Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1956 / 2010    (Β, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Λαθρεμπορία, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Συνέργεια.




Περίληψη:
Εισαγωγή και κατοχή στην Ελλάδα λαθρεμπορικού αυτοκινήτου από τον αναιρεσείοντα άμεση συνεργεία της αναιρεσείουσας στην κατοχή του λαθρεμπορεύματος και ψευδή βεβαίωση από την ίδια με την έκδοση άδειας κυκλοφορίας για το λαθρεμπορικό αυτοκίνητο" συνεκδικαζόμενες αιτήσεις αναίρεσης κατά της καταδικαστικής για τους αναιρεσείοντες απόφασης με λόγους από το αρθρ. 510 § 1 στοιχ. Ε΄ ΚΠΔ, ισχυρισμός ότι πρόκειται για κοινοτικό αυτοκίνητο και συνεπώς η εισαγωγή και κατοχή του στην Ελλάδα χωρίς τις προβλεπόμενες στα αρθρ. 129 και 130 ν.2960/2001 περί τελωνειακού κώδικα διατυπώσεις δεν συνιστά έγκλημα, αλλά απλή τελωνειακή παράβαση· η κατοχή λαθρεμπορεύματος είναι διαρκές έγκλημα και συνεπώς όσο διαρκεί νοείται άμεση συνεργεία προς διατήρηση της· οι ουσιαστικές παραδοχές της εφετειακής απόφασης είναι αναιρετικά ανέλεγκτες· απόρριψη των λόγων αναίρεσης ως απαράδεκτων ή ως ουσία αβάσιμων.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1956/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Μπιχάκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Δημητρούλα Υφαντή, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά, Δημήτριο Κράνη-Εισηγητή και Βασίλειο Φράγγο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Σεπτεμβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1) Φ. Σ. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Στασινόπουλο, και 2) Β. Ε. του Γ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Ψάρρη, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 518/2010 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πατρών.
Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτήν, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτών, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 29 Μαρτίου 2010 και 23 Απριλίου 2010 δύο χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 590/2010.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.Κατά της υπ' αριθ. 518/2010 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πατρών οι καταδικασθέντες με την απόφαση αυτή κατηγορούμενοι άσκησαν νομότυπα και εμπρόθεσμα τις από 29.3.2010 και 23.4.2010 ξεχωριστές αιτήσεις τους για αναίρεση της εφετειακής απόφασης (άρθρ. 473§§1και 3, 474, 504§§1 και 4, 505, 507§1, 509§1 ΚΠΔ) και πρέπει οι αιτήσεις αυτές, ως συναφείς (άρθρ. 128-129 ΚΠΔ), να συνεκδικασθούν και να ερευνηθούν περαιτέρω κατ' ουσίαν. 2.Κατά το άρθρ. 510§1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ αποτελεί λόγο αναίρεσης και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, υπάρχει δε εσφαλμένη ερμηνεία όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης συνιστά και η εκ πλαγίου παράβαση της διάταξης, που υπάρχει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό της και αφορά τα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, μ' αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (ΟλΑΠ 3/2008, ΑΠ 1720/2010). Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης υπ' αριθ. 518/2010 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πατρών προκύπτει ότι μ' αυτή ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Φ. Σ. καταδικάσθηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης δέκα οκτώ (18) μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική προς 10 ευρώ ημερησίως, επειδή κρίθηκε ένοχος εισαγωγής και κατοχής λαθρεμπορεύματος (η κατοχή θεωρήθηκε ως μη τιμωρητή υστέρα πράξη απορροφούμενη από την εισαγωγή) και ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση που τέλεσε η επίσης κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα Β. Ε., η οποία για την πράξη αυτή, καθώς και για την πράξη της άμεσης συνέργειας στην κατοχή του λαθρεμπορεύματος από το Φ. Σ., κρίθηκε ένοχη και καταδικάσθηκε με την ίδια απόφαση σε συνολική ποινή φυλάκισης δέκα οκτώ (18) μηνών, ανασταλείσα για τρία χρόνια. Ειδικότερα σε σχέση με τις πράξεις της εισαγωγής και κατοχής λαθρεμπορεύματος, τις οποίες αφορά η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης του Φ. Σ., ο αναιρεσείων αυτός κηρύχθηκε ένοχος, κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της ως άνω απόφασης, του ότι "α) στο Αγρίνιο, στις 5.12.2002, τέλεσε το έγκλημα της λαθρεμπορίας με ενέργεια, η οποία αποσκοπούσε να στερήσει το Δημόσιο από τους απ' αυτό εισπρακτέους δασμούς, τέλη, φόρους και δικαιώματα και ειδικότερα κατά τον ανωτέρω τόπο και χρόνο εισήγαγε στην Ελλάδα από το εξωτερικό το υπ' αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο μάρκας BMW 3Μ (με αριθμό πλαισίου ...), χωρίς ουδέποτε να δηλώσει την εισαγωγή του στις τελωνειακές αρχές της χώρας και να καταβάλει τις δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις που όφειλε εκ του νόμου και συγκεκριμένα το χρηματικό ποσό των 7.637 ευρώ, κατά το οποίο ζημιώθηκε το Δημόσιο από την ως άνω παράνομη εισαγωγή του εν λόγω αυτοκινήτου στην επικράτεια και β) στο Αγρίνιο και κατά το χρονικό διάστημα από τις 5.12.2002 έως 31.12.2002 τέλεσε το έγκλημα της κατοχής λαθρεμπορεύματος με ενέργεια, η οποία αποσκοπούσε να στερήσει το Δημόσιο από τους απ' αυτό εισπρακτέους δασμούς, τέλη, φόρους και δικαιώματα και ειδικότερα κατά τον ανωτέρω τόπο και χρόνο διατήρησε στην κατοχή του το υπ' αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο μάρκας BMW 3Μ, το οποίο είχε προηγουμένως εισάγει παράνομα στη χώρα (σύμφωνα με τα ανωτέρω) και το οποίο (ΙΧΕ αυτοκίνητο) ουδέποτε είχε δηλώσει στις εθνικές τελωνειακές αρχές και για το οποίο ουδέποτε είχε καταβάλει τις δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις που όφειλε εκ του νόμου και συγκεκριμένα το χρηματικό ποσό των 7.637 ευρώ, κατά το οποίο ζημιώθηκε το Δημόσιο από την ως άνω παράνομη εισαγωγή και κατοχή του εν λόγω αυτοκινήτου". Εξ άλλου με την ίδια απόφαση η αναιρεσείουσα Β. Ε. κηρύχθηκε ως προς την πράξη της άμεσης συνέργειας ένοχη ειδικότερα του ότι "στο Αγρίνιο, στις 5.12.2002, με πρόθεση παρέσχε σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν και κατά τη διάρκεια της άδικης πράξης που τέλεσε και συγκεκριμένα κατά τον παραπάνω τόπο και χρόνο, εκδίδοντας την ανωτέρω από 5.12.2002 ψευδή άδεια κυκλοφορίας οχήματος και δίδοντας τις ... ΙΧΕ πινακίδες κυκλοφορίας, παρείχε άμεση συνδρομή στον πρώτο κατηγορούμενο (Φ. Σ.) για την πράξη της κατοχής λαθρεμπορεύματος, καθώς με τον τρόπο αυτό εμφάνιζε ενώπιον παντός τρίτου ως νόμιμη την υπό του πρώτου κατηγορουμένου εξακολούθηση της κατοχής του οχήματος, μολονότι γνώριζε ότι αυτό ήταν προϊόν λαθρεμπορίας και ουδέποτε είχαν τηρηθεί οι διαδικασίες τελωνισμού του και καταβολής των οφειλόμενων δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων και συνακόλουθα η εισαγωγή, η κατοχή και η κυκλοφορία του στην επικράτεια από τον πρώτο κατηγορούμενο ήταν απολύτως παράνομες". Με το μοναδικό λόγο της αίτησής του αναίρεσης ο αναιρεσείων Φ. Σ. αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρ. 137, 142 και 155§§1εδ.α' και 2 περ. ζ' ν. 2960/2001 περί Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, ισχυριζόμενος ότι κακώς κρίθηκε με την απόφαση αυτή ότι τέλεσε το έγκλημα της εισαγωγής και κατοχής λαθρεμπορεύματος, ενώ έπρεπε να γίνει δεκτό ότι τέλεσε απλή τελωνειακή παράβαση και συνεπώς έπρεπε να κηρυχθεί αθώος του εγκλήματος αυτού, αφού αποδείχθηκε ότι ήταν κοινοτικό το ως άνω αυτοκίνητο που εισήγαγε και κατείχε στην Ελλάδα χωρίς να έχει τηρήσει τις προβλεπόμενες στην περίπτωση αυτή για τα κοινοτικά αυτοκίνητα διατυπώσεις των άρθρ. 129 ή 130 του ν. 2960/2001. Όμοιος είναι και ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης της Β. Ε., με τον οποίο αυτή αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των αυτών ως άνω ποινικών ουσιαστικών διατάξεων και κατ' επέκταση και της διάταξης του άρθρ. 46§1β ΠΚ. Σχετικά η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε τα ακόλουθα: "Ο πρώτος κατηγορούμενος (αναιρεσείων) εισήγαγε στην Ελλάδα από το εξωτερικό μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, αγνώστων στοιχείων κυκλοφορίας και χώρας καταγωγής, μάρκας BMW 3M, με αριθμό πλαισίου ..., το οποίο ταξινομήθηκε και έλαβε άδεια κυκλοφορίας στην Ελλάδα παράνομα από τη δεύτερη κατηγορουμένη, υπάλληλο του τμήματος Συγκοινωνιών Αγρινίου, με αριθμό κυκλοφορίας ..., χωρίς ουδέποτε να δηλώσει ο ίδιος πρώτος κατηγορούμενος την εισαγωγή του αυτοκινήτου στις ελληνικές τελωνειακές αρχές και να καταβάλει τις δασμολογικές επιβαρύνσεις που όφειλε από το νόμο για τον εκτελωνισμό του αυτοκινήτου και συγκεκριμένα το ποσό των 7.637 ευρώ, κατά το οποίο ζημιώθηκε το Δημόσιο από την παράνομη εισαγωγή του αυτοκινήτου στην επικράτεια. Ο πρώτος κατηγορούμενος προβάλλει ισχυρισμό από το άρθρ. 137 μέρος Α παρ. 1 ν.2960/2001, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για κοινοτικό όχημα που εισήγαγε στην Ελλάδα από τη Γερμανία, οπότε εφαρμόζεται η ως άνω διάταξη που προβλέπει ότι η κατοχή ή η κυκλοφορία κοινοτικού οχήματος στην Ελλάδα, χωρίς να έχει τηρηθεί καμία από τις διατυπώσεις που προβλέπονται στα άρθρ. 129 και 130 του τελωνειακού κώδικα, αποτελεί απλή τελωνειακή παράβαση κατά την έννοια της παραγ. 1 του άρθρ. 142 του ίδιου κώδικα, για την οποία επιβάλλεται πρόστιμο. Έτσι υποστηρίζει ότι δεδομένου ότι πρόκειται για κοινοτικό όχημα δεν διέπραξε το έγκλημα της λαθρεμπορίας, αλλά απλής τελωνειακής παράβασης. Όμως σύμφωνα με το άρθρ. 320 του υπ' αριθ. 2454/1993 Κανονισμού (ΕΟΚ), εφόσον πρέπει να αποδειχθεί ο κοινοτικός χαρακτήρας οδικού οχήματος με κινητήρα, ταξινομημένου σε κράτος-μέλος της Κοινότητας, το εν λόγω όχημα θεωρείται ως κοινοτικό, εφόσον συνοδεύεται από την πινακίδα κυκλοφορίας και το έγγραφο ταξινόμησής του και εφόσον τα χαρακτηριστικά ταξινόμησής του, όπως αυτά προκύπτουν από το έγγραφο ταξινόμησης και ενδεχομένως από την πινακίδα κυκλοφορίας, πιστοποιούν κατά τρόπο ασφαλή τον κοινοτικό χαρακτήρα. Έτσι ο κοινοτικός χαρακτήρας του οχήματος αποδεικνύεται κατά τον ως άνω αποκλειστικό τρόπο. Στην προκειμένη περίπτωση όμως ο κατηγορούμενος αορίστως επικαλείται ότι το αυτοκίνητο έχει εισαχθεί από τη Γερμανία, χωρίς να επικαλείται και να προσκομίζει την πινακίδα κυκλοφορίας και το έγγραφο ταξινόμησής του στη Γερμανία, από τα οποία να πιστοποιείται κατά τρόπο ασφαλή ο κοινοτικός χαρακτήρας του, οπότε ο ως άνω ισχυρισμός του κατηγορουμένου δεν αποδεικνύεται και το επίμαχο αυτοκίνητο παραμένει άγνωστης προέλευσης και καταγωγής και αποτελεί προϊόν λαθρεμπορίας ... Ο πρώτος κατηγορούμενος κατείχε το ως άνω αυτοκίνητο ... στο Αγρίνιο, από τις 5.12.2002, που εισήχθη αυτό μέχρι 31.12.2002 που πλέον μεταβιβάσθηκε λόγω πωλήσεως στον Χ. Β.. Όμως η πράξη αυτή της κατοχής λαθρεμπορεύματος, δεδομένου ότι έχει διαπραχθεί από το ίδιο πρόσωπο και αφορά το ίδιο αντικείμενο με την εισαγωγή λαθρεμπορεύματος, απορροφάται από την πράξη αυτή της εισαγωγής ως μη τιμωρητή υστέρα πράξη. Επομένως ο πρώτος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξης της λαθρεμπορίας υπό την υπαλλακτική μορφή της εισαγωγής και κατοχής λαθρεμπορεύματος, ως ενιαίας πράξης ... Επίσης η δεύτερη κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη της πράξης της άμεσης συνέργειας στην κατοχή λαθραίου εμπορεύματος από τον πρώτο κατηγορούμενο, καθόσον εκδίδοντας στις 5.12.2002 την ως άνω παράνομη άδεια κυκλοφορίας και χορηγώντας τις με αριθμό ... ΙΧΕ πινακίδες κυκλοφορίας παρείχε άμεση συνδρομή στην πράξη της κατοχής λαθρεμπορεύματος του πρώτου, αφού με τον τρόπο αυτό εμφάνιζε ενώπιον κάθε τρίτου ως νόμιμη την εξακολούθηση της κατοχής του αυτοκινήτου από τον πρώτο κατηγορούμενο, καίτοι γνώριζε ότι το αυτοκίνητο είναι προϊόν λαθρεμπορίας". Με την κρίση αυτή το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις παραπάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, στις οποίες ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, δεχόμενο ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία δεν προέκυπτε κατά τρόπο ασφαλή ο κοινοτικός χαρακτήρας του αυτοκινήτου που εισήγαγε και κατείχε στην Ελλάδα ο αναιρεσείων Φ. Σ. (βλ. και ΑΠ 1758/2009).
Συνεπώς είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο μοναδικός λόγος της αίτησης αναίρεσης του Φ. Σ., καθώς και ο όμοιος πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης της Β. Ε., με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από το άρθρ. 510§1 στοιχ Ε' ΚΠΔ, ενώ οι ίδιοι λόγοι είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι κατά το σκέλος τους, με το οποίο έμμεσα με την αίτηση αναίρεσης του Φ. Σ. και ευθέως με την αίτηση αναίρεσης της Β. Ε. αμφισβητείται η ορθότητα του αποδεικτικού πορίσματος της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή η ουσία της υπόθεσης, ισχυριζόμενη ειδικότερα η δεύτερη ότι ο κοινοτικός χαρακτήρας του παραπάνω αυτοκινήτου προκύπτει από την από 14.5.2007 έκθεση χρέωσης δασμών και λοιπών φόρων της ΥΠΕΕ Δυτικής Ελλάδας, καθώς και από την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας που περιέχεται στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Εξ άλλου για να κριθεί κατά το άρθρ. 137 μέρος Α §1 του Τελωνειακού Κώδικα ως απλή τελωνειακή παράβαση η κατοχή και η κυκλοφορία στην Ελλάδα αυτοκινήτου που εισήχθη από το εξωτερικό, χωρίς στη συνέχεια να τηρηθούν οι διατυπώσεις των άρθρ. 129 και 130 ίδιου Κώδικα, πρέπει να αποδειχθεί θετικά κατά το άρθρ. 320 του υπ' αριθ.2454/1993 Κανονισμού (ΕΟΚ) της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ότι πρόκειται για κοινοτικό όχημα, διαφορετικά διαπράττεται λαθρεμπορία, για την οποία αρκεί κατά την έννοια του άρθρ. 155§§1 και 2 του Τελωνειακού Κώδικα το ότι δεν προκύπτει ο κοινοτικός χαρακτήρας του οχήματος, χωρίς να ενδιαφέρει κατά τα λοιπά η ειδικότερη χώρα προέλευσής του. Δηλαδή το γεγονός ότι δεν προκύπτει η χώρα αυτή δεν σημαίνει ότι το όχημα θα θεωρηθεί ως κοινοτικό, ώστε να τύχει εφαρμογής το άρθρ. 137 του Τελωνειακού Κώδικα.
Συνεπώς το Εφετείο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δεν δέχθηκε, κατά τα προεκτεθέντα, ως αποδεδειγμένο τον κοινοτικό χαρακτήρα του ... ΙΧΕ αυτοκινήτου, χωρίς ωστόσο να μπορεί να προσδιορίσει από τις αποδείξεις την ειδικότερη χώρα προέλευσής του, δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης και δεν παραβίασε εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρ. 137 και 155 του Τελωνειακού Κώδικα με ασαφείς παραδοχές, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η Β. Ε. με το δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσής της, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αυτή πλημμέλεια από το άρθρ. 510§ 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, γι' αυτό και είναι απορριπτέος ο λόγος αυτός. Περαιτέρω η κατοχή λαθρεμπορεύματος είναι έγκλημα διαρκές, με την έννοια ότι ο χρόνος τέλεσής της διαρκεί μέχρι να παύσει η παράνομη κατάσταση που αυτή συνεπάγεται (ΑΠ 1307/2001), οπότε αντίστοιχα είναι δυνατή κατά τη διάρκειά της και προς εξακολουθητική διατήρησή της η παροχή στον κατέχοντα το λαθρεμπόρευμα άμεσης συνδρομής από τρίτο. Επομένως ναι μεν η κατοχή του ... ΙΧΕ αυτοκινήτου από τον Φ. Σ. άρχισε, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, αμέσως με την παράνομη εισαγωγή του στην Ελλάδα, στις 5.12.2002, όμως εξακολούθησε και μετά το χρόνο αυτό, μέχρι τις 31.12.2002, που μεταβιβάσθηκε στον Χ. Β., διάστημα κατά το οποίο η αναιρεσείουσα Β. Ε. παρέσχε από πρόθεση άμεση συνδρομή στον Φ. Σ. προς διατήρηση της κατοχής του, εκδίδοντας προς το σκοπό αυτό για το αυτοκίνητο ψευδή άδεια και πινακίδες κυκλοφορίας με τα παραπάνω στοιχεία, με τα οποία εμφανιζόταν ως νόμιμη έναντι των τρίτων η κατοχή του αυτοκινήτου από τον Φ. Σ., όπως με ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρ. 46§1β ΠΚ έκρινε και η προσβαλλόμενη απόφαση.Είναι έτσι αβάσιμος και απορριπτέος ο τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης της Β. Ε., με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και αποδίδεται και πάλι στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από το άρθρ. 510§1 στοιχ. Ε'ΚΠΔ για εκ πλαγίου παράβαση της διάταξης του άρθρ. 46§1β ΠΚ.
3. Με την προσβαλλόμενη απόφαση και αφού εκτιμήθηκαν η ένορκη κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας στο ακροατήριο, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και η απολογία της δεύτερης κατηγορουμένης, έγιναν δεκτά και τα ακόλουθα: "... Από την απάντηση της Γενικής Γραμματείας Ολοκληρωμένων Πληροφοριακών Συστημάτων προέκυψε... ότι το με αριθμό πλαισίου ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, που είχε ταξινομηθεί στο Τμήμα Μεταφορών Αγρινίου και είχε λάβει στοιχεία κυκλοφορίας με αριθμό ..., δεν είχε υποβάλει ΔΑΟ (Δελτίο Άφιξης Οχήματος), ΔΕΦΚ (Δελτίο Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης) και δεν είχε λάβει πιστοποιητικό ταξινόμησης. Κατόπιν αυτού η Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων αναζήτησε στο Τμήμα Μεταφορών Αγρινίου το φάκελο του ελεγχόμενου αυτοκινήτου, αλλά τελικά ο φάκελος δεν ανευρέθηκε στο αρχείο του Γραφείου Μεταφορών Αγρινίου. Ύστερα δε από έρευνα της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων διαπιστώθηκε ότι το συγκεκριμένο αυτοκίνητο, μάρκας BMW 3M, ταξινομήθηκε για πρώτη φορά από το Τμήμα Μεταφορών Αγρινίου στις 5.12.2002 στο όνομα του Χ. Β. με αριθμό κυκλοφορίας .... Τον τελευταίο βρήκαν στην κατοικία του... να κατέχει το αυτοκίνητο και με υπεύθυνη δήλωση που υπέγραψε βεβαίωσε ότι το αυτοκίνητο είχε αγοράσει από τον πρώτο κατηγορούμενο... στο Αγρίνιο, αντί τιμήματος 4.800.000 δραχμών και ότι παρέλαβε το αυτοκίνητο ταξινομημένο με πινακίδες από τον κατηγορούμενο Σ. και στη συνέχεια το πέρασαν μαζί από τεχνικό έλεγχο στο ΚΤΕΟ Αγρινίου. Παράλληλα η Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων παρέλαβε σε φωτοτυπία την άδεια κυκλοφορίας του αυτοκινήτου, από την οποία φαίνεται ότι ταξινομήθηκε στις 5.12.2002, πέρασε από τεχνικό έλεγχο για πρώτη φορά στις 9.1.2003 από το ΚΤΕΟ Αγρινίου και υπογράφεται από τη δεύτερη κατηγορουμένη, Β. Ε., στη θέση του Προϊσταμένου του Τμήματος Μεταφοράς Αγρινίου. Με έγγραφο της ίδιας Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων προς τις 10 τελωνειακές περιφέρειες της Ελλάδας ζητήθηκε να ερευνηθεί εάν από 21.5.2002, που κατά τη δήλωσή του ο Β. παράγγειλε την αγορά του αυτοκινήτου προς τον κατηγορούμενο Φ. Σ. και μέχρι 31.12.2002, που πλέον το αυτοκίνητο είχε ταξινομηθεί κατά τα ανωτέρω, έγιναν οι απαραίτητες τελωνειακές εργασίες για τον εκτελωνισμό του (υποβολή ΔΕΦΚ και καταβολή δασμολογικών επιβαρύνσεων) και αν εκδόθηκε με βάση αυτές πιστοποιητικό ταξινόμησης από κάποιο τελωνείο της αρμοδιότητας τους. ΟΙ έγγραφες απαντήσεις όλων των τελωνειακών περιφερειών ήταν αρνητικές... Επίσης το Τμήμα Μεταφορών Αγρινίου γνώρισε εγγράφως στην Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων ότι την ως άνω άδεια κυκλοφορίας του αυτοκινήτου εξέδωσε η υπάλληλος της υπηρεσίας του, δεύτερη κατηγορουμένη, ότι η αναφερόμενη ημερομηνία εκδόσεως 5.12.2002 ήταν πραγματική, πλην όμως δεν επιστράφηκε σύμφωνα με την υπ' αριθ. ΣΤ/26322/1977 ΚΥΑ, όπως τροποποιήθηκε με την υπ' αριθ. Τ 4413/ 343/Α0019/02 ΚΥΑ, το πιστοποιητικό ταξινόμησης του ελεγχόμενου αυτοκινήτου στο τελωνείο που το εξέδωσε για να πιστοποιηθεί η γνησιότητά του. Απολογούμενη η δεύτερη κατηγορουμένη υποστηρίζει ότι δεν ενθυμείται λεπτομέρειες από τη διαδικασία έκδοσης της άδειας κυκλοφορίας που προέβη η ίδια, αφού την υπογράφει, ενώ δεν μπορεί να δώσει πειστική εξήγηση γιατί δεν επιμελήθηκε για την επιστροφή του πιστοποιητικού ταξινόμησης στο τελωνείο που είχε εκδώσει αυτό, ώστε να ελεγχθεί η γνησιότητά του και αν πράγματι είχε ακολουθηθεί η διαδικασία εκτελωνισμού του αυτοκινήτου που εισήχθη μεταχειρισμένο από το εξωτερικό και αν καταβλήθηκαν οι οριζόμενες από το νόμο δασμολογικές επιβαρύνσεις για τον εκτελωνισμό του αυτοκινήτου. Επίσης δεν δίνει εξήγηση γιατί προέβη στη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας και κρατικών πινακίδων χωρίς να της προσκομισθεί φύλλο τεχνικού ελέγχου του αυτοκινήτου από το ΚΤΕΟ, αφού το αυτοκίνητο είχε εισαχθεί μεταχειρισμένο από το εξωτερικό και όπως αναγράφεται με σφραγίδα του ΚΤΕΟ Αγρινίου επί της άδειας κυκλοφορίας του αυτοκινήτου, αυτό πρώτη φορά υποβλήθηκε σε τεχνικό έλεγχο στις 9.1.2003, μετά δηλαδή την έκδοση της άδειας κυκλοφορίας. Επίσης δεν δικαιολογεί πως προέβη στην έκδοση άδειας κυκλοφορίας χωρίς να έχουν καταβληθεί τα τέλη κυκλοφορίας για το έτος 2002 που κυκλοφόρησε το αυτοκίνητο (5.12.2002) και μάλιστα ταξινόμησε το αυτοκίνητο σύμφωνα με την άδεια κυκλοφορίας του στις 5.12.2002 και στη συνέχεια, στις 31.12.2002, μεταβίβασε το ίδιο αυτοκίνητο στον Χ. Β., υποστηρίζοντας αορίστως ότι η πρώτη άδεια κυκλοφορίας του αυτοκινήτου δεν βρέθηκε. Από τα ως άνω συνάγεται ότι ο πρώτος κατηγορούμενος, που εισήγαγε λαθραία το αυτοκίνητο από το εξωτερικό, δεν προσήγαγε προς τη δεύτερη κατηγορουμένη τα ως άνω αναγκαία έγγραφα δικαιολογητικά για την ταξινόμηση και έκδοση άδειας κυκλοφορίας του αυτοκινήτου και όσα βεβαίωσε η κατηγορούμενη αυτή υπάλληλος ήταν ψευδή. Ειδικότερα συνάγεται ότι ο πρώτος κατηγορούμενος, στις 5.12.2002, στο Αγρίνιο τέλεσε το έγκλημα της λαθρεμπορίας με ενέργεια, η οποία αποσκοπούσε να στερήσει το Δημόσιο από τους απ' αυτό εισπρακτέους δασμούς και τέλη και συγκεκριμένα εισήγαγε στην Ελλάδα από το εξωτερικό μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, αγνώστων στοιχείων κυκλοφορίας και χώρας καταγωγής, μάρκας BMW 3M, με αριθμό πλαισίου ...... Στη συνέχεια ο ίδιος πρώτος κατηγορούμενος, στις 5.12.2002, στο Αγρίνιο, απευθύνθηκε προς τη δεύτερη κατηγορουμένη υπάλληλο της Διεύθυνσης Μεταφορών Αγρινίου και με πρόθεση της προκάλεσε με πειθώ και φορτικότητα την απόφαση να διαπράξει το πλημμέλημα της ψευδούς βεβαίωσης και να προβεί σε έκδοση άδειας κυκλοφορίας του αυτοκινήτου με στοιχεία ... ΙΧΕ, βεβαιώνοντας εν γνώσει της ψευδώς ότι συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση άδειας κυκλοφορίας και ότι της προσκομίσθηκαν πιστοποιητικά ταξινόμησης-εκτελωνισμού και καταβολής των οφειλόμενων επιβαρύνσεων (τελών ταξινόμησης και τελών κυκλοφορίας). Περαιτέρω όμως δεν αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος κατάρτισε και προσκόμισε τέτοια πλαστά πιστοποιητικά ταξινόμησης-εκτελωνισμού και καταβολής των οφειλόμενων επιβαρύνσεων, αφού όσα σχετικά ως άνω βεβαίωσε η δεύτερη κατηγορουμένη ήταν ψευδή. Επομένως ο πρώτος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξης της λαθρεμπορίας υπό την υπαλλακτική μορφή της εισαγωγής και κατοχής λαθρεμπορεύματος ως ενιαία πράξη και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση. Αντίθετα όμως πρέπει να κηρυχθεί αθώος της πράξης της πλαστογραφίας του ως άνω πιστοποιητικού. Επίσης η δεύτερη κατηγορουμένη, υπάλληλος της Διεύθυνσης Μεταφορών Αγρινίου, που στα καθήκοντά της αναγόταν και η έκδοση αδειών κυκλοφορίας οχημάτων, ελέγχοντας τη συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων, πρέπει να κηρυχθεί ένοχη για το έγκλημα της ψευδούς βεβαιώσεως, αφού στις 5.12.2002 προέβη σε έκδοση άδειας κυκλοφορίας του επίμαχου αυτοκινήτου με αριθμό ... ΙΧΕ, στην οποία με πρόθεση βεβαίωσε το ψευδές γεγονός ότι το συγκεκριμένο όχημα πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις για την ταξινόμησή του με την έκδοση άδειας κυκλοφορίας και τη λήψη κρατικών πινακίδων και ότι της είχαν προσκομισθεί πιστοποιητικά ταξινόμησης-εκτελωνισμού και ότι είχαν καταβληθεί οι οφειλόμενες δασμολογικές επιβαρύνσεις, τέλη ταξινόμησης και τέλη κυκλοφορίας. Τα ως άνω βεβαίωσε εν γνώσει της αναλήθειάς τους, αφού η αλήθεια, την οποία γνώριζε, ήταν ότι το αυτοκίνητο ήταν προϊόν λαθρεμπορίας που είχε εισαχθεί παράνομα στη χώρα, ουδέποτε δηλώθηκε στις ελληνικές τελωνειακές αρχές και δεν καταβλήθηκαν οι οφειλόμενες ως άνω επιβαρύνσεις". Με βάση τις παραδοχές αυτές η αναιρεσείουσα Β. Ε. κηρύχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ένοχη της πράξης της ψευδούς βεβαίωσης και ειδικότερα του ότι "στο Αγρίνιο, στις 5.12.2002, ενώ ήταν υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρ.13α ΠΚ, στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη ορισμένων δημοσίων εγγράφων, σε τέτοιο έγγραφο με πρόθεση βεβαίωσε ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και συγκεκριμένα κατά τον ανωτέρω τόπο και χρόνο, ενώ ήταν υπάλληλος της Διεύθυνσης Μεταφορών Αγρινίου και στα καθήκοντά της αναγόταν και η έκδοση αδειών κυκλοφορίας οχημάτων, κατόπιν ελέγχου συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων και υποβολής των απαιτούμενων δικαιολογητικών από τους αιτούντες, εξέδωσε την από 5.12.2002 άδεια κυκλοφορίας του υπ' αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκινήτου, μάρκας BMW 3Μ, στην οποία με πρόθεση βεβαίωσε ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και ειδικότερα βεβαίωσε το ψευδές γεγονός ότι το ως άνω όχημα πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις για την ταξινόμησή του και τη λήψη κρατικών πινακίδων, ότι είχαν προσκομισθεί και κατατεθεί όλα τα προβλεπόμενα δικαιολογητικά από τον αιτούντα πρώτο κατηγορούμενο, τα οποία αφορούσαν τόσο το νόμιμο τελωνισμό του οχήματος όσο και την καταβολή των απαιτούμενων δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, όλα δε τα ανωτέρω γεγονότα, που βεβαίωνε με την ανωτέρω από 5.12.2002 ψευδή βεβαίωση της, ήταν εν γνώσει της ψευδή, καθώς η αλήθεια, την οποία καλώς γνώριζε, ήταν ότι το ως άνω όχημα είχε παράνομα εισαχθεί στην ελληνική επικράτεια από τον πρώτο κατηγορούμενο, ότι ήταν προϊόν λαθρεμπορίας, ότι ουδέποτε είχε δηλωθεί στις ελληνικές τελωνειακές αρχές και δεν είχαν καταβληθεί οι οφειλόμενες δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις και ότι εν συνεχεία είχαν προσκομισθεί από τον πρώτο κατηγορούμενο πλαστά δικαιολογητικά έγγραφα (πιστοποιητικό ταξινόμησης-εκτελωνισμού αυτοκινήτου, προηγούμενη άδεια κυκλοφορίας του οχήματος από τη χώρα όπου αυτό προηγουμένως κυκλοφορούσε, δήλωση φορολογίας του αυτοκινήτου από το τελωνείο όπου φερόταν ότι δηλώθηκε το όχημα και βεβαίωση καταβολής των οφειλόμενων επιβαρύνσεων), στα οποία εμφανιζόταν ότι το όχημα πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις ταξινόμησής του. Τα όσα δε βεβαιώθηκαν ψευδώς στην ανωτέρω βεβαίωση της δεύτερης κατηγορουμένης είχαν ως έννομη συνέπεια το γεγονός ότι ο πρώτος κατηγορούμενος έκτοτε, κάνοντας χρήση της από 5.12.2002 ψευδούς άδειας κυκλοφορίας του οχήματος και των πινακίδων κυκλοφορίας που έλαβε, εμφανιζόταν ενώπιον παντός τρίτου να κατέχει και να κυκλοφορεί το όχημα στην επικράτεια ως νομίμως και προσηκόντως ταξινομημένο, παρότι αυτό ήταν προϊόν εισαγωγής και κατοχής λαθρεμπορεύματος και έτσι εν συνεχεία πέτυχε να το πωλήσει περαιτέρω με εξαπάτηση του υποψήφιου αγοραστή". Με τον πέμπτο λόγο της αίτησης αναίρεσης της Β. Ε. αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από το άρθρ. 510§1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ για εκ πλαγίου παράβαση της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρ. 242§1 ΠΚ και ειδικότερα ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα ότι μολονότι με την απόφαση αυτή ο συγκατηγορούμενός της Φ. Σ. κηρύχθηκε αθώος για την αποδιδόμενη σ' αυτόν πλαστογραφία και χρήση ακολούθως των πλαστών εγγράφων που ήταν αναγκαία κατά το νόμο για την έκδοση άδειας και πινακίδων κυκλοφορίας για το αυτοκίνητο που είχε αυτός προηγουμένως εισάγει λαθραία από το εξωτερικό στην Ελλάδα, ωστόσο αντιφατικά αναφέρεται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης ότι η ίδια (η αναιρεσείουσα), η οποία, εκδίδοντας τη σχετική από 5.12.2002 άδεια κυκλοφορίας του ως άνω αυτοκινήτου με αριθμό ... ΙΧΕ, βεβαίωσε, μεταξύ άλλων, ψευδώς ότι είχαν προσκομισθεί και κατατεθεί από το Φ. Σ. όλα τα αναγκαία δικαιολογητικά, γνώριζε δήθεν ότι ήταν πλαστά τα δικαιολογητικά αυτά που της προσκόμισε ο εν λόγω συγκατηγορούμενός της. Δηλαδή κατά την αναιρεσείουσα είναι αντιφατικό να αναφέρεται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης ότι γνώριζε (δήθεν) αυτή ότι ήταν πλαστά τα δικαιολογητικά που της προσκόμισε ο Φ. Σ. και παράλληλα να γίνεται δεκτό στο σκεπτικό της απόφασης ότι αυτός δεν κατάρτισε και δεν της προσκόμισε πλαστά δικαιολογητικά για την έκδοση απ' αυτή της άδειας κυκλοφορίας του αυτοκινήτου, που λαθραία ο συγκατηγορούμενός της εισήγαγε από το εξωτερικό στην Ελλάδα. Όμως από το συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης είναι σαφές ότι κατά τις παραδοχές της απόφασης ο Φ. Σ. δεν κατάρτισε και δεν προσκόμισε στην Β. Ε. πλαστά δικαιολογητικά για την έκδοση απ' αυτή της άδειας κυκλοφορίας του ως άνω αυτοκινήτου, γι αυτό και κηρύχθηκε αθώος της αποδιδόμενης σ' αυτόν πλαστογραφίας με χρήση των πλαστών εγγράφων, οπότε η αντίθετη περικοπή στο διατακτικό της απόφασης, η οποία μετά την αθώωσή του από προφανή παραδρομή δεν διαγράφηκε κατά την περιγραφή της πράξης της ψευδούς βεβαίωσης, για την οποία η αναιρεσείουσα Β. Ε. κηρύχθηκε ένοχη, δεν δημιουργεί τελικώς αντίφαση και ασάφεια ως προς το περιεχόμενο της ψευδούς βεβαίωσης της αναιρεσείουσας και δεν συνιστά εκ πλαγίου παράβαση της διάταξης του άρθρ. 242§1 ΠΚ, αφού άλλωστε δεν αφορά το κυρίως περιστατικό που αυτή βεβαίωσε ψευδώς, δηλαδή ότι το ως άνω αυτοκίνητο πληρούσε τις προϋποθέσεις για την ταξινόμησή του προς έκδοση άδειας και πινακίδων κυκλοφορίας, αλλά ένα από τα στοιχεία που καταδείκνυαν το ψεύδος του περιστατικού αυτού και το οποίο κατά τρόπο αναμφίβολο διευκρινίσθηκε με τις αναιρετικά ανέλεγκτες παραδοχές του σκεπτικού της απόφασης.
Συνεπώς ο αντίθετος πέμπτος λόγος της αίτησης αναίρεσης της Β. Ε. είναι ουσιαστικά αβάσιμος και απορριπτέος. Εξ άλλου με τον τέταρτο λόγο της αυτής αίτησης αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η ίδια πλημμέλεια από το άρθρ. 510§1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ για εκ πλαγίου παράβαση της διάταξης του άρθρ. 242§1 ΠΚ με τον ισχυρισμό ότι δεν αναφέρεται στην απόφαση πως θεμελιώνεται η αναγκαία για την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού αρμοδιότητα της αναιρεσείουσας Β. Ε. προς έκδοση κατά τον κρίσιμο χρόνο (5.12.2002) αδειών κυκλοφορίας οχημάτων στην περιοχή ευθύνης του Τμήματος Μεταφορών της Νομαρχίας Αγρινίου, αφού για την ύπαρξη αρμοδιότητάς της δεν αρκεί μόνη η τότε ιδιότητά της ως υπαλλήλου της υπηρεσίας αυτής. Αντίθετα όμως με όσα η αναιρεσείουσα Β. Ε. υποστηρίζει, δεν ήταν αναγκαίο να προσδιορισθεί στην προσβαλλόμενη απόφαση σε σχέση με την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαίωσης ο ειδικότερος τρόπος καθίδρυσης της αρμοδιότητάς της για την έκδοση αδειών κυκλοφορίας οχημάτων στην ως άνω περιοχή κατά τον κρίσιμο χρόνο, αλλά αρκεί το ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση και ύστερα από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων έγινε σαφώς δεκτή, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά ουσιαστική κρίση του Εφετείου, η σχετική αρμοδιότητά της στη θέση μάλιστα του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας της (σελ.10). Επομένως ο τέταρτος λόγος της αίτησης αναίρεσης της Β. Ε. στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση κατά το αντίστοιχο πρώτο σκέλος του και είναι έτσι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Με τον ίδιο λόγο κατά το δεύτερο σκέλος του, καθώς και με τον έκτο λόγο της αυτής αίτησης αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αυτή και πάλι πλημμέλεια για εκ πλαγίου παράβαση της διάταξης του άρθρ. 242§1 ΠΚ και ειδικότερα ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα ότι η απόφαση του Εφετείου, μολονότι της καταλογίζει ότι εκδίδοντας αυτή την υπ' αριθ. ... ΙΧΕ άδεια κυκλοφορίας για το λαθρεμπορικό αυτοκίνητο του Φ. Σ. παρέλειψε στη συνέχεια να επιστρέψει το πιστοποιητικό ταξινόμησης του αυτοκινήτου στο τελωνείο, που υποτίθεται το εξέδωσε, για να πιστοποιηθεί εκεί η γνησιότητά του, εντούτοις δεν εξειδικεύει η απόφαση και δεν αιτιολογεί επαρκώς την ύπαρξη υποχρέωσής της κατά την υπ' αριθ. ΣΤ/26322/1977 ΚΥΑ για επιστροφή απ' αυτή την ίδια του πιστοποιητικού ταξινόμησης του ελεγχόμενου αυτοκινήτου στο αρμόδιο τελωνείο, όταν μάλιστα από τα έγγραφα που προσκόμισε και αναγνώσθηκαν στο Εφετείο προκύπτει ότι τα αποδεικτικά αποστολής των πιστοποιητικών αυτών τα υπέγραφαν ο Προϊστάμενός της ή ο αναπληρωτής του, οι οποίοι είχαν και την ευθύνη της αποστολής τους. Δηλαδή κατά την αναιρεσείουσα το Εφετείο, δεχόμενο ότι ήταν υποχρεωμένη από την υπηρεσία της να επιστρέψει η ίδια στο αρμόδιο τελωνείο το πιστοποιητικό ταξινόμησης για το παραπάνω αυτοκίνητο, ενίσχυσε με την παραδοχή του αυτή το συμπέρασμά του ότι η ίδια προέβη σε ψευδή βεβαίωση εκδίδοντας την υπ' αριθ. ... ΙΧΕ άδεια κυκλοφορίας για το αυτοκίνητο αυτό. Αντίθετα όμως και πάλι με όσα η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, η προσβαλλόμενη απόφαση, εκτιμώντας το σύνολο των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων, κατέληξε σε σαφές αποδεικτικό πόρισμα ως προς την ύπαρξη αντίστοιχης υποχρέωσής της και η σχετική κρίση του Εφετείου, που αφορά την ουσία της υπόθεσης, είναι ανέλεγκτη αναιρετικά και επαρκώς αιτιολογημένη, αφού δεν απαιτείται η σύνδεσή της με συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία.
Συνεπώς ο τέταρτος λόγος της αίτησης αναίρεσης της Β. Ε. κατά το δεύτερο σκέλος του και ο έκτος λόγος της ίδιας αίτησης, με τους οποίους με πρόσχημα την εκ πλαγίου παράβαση ουσιαστικής ποινικής διάταξης ή κατ' εκτίμηση την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή πλημμέλειες από το άρθρ. 510§1 στοιχ. Ε' και Δ' ΚΠΔ, επιχειρείται ο επανέλεγχος της υπόθεσης κατ' ουσίαν, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι. Πρέπει έτσι τόσο η αίτηση αναίρεσης του Φ. Σ. όσο και η αίτηση αναίρεσης της Β. Ε. να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες και να καταδικασθούν οι αναιρεσείντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583§1 ΚΠΔ), όπως στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29.3.2010 αίτηση του Φ. Σ., καθώς και την από 23.4.2010 αίτηση της Β. Ε. για αναίρεση της υπ' αριθ. 518/2010 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Και
Καταδικάζει καθέναν από τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 14 Οκτωβρίου 2010, όπου και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 14 Δεκεμβρίου 2010.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή