Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 963 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Πλαστογραφία, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Ηθική αυτουργία, Καταχραστές Δημοσίου.




Περίληψη:
Ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία και απάτη κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια σε βάρος της ΕΤΕ με συνολικό όφελος άνω των 150.000 €. Εφαρμογή Ν. 1608/1950. Συνέπεια. Επί κατ' εξακολούθηση τελέσεως της πράξεως λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό ζημίας ή οφέλους. Επί απάτης λαμβάνεται πάντοτε το συνολικό ποσό και για προγενέστερες του Ν. 2721/1999 πράξεις. Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης. Ζητήματα: Αρχή της ειδικότητας κατ' άρθρο 34 Ν. 3251/2004 "Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης", όπως και του άρθρου 14 ΕυρΣυμΕκδ (Ν. 4165/1961). Αναστολή της διαδικασίας κατ' άρθρα 432, 435 ΚΠΔ. Αναστολή της παραγραφής κατά το χρόνο που διαρκεί η αναστολή της διαδικασίας. Χρόνος αναστολής 3ετής επί πλημμελήματος και 5ετής επί κακουργήματος. Απορρίπτει αιτήσεις και πρόσθετους λόγους.




ΑΡΙΘΜΟΣ 963/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Στ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελένη Μαζαράκη, περί αναιρέσεως της 1887/2009 αποφάσεως Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείου Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 16 Σεπτεμβρίου 2009 και στους από 24 Σεπτεμβρίου 2009 δυο αιτήσεις του αναιρέσεως και στο από 24 Δεκεμβρίου 2009 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1364/09.

Αφού άκουσε Την πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι υπό κρίση αιτήσεις (δηλώσεις): α) από 16-9-2009, β) από 24/9/2009 και γ) από 24-12-2009 πρόσθετοι λόγοι αυτών του Χ για αναίρεση της 1887/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της υφισταμένης μεταξύ των πρόδηλης συνάφειας.
ΙΙ. Κατά το άρθρο 14 της από 13 Δεκεμβρίου 1957 Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το νόμο 4165/1961, ο εκδιδόμενος δεν επιτρέπεται να διωχθεί, να δικαστεί ή να κρατηθεί σε εκτέλεση ποινής ούτε να υποβληθεί σε οποιοδήποτε άλλο περιορισμό της ατομικής του ελευθερίας, για οποιαδήποτε πράξη προγενέστερη της παράδοσης, άλλη από εκείνη για την οποία έγινε η έκδοση, με την εξαίρεση ορισμένων περιπτώσεων που δεν ενδιαφέρουν στην ένδικη υπόθεση. Όμοια ρύθμιση καθιερώνεται και από το άρθρο 440 σε συνδυασμό με άρθρα 438 εδ. ε και 445 του ΚΠΔ, αλλά και το άρθρο 34 Ν. 3251/2004 "Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης". Παραβίαση του κανόνα αυτού καθιστά την απόφαση αναιρετέα για υπέρβαση εξουσίας. Για να κριθεί όμως αν πρόκειται για έγκλημα προγενέστερο της έκδοσης, οπότε και μόνο έχει εφαρμογή ο ως άνω κανόνας, κρίσιμο είναι το ζήτημα του χρόνου τέλεσης. (ΑΠ Ολ 462/92). Δεν αποτελεί διαφορετική πράξη ο διάφορος νομικός χαρακτηρισμός ή οι επιβαρυντικές περιστάσεις. Εξάλλου κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.1608/1950, περί αυξήσεως των προβλεπομένων για τους καταχραστές του Δημοσίου ποινών, όπως ίσχυε μετά το Ν.1738/1987, στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα αναγραφόμενα εκεί άρθρα του Ποινικού Κώδικα, μεταξύ των οποίων και τα των άρθρων 216 και 386 ΠΚ για πλαστογραφία και απάτη, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου, ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263α Π.Κ. και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης, ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των πέντε εκατομμυρίων δραχμών (μετά το άρθρο 4 παρ. 3 του Ν.2408/1996 αυξήθηκε σε 50.000.000 δραχμές), επιβάλλεται η προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή ποινή. Νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 263α Π.Κ. και συνεπώς προστατεύονται από την ανωτέρω διάταξη του Ν.1608/1950, υπό την έννοια ότι τα κατ` αυτών διαπραττόμενα εγκλήματα τιμωρούνται, συντρεχόντων και των λοιπών όρων του Ν.1608/1950, κατά τις διατάξεις του τελευταίου αυτού νόμου, είναι και "οι Τράπεζες που εδρεύουν στην ημεδαπή, κατά το νόμο ή το καταστατικό τους", χωρίς άλλη διάκριση (ΑΠ 294/2009). Τέτοια Τράπεζα είναι και η Εθνική. Επομένως οι ένοχοι των αδικημάτων που προβλέπονται στο Ν.1608/1950, τα οποία τελούνται σε βάρος της Εθνικής Τραπέζης ή κάποιας άλλης από αυτές που εδρεύουν στην ημεδαπή, τιμωρούνται κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού, ο οποίος δεν καθιερώνει διαφορετικά εγκλήματα, αλλά απλώς τιμωρεί αυστηρότερα τον δράστη όταν τα εγκλήματα που παρατίθενται σ αυτόν στρέφονται κατά του Δημοσίου και των λοιπών προσώπων του άρθρου 263 Α ΠΚ. Εκ τούτων παρέπεται ότι, όταν ένα άτομο εκδοθεί για να δικασθεί για κάποια από τα εγκλήματα που αναφέρονται στον νόμο αυτό, τα οποία, κατά τις κατηγορίες που το βαρύνουν, όπως περιγράφονται στο οικείο Ευρωπαϊκό Ένταλμα, στρέφονται κατά του Δημοσίου ή προσώπου εκ των αναφερομένων στο άρθρο 263 Α ΠΚ, η μη παράθεση στο ένταλμα, με βάση το οποίο και έγινε η έκδοση, και της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 1 Ν. 1608/1950, αλλά μόνον των διατάξεων που προβλέπουν και τιμωρούν τα εγκλήματα για τα οποία επιτράπηκε η έκδοση, ως και των πλαισίων της ποινής που προβλέπουν αυτές και όχι των επαυξημένων του νόμου αυτού, η στη συνέχεια καταδίκη του εκδοθέντος για τα εγκλήματα αυτά, κατ εφαρμογή, τόσον των οικείων διατάξεων του ΠΚ, όσον και των διατάξεων του νόμου αυτού, δεν προσκρούει στην ανωτέρω αρχή, καθόσον, στην περίπτωση αυτή, δεν συντρέχουν οι προς τούτο, κατά τα ανωτέρω, προϋποθέσεις, ούτε βέβαια με τον τρόπο αυτό παραβιάζεται το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (ΝΔ 53/1974) ή το άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα δικαιώματα του ανθρώπου (Ν. 2462/1997). Στην κρινόμενη περίπτωση, από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αναιρεσείων, σε βάρος του οποίου κατά το έτος 1991 εκκρεμούσαν ποινικές διώξεις για διάφορα εγκλήματα, μεταξύ των οποίων και τα ενδιαφέροντα εν προκειμένω της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία μετά χρήσεως, κατ εξακολούθηση, με σκοπό το περιουσιακό όφελος και βλάβη της ΕΤΕ, που υπερέβαινε το ποσό των 5.000.000 δραχμών και ανερχόταν συνολικά σε 172.515.965 δραχμές, ηθική αυτουργία σε απάτη, κατ εξακολούθηση, κατ επάγγελμα και κατά συνήθεια σε βάρος της ΕΤΕ, με σκοπούμενο παράνομο περιουσιακό όφελος ποσού που υπερέβαινε τα 5.000.000 δραχμές, ανερχόμενο στο ως άνω συνολικό ποσό και ηθική αυτουργία σε απλή συνέργεια σε πλαστογραφία μετά χρήσεως με σκοπό οφέλους δια βλάβης της ΕΤΕ και απάτη σε βάρος της ΕΤΕ. Σε βάρος του είχε εκδοθεί το 14/1990 ένταλμα σύλληψης του 7ου Ειδικού Ανακριτή Αθηνών, στο οποίο αναφέρονται, εκτός των διατάξεων που προβλέπουν και τιμωρούν τις ως άνω πράξεις και εκείνες του άρθρου 1 Ν. 1608/1950, όπως είχε τροποποιηθεί με το Ν. 1738/1987. Ο αναιρεσείων στις 11-2-1991, από το Νοσοκομείο ..., όπου νοσηλευόταν φρουρούμενος αφού κρατούνταν στη Δ.Φ. ...από 28-12-1990, σε εκτέλεση του 42/24-12-1990 ΕΠΚ του 23ου τακτικού ανακριτή για άλλες πράξεις, απέδρασε και στη συνέχεια διέφυγε στο εξωτερικό. Ο αυτός ως άνω 7ος Ειδικός Ανακριτής εξέδωσε στη συνέχεια και το 5/1991 Ένταλμα σύλληψης σε βάρος του, στο οποίο περιγράφονται λεπτομερώς οι αξιόποινες πράξεις που του αποδίδονταν και αναφέρονται οι αυτές κατά τα άνω διατάξεις που τις προβλέπουν και τις τιμωρούν μεταξύ των οποίων και του άρθρου 1 Ν. 1608/1950, όπως τότε ίσχυε.
Στη συνέχεια εκδόθηκε το 463/1992 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που τύγχανε αμετάκλητο, λόγω εφαρμογής του Ν. 1608/1950 (308 παρ. 1 εδαφ. γ' ΚΠΔ), με το οποίο παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων, όπως και ορισμένοι από τους φυσικούς αυτουργούς, αλλά και η συναυτουργός στις ηθικές αυτουργίες του ιδίου ..., στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικασθούν ως υπαίτιοι των ανωτέρω πράξεων και όσον αφορά τον αναιρεσείοντα διατηρήθηκε η ισχύς των ανωτέρω σε βάρος του ενταλμάτων σύλληψης. Ο αναιρεσείων, στις 7-5-2007, συνελήφθη στην ... και επακολούθησε η έκδοση του ΦΕ 5055/10-5-2007 Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, στο οποίο αναφέρονται, μεταξύ των άλλων και όλες οι ανωτέρω πράξεις για τις οποίες διώκονταν αυτός, όπως και τα τέσσερα (4) εντάλματα σύλληψης, που είχαν εκδοθεί σε βάρος του, μεταξύ των οποίων και τα δύο ανωτέρω 14/19-12-1990 και 5/5-7-1991. Επίσης αναφέρονται και οι 32338/1999 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κειου Αθηνών και 86429/2002 απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κειου Αθηνών, με τις οποίες είχαν επιβληθεί σ αυτόν ποινές φυλακίσεως ενός (1) έτους και εννέα (9) μηνών αντίστοιχα, τις οποίες και έπρεπε να εκτίσει. Ζητήθηκε δε η εκτέλεση του εντάλματος αυτού, προκειμένου να παραδοθεί στην Ελλάδα ο αναιρεσείων για να εκτίσει τις ποινές που του είχαν επιβληθεί κατά τα άνω και να δικασθεί για τις πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο Ένταλμα και για τις οποίες είχαν εκδοθεί σε βάρος του τα αναφερόμενα σ αυτό εντάλματα σύλληψης Ανακριτών. Το αίτημα έγινε δεκτό με την 90/21-6-2007 απόφαση του Εθνικού Δικαστηρίου της Ισπανίας, στο διατακτικό της οποίας αναφέρονται, από προφανή παραδρομή, μόνον οι ανωτέρω σε βάρος του καταδικαστικές αποφάσεις, σε τρόπο ώστε να δημιουργείται η εσφαλμένη εντύπωση ότι είχε παραδοθεί στις 6-7-2007 στις ελληνικές αρχές, μόνον για να εκτίσει τις ποινές αυτές. Η προφανής παραδρομή προκύπτει σαφέστατα, διότι, ενώ στο σκεπτικό της αποφάσεως και δη στο τμήμα, όπου παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά και αναφέρονται οι αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες εκδόθηκε το επίσης αναφερόμενο ανωτέρω Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, μνημονεύονται, υπό στοιχεία 1 Α, Β, και 2 Α, Β, Γ, όλες οι ανωτέρω αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες είχαν εκδοθεί τα προαναφερθέντα εντάλματα σύλληψης του ανακριτού και το ως άνω παραπεμπτικό βούλευμα, όπως βέβαια και οι ανωτέρω καταδικαστικές σε βάρος του αποφάσεις, στη συνέχεια δε, στο τμήμα της νομικής τεκμηρίωσης της υποθέσεως, γίνεται μνεία ότι το Ένταλμα εκδόθηκε σε σχέση με τα εγκλήματα της απάτης και της πλαστογραφίας εγγράφων, δηλαδή αυτά που αφορούσαν οι εκκρεμείς σε βάρος του κατηγορίες, όπως και των καταδικαστικών ερήμην σε βάρος του ως άνω αποφάσεων, στο διατακτικό, παρά την παραδοχή της αιτήσεως που στηρίζεται στο Ευρωπαϊκό Ένταλμα, αναφέρονται μόνον οι δύο καταδικαστικές αποφάσεις. Αμέσως ζητήθηκε από το αρμόδιο τμήμα της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών η διευκρίνιση αν ο αναιρεσείων είχε παραδοθεί μόνον για εκτέλεση των αποφάσεων ή και για να δικασθεί και για τις λοιπές πράξεις που αναφέρονταν στο Ένταλμα σύλληψης. Το Εθνικό Δικαστήριο της Ισπανίας με την 157/24-2-2009 απόφαση, για την έκδοση της οποίας δεν ήταν αναγκαία η κλήτευση του αναιρεσείοντος, ούτε από την μη κλήτευσή του παραβιάζεται το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ και δεν ιδρύεται ο από το άρθρο 171 παρ. 1 δ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, αφού δεν πρόκειται, όπως εσφαλμένα ισχυρίζεται με τον πρώτο λόγο και κατά τα δύο μέρη του, του από 24/9/2009 κυρίου δικογράφου, για συμπλήρωση αποφάσεως ή διόρθωση των πρακτικών, που διενεργήθηκε, κατ άρθρο 145 ΚΠΔ, στην Ελλάδα, διευκρίνισε ότι, από παραδρομή, στο διατακτικό της ανωτέρω απόφασής του, είχαν περιληφθεί μόνον οι καταδικαστικές σε βάρος του αναιρεσείοντος ως άνω αποφάσεις και ότι η παράδοσή του στις ελληνικές δικαστικές αρχές αφορούσε, πέραν της εκτελέσεως των αποφάσεων αυτών, και την δίωξή του για όλες τις αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στο Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, για τις οποίες είχαν εκδοθεί σε βάρος του τα σ' αυτό παρατιθέμενα εντάλματα σύλληψης των αρμοδίων ανακριτών. Τούτο είχε δεχθεί προηγουμένως, ως προκύπτον από το συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού της αναγνωσθείσας 90/2007 απόφασης του Δικαστηρίου της Ισπανίας, και το πρωτόδικο Δικαστήριο με την 242/2008 απόφαση. Κατ ορθή ερμηνεία λοιπόν και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων και χωρίς να παραβιασθεί η αρχή της ειδικότητας που καθιερώνεται με αυτές, η προσβαλλομένη απόφαση έκρινε ότι ορθώς εισήχθησαν προς εκδίκαση οι σε βάρος του αναιρεσείοντος εν λόγω κατηγορίες, για τις οποίες είχε παραπεμφθεί, όπως λέχθηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με το 463/1992 αμετάκλητο βούλευμα, αφού είχε, όπως προέκυπτε από τις διευκρινίσεις του Εθνικού Δικαστηρίου της Ισπανίας σε συνδυασμό και με το Ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης, παραδοθεί στις ελληνικές δικαστικές αρχές για να διωχθεί και δικασθεί και για τις πράξεις αυτές και κατ' ακολουθία το 5μελές Εφετείο που την εξέδωσε και τον κήρυξε ένοχο γι αυτές, εφαρμόζοντας και τις διατάξεις του Ν. 1608/1950, χωρίς όμως τις επιβαρυντικές περιστάσεις αυτού, αφού η εφαρμογή τους δεν είχε γίνει δεκτή από το πρωτόδικο δικαστήριο, για το λόγο δε αυτό διαγράφηκε και το οικείο τμήμα του σκεπτικού, καθώς και το τμήμα που αφορούσε πράξη για την οποία το ίδιο δικαστήριο είχε παύσει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, δεν υπερέβη την εξουσία του, όπως εσφαλμένα υποστηρίζεται με τον μοναδικό λόγο του από 16-9-2009 κυρίου δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως, το οποίο συμπληρώθηκε με το από 24/9/2009 κύριο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, αλλά και τους σχετικούς πρώτο, δεύτερο, έκτο και έβδομο, κατά το τρίτο τμήμα του, λόγους του δεύτερου εν λόγω κυρίου δικογράφου και τον πρώτο λόγο του από 24-12-2009 δικογράφου των προσθέτων λόγων. Το αντίθετο δεν μπορεί να συναχθεί, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων εκ του ότι, στο Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, δεν αναφέρεται, μεταξύ των διατάξεων που προβλέπουν και τιμωρούν τις αποδιδόμενες σ' αυτόν πράξεις, και εκείνη του άρθρου 1 Ν. 1608/1950, αφού εκτίθεται στις κατηγορίες αυτές ότι οι πράξεις στρέφονται κατά της ΕΤΕ, ότι η ζημία που προκλήθηκε και το αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος του αναιρεσείοντος και των φυσικών αυτουργών, ως και της συναυτουργού του υπερέβαινε τα 5.000.000 δραχμές, ανελθούσα στο συνολικό ανωτέρω ποσό, που είναι μεγαλύτερο εκείνου που ορίσθηκε με τον Ν. 2408/1996 των 50.000.000 δραχμών ή 150.000 €, και το οποίο απαιτείται για την εφαρμογή του Ν. 1608/1950. Ο νόμος αυτός ρητώς, όπως λέχθηκε, αναφέρεται στα ανωτέρω δύο εντάλματα συλλήψεως του ανακριτή, αλλά και στο παραπεμπτικό βούλευμα, ανεξάρτητα του ότι, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, η εφαρμογή του δεν παραβιάζει την αρχή της ειδικότητας, εφόσον τα εγκλήματα, για τα οποία ζητήθηκε η παράδοσή του, περιγράφονται κατά τα υποκειμενικά και αντικειμενικά τους στοιχεία στο Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης και παρατίθενται σ αυτό οι διατάξεις του ΠΚ με τις οποίες τιμωρούνται, ως και το πλαίσιο των απειλουμένων κυρίων ποινών και δεν ήταν απαραίτητο να αναφέρονται οι ανωτέρω επαυξημένες ποινές του Ν. 1608/1950, σε εφαρμογή του οποίου, όπως τότε ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το Ν. 2408/1996, οδηγούσαν ευθέως τα αναφερόμενα στο Ένταλμα, κατά την περιγραφή των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων που αποδίδονταν στον τότε κατηγορούμενο, ως προς το παθόν πρόσωπο (ΕΤΕ) και το ύψος της προκληθείσης συνολικής περιουσιακής ζημίας και του επιτευχθέντος παράνομου περιουσιακού οφέλους με την τέλεσή τους (άνω των 5.000.000 δραχμών). Η εφαρμογή του νόμου αυτού προσδίδει κακουργηματικό χαρακτήρα στις πράξεις της απάτης και της πλαστογραφίας, χωρίς τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιπτώσεως της κατ επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της πράξεως, η οποία, σε συνδυασμό με το ύψος του ποσού του παρανόμου περιουσιακού οφέλους, προσδίδει κακουργηματικό χαρακτήρα στις ως άνω πράξεις, την ύπαρξη όμως της οποίας (κατ επάγγελμα τέλεσης) δέχθηκε το Εφετείο, αιτιολογώντας πλήρως την κρίση αυτή, αφού δέχθηκε ότι από την επανειλημμένη τέλεση των πράξεων προκύπτει σκοπός του αναιρεσείοντος προς πορισμό εισοδήματος, ο οποίος εν προκειμένω και επιτεύχθηκε με το παράνομο ως άνω συνολικό περιουσιακό όφελος του ιδίου και των συνεργών του, αβάσιμα δε υποστηρίζει με τον τέταρτο λόγο του δικογράφου των προσθέτων ο αναιρεσείων τα αντίθετα. Κατ ακολουθία τούτων όλοι οι ανωτέρω λόγοι των κυρίων δικογράφων και εκείνου των προσθέτων της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 98 ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ` εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό, στις περιπτώσεις δε αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Εξάλλου, κατά το άρθρο 16 παρ. 2 του ν.δ. 2576/1953, "οσάκις εις τας περιπτώσεις του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950 το έγκλημα επράχθη κατ` εξακολούθησιν δια πολλών μερικοτέρων πράξεων, δια τον κατά το αυτό άρθρον προσδιορισμόν του επιτευχθέντος ή επιδιωχθέντος οφέλους του πράξαντος ή της προσγενομένης ή της οπωσδήποτε απειληθείσης ζημίας, ως επίσης δια τον προσδιορισμόν του αντικειμένου του εγκλήματος ως ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, λαμβάνεται υπ` όψιν το όλον περιεχόμενον των μερικωτέρων πράξεων", ενώ κατά το άρθρο 52 παρ. 4 του ν. 2721/1999, "από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργείται κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη κατά το μέρος που αντίκειται στις διατάξεις του νόμου αυτού ή κατά το μέρος που ρυθμίζει θέματα που διέπονται από αυτόν". Από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι, και μετά το ν. 2721/1999, που περιέλαβε τις προαναφερόμενες ρυθμίσεις (άρθρο 52 παρ. 4 αυτού, άρθρο 98 παρ. 2 ΠΚ), εξακολουθεί να ισχύει η ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 16 παρ. 2 του ν.δ. 2576/1953 και έτσι, για την εφαρμογή του Ν. 1608/1950, αρκεί, όπως και προηγουμένως, επί εγκλήματος που τελέστηκε κατ' εξακολούθηση, το όφελος που πέτυχε η επιδίωξε ο δράστης, ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο κλπ., να υπερβαίνει συνολικώς το ποσό των 50.000.000 δρχ. και δεν απαιτείται το αντικείμενο της καθεμιάς μερικότερης πράξης να υπερβαίνει το εν λόγω ποσό, όπως επί κακουργηματικής κατ εξακολούθηση πλαστογραφίας (ΑΠΟλ 5/2002), και τούτο διότι οι διατάξεις του άρθρου 98 παρ. 2 του ΠΚ και του ν.δ. 2576/1953 είναι μεν ίσης τυπικής ισχύος, αλλά διαφέρουν μεταξύ τους, αφού, κατά το άρθρο 98 παρ. 2 ΠΚ, πρέπει ο δράστης να αποβλέπει στο συνολικό όφελος ή στη συνολική βλάβη, ενώ κατά το άρθρο 16 παρ. 2 του ν.δ. 2576/1953 τούτο δεν απαιτείται, η δε τελευταία διάταξη, ως ειδική ειδικού νομοθετήματος, διότι αφορά μόνο τα εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 παρ. 1 του ν.1608/1950 και τιμωρούνται υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει το άρθρο αυτό, κατισχύει της πιο πάνω, γενικής και νεότερης, διάταξης του άρθρου 98 παρ. 2 του ΠΚ (ΑΠ 1110/2005).
Στην κρινόμενη περίπτωση, εφόσον το 5μελες Εφετείο εφάρμοσε ορθώς, όπως λέχθηκε, το Ν. 1608/1950, κατ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, για τον υπολογισμό του σκοπηθέντος παρανόμου περιουσιακού οφέλους του αναιρεσείοντος και των συνεργών του και της βλάβης της περιουσίας της ΕΤΕ, που πρέπει να υπερβαίνει στην περίπτωση αυτή το ποσό των 50.000.000 δραχμών ή 150.000 €, έλαβε υπόψη το συνολικό ποσό των μερικοτέρων πράξεων των ως άνω εγκλημάτων και όχι της κάθε μίας απ αυτές. Δεν γεννάται, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων, ζήτημα εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 98, όπως είχε πριν την κατά τα άνω προσθήκη της παραγ. 2 με το άρθρο 14 παρ. 1 Ν 2721/1999, οπότε για να προσλάβουν τα εγκλήματα αυτά κακουργηματικό χαρακτήρα, το ποσό κάθε μερικότερης πράξης πρέπει να υπερβαίνει, προκειμένου για την πλαστογραφία τα 25.000.000 δραχμές ή 73.000 € και για την απάτη τα 5.000.000 δραχμές ή 15.000 €, πράγμα το οποίο δεν συντρέχει εν προκειμένω, με αποτέλεσμα οι πράξεις για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος να φέρουν χαρακτήρα πλημμελήματος και, ενόψει του ότι από τότε που φέρονται τελεσθείσες παρήλθε 8ετία, το αξιόποινο εξαλείφθηκε δια παραγραφής. Ειδικότερα όμως, για την απάτη και για πράξεις προγενέστερες της ισχύος του Ν. 2721/1999, λαμβάνεται υπόψη σε κάθε περίπτωση, το συνολικό ποσό των μερικοτέρων πράξεων, που πρέπει να υπερβαίνει τα 5.000.000 δραχμές ή 15.000 €, αφού η διάταξη του άρθρου 386 παρ. 3 α ΠΚ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 Ν. 2721/1999, είναι επιεικέστερη της προϊσχυσάσης (ΑΠ 487/2007, ΑΠ 176/2006 κ.α.).
Συνεπώς ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Ε ΚΠΔ δεύτερος λόγος του δικογράφου των προσθέτων της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
ΙV. Κατά την πάγια νομολογία του παρόντος Δικαστηρίου, το δικαίωμα σε μια δίκαιη δίκη, που διασφαλίζει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, δεν συνιστά αυτοτελή λόγο αναιρέσεως, αλλά μπορεί να γίνει επίκληση του προς ενίσχυση ενός αναιρετικού λόγου, εκ των περιοριστικώς αναφερόμενων στο άρθρο 510 §1 ΚΠΔ (βλ. Ολ.ΑΠ 464/92, ΑΠ 708/02 και ΑΠ 304/02, βλ. όμως αντίθετη απόφαση ΕΔΔΑ από 22-2-2007 σε υπόθεση Perlala κατά Ελλάδος).
Επειδή με τον έβδομο λόγο, κατά το πρώτο και δεύτερο μέρος του, της από 24-9-2009 αιτήσεως, προβάλλεται η αιτίαση της παραβάσεως από το 5μελές Εφετείο του άρθρου 6 παρ. 3 γ, δ της ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3 δ του Διεθνούς Συμφώνου για τα δικαιώματα του ανθρώπου (Ν. 2462/1997) και ζητείται η αναίρεση κατ άρθρο 510 παρ. 1 Α ΚΠΔ για το πρώτο μέρος. Όσα όμως εκτίθενται στα ανωτέρω μέρη του λόγου αναιρέσεως αναφέρονται στην αξιολόγηση από το Δικαστήριο των αποδεικτικών στοιχείων και ειδικότερα της 2921/1992 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών και της κατ έφεση εκδοθείσης 1649/1998 απόφασης του 5μελούς Εφετείου Αθηνών, με τις οποίες καταδικάσθηκαν οι φυσικοί αυτουργοί και η ανωτέρω συναυτουργός του αναιρεσείοντος και των λοιπών αναφερόμενων στο δεύτερο τμήμα εγγράφων και στις ανέλεγκτες παραδοχές της απόφασης και δεν αναφέρεται κατά ποιο τρόπο παραβιάσθηκαν από το Δικαστήριο της ουσίας οι ανωτέρω διατάξεις, αντιθέτως μάλιστα, από τα εκτιθέμενα στο πρώτο μέρος του λόγου αυτού, αναιρείται ο ισχυρισμός περί παραβιάσεως, αφού ο ίδιος παραδέχεται ότι από τα πρακτικά της δίκης, τα οποία δεν προσβλήθηκαν για πλαστότητα και κατά συνέπεια αποδεικνύουν κατά το άρθρο 141 παρ. 3 ΚΠΔ, όλα όσα αναγράφονται σ αυτά, δεν επιβεβαιώνονται αυτά που ισχυρίζεται, ανεξάρτητα βέβαια ότι με τον τρόπο αυτό (αντίφαση μεταξύ των όσων ο ίδιος υποστήριξε απολογούμενος και των όσων ζήτησε ο συνήγορός του) δεν παραβιάζονται οι διατάξεις αυτές και επιπροσθέτως για ποιο λόγο, όπως γίνεται επίκληση στο πρώτο τμήμα του λόγου αυτού, παράγεται ακυρότητα κατ άρθρο 510 παρ. 1 Α ΚΠΔ. ή παραβιάζονται τα υπερασπιστικά του δικαιώματα (171 παρ. 1 δ ΚΠΔ), όπως αναφέρεται στο δεύτερο τμήμα του, χωρίς όμως να γίνεται επίκληση του προσήκοντος λόγου εκ του άρθρου 510 παρ. 1 ΚΠΔ.
Συνεπώς ο λόγος αυτός, κατά τα ανωτέρω τμήματά του, πρέπει να αποορριφθεί ως απαράδεκτος.
V. Κατά το άρθρ. 113 παρ. 1 ΠΚ, η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρόνο, σύμφωνα με διάταξη νόμου, δεν μπορεί να αρχίσει ή να εξακολουθήσει η ποινική δίωξη. Τέτοια περίπτωση συντρέχει, κατά τα άρθρα 432, 435 ΚΠΔ, όταν ο παραπεμφθείς στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου για κακούργημα δεν συλληφθεί ή δεν εμφανισθεί για να δικασθεί την ορισμένη δικάσιμο ή δεν εκπροσωπηθεί από συνήγορο κατά το άρθρο 340 παρ. 2 ΚΠΔ, και ο Εισαγγελέας Εφετών με διάταξή του, ή το δικαστήριο με απόφαση, κατά περίπτωση, αναστέλλει την διαδικασία στο ακροατήριο μέχρι της συλλήψεως ή εμφανίσεως του κατηγορουμένου και στη δεύτερη περίπτωση διατάσσει την σύλληψη και προσωρινή κράτησή του. Η αναστολή, κατά την παραγ. 3 του αυτού άρθρου, δεν μπορεί και στην περίπτωση αυτή, να υπερβεί, προκειμένου για κακουργήματα τα πέντε (5) έτη. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 1, 2 και 3 και 112 του ΠΚ, το αξιόποινο εξαλείφεται με παραγραφή, η οποία, για μεν τα κακουργήματα, που τιμωρούνται με ποινή ηπιότερη της ισόβιας κάθειρξης είναι δεκαπέντε έτη, για δε τα πλημμελήματα πέντε έτη και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την ημέρα που τελέσθηκε η πράξη.
Συνεπώς για τα κακουργήματα ο χρόνος της παραγραφής, συνυπολογιζομένης και της τυχόν επελθούσης αναστολής, ανέρχεται σε είκοσι (20) έτη. Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, οι πράξεις για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων τιμωρούνται δε σε βαθμό κακουργήματος, φέρονται τελεσθείσες από τις αρχές Οκτωβρίου μέχρι και την 27 Οκτωβρίου 1989 και από τις αρχές μέχρι τέλος Νοεμβρίου 1990.
Συνεπώς μέχρι τις 24-6-2009 που εκδικάσθηκε η υπόθεση κατ έφεση, δεν είχε παρέλθει 20ετία, αφού η σε βάρος του διαδικασία για τις πράξεις αυτές, για τις οποίες είχε παραπεμφθεί στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων με το κατά τα ανωτέρω 463/1992, αμετάκλητο, βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών είχε ανασταλεί με την 94/18-5-1992 διάταξη του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών και συνεπώς, όπως λέχθηκε ανωτέρω, επήλθε 5ετής αναστολή της παραγραφής, με αποτέλεσμα το αξιόποινο να μη έχει εξαλειφθεί δια παραγραφής, ο δε υποστηρίζων τα αντίθετα σχετικός πέμπτος λόγος αναιρέσεως του από 24-9-2009 κυρίου δικογράφου, ως και ο τρίτος λόγος του από 24-12-2009 δικογράφου των προσθέτων, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω περί παραγραφής διατάξεων του ΠΚ., τυγχάνουν αβάσιμοι και απορριπτέοι. VΙ. Kατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες δύο κύριες αιτήσεις και εκείνη των προσθέτων λόγων του αναιρεσείοντος και να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει τις από 16-9-2009 και 24/9/2009 αιτήσεις (δηλώσεις) και από 24-12-2009 πρόσθετους λόγους αυτών του Χ για αναίρεση της 1887/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220)€.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Μαρτίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Μαΐου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή