Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 512 / 2013    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα, Έγκληση.




Περίληψη:
Αδικήματα: Ψευδής Καταμήνυση κατά συρροή - Ψευδορκία Μάρτυρα - Συκοφαντική Δυσφήμηση κατά συρροή - Ηθική Αυτουργία σε Ψευδορκία Μάρτυρα (άρθρα 46, 224, 229, 362, 363 ΠΚ. 1. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α', Δ και Ε ΚΠΔ και 6 της ΕΣΔΑ, λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για σφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, όσον αφορά την ενοχή. 2. Αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης, για χωρίς ειδική αιτιολογία, παραδεκτά προβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού της ελαφρυντικής περιστάσεως άρ. 84 παρ. 2 εδ. γ' και ε' ΠΚ. 3. Βάσιμος ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' ΚΠΔ για την πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως μόνον, που διώκεται κατ' έγκληση, εφόσον η έγκληση υποβλήθηκε μετά την παρέλευση τριμήνου από την τέλεσή της, διότι η καταδικαστική απόφαση δεν διαλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ως προς το χρόνο κατά τον οποίο οι δικαιούμενοι σε έγκληση παθόντες έλαβαν γνώση για την πράξη που τελέστηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για ένα από τους συμμέτοχους της, για να διαπιστωθεί αν τηρήθηκε η διάταξη του άρθρου 117 παρ. 1 ΠΚ. 4. Η ανάγνωση προανακριτικών ή ανακριτικών καταθέσεων μαρτύρων που απολείπονται, χωρίς να βεβαιώνεται η αδυναμία εμφάνισης στο ακροατήριο των μαρτύρων αυτών και η λήψη υπόψη αυτών από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του σε σχέση με την ενοχή του κατηγορουμένου, δεν επιφέρει, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως, για ακυρότητα της διαδικασίας, αν ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του δεν είχαν αντιλέξει στην ανάγνωση των καταθέσεων αυτών, δεδομένου ότι έτσι δεν παραβιάζεται το δικαίωμα που παρέχεται σε κάθε κατηγορούμενο από το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. δ' της ΕΣΔΑ, να θέτει ερωτήματα στους μάρτυρες, αφού διατηρείται πάντως το από το άρθρο 358 του ΚΠΔ δικαίωμα του κατηγορουμένου να κάνει παρατηρήσεις επί των εν λόγω καταθέσεων που αναγνώσθηκαν.




ΑΡΙΘΜΟΣ 512/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο,- Εισηγητή, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη και Μαρία Βασιλάκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Μαρτίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέα Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ι. Μ. του Θ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Τσιρώνη. περί αναιρέσεως της 5742Α, 6201/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο: Ε. Σ. του Π.. Με πολιτικώς ενάγοντες: 1. Γ. Α., που δεν παρέστη και 2. Σ. Α., που παρέστη ο ίδιος ως δικηγόρος.

Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Δεκεμβρίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 73/13.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, κατά την πρώτη των οποίων, "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου, ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον, γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή" και κατά τη δεύτερη, "αν στην περίπτωση του άρθρου 362, το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών", προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται, αντικειμενικώς μεν ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για κάποιο άλλο πρόσωπο, καθ' οιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε άμεσος δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει αναγκαία, αφενός μεν τη γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας ότι το ισχυρισθέν ή διαδοθέν γεγονός είναι ψευδές και ότι η τέτοια διάδοση μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και αφετέρου, τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Περαιτέρω ως γεγονός, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά που ανάγονται στο παρόν ή το παρελθόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΚΠΔ "όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν, τιμωρείται με φυλάκιση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και να έγινε από αυτόν με σκοπό να ασκηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου, κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή. Έτσι για τη θεμελίωση του εγκλήματος αυτού απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση, και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαίως τη γνώση ότι η καταμήνυση είναι ψευδής. Δεν είναι αναγκαία όμως η παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση αυτή περιστατικών, αν ο αναιρεσείων γνώριζε αναγκαίως την πραγματική κατάσταση από προσωπική του αντίληψη.
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ.1, 2 του ΠΚ, που ορίζει ότι "όποιος ως διάδικος σε πολιτική δίκη δίνει εν γνώση του ψευδή όρκο, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέμματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια", προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρος, το οποίο είναι διαζευκτικώς (ή υπαλλακτικώς) μικτό πραγματώνεται με πλείονες τρόπους στην ίδια κατάθεση (θετική ψευδής κατάθεση, απόκρυψη, άρνηση), μπορεί δηλαδή να συντελεσθεί είτε με καθένα ξεχωριστά από τους στην άνω διάταξη οριζόμενους τρόπους, είτε και με όλους μαζί οι οποίοι μπορεί να συντρέχουν, γιατί αποτελούν εκφάνσεις της ίδιας εγκληματικής δράσεως, απαιτείται αφενός ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως ενώπιον αρμοδίας αρχής ψευδή γεγονότα και όχι κρίσεις και αφετέρου ο μάρτυρας να γνωρίζει την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, είναι δε αδιάφορος ο σκοπός που επεδίωκε ή αν θα μπορούσε να επέλθει βλάβη ή όφελος από την ψευδορκία αυτή. Για τη θεμελίωση των εγκλημάτων της ψευδορκίας μάρτυρα και της κατ' άρθρο 46 ΠΚ ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία, απαιτείται εκτός άλλων στοιχείων και άμεσος δόλος. Ειδικώς, όταν για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος ο νόμος απαιτεί να έχει τελεστεί η πράξη εν γνώσει ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή με σκοπό επελεύσεως ορισμένου εγκληματικού αποτελέσματος (υπερχειλής δόλος), η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς με παράθεση περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή ή το σκοπό επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος, αλλιώς υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, ως προς την ύπαρξη του στοιχείου αυτού και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Έτσι, για το αξιόποινο των πράξεων της ψευδούς καταμηνύσεως, της ψευδορκίας μάρτυρος και της συκοφαντικής δυσφημήσεως, όπου απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενική τους υπόσταση, και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού, ή ο σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή και στον πρόσθετο σκοπό, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τόσο την γνώση, όσο και το σκοπό, διαφορετικά η απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με την γνώση, περιστατικών.
Επίσης, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 5742Α, 6201/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε, σε δεύτερο βαθμό, για ψευδή καταμήνυση κατά συρροή, για ψευδορκία μάρτυρα, για συκοφαντική δυσφήμηση κατά συρροή και για ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρα του συγκαταδικασθέντος και μη αναιρεσείοντος Ε. Σ., το δικαστήριο αυτό δέχθηκε ανελέγκτως ότι, από την εκτίμηση των μνημονευομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο πρώτος κατηγορούμενος Ι. Μ. στις 28-4-2005 με την από 28-4-2005 έγκλησή του, την οποία ενεχείρησε ο ίδιος στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, σε βάρος των εγκαλούντων Α. Γ. και Α. Σ., εν γνώσει της αναληθείας τους ανέφερε ψευδώς, όσα γεγονότα αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσης απόφασης. Ο πρώτος κατηγορούμενος κατηγορείται το Νοέμβριο του 2000 για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, για εκρήξεις, παράνομη κατοχή όπλων και πυρομαχικών και για παραβίαση απόρρητων τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και με διάταξη του Ανακριτή του απαγορεύθηκε η κίνηση των λογαριασμών του σε Τράπεζα και την εκποίηση των μετοχών, που είχε αγοράσει από χρηματιστηριακή εταιρεία, με άλλη, δε, διάταξη του ιδίου Ανακριτή του επεβλήθηκαν περιοριστικοί όροι: Εγγυοδοσίας, εμφάνισης στο Α/Τ της κατοικίας του και της απαγόρευσης εξόδου του από τη χώρα. Το γεγονός ότι τα ως άνω ήσαν ψευδή αποδεικνύεται από τα ακόλουθα. Ο πρώτος κατηγορούμενος πριν αποτανθεί στο δικηγορικό γραφείο των εγκαλούντων είχε έλθει σε επαφή και με άλλους δικηγόρους και γνώριζε3 ότι οι αξιόποινες πράξεις για τις οποίες κατηγορείτο ήσαν μερικές εξ αυτών κακουργηματικού χαρακτήρα και προβλέπονταν ποινές κάθειρξης. Όταν ο πρώτος κατηγορούμενος μετέβη στο δικηγορικό γραφείο των εγκαλούντων και τους εξέθεσε την υπόθεσή του εκείνοι του ανέφεραν ότι για να την αναλάβουν θα έπρεπε να τους εξοφλήσει για δικηγορικές αμοιβές, που τους όφειλες για προηγούμενες υποθέσεις, που είχε μαζί τους, γι' αυτό αυτός τους κατέβαλε το συνολικό ποσό των 11.044.500 δρχ. ή 32.412,32 ευρώ τμηματικά, κατά το χρονικό διάστημα από τέλη Μαρτίου 2001 έως 29-1-2002. Δεν αποδείχθηκε ότι οι οφειλές αυτές αφορούσαν την παρούσα υπόθεση. Στη συνέχεια, ο πρώτος κατηγορούμενος υπέγραψε τα από 25-6-2001 και 14-9-2001 συμφωνητικά εργολαβίας δίκης με τους εγκαλούντες, στα οποία αναφέρονταν ότι οι εγκαλούντες θα χειρίζονταν την υπόθεσή τους χωρίς πληρωμή δαπανών και εξόδων ούτε αμοιβής, αν έχαναν την υπόθεση, αλλά σε περίπτωσης έκδοσης απαλλακτικού βουλεύματος από το Συμβούλιο Εφετών και αποδέσμευσης των περιουσιακών του στοιχείων θα δικαιούνταν το 15% από το συνολικό ποσό των αποδεσμευθέντων χρημάτων και της συνολικής τρέχουσας αξίας των αποδεσμευθέντων μετοχών του. Ο πρώτος κατ/νος γνώριζε την ποινική βαρύτητα της κατάστασής του, επειδή κατηγορείτο για κακουργηματικές πράξεις, που τιμωρούνται με ποινές κάθειρξης και υπήρχε κίνδυνος απώλειας των χρηματικών ποσών που είχε σε Τράπεζα και των μετοχών του. Αυτός ανέθεσε την υπόθεσή του στο δικηγορικό γραφείο των εγκαλούντων, αφού είχε επισκεφθεί και άλλα δικηγορικά γραφεία, τα οποία τον είχαν ενημερώσει για τη σοβαρότητα της ποινικής του υπόθεσης, που αντιμετώπιζε και αποφάσισε τελικά, να εμπιστευθεί ως δικηγόρους του τους εγκαλούντες, οι οποίοι του ενέπνεαν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, υπέγραψε, δε, τα ως άνω δύο εργολαβικά, έχοντας λάβει γνώση των ειδικοτέρων όρων, που περιείχαν και τους οποίους αποδέχθηκε, μεταξύ των οποίων και των χρηματικών ποσών, που οι εγκαλούντες ζητούσαν, ως δικηγορική αμοιβή τους, τα οποία, αν έκρινε, ως υπέρογκα, δεν θα τα αποδεχόταν ή θα τα διαπραγματευόταν.
Οι εγκαλούντες δικηγόροι χειρίστηκαν την υπόθεσή του και εκδόθηκε βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο ο πρώτος κατηγορούμενος δεν παρεπέμπετο στο Δικαστήριο για την κακουργηματική πράξη της έκρηξης αλλά μόνο για πλημμεληματικό που χαρακτήρα πράξεις. Το πιο πάνω βούλευμα κατέστη αμετάκλητο. Δεν αποδείχθηκε ότι τα ως άνω εργολαβικά ο πρώτος κατηγορούμενος υποχρεώθηκε να τα υπογράψει, επειδή εξαπατήθηκε από τους εγκαλούντες και σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν τελούσε σε γνώση του τι υπέγραφε. Να σημειωθεί εδώ ότι αργότερο το έτος 2005 άσκησε αγωγή σε βάρος των νυν εγκαλούντων και ζητούσε την ακύρωση των προαναφερομένων εργολαβικών δίκης. Όμως, αυτή, απορρίφθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, από το Εφετείο Αθηνών και απορρίφθηκε η αναίρεσή του από τον ’ρειο Πάγο (βλ. την υπ' αριθμ. 80/2010 απόφαση αυτού), με το σκεπτικό ότι δεν προέκυψε ότι κατά το χρόνο κατάρτισης των εν λόγω εργολαβικών δίκης βρισκόταν σε άμεση επιτακτική και ανεπίδεκτη αναβολής ανάγκη για διορισμό συνηγόρου υπεράσπισης, που του επέβαλε την ανάθεση συγκεκριμένων ποινικών υποθέσεων στους εγκαλούντες και ότι οι εν λόγω συμβάσεις δεν είχαν ανήθικο χαρακτήρα, δεν ήταν καταπλεοναστικές ούτε αντίθετες στα χρηστά ήθη, ούτε καθιστούν τη συμπεριφορά των εγκαλούντων αντίθετη στην καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματός τους.
Αν ο πρώτος κατηγ/νος έκρινε ότι η αμοιβή, που ζητούσαν οι εγκαλούντες ήταν δυσανάλογη σε σχέση με τις υπηρεσίες, που θα του προσέφεραν μπορούσε να βρει άλλους δικηγόρους. Όμως, αυτός γνώριζε τη σοβαρότητα και την πολυπλοκότητα των ποινικών του υποθέσεων και υπέγραψε τα εν λόγω εργολαβικά δίκης με ελεύθερη βούληση, χωρίς την ύπαρξη κάποιας επιτακτικής ανάγκης, την οποία εκμεταλλεύθηκαν οι εγκαλούντες, αποδέχθηκε, δε, την υψηλή αμοιβή προκειμένου να έχει την καλύτερη όσο είναι δυνατόν υπεράσπιση, την απαλλαγή του από τις κατηγορίες και την αποδέσμευση των περιουσιακών του στοιχείων, τα οποία ανέρχονταν σε 800.000.000 δρχ. Εξάλλου, όταν ο πρώτος κατηγ/νος υπέγραφε τα ως άνω εργολαβικά δίκης του είχαν τεθεί από τον Ανακριτή περιοριστικοί όροι, οι οποίοι είχαν διατηρηθεί από το παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών και δεν υπήρχε άμεσος κίνδυνος για προσωρινή του κράτηση.
Ο πρώτος κατηγορούμενος είναι πτυχιούχος πολιτικός μηχανικός του Α.Μ.Π. και επιχειρηματίας ασχολούμενος με τον τομέα της ναυτιλίας και την εμπορία και διάθεση ηλεκτρονικών παιγνίων και είχε εμπειρία στις συναλλαγές και γνώριζε τις υποχρεώσεις, που αναλάμβανε με τις υπογραφές των ως άνω εργολαβικών δίκης, ακόμη, δε, πριν αναλάβουν την υπεράσπισή του οι εγκαλούντες είχε διορίσει και άλλους δικηγόρους ποινικολόγους, για υποθέσεις του, τους οποίους και συμβουλευόταν.
Οι εγκαλούντες προέβησαν στις δέουσες δικαστικές ενέργειες για τη διεκδίκηση των δικηγορικών αμοιβών τους από τα πιο πάνω εργολαβικά, επειδή ο πρώτος κατ/νος δεν τους κατέβαλε την αμοιβή τους. Ο πρώτος κατ/νος δεν προέβη σε καμία δικαστική ενέργεια αρχικά σε βάρος τους για να ακυρώσει τα ως άνω εργολαβικά ή να προσβάλλει τη διαταγή πληρωμής, που εκδόθηκε σε βάρος του απ' αυτούς για την πληρωμή της αμοιβής τους υπέβαλε δε αίτηση αναστολής εκτέλεσής της, την οποία τελικά αυτός δεν συζήτησε στο Δικαστήριο αλλά συμβιβάστηκε μ' αυτούς και τους κατέβαλε για τη δικηγορική αμοιβή του το ποσό των 293.470,28 ευρώ, το οποίο ήταν μικρότερο από το ποσό της διαταγής πληρωμής, που οι εγκαλούντες είχαν εκδώσει και τους μεταβίβασε ένα επιβατηγό αυτοκίνητο μάρκας "PORSCHE 911" μεταχειρισμένο οικειοθελώς, χωρίς οι εγκαλούντες να υπερβούν τα όρια τω νομικών διαπραγματεύσεων με τον πρώτο κατηγ/νο και να προβούν σε πράξεις, που να στοιχειοθετούν την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής εκβίασης, δεδομένου ότι προέβησαν σε νόμιμες ενέργειες εξωδικαστικές και δικαστικώς, εξέδωσαν διαταγή πληρωμής για τη δικηγορική αμοιβή τους, δεν έγινε ανακοπή κατ' αυτής από τον πρώτο κατ/νο, δεν συζήτηση την αίτηση αναστολής της διαταγής πληρωμής, που είχε καταθέσει στο Δικαστήριο και θα προέβαιναν νόμιμα σε αναγκαστική εκτέλεση, με εκτελεστό τίτλο τη διαταγή πληρωμής. Το γεγονός, που αναφέρει ο πρώτος κατ/νος ότι του είπαν οι εγκαλούντες, αν απορριφθεί η αίτηση προσωρινής διαταγής ή η αίτηση αναστολής της διαταγής πληρωμής από το Δικαστήριο θα προέβαιναν σε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του με εκτελεστό τίτλο αυτή, δεν στοιχειοθετεί την αξιόποινη πράξη της εκβίασης, δεδομένου ότι πρόκειται για νόμιμη δικαστική ενέργεια και όχι παράνομη προς προστασία των δικαιωμάτων τους για τη δικηγορική αμοιβή τους, αν πίστευε, δε, ότι θα γινόταν δεκτή θα τη συζητούσε την αίτηση αναστολής. Οι εγκαλούντες απέστειλαν την από 27-9-2014 εξώδικη όχλησή τους προς την εταιρεία με την επωνυμία "SECRET S.A." και την "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ", ασκώντας νόμιμο δικαίωμά τους για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους, με την οποία δεν παραβιάζεται το καθήκον της επαγγελματικής τους εχεμύθειας αφού υπήρχε οικονομική διαφορά αυτών με τον πρώτο κατ/νο και είχαν προβεί σε εξωδικαστικές και δικαστικές ενέργειες σε βάρος του, στις οποίες εμπλέκονται η πιο πάνω εταιρεία και η Τράπεζα και ο σκοπός τους δεν ήταν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του, αλλά να προστατεύσουν τα δικαιώματά τους. Δεν αποδείχθηκε ότι οι εγκαλούντες εξαπάτησαν το Δικαστήριο, που εξέδωσε την πιο πάνω διαταγή πληρωμής. Ο πρώτος κατ/νος ισχυρίζεται ότι τα πιο πάνω εργολαβικά ήταν ακυρώσιμα, όμως, το Δικαστήριο εφόσον αυτά δεν έχουν ακυρωθεί μπορεί να τα λάβει υπόψη του, αυτός, δε, αν ήθελε μπορούσε να προβεί σε δικαστικές ενέργειες ακύρωσής τους, όμως, δεν το έπραξε τότε, αλλά πολύ αργότερα και δεν δικαιώθηκε, όπως προαναφέρθηκε.
Ο πρώτος κατηγ/νος γνώριζε ότι η πιο πάνω καταμήνυση ήταν ψευδής έχοντας άμεσο δόλο και ο σκοπός του ήταν να μη καταβάλει τις δικηγορικές αμοιβής που είχε συμφωνήσει και να προκαλέσει την καταδίωξη των εγκαλούντων για τις αξιόποινες πράξεις της απάτης και εκβίασης από κοινού, της συκοφαντικής δυσφήμησης και της παραβίασης της επαγγελματικής εχεμύθειας, σκοπό τον οποίο δεν πέτυχε, λόγω, του ότι εκδόθηκε η υπ' αριθμ. Α3/07 απορριπτική της ως άνω έγκλησης Διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και επί ασκηθείσης εκ μέρους του προσφυγής η υπ' αριθμ. 173/200.. διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, που απέρριψε επί της ουσίας την ασκηθείσα προσφυγή και δεν υπήρξε διαφορετική ερμηνεία των νομικών διατάξεων από μέρους του πρώτου κατηγορουμένου αλλά την έκθεση στην έγκλησή του ψευδών γεγονότων. Ακόμη, ο πρώτος κατ/νος στις 28-4-2005, κατά την κατάθεση της από 28-4-2005 έγκλησής του σε βάρος των εγκαλούντων ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημ/κών Αθηνών επιβεβαίωσε ως αληθές το περιεχόμενο της μήνυσής του, εν γνώσει της αναληθείας του, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν ανωτέρω.
Επίσης, ο πρώτος κατ/νος με την από 28-4-2005 έγκλησή του, την οποία ενεχείρησε αυτοπροσώπως στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, στον πταισματοδίκη, που διενήργησε τη διαταχθείσα προανάκριση, και των δικαστικών Γραμματέων σε βάρος των εγκαλούντων ανέφερε ψευδή γεγονότα, τελώντας σε γνώση της αναληθείας τους και ότι μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή τους, λαμβανομένης υπόψη με τον τρόπο αυτό την κοινωνική τους αξία, που οι τρίτοι εκδηλώνουν στο πρόσωπό τους και την εκτίμηση που απολαμβάνουν στην κοινωνία, με βάση την ηθική τους αξία. Δεν αποδείχθηκε ότι αυτός ενήργησε από δεδικαιολογημένο ενδιαφέρον, προς υπεράσπιση των συμφερόντων του, δεδομένου ότι θα μπορούσε να ικανοποιήσει αυτά χωρίς να αναφερθεί σε ψευδή γεγονότων ήτοι ουσιαστικά στοιχεία του άρθρου 363 Π.Κ., στην περίπτωση, δε, αυτή, δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 367ΠΚ. Τέλος, στις 30-6-2005, στην Αθήνα, με πρόθεση προκάλεσε στο δεύτερο κατηγ/νο την απόφαση να εκτελέσει την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα και ειδικότερα, με πειθώ και φορτικότητα, συνεχείς προτροπής και παραινέσεις έπεισε αυτόν να τελέσει την πράξη, όπως αναφέρεται παρακάτω, παρότι ο εν λόγω κατ/νος τελούσε σε γνώση της αναληθείας αυτών, που κατέθεσε ενόρκως. Ο δεύτερος κατηγ/νος ήταν οδηγός του πρώτου κατ/νου και τον μετέφερε στο δικηγορικό γραφείο των εγκαλούντων και ο πρώτος κατ/νος είχε έννομο συμφέρον να τον χρησιμοποιήσει ως μάρτυρά του στις υποθέσεις του σε βάρος των εγκαλούντων καταθέτοντας υπέρ του γεγονότα ψευδή. Ο δεύτερος κατ/νος Σ. Ε., στην Αθήνα, στις 30-6-2005, τέλεσε την παρακάτω αξιόποινη πράξη. Ειδικότερα: Κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα, ενώ εξεταζόταν ενόρκως, ως μάρτυρας, ενώπιον Αρχής Αρμοδίας να ενεργεί ένορκη εξέταση. Συγκεκριμένα, στον ως άνω τόπο και χρόνο, εξεταζόμενος ενόρκως ενώπιον της 8ης Πταισματοδίκη Αθηνών, η οποία διενεργούσε προανακριτική εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει του τα εξής ψεύδη: "Εργαζόμουν στις επιχειρήσεις του μηνυτή, κατά το χρονικό διάστημα 1999-2002. Εκείνο το χρονικό διάστημα, ο μηνυτής επισκεπτόταν πολύ συχνά το δικηγορικό γραφείο των μηνυομένων και, επειδή δεν ήταν σε καλή ψυχολογική κατάσταση, τον πήγαινα εγώ. Έτσι, παρεβρέθηκα σε πολλές συναντήσεις του μηνυτή με τους μηνυομένους, όπου, ενώ αρχικά τον είχαν φοβίσει, ότι ήταν σε πολύ δυσμενή θέση και ότι αντιμετώπιζε μεγάλες ποινές φυλάκισης, στη συνέχεια, του υπόσχονταν, ότι αυτοί και ιδιαίτερα ο πρώτος μηνυόμενος θα τον βοηθήσουν να καθαρίσει και θυμάμαι χαρακτηριστικά τον πρώτο μηνυόμενο να του λέει "Ι. ήρθες στο Θεό, μόνο εγώ μπορώ να σε καθαρίσω". Το ίδιο χρονικό διάστημα, με εντολή του μηνυτή, έκανα αναλήψεις διαφόρων χρηματικών ποσών, τα οποία πηγαίναμε στους μηνυομένους και απ' ότι θυμάμαι το χρονικό διάστημα από Ιούνιο 2001 έως τον Απρίλιο του 2002, πρέπει να είχαμε καταβάλει στους μηνυομένους γύρω στα 11.000.000 με 12.000.000 δρχ. Επίσης, περί το Μάρτιο του 2002, με εντολή του μηνυτή, παρέδωσα στο σπίτι των μηνυομένων για λογαριασμό τους ένα αυτ/το PORSCHE 911, με αριθμό κυκλοφορίας ..., χρώματος καφέ. Δεν γνωρίζω, όμως, τι απέγινε μ' αυτό το αυτ/το. Τέλος, θυμάμαι, ότι κάποια στιγμή, περί τον Ιούνιο του 2001, ο μηνυτής μου είπε, ότι οι μηνυόμενοι του ζήτησαν να υπογράψει κάποιο εργολαβικό δίκης. Στην πορεία, όμως, δεν έχω παρακολουθήσει την υπόθεση και δεν γνωρίζω τι απέγινε. Εκείνο, που μπορώ να καταθέσω, είναι, ότι την περίοδο, που προανέφερα, ο μηνυτής ήταν σε τόσο άσχημη ψυχολογική κατάσταση, που θα, υπέγραφε, για οποιοδήποτε ποσό του ζητούσαν, οι μηνυτές". Να σημειωθεί εδώ ότι το τελευταίο ψευδές, που κατέθεσε, αν ήθελε θεωρηθεί κρίση του δεύτερου κατ/νου συνδέεται, όμως, με τα ψευδή γεγονότα που κατέθεσε.
Τα αληθή γεγονότα ήταν τα ακόλουθα: Ο δεύτερος κατηγ/νος Σ. Ε. μετέφερε τον πρώτο κατ/νο στο δικηγορικό γραφείο των εγκαλούντων, αλλά δεν είχε παρευρεθεί σε καμία συνάντηση των ως άνω δικηγόρων με τον πρώτο κατ/νο, αλλά βρισκόταν στον προθάλαμο του εν λόγω δικηγορικού γραφείου και ανέμενε το πρώτο κατ/νο να τελειώσει στις συζητήσεις του με τους εγκαλούντες και να τον μεταφέρει πάλι στην οικία του, δεν γνώριζε τι είχε ειπωθεί μεταξύ τους, δεν είχαν φοβίσει οι εγκαλούντες τον πρώτο κατ/νο ότι ήταν δε δεινή θέση και κινδύνευε να φυλακισθεί και μόνο αυτοί μπορούσαν να τον σώσουν, αλλά οι εγκαλούντες προέβησαν στις νόμιμες δικαστικές ενέργειες και τελικά απηλλάγη με βούλευμα, ότι οι αναλήψεις διαφόρων χρηματικών ποσών, που ο πρώτος κατ/νος έδινε στους εγκαλούντες δεν αφορούσαν την επίδικη υπόθεση, αλλά άλλες υποθέσεις, που είχε αυτός παλαιότερες και τους όφειλε τις δικηγορικές αμοιβές τους και ότι η άσχημη ψυχολογική κατάσταση του πρώτου κατηγ/νου δεν οφειλόταν σε ψυχολογικές πιέσεις των εγκαλούντων.
Να σημειωθεί εδώ ότι ο δεύτερος κατ/νος ανέφερε στην απολογία του στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου ότι δεν ήταν μπροστά στις συζητήσεις των εγκαλούντων με τον πρώτο κατηγ/νο, καθόταν στον προθάλαμο και περίμενε να τελειώσουν και ότι γνώριζε ήταν από τον ίδιο τον πρώτο κατ/νο. Κατόπιν τούτων, απορριπτομένων των αυτοτελών ισχυρισμών των κατηγ/νων πρέπει αυτοί να κηρυχθούν ένοχοι, για τις αξιόποινες πράξεις , για τις οποίες κατηγορούνται.
Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες είναι σαφείς και πλήρεις, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει την κατά την ανωτέρω έννοια απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν κατά την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως παραπάνω αξιόποινων πράξεων, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1, 27, 46 παρ.1α, 94, 224 ,229 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και η απόφαση δε στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, α) εξειδικεύονται οι καταμηνυθείσες πράξεις, αναφέρεται ο από τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο (δια της ψευδορκίας και της ψευδούς καταμηνύσεως) επιδιωκόμενος σκοπός για την ποινική καταδίωξη των εγκαλούντων δικηγόρων, τον οποίο δεν πέτυχε για το λόγο ότι η έγκλησή του καθώς και η προσφυγή που άσκησε απορρίφθηκαν με τις μνημονευόμενες αντίστοιχες Εισαγγελικές διατάξεις και επί πλέον παρατίθενται με πληρότητα περιστατικά που αιτιολογούν τον άμεσο δόλο του αναιρεσείοντος ως προς τη διάπραξη των εγκλημάτων της ψευδούς καταμηνύσεως, όσο και της ψευδορκίας μάρτυρα, τη γνώση δηλαδή του αναιρεσείοντος ότι η από 28-4-2005 έγκλησή του εναντίον των εγκαλούντων δικηγόρων, το περιεχόμενο της οποίας επιβεβαίωσε ενόρκως εξεταζόμενος ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, ήταν ψευδής και υποβλήθηκε με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη των εγκαλούντων, για τις αξιόποινες πράξεις της απάτης, της εκβίασης, της συκοφαντικής δυσφήμησης και της παραβίασης της επαγγελματικής εχεμύθειας και όχι για την προστασία των νομίμων δικαιωμάτων του, β) αιτιολογείται επαρκώς ότι ο αναιρεσείων με πρόθεση προκάλεσε την απόφαση στον καταδικασθέντα για ψευδορκία μάρτυρα Ε. Σ., να καταθέσει ενώπιον του Πταισματοδίκη Αθηνών τα ως άνω αναφερόμενα ψευδή περιστατικά, πείθοντάς τον προς τούτο, με πειθώ και φορτικότητα, με συνεχείς προτροπές και παραινέσεις, αιτιολογείται ότι ο αναιρεσείων τελούσε σε γνώση της αναλήθειας των κατατεθέντων και ότι είχε έννομο συμφέρον να χρησιμοποιήσει τον άνω συγκατηγορούμενό του, που ήταν οδηγός του και τον μετέφερε στο δικηγορικό γραφείο των εγκαλούντων, ως μάρτυρά του στις υποθέσεις του σε βάρος των εγκαλούντων καταθέτοντας υπέρ αυτού ψευδή γεγονότα, γ) η αναφορά στο αιτιολογικό των καταγγελθέντων και με όρκο επιβεβαιωθέντων ψευδών περιστατικών γίνεται με παραδεκτή αναφορά στο διατακτικό της αποφάσεως, ενώ με την αναλυτική παράθεση των αληθών γεγονότων στο αιτιολογικό, το δικαστήριο προσδιορίζει πλήρως και χωρίς ασάφειες ή αντιφάσεις τα ψευδή γεγονότα, τα οποία διέλαβε στην έγκλησή του και βεβαίωσε ενόρκως ο αναιρεσείων, καθώς και τα ψευδή γεγονότα που κατέθεσε, μετά από δικές του προτροπές και παραινέσεις ο Ε. Σ., αιτιολογείται δε επαρκώς και η γνώση του αναιρεσείοντος περί της αναλήθειας των καταγγελθέντων και με όρκο επιβεβαιωθέντων και δεν ήταν αναγκαία η παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση αυτή περιστατικών, δεδομένου ότι ο αναιρεσείων γνώριζε αναγκαίως την πραγματική κατάσταση από προσωπική αντίληψη, ως πελάτης των εγκαλούντων δικηγόρων, με τους οποίους συνηλλάγη και είχεν υπογράψει και σχετικά συμβόλαια εργολαβικών αμοιβών για τις υποθέσεις του που τους ανέθεσε και αυτοί χειρίστηκαν.
Επομένως, οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε' του ΚΠΔ συναφείς λόγοι αναιρέσεως που υποστηρίζουν τα αντίθετα, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για έλλειψη νόμιμης βάσης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ' ουσίαν. Επειδή, κατά το άρθρ. 368 παρ. Ι του ΠΚ, στην περίπτωση της συκοφαντικής δυσφημήσεως (363 ΠΚ), η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση. Κατά δε την ουσιαστικού αλλά και δικονομικού δικαίου διάταξη του άρθρου 117 παρ.1 του ΠΚ, όταν ο νόμος απαιτεί έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξης, το αξιόποινο εξαλείφεται αν ο δικαιούχος δεν υπέβαλε την έγκληση μέσα σε τρεις (3) μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση για την πράξη που τελέστηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για ένα από τους συμμέτοχους της. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ προκύπτει ότι η καταδικαστική απόφαση επί εγκλήματος κατ` έγκληση διωκομένου, εφόσον η έγκληση υποβλήθηκε μετά την παρέλευση τριμήνου από την τέλεσή του, πρέπει να διαλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ως προς το χρόνο κατά τον οποίο ο δικαιούμενος σε έγκληση έλαβε γνώση για την πράξη που τελέστηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για ένα από τους συμμέτοχους της. Αν λείπει τέτοια αιτιολογία, αν δηλαδή στην απόφαση δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στην πιο πάνω διάταξη του άρθρου 117 παρ. 1 του ΠΚ, δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, με την οποία καταδίκασε τον αναιρεσείοντα, σε ποινή φυλάκισης δεκατριών μηνών για καθεμία πράξη και σε συνολική ποινή φυλάκισης τριών ετών και πέντε μηνών, για τις πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως, της ψευδορκίας μάρτυρα, της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημήσεως κατά συρροή, δέχθηκε στο αιτιολογικό του, ότι η πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως των δύο παθόντων έλαβε χώρα την 28-4-2005. Περαιτέρω, η σχετική έγκληση των δύο παθόντων, όπως προκύπτει από αυτήν, η οποία παραδεκτά επισκοπείται για την έρευνα του σχετικού αναιρετικού λόγου, υποβλήθηκε την 1-8-2005, δηλαδή μετά την παρέλευση τριμήνου από την τέλεση της πράξεως. Για το ζήτημα όμως του χρόνου γνώσεως της τελέσεως της πράξεως, από τους δικαιούμενους σε υποβολή εγκλήσεως, η προσβαλλόμενη απόφαση στο επί της ενοχής προεκτεθέν αιτιολογικό της, καθώς και στο διατακτικό της, δε διαλαμβάνει πουθενά το χρόνο που έλαβαν οι παθόντες γνώση της κατ' αυτών εγκλήσεως. Με το περιεχόμενο αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν έχει, ως προς το ζήτημα του εμπροθέσμου της εγκλήσεως, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, σύμφωνα και με την προηγηθείσα νομική σκέψη, αφού δεν παρατίθεται στο σκεπτικό της κανένα περιστατικό που προέκυψε από την ακροαματική διαδικασία, το οποίο να θεμελιώνει την κρίση του δικαστηρίου, για τον χρόνο γνώσης της ανωτέρω κατ' έγκληση διωκόμενης πράξεως από τους δικαιούχους της εγκλήσεως και ούτε καν αναφέρεται ο χρόνος αυτός. Επομένως, είναι βάσιμος ο συναφής λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας σχετικά με το ζήτημα της εμπρόθεσμης υποβολής της εγκλήσεως και πρέπει, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, μόνο ως προς τις διατάξεις της, της καταδίκης του αναιρεσείοντα για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης των δύο παθόντων και ως προς τη διάταξη περί επιβολής ποινής για τις πράξεις αυτές και περί επιβολής συνολικής ποινής και κατά το άρθρο 519 του ΚΠΔ, να παραπεμφθεί κατά ταύτα η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Περαιτέρω, η κατά τα παραπάνω επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Είναι δε αυτοτελείς εκείνοι οι ισχυρισμοί, οι οποίοι προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρ.170 παρ.2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και κατατείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή αποκλείουν ή μειώνουν την ικανότητα προς καταλογισμό ή οδηγούν στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή σε μείωση της ποινής. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο, για συνδρομή στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί, κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου, στην επιβολή μειωμένης ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις κατά το άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ θεωρούνται, μεταξύ άλλων, (υπό εδ. γ') " το ότι ο δράστης στην πράξη του ωθήθηκε από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη", και (υπό εδ. ε') "το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του". Για να στοιχειοθετηθεί δε το ελαφρυντικό 84 παρ. 2 εδ. γ' ΠΚ, απαιτείται η επίκληση περιστατικών από τα οποία να προκύπτει ότι προηγήθηκε της αξιόποινης πράξης ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή ότι ο δράστης παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη και προσβλητική εναντίον του πράξη από τον ίδιο τον παθόντα και όχι από τρίτο πρόσωπο. Για να συντρέξει δε η δεύτερη από τις ελαφρυντικές αυτές περιστάσεις του εδ. ε' , κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, πρέπει η συμπεριφορά αυτή να εκτείνεται σε μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα και υπό καθεστώς ελευθερίας του υπαιτίου, διότι τότε μόνον η επιλογή του αντανακλά στην γνήσια ψυχική του στάση και παρέχει αυθεντική μαρτυρία ως προς την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής προδιαθέσεώς του, ήτοι απαιτείται, εκτός από το μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα, η συνδρομή και άλλων περιστατικών δηλωτικών της αρμονικής συμβίωσης του δράστη μετά την πράξη. Η καλή συμπεριφορά δεν εννοείται ως παθητικά καλή διαγωγή ή ως μη κακή, ή μόνον ως απουσία παραβατικότητας. Περιλαμβάνει και τη θετική δραστηριότητα του υπαιτίου η οποία εκδηλώνεται αυτοβούλως και όχι ως αποτέλεσμα φόβου ή καταναγκασμού και οπωσδήποτε να υπάρχει βελτίωση της συμπεριφοράς του.
Συνεπώς, για το ορισμένο του άνω ισχυρισμού του δράστη διαβιούντος υπό καθεστώς ελευθερίας, μη κρατούμενου σε φυλακή, δεν αρκεί η επίκληση καλής και συνήθους συμπεριφοράς, και δη εργασίας και ομαλής οικογενειακής ζωής και μόνον, αλλά πρέπει να επικαλεσθεί ο κατηγορούμενος πραγματικά περιστατικά, θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεώς του επί μακρό χρόνο μετά την τέλεση της πράξης και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, που καταδίκασε τον ήδη αναιρεσείοντα για τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος, πρόβαλε εγγράφως και ανέπτυξε και προφορικά στο ακροατήριο, παραδεκτά μετά την έκδοση της αποφάσεως για την ενοχή, τους αυτοτελείς ισχυρισμούς της συνδρομής στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος των ελαφρυντικών περιστάσεων, του ότι ωθήθηκε στις πράξεις από ανάρμοστη συμπεριφορά των παθόντων και της καλής συμπεριφοράς μετά τις πράξεις του (άρθρο 84 παρ. 1 εδ. γ' και ε' ΠΚ, αντίστοιχα), επικαλούμενος για τη θεμελίωσή τους, τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Στη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να μη αναγνωρισθεί, από το δικαστήριο σας, 1) η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2ε' ΠΚ και αυτό διότι ουδέποτε απασχόλησα, καθ' οιονδήποτε τρόπο, τις Αρχές ή τα Δικαστήρια από το έτος 2005 και μετά (έως και σήμερα) και τούτο αποδεικνύει περίτρανα ότι ζούσα και συνέχισα να ζω, έντιμη οικογενειακή, επαγγελματική και, γενικά, κοινωνική ζωή και συμπεριφέρθηκα καλά για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη μου. Το χρονικό διάστημα των επτά (7) ετών, είναι σίγουρα μεγάλο χρονικό διάστημα και καταδεικνύει την ποιότητα του χαρακτήρα ενός ατόμου και το κατά πόσον αυτός ρέπει προς την εγκληματικότητα. Αποδεικνύεται δε τούτο, από τις καταθέσεις όλων των μαρτύρων, αλλά και από το δελτίο του ποινικού μου μητρώου.- Και εις ότι αφορά το ποινικό μου μητρώο, μπορεί μεν να μην είναι λευκό, πλην όμως οι καταδίκες μου αφορούν αδικήματα ήσσονος ηθικής απαξίας και, δη, παραβάσεις του Αγορανομικού Κώδικα και Υγειονομικών Διατάξεων (που σχετίζονται με την λειτουργία της οικογενειακής καφετέριας "P..." στο Πασαλιμάνι, επί των οδών ... και ..., την οποία διατηρώ μέχρι και σήμερα υπό την εταιρεία "Ι. Μ. & ΣΙΑ Ο.Ε."), παραβάσεις του Κ.Ο.Κ. (τότε ν. 614/77) και μία παράβαση του ν. 5960/33 (έκδοση ακάλυπτης επιταγής), στην πλειοψηφία των οποίων καταδικάστηκα απλά σε χρηματικές ποινές ή φυλάκιση το πολύ 30 ημερών. Όπως δε θα δείτε κατά τη διάσκεψη Σας, η τελευταία καταδικαστική απόφαση στο ποινικό μου μητρώο, είναι η υπ' αριθμ. 8/04 απόφαση του Εφετείου Πλημ/των Αθηνών, όπερ σημαίνει ότι από το έτος 2004 και μέχρι σήμερα (οκτώ ολόκληρα χρόνια'), δεν έχω υποπέσει σε άλλο ποινικό αδίκημα.- Συμπερασματικά και εκ παραλλήλου με όλα τα ανωτέρω αναφερθέντα, επισημαίνεται ότι δεν είμαι επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, ούτε επιρρεπής σε εγκληματικές συμπεριφορές και ούτε επικίνδυνος για την τέλεση άλλων αξιοποίνων πράξεων. Πέραν, δε, των ποινικών μου υποθέσεων με τον μηνυτή Σ. Α., με κανέναν άλλον δεν έχω αντιδικία και με κανέναν δεν αντιδικώ. Ακόμα και στην παρούσα υπόθεση, με δήλωση μου ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (βλ. τα πρακτικά της εκκαλουμένης αποφάσεως), θέλησα να αποκαταστήσω τις σχέσεις μου με τους μηνυτές , ζητώντας συγνώμη από αυτούς, πράγμα που καταδεικνύει ότι θέλησα να σταματήσω την αντιδικία μας, πλην όμως ο εγκαλών αρνήθηκε, επιθυμώντας τη διαιώνιση των μεταξύ μας δικαστηρίων. Πρέπει, λοιπόν, το δικαστήριο Σας να μου αναγνωρίσει το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2ε' Π.Κ., για τους ως άνω αναλυτικά αναφερόμενους λόγους και πραγματικά περιστατικά.
Πρέπει να μου αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση του άρ. 84 παρ.2γ ΠΚ, λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς των παθόντων διότι: Στην συγκεκριμένη υπόθεση, πριν την κατάθεση της από 28.04.2005 και με Α.Β.Μ Α05/2220 εγκλήσεώς μου κατά των μηνυτών Γ. και Σ. Α., είχαν προηγηθεί, εκ μέρους των παθόντων/μηνυτών: α) η από 12.2.2002 και με αριθμό κατάθεσης 1319/2002 Αγωγή του Γ. Α. εναντίον μου, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, β) η από 14.4.2005 και υε αριθμό κατάθεσης δικογράφου 185/2005 Αγωγή αμφοτέρων εναντίον μου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία αμοιβών), όπου εκεί ανέφεραν περί των "τρόπων και μέσων δια των οποίων εξασφάλισε την μη προφυλάκιση του ενώπιον του ανακριτή κατά την απολογία του" και, γ) η από 31.1.2005 (ημερομηνία καταθέσεως 25.2.2005) και με Α.Β.Μ. Γ05/916 μήνυση αμφοτέρων των μηνυτών εναντίον μου, για τα εγκλήματα της απάτης επί δικαστηρίω και απόπειρας εκβίασης, σε βαθμό κακουργήματος, επί της οποίας εκδόθηκε το απαλλακτικό υπ' αριθμ. 2523/09 βούλευμα του ΣυμβΠλημΑΘ και το, ήδη αμετάκλητο, υπ' αριθμ. 1921/11 βούλευμα του ΣυμβΕφετΑΘ, με το οποίο απορρίφθηκαν στην ουσία τους οι εφέσεις των Γ. και Σ. Α. και επικυρώθηκε το πρωτόδικο, απαλλακτικό, βούλευμα.- H, εναντίον μου, επίθεση των παθόντων με σωρεία αγωγών και μηνύσεων (πριν την κατάθεση της από 28.4.2005 δικής μου μηνύσεως), η δε από 31.1.2005 μήνυση τους για βαρύτατα κακουργήματα (για τα οποία, εντέλει, αθωώθηκα αμετακλήτως), από ανθρώπους τους οποίους εμπιστευόμουν και ήσαν, επί σειρά ετών, οι συνήγοροι μου και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι μου (''), μου δημιούργησε ευλόγως, ένεκα και της ιδιοσυγκρασίας μου, την πεποίθηση ότι όφειλα να καταγγείλω τις (κατ' εμέ) συμπεριφορές τους ενώπιον των Δικαστικών Αρχών, ώστε αυτές να διερευνηθούν από τις αρμόδιες Εισαγγελικές Αρχές".
Από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι οι αυτοτελείς αυτοί ισχυρισμοί περί συνδρομής στο πρόσωπο του κατηγορουμένου των άνω δύο ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 εδ. γ' και ε' του ΠΚ, απορρίφθηκαν, με την παρακάτω αιτιολογία: "Όσον αφορά τον πρώτο κατ/νο Γ.Μ. δεν αποδείχθηκε ότι αυτός ωθήθηκε στις αξιόποινες πράξεις μετά από ανάρμοστη συμπεριφορά των εγκαλούντων και ότι παρασύρθηκε από οργή και θλίψη , που του προκάλεσαν άδικες σε βάρος του πράξεις αυτών, δεδομένου ότι υπήρξε μία συμφωνία μεταξύ αυτού και των εγκαλούντων για δικηγορικές υπηρεσίες σε υποθέσεις του και δεν ήθελε να καταβάλει την αμοιβή που όφειλε σ' αυτούς και δεν υπήρξαν άδικες πράξεις από μέρους των εγκαλούντων. Ακόμη, δεν αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος μετά την τέλεση των ως άνω αξιοποίνων πράξεων μεταστράφηκε και αντιλήφθηκε τις συνέπειες των ως άνω πράξεών του, αφού αρνείται την τέλεσή τους, ούτε απείχε από ταύτα για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα από επιλήψιμες ενέργειες και συμπεριφορές, λαμβανομένου υπόψη και του ποινικού του μητρώου, όπου αναφέρονται καταδίκες του".
Η αιτιολογία αυτή απόρριψης των αυτοτελών ισχυρισμών του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, είναι η κατά τα παραπάνω εκτεθέντα απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού το δικαστήριο δέχθηκε επαρκώς εμπεριστατωμένα ότι δεν προηγήθηκε καμία ανάρμοστη ή άδικη συμπεριφορά των παθόντων έναντι του δράστη, ούτε ότι παρασύρθηκε από οργή και θλίψη, συνεπεία άδικων σε βάρος του πράξεων των παθόντων, ούτε ότι ο αναιρεσείων επέδειξε καλή συμπεριφορά για σχετικά μεγάλο μετά τις ανωτέρω πράξεις του χρονικό διάστημα.
Επομένως, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όσον αφορά την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών αναγνώρισης των άνω ελαφρυντικών περιστάσεων των εδαφ. γ' και ε' του άρθρου 84 παρ.2 του ΠΚ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364, 365 και 369 του ΚΠΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η ανάγνωση προανακριτικών ή ανακριτικών καταθέσεων μαρτύρων που απολείπονται, χωρίς να βεβαιώνεται η αδυναμία εμφάνισης στο ακροατήριο των μαρτύρων αυτών και η λήψη υπόψη αυτών από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του σε σχέση με την ενοχή του κατηγορουμένου, δεν επιφέρει, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως, για ακυρότητα της διαδικασίας, αν ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του δεν είχαν αντιλέξει στην ανάγνωση των καταθέσεων αυτών, δεδομένου ότι έτσι δεν παραβιάζεται το δικαίωμα που παρέχεται σε κάθε κατηγορούμενο από το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. δ' της ΕΣΔΑ, να θέτει ερωτήματα στους μάρτυρες, αφού διατηρείται πάντως το από το άρθρο 358 του ΚΠΔ δικαίωμα του κατηγορουμένου να κάνει παρατηρήσεις επί των εν λόγω καταθέσεων που αναγνώσθηκαν. Αντίθετα, η διάταξη αυτή του άρθρου 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ παραβιάζεται, επερχόμενης εντεύθεν απόλυτης ακυρότητας κατά το άρθρο 171 παρ. 1δ' του ΚΠΔ, αν ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του είχαν αντιλέξει στην ανάγνωση των κατά την προδικασία ληφθεισών καταθέσεων των απολειπομένων μαρτύρων και το δικαστήριο, παρά ταύτα, απορρίπτοντας το αίτημα, για τη μη ανάγνωση των εν λόγω καταθέσεων, προέβη στην ανάγνωση αυτών, οπότε ιδρύεται ο από το άνω άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως (σελ. 25-26), που παραδεκτά επισκοπούνται για την διερεύνηση σχετικού λόγου αναιρέσεως, αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, μεταξύ άλλων εγγράφων, η από 30-6-2005 κατάθεση του Ε. Σ., η με αρ. 4270/24-10-2005 ένορκη κατάθεση Ε.Λ., η με αρ. 4271/24-10-2005 ένορκη κατάθεση Ε. Σ., η από 15-7-2005 ένορκη εξέταση της μάρτυρος Σ. Μ. και η από 30-6-2005 ένορκη εξέταση του μάρτυρα Ε. Σ., χωρίς όμως να προβληθεί καμία αντίρρηση από τον παριστάμενο συνήγορο του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, όπως ρητά σημειώνεται στα άνω πρακτικά στη σελ. 25. Επομένως, από την ανάγνωση των καταθέσεων των απόντων ως άνω μαρτύρων, χωρίς ειδική αιτιολόγηση του ανεφίκτου εμφανίσεως των μαρτύρων αυτών στο ακροατήριο, δεν παραβιάστηκε η αρχή της προφορικότητας και της κατ' αντιδικίας διεξαγωγής της ποινικής διαδικασίας και δε δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, αφού δεν υπήρξε σχετική εναντίωση του κατηγορουμένου, ούτε αίτημα αυτού για αναβολή ή διακοπή της δίκης, προκειμένου να κλητευθούν και να διαταχθεί η βιαία προσαγωγή των απολειπομένων αυτών μαρτύρων, και κατά συνέπεια ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 358, 364 παρ.2 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 περίπτωση δ' του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι, παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα, δικαιώματος του κατηγορουμένου, να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά, τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητα του, σε τρόπο που μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενο του και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από τα άρθρο 358 ΚΠΔ, πιο πάνω δικαιώματα του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό του, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Εξάλλου δεν δημιουργείται καμία αμφιβολία, ως προς την ταυτότητα των εγγράφων, όταν από τα πρακτικά της δίκης δεν προκύπτει ότι αναγνώστηκαν άλλα έγγραφα με τον συγκεκριμένο προσδιορισμό.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών που την εξέδωσε, στήριξε την περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του, εκτός από άλλες αποδείξεις και σε όλα τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και αναφέρονται στα πρακτικά. Από τα πρακτικά της δίκης (σελίδες 25 και 26), προκύπτει ότι, μεταξύ άλλων εγγράφων, στο ακροατήριο αναγνώσθηκαν χωρίς α/α και τα παρακάτω έγγραφα, "φωτοαντίγραφα αποδεικτικών καταθέσεων και φωτ/φα επιταγών (σχετ. 3), η από 6-12-10 βεβαίωση". Με την πιο πάνω αναφορά των εγγράφων αυτών, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους. Με την γενόμενη δε ανάγνωση του κειμένου τους στο ακροατήριο, χωρίς να προκύπτει από τα πρακτικά ότι προβλήθηκε αντίρρηση από τον παριστάμενο συνήγορο του αναιρεσείοντος, έγινε γνωστό και σε όλους τους παράγοντες της δίκης το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών, επομένως και στον συνήγορο του αναιρεσείοντος, οπότε αυτός είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο καθενός από τα έγγραφα αυτά, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης. ’λλωστε από την επισκόπηση των πρακτικών προκύπτει ότι δεν αναγνώσθηκαν άλλα έγγραφα με τον συγκεκριμένο προσδιορισμό.
Συνεπώς το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, ορθώς έλαβε υπόψη του και τα παραπάνω αναγνωσθέντα έγγραφα και οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντα ότι παραβιάστηκαν τα υπερασπιστικά του δικαιώματα, διότι το δικαστήριο της ουσίας, προς στήριξη της περί ενοχής κρίσης του, έλαβε υπόψη του τα πιο πάνω έγγραφα, χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητά τους, είναι αβάσιμες. Κατ' ακολουθία, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' και Γ' ΚΠΔ, συναφής λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ.1 δ' ΚΠΔ απόλυτης ακυρότητας, κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και για παραβίαση της δημοσιότητας και προφορικότητας της διαδικασίας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω και ο τελευταίος γενικός προβαλλόμενος ως αυτοτελής λόγος αναιρέσεως, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, για παραβίαση υπερασπιστικών δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος και παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας από σχετική επί του θέματος νομολογία του Αρείου Πάγου, για παραβίαση των αρχών δημοσιότητας και της δίκαιης δίκης και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και 14 του ΔΣ/ΑΠΔ, λόγω των προαναφερθεισών ακυροτήτων και πλημμελειών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αφού όλοι κρίθηκαν ως παραπάνω απορριπτέοι ως αβάσιμοι, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Δεν επέρχεται δε ακυρότητα της διαδικασίας, για παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας σε σχέση ΅ε άλλες προεκδοθείσες αναιρετικές αποφάσεις Ποινικών Τμημάτων του Αρείου Πάγου, που έκριναν παρόμοιες κατά τον αναιρεσείοντα περιπτώσεις "ασαφούς ταυτότητας αναγνωσθέντων εγγράφων", ενόψει του ότι κάθε περίπτωση είναι ΅οναδική και κρίνεται καθεαυτή, ενώ από κα΅ία διάταξη νό΅ου ή αρχή του δικαίου δεν επιβάλλεται στα δικαστήρια να ερ΅ηνεύουν το νό΅ο σύ΅φωνα ΅ε την ερ΅ηνεία στην οποία προέβησαν ΅ε προηγού΅ενες αποφάσεις τους (ΑΠ 52/2011).
Μετά ταύτα, ελλείψει άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως για έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, όσον αφορά τις λοιπές αξιόποινες πράξεις που καταδικάστηκε ο αναιρεσείων (πλην της συκοφαντικής δυσφημήσεως για την οποία αναιρείται κατά τα παραπάνω), πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει τη με αρ. 5742 Α, 6201/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, ως προς τις διατάξεις της, περί ενοχής του αναιρεσείοντος Ι. Μ. του Θ., μόνο για την πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως κατά συρροή και περί επιβολής ποινής για την αναιρούμενη πράξη και περί επιβολής συνολικής ποινής.
Παραπέμπει την υπόθεση, όσον αφορά μόνο την πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως κατά συρροή, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 28 - 12 - 2012 αίτηση του Ι. Μ. του Θ., για αναίρεση της με αριθμό 5742 Α, 6201/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 2 Απριλίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή