια ή σε τέτοιο οργανικό σύνδεσμο με την ανωτέρω πράξη (ενέργεια ή παράλειψη), ώστε, κατά τη φυσική αντίληψη των πραγμάτων, μπορεί να θεωρηθεί ως αναπόσπαστο τμήμα και συστατικό μέρος αυτής ενόψει του όλου σχεδίου του δράστη.
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 380 παρ.1 ΠΚ, όποιος με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής αφαιρεί από άλλον ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα ή τον εξαναγκάζει να του παραδώσει για να το ιδιοποιηθεί παρανόμως, τιμωρείται με κάθειρξη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της ληστείας είναι σύνθετο. Στοιχεία του εγκλήματος αυτού είναι αφενός μεν η κλοπή, αφετέρου δε η παράνομη βία, με την οποία ο δράστης αποβλέπει στην κάμψη της αντιστάσεως του θύματος, που μπορεί να επιτευχθεί και με αδράνεια αυτού 'Ετσι η ληστεία συγκροτείται από την αντικειμενική υπόσταση της κλοπής (άρθρο 372 ΠΚ) και της παράνομης βίας (άρθρο 330 ΠΚ). Ακόμη, κατά το άρθρο 372 παρ.1 του ΠΚ "όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών", κατά δε το άρθρο 374 περ.δ' και ε' του ιδίου Κώδικα "Η κλοπή τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών αν τελέσθηκε από δύο ή περισσότερους που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές ή ληστείες (περ.δ') και αν η πράξη τελέσθηκε από πρόσωπο που διαπράττει κλοπές ή ληστείες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή αν η συνολική αξία των αντικειμένων της κλοπής υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ (περ. ε'). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ.στ' του ΠΚ, που προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 παρ.6 του ν. 2408/1996, κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ'επάγγελμα απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης, κατ'επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Ακόμη, από το άρθρο 45 ΠΚ, το οποίο ορίζει ότι αν περισσότεροι από έναν τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη καθένας τους τιμωρείται, ως αυτουργός της πράξης, συνάγεται ότι συναυτουργία είναι η άμεση ή διαδοχική σύμπραξη περισσοτέρων από ένα στην διάπραξη κάποιου εγκλήματος που διαπράττουν με κοινό δόλο τους, δηλαδή με συναπόφασή τους την οποία είτε πριν από την πράξη τους ή κατά την τέλεσή τους έλαβαν, ώστε καθένας τους θέλει ή αποδέχεται την τέλεσή της και γνωρίζει ότι και ο άλλος απ'αυτούς ενεργεί με δόλο τέλεσής της και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δράση του άλλου. Επιπλέον- από τη διάταξη του άρθρου 98 παρ.1 του ΠΚ προκύπτει ότι το κατ'εξακολούθηση έγκλημα, για το οποίο το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει στο δράστη μία και μόνο ποινή, αποτελεί ιδιάζουσα περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής, στο δικαστήριο δε της ουσίας εναπόκειται η κρίση, ότι οι περισσότερες από μία πράξεις τελούν σε ενότητα εγκληματικής αποφάσεως, ως εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 10 παρ.13 περ.α' του ν. 2168/1983 εκείνος που φέρει παράνομα όπλα, στα οποία περιλαμβάνεται και το πιστόλι, τιμωρείται με την προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή, ενώ από τη διάταξη του άρθρου 14 του ίδιου νόμου περί όπλων κλπ. προκύπτει ότι το έγκλημα της οπλοχρησίας, αποτελεί εξωτερικό όρο του αξιοποίνου της πράξης που τελέσθηκε με αυτήν και δεν είναι αυτοτελής και ανεξάρτητο απ'αυτήν, αλλά παρεπόμενό της, για το λόγο ότι προϋποθέτει καταδικαστική απόφαση για την ύπαρξη και δεν νοείται τέλεσή του χωρίς να υπάρχει και να τιμωρείται η κύρια πράξη. Ως χρήση όπλου, στην έννοια του οποίου το πιστόλι (άρθρο 1 παρ.1 εδ.α' του ν. 2168/1993) νοείται η χρησιμοποίηση αυτού προς πραγματοποίηση του επιδιωκομένου εγκληματικού σκοπού.
Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης της καταδικαστικής απόφασης, κατά το άρθρο 510 παρ.1 π.Δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για τα οποία κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ'είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μερικά από αυτά.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 247-251/2008 απόφασης, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, τα οποία ως αποτελούνται ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, που την εξέδωσε, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη ουσιαστική του κρίση, ότι από τα αποδεικτικά μέσα, που κατ'είδος λεπτομερώς αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Στις 20-3-2001 και περί ώρα 10.10 ο κατηγορούμενος με τον ήδη αποβιώσαντα στις 23-10-2001 (με τραύμα από πυροβόλο όπλο στο κεφάλι) ΑΑ, αφού μετέβηκαν με την κλεμμένη από αυτούς υπ'αριθμ. κυκλοφορίας ... δίκυκλη μοτοσυκλέτα στο υποκατάστημα της Τράπεζας Πειραιώς στην οδό ... αρ. ... (...), εισήλθαν στο εσωτερικό της τράπεζας αυτής, κρατώντας και οι δύο πιστόλια ανεξακριβώτου τύπου, προκειμένου να διαπράξουν τη ληστεία που πιο πάνω αναφέρθηκε. Κατά την είσοδό τους στην εν λόγω τράπεζα ο κατηγορούμενος βρέθηκε αμέσως σε μικρή απόσταση από το ΒΒ, τεχνικό υπάλληλο της τράπεζας, ο οποίος καθόταν στο γραφείο της διευθύντριας ΓΓ και τον οποίο, λόγω προφανώς της διαφορετικής από των άλλων υπαλλήλων ενδυμασίας του (τζιν παντελόνι και θαλασσί πουκάμισο), εξέλαβε ως φρουρό του υποκαταστήματος της τράπεζας, που θα μπορούσε να στραφεί εναντίον τους και να ματαιώσει τα σχέδιά τους. Έτσι, τη στιγμή που ο εν λόγω ΒΒ στο άκουσμα της λέξης "ληστεία" γύρισε απότομα το κεφάλι του να δει τι συμβαίνει, ο κατηγορούμενος του είπε να πέσει κάτω και ταυτόχρονα πυροβόλησε μία φορά κατά το μέρος που βρισκόταν, προκειμένου να τον εξουδετερώσει από την τυχόν πρόθεση του να αντιδράσει δυναμικά είτε εκφοβίζοντάς τον είτε τραυματίζοντάς τον, πράγμα το οποίο και συνέβη, αφού η σφαίρα του όπλου, λόγω και της κίνησης του σώματος του, δεν κατέληξε σε ζωτικά όργανα του, αλλά τον έπληξε στη δεξιά κροταφική χώρα, προκαλώντας του βαθύ θλαστικό τραύμα. Οι παραπάνω συνθήκες του τραυματισμού του παραπάνω παθόντος αποδεικνύονται από τις καταθέσεις τόσο του ίδιου του παθόντος, όσο και της διευθύντριας της τράπεζας, οι οποίοι κατά τον κρίσιμο χρόνο του πυροβολισμού βρέθηκαν απέναντι και σε ελάχιστη απόσταση από τον κατηγορούμενο και οι οποίοι δήλωσαν την αδυναμία τους να εκφέρουν γνώμη για τις προθέσεις του. Υπό τα περιστατικά αυτά, ομόφωνα το Δικαστήριο δέχεται ότι δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί απουσίας του από τα πιο πάνω αποδειχθέντα ως διαδραματισθέντα γεγονότα. Υπό τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις, που κατά τα παραπάνω αποδείχθηκαν, κρίνεται, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου, ότι ναι μεν ο κατηγορούμενος δεν επεδίωκε άμεσα το θάνατο του ΒΒ, πλην όμως πυροβόλησε κατ' αυτού υπό το φόβο αφενός της ματαίωσης της ληστείας που επιδίωκε και αφετέρου της σύλληψής του, που δεν απέκλειε την ήρεμη ψυχική σκέψη του, μολονότι προέβλεψε, λόγω της μικρής απόστασης, από την οποία πυροβόλησε και της υπ' αυτού κατεύθυνσης της βολής προς τη θέση του ΒΒ, ότι ήταν ενδεχόμενο η βολίδα να τον πλήξει θανάσιμα. Οι παραδοχές αυτές και ειδικότερα η προαναφερόμενη αιτία, που ώθησε τον κατηγορούμενο στον πυροβολισμό, γιατί εξέλαβε τον παθόντα ως φρουρό της τράπεζας, αξιολογούμενα σε συνδυασμό προς την όλη ψυχοσύνθεση του κατηγορουμένου, με χαρακτηριστικό αυτής την έξαρση του συναισθήματος φόβου για τυχόν αποτυχία της ληστείας και σύλληψή του, καθώς και ο υψηλός βαθμός πρόβλεψης από αυτόν της πιθανότητας επέλευσης του αξιόποινου αποτελέσματος του θανάσιμου τραυματισμού του ΒΒ, το οποίο όμως αποτέλεσμα δεν επήλθε, γιατί η βολίδα του κατηγορουμένου δεν έπληξε ζωτικά όργανα του σώματος του, λόγω της πτώσης του στο δάπεδο του καταστήματος, καταδεικνύονται και αποδεικνύουν τον, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου, ψυχικό σύνδεσμο του κατηγορουμένου με το επελθόν αξιόποινο αποτέλεσμα της απόπειρας ανθρωποκτονίας, με την έννοια της εγκληματικής επιδοκιμασίας και αποδοχής του. 'Αρα, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί, κατά πλειοψηφία, ένοχος αποπείρας ανθρωποκτονίας από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο, όπως αναφέρεται στο διατακτικό.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος και ο ΑΑ, ο οποίος στις 23.10.2001 πρωινές ώρες βρέθηκε, όπως λέχθηκε, νεκρός με τραύμα από πυροβόλο όπλο στην κροταφική χώρα και τυλιγμένος με μια μοκέτα χαλί στην οδό ... αρ. ..., στο κέντρο της ..., συναποφάσισαν να ενωθούν, ενεργώντας μαζί, για να διαπράξουν κλοπές και ληστείες. Ξεκίνησαν την εγκληματική τους δραστηριότητα στις 18.12.2000 περί ώρα 12.00, οπότε έφθασαν με επιβατικό αυτοκίνητο επί της οδού ... αρ. ... στο ..., υποκατάστημα τη Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδας. Εισήλθαν σ' αυτό, φορώντας περούκες, γυαλιά μυωπίας ψεύτικα, καπέλα τζόκεϋ και κρατώντας στα χέρια τους πιστόλια και αφού ακινητοποίησαν με απειλή των όπλων τους πελάτες που βρίσκονταν στο εν λόγω υποκατάστημα και τους υπαλλήλους αυτού αφαίρεσαν από το ταμείο το χρηματικό ποσό των 6.732.000 δραχμών. Στη συνέχεια εξήλθαν από το υποκατάστημα επιβιβάστηκαν στο παραπάνω επιβατικό αυτοκίνητο, το οποίο είχαν σταθμεύσει πλησίον της Τράπεζας έφυγαν γρήγορα προς άγνωστη κατεύθυνση. Ο κατηγορούμενος ομολογεί την συμμετοχή του στη ληστεία του συγκεκριμένου αυτού υποκαταστήματος της Αγροτικής Τράπεζας με την σύμπραξη του ως άνω συγκατηγορουμένου του και ενός τρίτου προσώπου με το όνομα "ΔΔ", αγνώστων λοιπών στοιχείων, ισχυρίζεται όμως ότι η συμμετοχή του περιορίστηκε στην μεταφορά των συγκατηγορουμένων του με το αυτοκίνητο στο τόπο της ληστείας και στην διευκόλυνση της απομάκρυνσης τους απ' εκεί με το ίδιο αυτοκίνητο, στο οποίο τους περίμενε και με το οποίο τους φυγάδευσε. Ο ισχυρισμός του αυτός, που θα μετέβαλε τον τρόπο συμμετοχής του στην αξιόποινη πράξη της ληστείας από συναυτουργία σε απλή συνεργεία δεν αποδείχτηκε. Ειδικότερα ο Διευθυντής του υποκαταστήματος της Αγροτικής Τράπεζας ΕΕ καταθέτει ότι η ληστεία πραγματοποιήθηκε από δύο και όχι από τρία πρόσωπα, που έδρασαν, όπως καταθέτουν και οι μάρτυρες αστυνομικοί, με πανομοιότυπο τρόπο με τον τρόπο δράσης των ληστειών, που ομολόγησε ο κατηγορούμενος. Στις 16.2.2001 και περί ώρα 10.23 π.μ. ο κατηγορούμενος, ενεργώντας και πάλι από κοινού με τον δολοφονηθέντα ως άνω συναυτουργό του, εισήλθαν, με παραπλανητική αμφίεση, φορώντας περούκες και βοηθητικά γυαλιά ηλίου στο υποκατάστημα της ALPHA BANK, που βρίσκεται στη διασταύρωση των οδών ... και ... στην ... . Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος, αφού έβγαλε από το μπουφάν του ένα πιστόλι και φώναξε "ληστεία κάτω όλοι", ακινητοποίησε τους πελάτες, που έπεσαν στο δάπεδο και τους υπαλλήλους της Τράπεζας, ενώ ταυτόχρονα ο συναυτουργός του ΑΑ, ο οποίος αρχικά κατευθύνθηκε προς το γραφείο του Διευθυντή του υποκαταστήματος και όταν ο τελευταίος σηκώθηκε, τον κτύπησε με την λαβή του πιστολιού, που κρατούσε και τον απείλησε, στη συνέχεια προχώρησε προς τα ταμεία της Τράπεζας και αφαίρεσε από την ταμία ΣΤ το ποσό των 2.000.000 δραχμών και 65 μάρκων Γερμανίας και από τον ταμία ΖΖ χρηματικά ποσά σε χαρτονομίσματα των 5.000 και 10.000 δραχμών και συνολικά αφαίρεσε το ποσό των 7.935.000 δραχμών. Μετά αποχώρησαν και οι δύο και επιβιβάστηκαν σε δίκυκλη μοτοσυκλέτα, που είχαν αφήσει έξω από το υποκατάστημα και βαίνοντας επί της οδού ..., κατευθύνθηκαν προς άγνωστη κατεύθυνση. Ο μάρτυρας ΗΗ όταν κλήθηκε να καταθέσει ενώπιον του Ανακριτή, αναγνώρισε στο πρόσωπο του κατηγορουμένου έναν από τους δράστες της συγκεκριμένης ληστείας και συγκεκριμένα το δράστη, που εισήλθε πρώτος στο υποκατάστημα, ακινητοποιώντας υπαλλήλους και πελάτες της Τράπεζας. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι την 1-3-2001 και περί ώρα 10.48 π.μ. οι ανωτέρω μετέβησαν στο υποκατάστημα της Εμπορικής Τράπεζας, στην οδό ... αρ. ..., στην περιοχή της ..., με την με αριθμό κυκλοφορίας ... δίκυκλη μοτοσυκλέτα, μάρκας YAMAHA, χρώματος λευκού, ιδιοκτησίας του ..., την οποίαν, ύστερα από συναπόφασή τους αφαίρεσαν παράνομα στις 28.2.2001 πρωϊνές ώρες από την οδό ...- ... . Εισήλθαν στο ως άνω υποκατάστημα με παραπλανητική εμφάνιση (φορώντας περούκες και γυαλιά ηλίου) και ο κατηγορούμενος με την απειλή όπλου, προτάσσοντάς το και φωνάζοντας "ληστεία, κάτω όλοι", ακινητοποίησε τους υπαλλήλους και τους πελάτες, παραμένοντας πλησίον της εισόδου της Τράπεζας, ενώ ταυτόχρονα σχεδόν ο ΑΑ που επίσης κρατούσε όπλο, φωνάζοντας "κάτω όλοι", πήδηξε στον γκισέ και ανάγκασε τους ταμίες να του παραδώσουν το συνολικό ποσό των 7.200.000 δραχμών. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος και Ο ως άνω αποβιώσας επιβιβάστηκαν στην παραπάνω δίκυκλη μοτοσυκλέτα, που είχαν αφήσει κοντά στο υποκατάστημα της Τράπεζας και απομακρύνθηκαν προς άγνωστη κατεύθυνση. Τόσο ο αυτόπτης μάρτυρας ΗΗ, υπάλληλος της ALΡΗA BANK, επί της οδού ..., όσο και η ΘΘ εργαζόμενη στο υποκατάστημα της Εμπορικής Τράπεζας στην ... αναγνωρίζουν τον κατηγορούμενο ως δράστη| των γενομένων στα σχετικά τραπεζικά καταστήματα ληστειών. Στις 2.4.2001 και περί ώρα 11.30, ο κατηγορούμενος και ο ΑΑ, έφθασαν στην περιοχή της ... και στο υποκατάστημα της Αγροτικής Τράπεζας, που βρίσκεται στις οδούς ... και ..., με την με αριθμό κυκλοφορίας ... δίκυκλη μοτοσυκλέτα, μάρκας HONDA 750, χρώματος λευκού) ιδιοκτησίας ..., την οποίαν νυκτερινές ώρες της 11/12.3.2001 αφαίρεσαν, ύστερα από συναπόφασή τους, από την οδό ... στην περιοχή ... . Εισήλθαν και πάλι, μεταμφιεσμένοι, φορώντας περούκες και γυαλιά ηλίου, μέσα στο υποκατάστημα της Τράπεζας και ενώ υπήρχαν σ' αυτό πελάτες και συναλλάσσονταν, φώναξαν "ληστεία- πέστε κάτω. Ο κατηγορούμενος παρέμεινε στην είσοδο του υποκαταστήματος και προτείνοντας απειλητικά το πιστόλι που κρατούσε, ακινητοποίησε τους υπαλλήλους της Τράπεζας και τους πελάτες, ενώ ταυτόχρονα ο ΑΑ κρατώντας στο χέρι του πιστόλι και φωνάζοντας "πέστε κάτω όλοι" κατευθύνθηκε προς το χώρο των ταμείων και αφαίρεσε συνολικά το ποσό των 26.740.000 δραχμών. Περαιτέρω βγήκαν από το ως άνω υποκατάστημα, επιβιβάστηκαν στην παραπάνω δίκυκλη μοτοσυκλέτα, που την είχαν σταθμεύσει στην διασταύρωση των οδών ... και ... και εξαφανίστηκαν. Στις 24.9.2001 και περί ώραν 11.45, ο κατηγορούμενος και ο συνεργός του ΑΑ, κρατώντας όπλα και όντας μεταμφιεσμένοι, κατευθύνθηκαν με δίκυκλη μοτοσυκλέτα στο υποκατάστημα της Αγροτικής Τράπεζας Ελλάδος, που βρίσκεται στην οδό ..., στη ... . Εισήλθαν σ' αυτό και ενώ ο κατηγορούμενος παρέμεινε κοντά στην είσοδο και με την απειλή όπλου ακινητοποίησε τους υπαλλήλους και του πελάτες, που βρίσκονταν στην Τράπεζα, φωνάζοντας "ληστεία, πέστε όλοι κάτω, μη κουνηθεί κανείς, θα ρίξουμε χειροβομβίδα", ο συνεργός του ΑΑ, προχώρησε προς τα ταμεία του υποκαταστήματος και αφαίρεσε συνολικά το ποσό των 9.450.000 δραχμών. Στη συνέχεια αποχώρησαν από το συγκεκριμένο υποκατάστημα και βγαίνοντας απ' αυτό και κατευθυνόμενοι προς την οδό ..., πυροβόλησαν για εκφοβισμό και αφού επιβιβάστηκαν στην δίκυκλη μοτοσυκλέτα με την οποίαν είχαν μεταβεί εκεί και την οποίαν είχαν σταθμεύσει έξω από το υποκατάστημα της Τράπεζας, διέφυγαν προς άγνωστη κατεύθυνση. Από τα αποδεικτικά στοιχεία που προαναφέρθηκαν προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος και ο συνεργός του ΑΑ, ακολούθησαν στην συγκεκριμένη ληστεία την ίδια μεθοδολογία κίνησης, δράσης μέσα στο υποκατάστημα της τράπεζας και διαφυγής με τις προαναφερθείσες και τελεσθείσες απ' αυτούς ληστείες, καθώς και με τις ομολογημένες από την κατηγορούμενο ληστείες και δη στην Αγροτική Τράπεζα της ..., στην Εγνατία Τράπεζα στην οδό ... στην ..., για τις οποίες ήδη ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης Α' βαθμού και καταδικάστηκε για τις πράξεις αυτές, καθώς και για κλοπές από κοινού κατά συρροή, σύσταση συμμορίας κατ' εξακολούθηση και παράνομη οπλοφορία με την υπ' αριθμ. 1259/2002 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου σε κάθειρξη έντεκα (11) ετών και τριών (3) μηνών, και ειδικότερα ο κατηγορούμενος παρέμεινε στην είσοδο της Τράπεζας κρατώντας πιστόλι, απειλώντας και ακινητοποιώντας τους πελάτες και υπαλλήλους του υποκαταστήματος, ταυτόχρονα ο ΑΑ, κατευθύνθηκε προς τα ταμεία και αφαίρεσε τα χρήματα, ενώ στη συνέχεια διέφυγαν με δίκυκλη μοτοσυκλέτα Εξάλλου, ο τρόπος δράσης και η μέθοδος εισόδου και κίνησης στα υποκαταστήματα των ομολογημένων ως άνω ληστειών είναι πανομοιότυπος με τον τρόπο δράσης των ληστών που καταγράφηκαν από το αυτόματο σύστημα βιντεοσκόπησης που διέθεταν οι Τράπεζες και στις υπόλοιπες παραπάνω ληστείες, όπως με σαφήνεια κατέθεσαν οι μάρτυρες αστυνομικοί. Περαιτέρω, από την βαλλιστική- συγκριτική πραγματογνωμοσύνη που διενεργήθηκε με αντικείμενο εξέτασης ένα κάλυκα, διαμετρήματος 9 mm και ένα φυσίγγιο του ιδίου διαμετρήματος, πειστήρια που βρέθηκαν στο χώρο διαφυγής του κατηγορουμένου και του συνεργού του στην παραπάνω ληστεία του υποκαταστήματος της Αγροτικής Τράπεζας της οδού ... στη ..., προέκυψε ότι το φυσίγγιο χρησιμοποιείται ως εφόδιο βολής πιστολιών- υποπολυβόλων του ίδιου διαμετρήματος, ενώ διαπιστώθηκε και ταύτιση ιχνών του πειστηρίου κάλυκα με τον πειστήριο κάλυκα που βρέθηκε στο προαναφερθέν υποκατάστημα της Τράπεζας Πειραιώς στην οδό ..., στην ... μετά την από τον κατηγορούμενο και τον συνεργό του διάπραξη της ληστείας στο υποκατάστημα αυτό της Τράπεζας στις 20.3.2001 και τον τραυματισμό του εργαζόμενου ΒΒ (βλ. τις με αριθμ. Πρωτ. ... - ... εκθέσεις εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης). Τα είδη μεταμφίεση ς που ο κατηγορούμενος και ο συνεργός του χρησιμοποίησαν για την διάπραξη των ως άνω ληστειών και δη η περούκα, τα γυαλιά μυωπίας ηλίου, το καπέλο, καθώς και τα αθλητικά παπούτσια τύπου "FILA", που φορούσε ο κατηγορούμενος στην διάπραξη της ληστείας στο υποκατάστημα της Τράπεζας Πειραιώς βρέθηκαν και κατασχέθηκαν, μετά από νομότυπη έρευνα, στο σπίτι που διατηρούσε ο κατηγορούμενος στην οδό ... στη ... . Οι ανωτέρω ληστείες αποτελούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος. Πρέπει επομένως ο κατηγορούμενος, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, να κηρυχθεί ένοχος της αξιοποίνου πράξεως της ληστείας κατ' εξακολούθηση, κατ' αποδοχή και του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού του. Περαιτέρω απεδείχθη, όσον αφορά τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο διακεκριμένες κλοπές, ότι στις 11/12-3-2001, ενεργώντας από κοινού με τον προαναφερθέντα συνεργό του, με τον οποίον είχε ενωθεί για να διαπράττει κλοπές και ληστείες, αφήρεσε την υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... δίκυκλη μοτοσικλέτα, μάρκας HONDA, τύπου XRV 750, η οποία ανήκε στην κυριότητα του ... και ήταν σταθμευμένη επί της οδού ... του Δήμου ..., που ακολούθως ιδιοποιήθηκε παρανόμως από κοινού με τον ως άνω συνεργό σου. β) Στις 28-2-2001, ενεργώντας από κοινού με τον προαναφερθέντα συνεργό του, αφήρεσε την υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... δίκυκλη μοτοσικλέτα, μάρκας YAMAHA, λευκού χρώματος, η οποία ανήκει στην κυριότητα του ... και ήταν σταθμευμένη επί της οδού ... του Δήμου ..., που ακολούθως ιδιοποιήθηκε, παρανόμως από κοινού με τον ως άνω συνεργό του. γ) Στις 4-3-2001 ενεργώντας από κοινού με τον προαναφερθέντα συνεργό του, αφήρεσε την υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... δίκυκλη μοτοσικλέτα, μάρκας YAMAHA, λευκού χρώματος, η οποία ανήκει στην κυριότητα του ... και ήταν σταθμευμένη επί της Λεωφόρου ... του Δήμου ..., που ακολούθως ιδιοποιήθηκε παρανόμως από κοινού με τον ως άνω συνεργό του.
Τις παραπάνω πράξεις,τέλεσε με τον προαναφερθέντα συνεργό του με τον οποίο είχε ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές και ληστείες, ενώ από την επανειλημμένη τέλεση των πράξεων του αυτών, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή του για τη διάπραξη του εγκλήματος της κλοπής ως στοιχείο της προσωπικότητάς του.
Επομένως πρέπει να κηρυχθεί αυτός ένοχος των αποδιδομένων σ' αυτόν πράξεων των διακεκριμένων κλοπών, έγκλημα που τελέσθηκε κατ' εξακολούθηση. Τέλος αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος έφερε και έκανε χρήση αντικειμένου το οποίο κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α' του Ν. 2168/1993 θεωρείται ως όπλο, ήτοι του πιστολιού, το οποίο παράνομα έφερε μαζί του, Άρα πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των πράξεων της οπλοφορίας και της οπλοχρησίας".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης έκρινε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα: α) απόπειρας ανθρωποκτονίας, β) ληστειών κατ'εξακολούθηση (κατ' επιτρεπτή μεταβολή της σχετικής κατηγορίας από κατά συρροή σε κατ' εξακολούθηση) κατ' επάγγελμα γ) διακεκριμένων κλοπών κατ' εξακολούθηση, δ) οπλοχρησίας και ε) οπλοφορίας κατ' εξακολούθηση και του επέβαλε συνολική ποινή κάθειρξης 19 ετών και χρηματική ποινή 1.000 ευρώ, μετ'απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού περί συνδρομής στο πρόσωπο της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 περ.ε' του ΠΚ (σημειώνεται ότι ως προς την τελευταία απορριπτική διάταξη δεν πλήττεται η ως άνω απόφαση του ΜΟΕ Θεσσαλονίκης). Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ. β', 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 42 παρ.1, 45, 94, 98 παρ.1, 299, 372, 374 περ.δ' και ε' και 380 παρ.1 ΠΚ, 1 παρ.1 α, 10 παρ.1 και 14 α του ν. 2168/1993. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, στις οποίες περιλαμβάνεται και αυτή του αστυνομικού ΚΚ, όπου γίνεται αναφορά των βιντεοκασετών των Τραπεζών με περιεχόμενο τις ληστείες που δέχθηκε ότι τέλεσε ο κατηγορούμενος μαζί με άλλα πρόσωπα. Είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν οι επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τις πράξεις των διακεκριμένων κλοπών (τριών δίκυκλων μοτοσυκλετών) και των ληστειών σε βάρος των καταστημάτων της ΑΤΕ στην ... και στην οδό ... αριθ. ... στη ..., καθόσον στο αιτιολογικό της ανωτέρω απόφασης μνημονεύονται όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που οδήγησαν το Δικαστήριο στην καταδικαστική κρίση του και για τις ως άνω πράξεις που τέλεσε ο αναιρεσείων, στα οποία περιλαμβάνονται και τα 15-16/2003 πρακτικά και απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Γιαννιτσών (πρωτοβάθμιον Δικαστήριο) στα οποία περιέχονται και οι σχετικές καταθέσεις των μαρτύρων που αναφέρονται στις ως άνω εγκληματικές πράξεις του αναιρεσείοντος. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης της κρινόμενης αίτησης με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την ενοχή του αναιρεσείοντος ως προς όλες τις πράξεις που καταδικάσθηκε και ειδικότερα ως προς όλες τις διακεκριμένες κλοπές και τις δυο ληστείες πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά τα λοιπά με τον πιο πάνω λόγο αναίρεσης πλήττεται απαραδέκτως η ως άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 171 παρ.1δ, 329, 331 παρ.1, 333, 364 παρ.1, 369 και 510 παρ.1Α ΚΠΔ συνάγεται, ότι επέρχεται η συνιστώσα λόγο αναίρεσης απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, όταν το Δικαστήριο, για το σχηματισμό της περί ενοχής του κατηγορουμένου κρίσης του, έλαβε υπόψη του, ευθέως και αμέσως, ως αποδεικτικά στοιχεία, έγγραφα, τα οποία δεν αναγνώσθηκαν κατά την δημόσια και προφορική συζήτηση στο ακροατήριο, οπότε παραβιάζει την άσκησή του από το άρθρο 358 του ιδίου Κώδικα πηγάζοντος δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις και εξηγήσεις, σχετικά με τα αποδεικτικά στοιχεία. Επί πλέον δε παραβιάζονται οι αρχές της προφορικότητας της συζήτησης στο ακροατήριο και της κατ'αντιμωλία διεξαγωγής της δίκης. Η ακυρότητα αυτή αποτρέπεται αν το περιεχόμενο των μη αναγνωσθέντων εγγράφων διαπιστώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία ή αν τα έγγραφα αυτά αναφέρονται απλώς ιστορικά στο αιτιολογικό της πληττόμενης απόφασης, χωρίς να έχουν ληφθεί αμέσως υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας για τον σχηματισμό δικανικής πεποίθησης, αναφορικά με τη συνδρομή των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος η των εγκλημάτων, για τα οποία κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, καθώς και αν τα έγγραφα αυτά συνιστούν στοιχεία του κατηγορητηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η πληττόμενη απόφαση, προκύπτει ότι δεν αναγνώσθηκαν -επιδείχθηκαν δημόσια κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο στον κατηγορούμενο και τους άλλους παράγοντες της δίκης οι έξι (6) βιντεοκασέτες με περιεχόμενο τις ισάριθμες ληστείες σε βάρος των διαφόρων Τραπεζών, από δε το αιτιολογικό και το διατακτικό της ίδιας απόφασης διαπιστώνεται ότι τα έγγραφα αυτά αναφέρονται από τον μάρτυρα αστυνομικό ΚΚ για διευκρίνιση και πρόσθετη πηγή προέλευσης των όσων κατέθεσε, και όχι ότι αυτά λήφθηκαν ευθέως και αμέσως υπόψη προς στήριξη της ενοχής του αναιρεσείοντος. Η κατ'αυτόν τον τρόπο αναφορά των ως άνω εγγράφων (έξι βιντεοκασετών) δεν είχε σαν συνέπεια ο αναιρεσείων να στερηθεί του δικαιώματος του να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τα έγγραφα αυτά, αφού τα τελευταία δεν αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και το Δικαστήριο δεν τα έλαβε υπόψη του ευθέως και αμέσως για το σχηματισμό της περί ενοχής του κατηγορουμένου-αναιρεσείοντος κρίσης του.
Συνεπώς ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Α ΚΠΔ σχετικός (τρίτος υπό το γράμμα Α) λόγος αναίρεσης που αφορά τη μη ανάγνωση αλλά λήψη υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας των έξι βιντεοκασετών είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Β' ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης της απόφασης είναι και κατά το άρθρο 170 παρ.2 τον ίδιο Κώδικα έλλειψη ακροάσεως, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. Η ακυρότητα αυτή επέρχεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων, και όταν ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ή ο εισαγγελέας ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά του παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση. Τέτοιο δικαίωμα αποτελεί και εκείνο του κατηγορουμένου, όταν σύμφωνα με το άρθρο 364 παρ.1 ΚΠΔ υποβάλλει αίτημα επιδείξεως σ'αυτόν πειστηρίου, που χρειάζεται να αναγνωρίσει. Αν δεν απαντήσει το δικαστήριο επί του πιο πάνω αιτήματος του κατηγορουμένου, υφίσταται έλλειψη ακροάσεως αυτού κατά το άρθρο 170 παρ.2 του ΚΠΔ και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. β' του ίδιου Κώδικα λόγος αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, μετά την εξέταση του μάρτυρα-αστυνομικού ΚΚ, οι συνήγοροι υπεράσπισης του κατηγορουμένου ζήτησαν (από κοινού και εγγράφως) να προσκομισθούν στο ακροατήριο και να επιδειχθούν τα πειστήρια των εγκλημάτων που αποδίδονταν στον αναιρεσείοντα, ήτοι οι έξι (6) βιντεοκασέτες που περιείχαν τις εικόνες της διάπραξης των ισάριθμων ληστειών σε βάρος των Τραπεζών που παρήγαγαν τις εν λόγω κασέτες ως και τα ρούχα, καπέλα, γυαλιά και περούκες και παπούτσια, που είχαν κατασχεθεί. Το αίτημα όμως αυτό απορρίφθηκε από την προσβαλλόμενη απόφαση, μετά από αντίστοιχη εισαγγελική πρόταση, στο τέλος του αιτιολογικού της με την ακόλουθη αιτιολογία "το αίτημα επιδείξεως πειστηρίων είναι απορριπτέο, γιατί δεν κρίνεται αναγκαίο η αποδοχή του, ως μη βοηθούσα στην ανεύρεση της αληθείας, αφού το Δικαστήριο κατέληξε σε ασφαλές συμπέρασμα από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα". Η αιτιολογία αυτή είναι σύμφωνα με την εκ των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη τοιαύτη, αφού, σε συνδυασμό με την παράθεση της αιτιολογίας για το σχηματισμό της περί ενοχής κρίσης της προσβαλλόμενης απόφασης, γίνεται δεκτό ότι τα υπάρχοντα στοιχεία της δικογραφίας, όπως αυτά προπαρατέθηκαν, ήταν επαρκή για τον σχηματισμό αυτής (κρίση επί της ενοχής). 'Ετσι επί του προαναφερομένου νομίμου αιτήματος του αναιρεσείοντος (για επίδειξη των πειστηρίων (έξι βιντεοκασετών, ρούχων, καπέλων, γυαλιών, περουκών και παπουτσιών) το δικάσαν Εφετείο απήντησε ειδικά και αιτιολογημένα και εντεύθεν δεν έλαβε χώρα έλλειψη ακροάσεως. Επομένως είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.β' του ΚΠΔ επικουρικά προβαλλόμενος λόγος της κρινόμενης αίτησης για έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ.2 του ίδιου Κώδικα. Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 26 Μαρτίου 2009 αίτηση του Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ'αριθμ. 247-251/2008 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Οκτωβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Οκτωβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ