Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 887 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ποινή συνολική, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.




Περίληψη:
Συγχώνευση ποινών. Έννοια άρθρων των 108, 109 ΠΚ 551 ΚΠΔ. Δεκτή αναίρεση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω άρθρων.




Αριθμός 887/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Μαρτίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ...... και ήδη κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης ......, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Κώτσο, περί αναιρέσεως της 2138/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3.11.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1893/2008.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 551 παράγραφος 1 εδάφιο α' του ΚΠΔ, αν πρόκειται να εκτελεσθούν κατά του ίδιου προσώπου περισσότερες αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις, για διαφορετικά εγκλήματα που συρρέουν, εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη συρροή, ενώ κατά τη διάταξη της παραγράφου 3 εδάφιο τελευταίο του ιδίου άρθρου, κατά της αποφάσεως με την οποία καθορίζεται συνολική ποινή, επιτρέπεται η άσκηση αναίρεσης στον κατηγορούμενο. Η αναίρεση είναι επιτρεπτή, για όλους τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα και επομένως και για εκείνον της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρθρο 510 παράγραφος 1 στοιχείο Ε' ΚΠΔ), κατά το μέρος που αναφέρεται στον καθορισμό συνολικής ποινής. Εσφαλμένη δε εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία, όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει. Τέλος, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του ΠΚ, ο καταδικασμένος σε ποινή στερητική της ελευθερίας, απολύεται υπό προϋποθέσεις και υπό τον όρο της ανακλήσεως, εφόσον έχει καταδικασθεί σε πρόσκαιρη κάθειρξη, αν έχει συμπληρώσει τα τρία πέμπτα της ποινής του, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 108, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 109 του ΠΚ, αν μέσα στο χρονικό διάστημα, από της απολύσεως μέχρι της εκτίσεως της ποινής που υπελείπετο, όταν αυτό είναι μεγαλύτερο από τρία έτη ή μέσα σε χρονικό διάστημα τριών ετών, όταν αυτό είναι μικρότερο, εκείνος που απολύθηκε διαπράξει έγκλημα από δόλο, για το οποίο του επιβλήθηκε αμετακλήτως οποτεδήποτε ποινή φυλακίσεως ανώτερη από έξι μήνες, εκτίει αθροιστικώς και ολόκληρο το υπόλοιπο της προηγούμενης ποινής, το οποίο έπρεπε να εκτίσει κατά το χρόνο της προσωρινής απολύσεως. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, αν κατά το στάδιο της δοκιμασίας εκείνου που απολύθηκε υπό όρο, συμπέσει ποινή ανώτερη των έξι μηνών που επιβλήθηκε για μία ή περισσότερες από δύο πράξεις, η απαγόρευση της συγχώνευσης αυτών με την ποινή που είχε ανασταλεί υπό τον όρο της ανάκλησης, ισχύει μόνον όταν καταστεί αμετάκλητη η απόφαση που επέβαλε στον απολυθέντα υπό όρο ποινή φυλακίσεως ανώτερη από έξι μήνες για έγκλημα που αυτός διέπραξε από δόλο κατά τις διακρίσεις του άρθρου 109 ΠΚ και όχι και πριν, δηλαδή πριν αυτή καταστεί αμετάκλητη. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπεί ο Άρειος Πάγος για την έρευνα της βασιμότητάς του από το άρθρο 510 παράγραφος 1 στοιχείο Ε του ΚΠΔ προβαλλόμενου λόγου αναίρεσης, προκύπτουν τα εξής: Ο αναιρεσείων, με την με αριθμό 455/2001 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, κηρύχθηκε ένοχος της αξιόποινης πράξεως της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, σε βρασμό ψυχικής ορμής και του επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης δώδεκα (12) ετών. Για την απόφαση αυτή χορηγήθηκε στον αναιρεσείοντα υφ' όρον απόλυση, σύμφωνα με τα άρθρα 105-110 του ΠΚ, δυνάμει του υπ' αριθ. 6520/2002 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο ανεστάλη, υπό τον όρο της ανακλήσεως, η έκτιση του υπολοίπου της ποινής καθείρξεως των πέντε (5) ετών, ένδεκα μηνών και είκοσι (20) ημερών και, σε εκτέλεση του βουλεύματος αυτού, αποφυλακίστηκε στις 31.12.2002. Στη συνέχεια, με την υπ' αριθ. 2952/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε ποινή καθείρξεως δεκαπέντε (15) ετών και χρηματική ποινή 30.000 ευρώ, για αγορά, κατοχή κατ' εξακολούθηση και πώληση κατ' εξακολούθηση, τετελεσμένη και σε απόπειρα, ναρκωτικών ουσιών κατ' επάγγελμα, αξιόποινες πράξεις οι οποίες τελέσθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 19.6.2007 έως 19.7.2007, δηλαδή μέσα στο χρόνο της δοκιμαστικής ελευθερίας του. Μετά την ως άνω καταδίκη του, ο αναιρεσείων υπέβαλε την με αύξ. αριθ. 11111/25.2.2008 αίτηση στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών (Αναστολών) και ζήτησε τη συγχώνευση των ποινών που του είχαν επιβληθεί, α) με την ως άνω υπ' αριθ. 2952/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, δηλαδή της ποινής καθείρξεως των δεκαπέντε (15) ετών και β) με την με αριθ. 455/2001 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, δηλαδή της ποινής κάθειρξης των δώδεκα (12) ετών, ένα μέρος της οποίας είχε εκτίσει, όπως προαναφέρθηκε, και του είχε χορηγηθεί αναστολή υφ' όρον για το υπόλοιπο. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε την αίτηση αυτή, με την αιτιολογία ότι η ποινή που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα για το αδίκημα που τέλεσε μέσα στον χρόνο της δοκιμαστικής του ελευθερίας και το οποίο τελέσθηκε από δόλο, ήταν ανώτερη των έξι (6) μηνών, ότι επήλθε συνεπώς αυτοδίκαιη άρση της υφ' όρον απόλυσης και ως εκ τούτου δεν ήταν επιτρεπτή η αιτούμενη συγχώνευση, μολονότι, σύμφωνα με τις παραδοχές της, η υπ' αριθ. 2952/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών δεν είχε καταστεί αμετάκλητη, διότι εναντίον αυτής ο αναιρεσείων είχε ασκήσει την από 8.2.2008 αίτηση αναίρεσης. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 94, 97, 108 του ΠΚ και 551 παρ. 1 του ΚΠΔ, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, σύμφωνα με τις οποίες δεν επιτρέπεται ο καθορισμός συνολικής ποινής με συνυπολογισμό ποινής που είχε ανασταλεί υπό τον όρον της ανακλήσεως, μόνον όταν η απόφαση που επέβαλε στον απολυθέντα υπό όρον ποινή φυλακίσεως μεγαλύτερη από έξι (6) μήνες για έγκλημα που αυτός διέπραξε από δόλο εντός του χρόνου της δοκιμασίας, κατά τις διακρίσεις του άρθρου 109 του ΠΚ καταστεί αμετάκλητη, διότι μόνο τότε επέρχεται η αυτοδίκαιη άρση της απόλυσης και η εντεύθεν απαγόρευση της συγχώνευσης.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, ο από το άρθρο 510 παράγραφος 1 στοιχείο Ε' του ΚΠΔ προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως, είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα κρίση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές (άρθρο 519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ' αριθ. 2138/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου (Αναστολών) Αθηνών.

Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από Δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Μαρτίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 31 Μαρτίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή